"Το μυστικό του Λεβάντε" - Στέφανος Λίβος

Μυστικά, αλήθειες, ψέματα


Στέφανος Λίβος
«Το μυστικό του Λεβάντε»
Αθήνα: Διόπτρα, 2015, σελ. 501

            Ποια είναι άραγε η αλήθεια που κρύβει μέσα του ένα μυστικό; Ένα μυστικό μπορεί να κρύβει μόνο μία όψη της αλήθειας; Ένα μυστικό είναι κάτι σκοπίμως κρυμμένο ή κάτι που δεν μπορέσαμε να δούμε ποτέ, γιατί τα μάτια μας δεν έβλεπαν τις αποχρώσεις του; Και, ο χρόνος της αποκάλυψης ενός μυστικού πόσο καθοριστικός είναι για τις ζωές εκείνων που το αγνοούσαν, αλλά κι εκείνων που το γνώριζαν και το έκρυβαν; Είναι άραγε πάντα ωφέλιμο να ανοίγεις ένα κουτί με μυστικά; Ένα κουτί αλήθειας ή ένα κουτί της Πανδώρας;
            Ένα ξύλινο κουτί λοιπόν, που περιέχει στιγμές από ζωές ατάκτως εριμμένες... Στιγμές που μπορεί να κρύβουν κι αυτές με τη σειρά τους άλλες αλήθειες. Στιγμές που καμιά φορά λειτουργούν σαν μισά χαρτονομίσματα, κάπου, χαμένο ή φανερό, βρίσκεται στον υπόλοιπο κόσμο το άλλο τους μισό, που καμιά φορά ανοίγει περισσότερες μυστικές κρυψώνες μέσα στο κουτί.
            Από ένα κουτί ξεκινάει λοιπόν η ιστορία του τρίτου βιβλίου του Στέφανου Λίβου, «Το μυστικό του Λεβάντε», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διόπτρα». Ο Στέφανος, νεότατος, με σπουδές και μεταπτυχιακό στην Ψυχολογία ανήκει στη μερίδα εκείνη των νέων ανθρώπων που έχουν κάνει εξαιρετικές σπουδές, αλλά αναζήτησαν εργασία στο εξωτερικό – ζει και εργάζεται στη Μεγάλη Βρετανία. Οι ρίζες του όμως είναι στο Λεβάντε. Στην Ανατολή της Ευρώπης, και συγκεκριμένα το νησί της Ζακύνθου, όπου μεγάλωσε. Ο Λεβάντες, ο ανατολικός άνεμος, πήρε τον Στέφανο στο Λονδίνο. Από τα φοιτητικά του χρόνια ήδη πειραματιζόταν με καλλιτεχνικές δράσεις – πειραματικά φιλμάκια αλλά και το γράψιμο. Στο αναγνωστικό κοινό συστήθηκε με τη συλλογή διηγημάτων «Κλεφτές ματιές» (2011) και κατόπιν με το μυθιστόρημα «Όσα χωράει μια στιγμή» που δημοσιεύθηκε το 2012 και μεταφράστηκε και στην αγγλική γλώσσα, ενώ έχει συμμετάσχει με διηγήματά του σε συλλογικές εκδόσεις.

