Το παραμύθι των ποιημάτων
Γιατί
γράφουμε (και διαβάζουμε) ποίηση;
«Γιατί άραγε γράφουν ποιήματα
οι άνθρωποι; Και γιατί οι άνθρωποι διαβάζουν ποίηση;» Όταν μέσα στο σπίτι
υπάρχει ένα μικρό παιδί, οι περισσότερες προτάσεις που ακούγονται ξεκινούν από
τη λέξη «γιατί». Ο γονιός θέλει να μάθει γιατί ο πιτσιρίκος έκανε κάποια
σκανταλιά, αλλά κι ο πιτσιρίκος, ρωτώντας ακατάπαυστα «γιατί» προσπαθεί να βρει
εξηγήσεις για κάθε τι που βρίσκεται γύρω του. Και, σε μια τέτοια ερώτηση, τι
μπορείς να του απαντήσεις;
Στην αρχή στέκεσαι λιγάκι
αμήχανος, και κάνεις και στον εαυτό σου την ίδια ερώτηση. Ποια είναι αυτή η
παράξενη γοητεία που ασκεί ένα ποίημα στον άνθρωπο, ώστε είτε να θέλει να το
απολαύσει διαβάζοντάς το, είτε να θέλει να το δημιουργήσει ο ίδιος; Ξαφνικά
ένας συνειρμός σε αναστατώνει ακόμη περισσότερο.
Πάνω από δέκα χρόνια πριν,
είδες για τελευταία φορά τη θεία σου τη Δήμητρα. Είχε καταπέσει και δεν σε
αναγνώρισε, η γεροντική άνοια την είχε νικήσει. Μα κάποια στιγμή, έτσι ξαφνικά,
την άκουσες να σου απαγγέλλει τον «Ύμνο εις την
Ελευθερίαν» του Σολωμού… Όχι τις δυο στροφούλες που τραγουδάμε, αλλά
πολλές ακόμα, απ’ αυτές που σήμερα οι πιο πολλοί δεν θυμόμαστε καν. Τί ήταν
αυτό το μαγικό που έσωσε τους στίχους του Σολωμού στο μυαλό της θείας;
Πρέπει όμως να απαντήσεις στον
πιτσιρίκο που σε κοιτάζει με τα μεγάλα του μάτια. «Να σου πω, θυμάσαι το πρώτο
ποίημα που είπες στο σχολείο».
«Πώς δεν το θυμάμαι;»… και
αρχίζει να σου το λέει, αυτός που σε σταυρώνει κάθε μέρα για να μάθει κάτι από
τα μαθήματα της επόμενης…
«Και γιατί θυμάσαι αυτό και δε
θυμάσαι τα μαθήματά σου;»
«Γιατί αυτό είναι πιο εύκολο να
το θυμάμαι».
«Και γιατί είναι πιο εύκολο;»
«Γιατί μοιάζει σαν να μαθαίνεις
ένα τραγούδι… Είναι σαν να έχει μουσική».
«Μα δεν έχει μουσική», λέει ο
επίμονος πατέρας.
«Ναι, αλλά οι λέξεις μοιάζουν
να είναι τραγουδιστές».
«Θες να πεις δηλαδή ότι οι
λέξεις έχουν ρυθμό».
«Ναι, σαν να έχουν μια κρυφή
μουσική μέσα τους». Μια κρυφή μουσική μέσα τους. Ο μικρός είπε μεγάλη κουβέντα.
«Ξέρεις…σκέφτομαι να σου πω ένα
παραμύθι».
«Ε, πατέρα, είμαι μεγάλος για
παραμύθια».
«Άκου πρώτα και μετά βαράς.
Θέλω να φανταστείς ότι γυρίζουμε με μια χρονομηχανή πολύ παλιά, πολύ πίσω στο
χρόνο.»
«Πόσο παλιά;» ρωτάει ο μικρός.
«Πολύ πολύ παλιά. Τότε που οι
άνθρωποι δεν είχαν μάθει ακόμα να γράφουν. Πώς επικοινωνούσαν τότε οι άνθρωποι,
μπορείς να φανταστείς;»
«Μιλούσαν. Προφορικά.»
«Είχαν λοιπόν ένα βασικό
εργαλείο για να επικοινωνούν. Τη γλώσσα. Η γλώσσα υπήρχε πριν από τη γραφή,
συμφωνούμε σ’ αυτό;».