Στέφανος Λιβος
            
Το μυστικό του Λεβάντε είναι η νοερή επιστροφή του Στέφανου στη γενέθλια γη… Σαν να φύσηξε αντίθετος άνεμος, Πουνέντες, και τον γύρισε πίσω στον Λεβάντε και τα μυστικά του. Αυτός ο ίδιος άνεμος φαίνεται να τον γύρισε και πίσω στον χρόνο… Όπως τον ήρωα του μυθιστορήματος, τον νεαρό Παντελή, που επιστρέφει στη σύγχρονη Ζάκυνθο για την κηδεία του παππού του και βρίσκει το κουτί με τις αναμνήσεις του. Ένα κουτί που περιέχει πολλές και σκληρές αλήθειες για την οικογένεια του Παντελή, σ’ ένα βάθος χρόνου που φτάνει τον έναν αιώνα. Ωστόσο σ’ αυτό το κουτί υπάρχει κι ένας άνθρωπος που λειτουργεί συμπληρωματικά. Η Ελπίδα, η τελευταία που έχει απομείνει ζωντανή από όλους τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, σύζυγος του αδερφού του νεκρού Παντελή, η οποία είναι η «δεύτερη πηγή» πληροφοριών για την αλήθεια και τα μυστικά που κρύβονται καλά μέσα στην εκατόχρονη ιστορία της οικογένειας. Είναι ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας, ο τελευταίος ζωντανός μάρτυρας, που συμπληρώνει, αποκαλύπτει, φωτίζει, ανατρέπει τις αλήθειες του κουτιού, τις «επιλεγμένες αλήθειες» του παππού Παντελή, πυροδοτώντας την αφήγηση με ένα δεύτερο πρίσμα, μια δεύτερη ματιά, που κι αυτή πια οδεύει προς το να σβήσει, μαζί με τη φυσική παρουσία της Ελπίδας.
            Ο χρόνος στον οποίο σταδιακά επικεντρώνεται η πλοκή του μυθιστορήματος είναι η περίοδος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, του εμφυλίου, αλλά και της σεισμικής καταστροφής της Ζακύνθου το 1953. Η αλήθεια είναι ότι για να προσεγγίσει κανείς την ιστορία των τεσσάρων από τα Επτάνησα, Ζακύνθου, Λευκάδας, Κεφαλονιάς και Ιθάκης πρέπει να κατανοήσει την καταλυτική συμβολή της διαδοχής πόλεμος – ιταλική κατοχή – γερμανική κατοχή – εμφύλιος –σεισμοί 1953 – ανοικοδόμηση. Μια τρομακτική δεκαπενταετία για όσους την έζησαν, τρομακτική όσο και καθοριστική για την πορεία και την ιστορία των νησιών και για τους κατοίκους τους, που γίνονται στρατιώτες, σκλάβοι, βρίσκονται ανάμεσα στα πυρά του εμφυλίου και τέλος μετά τους σεισμούς γίνονται πρόσφυγες στην ίδια τους τη γη. Ο Στέφανος αισθάνεται αυτή τη διαδοχή και την αποτυπώνει με έντονη συναισθηματική φόρτιση, κυρίως μέσα από τη μικροϊστορία της οικογένειας του Παντελή (και των οικογενειών που συναναστράφηκαν άμεσα μαζί της) ενώ δεν παραλείπει να προσφέρει στον αναγνώστη και ιστορικές λεπτομέρειες που είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοηθεί η πραγματικότητα των ηρώων. Ο Στέφανος ορθώς δεν θεωρεί δεδομένη καμία προτερόχρονη γνώση του αναγνώστη γύρω από την πραγματικότητα εκείνη, κι αυτό είναι εύλογο. Ας μην ξεχνάμε ότι η σύγχρονη Ιστορία συνήθως μένει τελευταία στη διδακτέα ύλη των σχολείων μας, ενώ για την τοπική ιστορία τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Αυτό δίνει μια μεγαλύτερη «αυτονομία» στο μυθιστόρημα, σε σχέση με μυθιστορήματα που θεωρούν (πολλές φορές επειδή γράφονται στην ίδια εποχή) δεδομένη τη γνώση της ιστορικής πραγματικότητας.
            Ο συγγραφέας φαίνεται επίσης να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μικροϊστορία, για την καθημερινότητα των ανθρώπων στη Ζάκυνθο, σ’ όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής. Οι τόποι που κατά κύριο λόγο επικεντρώνεται η αφήγηση, το αγρόκτημα της οικογένειας του Παντελή, κάποτε «αρχοντικό»της αριστοκρατικής οικογένειας των Βαρδαίων, αλλά και η πόλη της Ζακύνθου, δείχνουν το «δίπολο» που αποτυπώνει την συνύπαρξη δυο διαφορετικών κόσμων στην εξέλιξη της κοινωνικής ζωής της Ζακύνθου αλλά και των Επτανήσων γενικότερα, και μάλιστα μέσα στον εικοστό αιώνα, όπου το δίπολο εξαφανίζεται στην πραγματικότητα και τελειώνει οριστικά με τους σεισμούς του 1953.