«Ε ναι μωρέ πατέρα, αφού και τα
μωρά μιλάνε πριν μάθουνε να γράφουνε. Τί μου λες τώρα;»
«Λοιπόν, τότε που οι άνθρωποι
είχαν γλώσσα αλλά δεν είχαν γραφή, είχαν θεούς που λάτρευαν. Και έπρεπε με
κάποιο τρόπο να τους ομολογήσουν την πίστη τους, ή να τους ζητήσουν να φέρουν
τη βροχή ή την καλή σοδειά. Χρησιμοποιούσαν λοιπόν την ίδια γλώσσα που μιλούσαν
μεταξύ τους για να μιλήσουν με τους θεούς τους. Για να φτιάξουν ύμνους και
προσευχές που θα απευθύνονταν σ’ εκείνους. Μα δεν έφτανε να το κάνουν αυτό με
απλά λόγια. Έπρεπε τα λόγια τους να είναι «στολισμένα», να είναι όμορφα τοποθετημένα
για να μπορούν να φτάσουν εκεί ψηλά. Και έπρεπε με κάποιο τρόπο να κουβαλούν
μέσα τους μια μουσική, έναν ρυθμό, για να μπορούν και οι επόμενες γενιές να
θυμούνται πιο εύκολα τον ύμνο ή την προσευχή, αλλά και για να τον τραγουδούν
όλοι μαζί. Έπρεπε λοιπόν να βρουν έναν τρόπο οι λέξεις να γίνουν μαγικές, να
είναι διαφορετικές από αυτές που έλεγαν κάθε μέρα, για να μπορέσουν να φτάσουν
εκεί ψηλά, να τις ακούσουν οι θεοί. Κι ο μόνος τρόπος ήταν οι λέξεις να έχουν
μουσική, να μοιάζουν με το κελάηδημα των πουλιών, που μπορεί να φτάσει εκεί
ψηλά. Σκέφτηκες άραγε γιατί κελαηδάνε τα πουλιά;»
«Κελαηδάνε γιατί αυτό τα κάνει
να χαίρονται, πατέρα;»
«Ίσως να ‘ναι κι έτσι. Εκτός
από τους θεούς τους, οι άνθρωποι έχουν και τους ήρωές τους. Εκείνους που είχαν
κάνει σπουδαία κατορθώματα, και που αξίζει να τους θυμούνται στις επόμενες
γενιές. Πώς θα γινόταν αυτό; Μ’ ένα τραγούδι για τα κατορθώματά τους. Ένα
τραγούδι που θα είχε και αυτό κρυμμένη μέσα του μια μαγική μουσική, που άλλαζε
τις λέξεις και έκανε τους ανθρώπους να τις θυμούνται και να τις μαθαίνουν πιο
εύκολα».
«Έτσι λοιπόν, τα πρώτα ποιήματα
μιλούσαν για θεούς και ήρωες… Ξέρουμε ποια ήταν και πόσο παλιά γράφτηκαν αυτά
τα ποιήματα;»
«Δεν ξέρουμε, δυστυχώς… Ξέρουμε
τα πρώτα γραμμένα ποιήματα που έχουν βρει οι αρχαιολόγοι, αλλά, πάρα πολλά από
εκείνα τα πανάρχαια ποιήματα χάθηκαν για πάντα, γιατί δεν γράφτηκαν ποτέ σε μια
πέτρα ή σ’ έναν πάπυρο. Οι άνθρωποι τα μάθαιναν πρώτα οι ίδιοι και κατόπιν τα
μάθαιναν και στα παιδιά τους. Πολλές φορές πρόσθεταν, αφαιρούσαν κομμάτια και
τα ποιήματα άλλαζαν στο πέρασμα του χρόνου. Κάποια δεν θα μπορέσουμε να τα
διαβάσουμε ποτέ.
Ευτυχώς όμως, απ’ όταν ο
άνθρωπος άρχισε να χρησιμοποιεί τη γραφή, τα ποιήματα μπορούν να γλιτώσουν από
το μεγαλύτερο εχθρό τους, που είναι η λησμονιά. Τα πιο παλιά ποιήματα που
ξέρουμε τα έγραψε μια πριγκίπισσα των Σουμερίων, που ήταν και ιέρεια της θεάς
του φεγγαριού, της Νάννα. Την κοπέλα την έλεγαν Ενχεντουάννα και έγραψε
θρησκευτικούς ύμνους. Γράφτηκαν περίπου δυο χιλιάδες χρόνια πριν το Χριστό.
Περίπου την ίδια εποχή πρέπει να γράφτηκε και ένα άλλο ποίημα στην Αίγυπτο, «Το
παραμύθι του ναύτη που το καράβι του ναυάγησε», μια ιστορία που θυμίζει πολύ
εκείνη του Σεβάχ του Θαλασσινού. Σ’ όλους τους μεγάλους πολιτισμούς της
Ανατολής (Αίγυπτο, Μεσοποταμία, Ινδία, Κίνα) οι άνθρωποι έγραφαν ποιήματα. Μα
το αποκορύφωμα της ποίησης η ανθρωπότητα το έζησε στην Αρχαία Ελλάδα. Από τα
έπη του Ομήρου, τα λυρικά ποιήματα που ακολούθησαν, ως τις αρχαίες τραγωδίες
του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, η αρχαία Ελλάδα πρόσφερε στην
ποίηση τις μεγαλύτερες στιγμές της».