            Και εξηγούμαι: Από τη μία έχουμε τους «παλαιούς» αριστοκράτες, εκείνους που κατείχαν εκτάσεις γης και κυριάρχησαν σε όλες τις φεουδαρχικού τύπου κοινωνίες από το Μεσαίωνα μέχρι τη βιομηχανική επανάσταση στη δυτική Ευρώπη. Τα βενετοκρατούμενα Επτάνησα είχαν ακολουθήσει την «δυτικού τύπου» φεουδαρχία. Η εποχή για την οποία μιλάμε όμως (ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, αφετηρία του μυθιστορήματος) βρίσκει τους γαιοκτήμονες της επαρχίας να βρίσκονται σε δύσκολη θέση, καθώς η οικονομία σταδιακά μετασχηματίζεται λόγω της βιοτεχνίας και του εμπορίου – η ανερχόμενη τάξη (και στα Επτάνησα) είναι αυτοί ακριβώς οι «αστοί» που κερδίζουν χρήματα κυρίως από τον τομέα των υπηρεσιών (μια και δεν μπορούμε να μιλήσουμε στα Επτάνησα για εκτεταμένη μεταποίηση). Αυτή η παρακμή του «αρχοντολογίου» και η άνοδος των «παρακατιανών» εμπόρων, τραπεζιτών, νομικών, αλλά και εκείνων που στελεχώνουν τον διοικητικό μηχανισμό του νέου κράτους) είναι έκδηλη σε πολλά επτανησιακά μυθιστορήματα. Αναφέρουμε ενδεικτικά μόνον, τη «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου και το «Σκλάβοι στα δεσμά τους» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Οι παλιοί αριστοκράτες δεν ξέρουν πώς να λειτουργήσουν στην νέα πραγματικότητα. Ακόμη και η μισθωτή δουλειά είναι γι’ αυτούς αδιανόητη ντροπή. Οι νέοι αστοί από την άλλη επιδιώκουν την προσέγγιση με τους παλαιούς αριστοκράτες προκειμένου να αποκτήσουν την κοινωνική ισχύ που δεν διαθέτουν, σε αντίθεση με την οικονομική τους ισχύ.
Όλο αυτό το οικοδόμημα, που γέρνει ασφαλώς προς το μέρος των αστών και των εμπόρων, κλονίζεται συθέμελα με τον πόλεμο του ’40 και τον εμφύλιο. Εκεί αναδεικνύονται καινούριοι συσχετισμοί. Ο κατακτητής (ο πρώτος, ο Ιταλός, που επιδιώκει την αφομοίωση και προσάρτηση των Επτανήσων και στο τέλος καταλήγει να κλέβει τους ντόπιους λόγω πείνας, ο δεύτερος πιο απρόσωπος και πιο θηριώδης. Έπειτα, αυτός που αντιστέκεται (ο Κωστής, αδελφός του παππού Παντελή, ο Κεφαλονίτης Γεράσιμος),εκείνος που παρακολουθεί αποστασιοποιημένος τα γεγονότα, ο Παντελής, αλλά και εκείνος που συνεργάζεται με τον κατακτητή. Με τον εμφύλιο πάλι αλλάζουν αυτοί οι συσχετισμοί. Εδώ έχουμε πια τον εθνικόφρονα και τον αντάρτη. Οι σεισμοί του 1953 και η μεγάλη πυρκαγιά που κατέκαψε την πόλη (το κέντρο δηλαδή της αστικής ζωής) της Ζακύνθου, συνέβαλε ως ιδιότυπη κάθαρση στο να επαναπροσδιοριστούν αυτοί οι συσχετισμοί. Όλοι, άρχοντες και ποπολάροι, δεξιοί και αριστεροί, βρέθηκαν άστεγοι κάτω από τον ίδιο ήλιο.
Σ’ αυτό το διπολικό σύμπαν παρακολουθούμε, με αφορμή τον έρωτα του παππού Παντελή για τη Βιολέτα και την παρουσία στη Ζάκυνθο μιας «υπο-κουλτούρας» (sub-culture, με την έννοια μιας ένθετης κουλτούρας μέσα στην κυρίαρχη επτανησιακή). Μιλάμε για την εβραϊκή κοινότητα της Ζακύνθου, στην οποία ανήκει η Βιολέτα. Μια κοινότητα η οποία λειτουργεί με δικούς της θρησκευτικούς κανόνες, αλλά ενσωματώνεται στην οικονομική ζωή στην πλευρά της ανερχόμενης αστικής τάξης. Έχει οικονομική ισχύ, αλλά δεν έχει κοινωνική ισχύ, κάποιες δε στιγμές στην Ιστορία έχει υποστεί διωγμούς. Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τη σωτηρία των Εβραίων της Ζακύνθου από τον μητροπολίτη, τον Δήμαρχο αλλά και τους