«Πατέρα, σήμερα όμως τα
ποιήματα δεν μιλάνε μονάχα για θεούς και ήρωες».
«Έχεις δίκιο. Κι εκείνα, τα παλιά
χρόνια, οι άνθρωποι, εκτός από τους θεούς και τους ήρωες, είχαν και αισθήματα παρόμοια
με τα δικά μας. Χαρά, λύπη, έρωτα, αγάπη, πένθος, που συνδέονταν με τα γεγονότα
της ζωής τους. Μια όμορφη κοπέλα που γνώρισε κάποιος, ένα αγαπημένο πρόσωπο που
έφυγε από τη ζωή, ένας γάμος. Αλλά και γεγονότα φυσικά. Ένας μεγάλος σεισμός,
ένας χιονιάς, ένα θηρίο που επιτέθηκε στο χωριό, αλλά και η ομορφιά της φύσης
και του κόσμου. Ένας τρόπος να φυλάξουν αυτά τα συναισθήματα ήταν να φτιάξουν
ποιήματα, να τα αποτυπώσουν με λέξεις που μέσα τους κρύβουν μουσική, με λέξεις
μαγικές. Έτσι καθρέφτιζαν τα όμορφα ή δύσκολα κομμάτια της ζωής τους, ή
φωτογράφιζαν με μαγεμένες λέξεις τα συναισθήματά τους, αυτά που κανείς δεν θα
μπορούσε να ανακαλύψει αν δεν κοιτούσε βαθιά μέσα στην ψυχή τους.
«Έτσι λοιπόν, πατέρα, τα
ποιήματα είναι καθρέφτες φτιαγμένοι από μαγεμένες λέξεις… καθρεφτίζουν τον
κόσμο, αλλά και την ψυχή του ανθρώπου».
«Φαντάζεσαι… το σώμα μας
πεθαίνει, η ψυχή μας…ποιος ξέρει, αλλά μένει κάτι στους ανθρώπους… μια
φωτογραφία του κόσμου μας και της ψυχής μας αποτυπωμένη σε λέξεις…»
«Δηλαδή…η ποίηση είναι μια νίκη
του ανθρώπου απέναντι στο θάνατο».
«Ίσως να μην είναι νίκη. Ίσως
να είναι μια ελπίδα ότι δεν μπορεί να χάνονται τα πάντα από μας όταν φεύγουμε.
Και, οι άνθρωποι συνεχίζουν… πάνω από τέσσερις χιλιάδες χρόνια μετά,
εξακολουθούν να γράφουν ποίηση. Και οι άνθρωποι εξακολουθούν να διαβάζουν. Κι
έτσι να γνωρίζουν ο ένας το συναίσθημα του άλλου. Και να γεννιούνται συνέχεια
καινούρια συναισθήματα, που, ποιος ξέρει, μπορεί να οδηγήσουν σε νέα ποιήματα».
«Άρα…η ποίηση είναι ένα
παιχνίδι της γλώσσας που απεικονίζει και δημιουργεί συναισθήματα».
«Καλά τα λες… Και μπορεί να το
κάνει καλύτερα από την πεζογραφία, γιατί έχει ένα κρυφό μυστικό…»
«Ποιο είναι αυτό το μυστικό;»
«Η ποίηση έχει… οικονομία».
«Μα τι λες πατέρα; Τι σχέση
έχει η οικονομία με την ποίηση;»
«Είπαμε πριν ότι στην ποίηση
ακόμα και οι καθημερινές λέξεις αποκτούν μαγική δύναμη… Αυτό κάνει τις λέξεις
να συμπυκνώνουν μέσα τους πολύ περισσότερα συναισθήματα και έννοιες απ’ όσα
χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή. Κάθε λέξη δεν είναι απλά μια λέξη που
σημαίνει κάτι. Είναι μια λέξη που από μόνη της είναι κάτι. Δεν έχει απλά
μια σημασία, αλλά είναι χιλιάδες πράγματα, χιλιάδες σημασίες. Ξέρεις πόσες
σημασίες μπορεί να έχει μια απλή λεξούλα όταν τρυπώνει μέσα σ’ ένα ποίημα;
Άπειρες… Όπως σ’ έναν πίνακα ζωγραφικής τα χρώματα, οι μορφές, τα υλικά, η θέση
τους στο έργο μπορούν να έχουν άπειρες σημασίες, έτσι και το υλικό της ποίησης,
οι μαγεμένες λέξεις, απελευθερώνονται από την καθημερινή τους σημασία, αποκτούν
δικιά τους ύπαρξη.»
«Και πού είναι η οικονομία σ’
αυτό;»
«Η γλώσσα της ποίησης
αποθηκεύει μέσα της πολλές έννοιες… πολλά συναισθήματα… Είναι λοιπόν πιο
οικονομική από τη γλώσσα την καθημερινή. Είπαμε, ένα ποίημα υπάρχει από μόνο
του, ενώ οι καθημερινές μας λέξεις απλά είναι ένα εργαλείο που συμβολίζει
κάτι».
«Ποιος είναι όμως αυτός που
ξέρει ποια είναι η σωστή σημασία;»
«Αυτό είναι η πιο δύσκολη
ερώτηση που μου έχεις κάνει σήμερα… Κάποιοι λένε ότι πρέπει να καταλάβεις τι
ήθελε να πει ο ποιητής. Άρα πρέπει να μελετήσεις τη ζωή του, το έργο του, τις
ιδέες του, την εποχή του».
«Μα πού να προλάβω να τα κάνω
όλα αυτά;»
«Κάποιοι άλλοι λένε πάλι ότι κι
ο ίδιος ο αναγνώστης βλέπει το ποίημα από τη δικιά του σκοπιά, με βάση τη δικιά
του ζωή, τις δικές του πράξεις, τις δικές του ιδέες, τη δικιά του εποχή. Μ’
αυτόν τον τρόπο κάποια ποιήματα επιζούν στον χρόνο. Όταν μας μιλούν για τη
δικιά μας εποχή και τα δικά μας συναισθήματα και προβλήματα. Άρα κι εκείνος που
διαβάζει το ποίημα έχει το δικό του ρόλο…
«Και ποια από τις δυο θεωρίες
είναι σωστή;»
«Και οι δύο… Βέβαια, πάντα, τον
τελευταίο λόγο τον έχει ο αναγνώστης… Αυτός θα αποφασίσει αν θα αγαπήσει το
ποίημα, και αν θα αγαπήσει κι αυτόν που το έγραψε… Γιατί, κι αυτό μην το
ξεχνάς, η ποίηση, όπως και κάθε μορφή τέχνης, είναι μια πράξη αγάπης.
«Δηλαδή;»
«Ο ποιητής, ακόμα κι αν γράφει
με θυμό και οργή, με το ποίημα του κάνει μια πράξη αγάπης. Διασώζει ένα
συναίσθημα ή μια ανάμνηση στο χρόνο, κι ελπίζει πως αυτό το συναίσθημα θα
αγγίξει τους αναγνώστες… Ο αληθινός ποιητής πρέπει να αγαπάει τους αναγνώστες
του περισσότερο από τον εαυτό του, και να κρατάει μέσα του ζωντανή την ελπίδα
ότι και οι αναγνώστες θα τον αγαπήσουν… θα αγαπήσουν τις μαγεμένες του λέξεις,
ακόμη κι όταν εκείνος δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή. Οι άνθρωποι που αγάπησαν τα
ποιήματα του Καβάφη όσο εκείνος ζούσε ήταν ελάχιστοι μπροστά σ’ εκείνους που τα
γνώρισαν και τα απόλαυσαν μετά το θάνατό του».
«Δεν τα καταφέρνουν όμως όλοι
οι ποιητές»
«Αυτό είναι αλήθεια… Όμως η
ελπίδα παραμένει πάντα ζωντανή ότι κάποιος, κάποτε, κάπου θα ανακαλύψει το έργο
τους και θα συγκινηθεί».
«Θα συγκινηθεί…»
«Ναι… ίσως είναι η πιο ωραία
λέξη που μπορεί να βρει κανείς για να περιγράψει το αίσθημα που προκαλεί η
ποίηση… τόσο σ’ εκείνον που τη γράφει, όσο και σ’ εκείνον που τη διαβάζει..»
«Συγκίνηση…»
«Ναι…συγκίνηση… Η ποίηση μας
χαρίζει τη συγκίνηση… Κι η συγκίνηση… είναι αυτό που όσο δύσκολη κι αν είναι η
ζωή μας… μας θυμίζει ότι είμαστε άνθρωποι… κι ότι η ελπίδα δεν έσβησε ακόμα…»
«Ελπίδα»
«Ναι… ελπίδα. Όσο υπάρχει η
ποίηση, υπάρχει ελπίδα…»
Ηλίας
Τουμασάτος
Παρουσίαση
του βιβλίου του Σπ. Λυκούδη
100
ποιήματα αγάπης
Κεφαλονιά,
Δημοτικό θέατρο Κέφαλος, 1-8-2015
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου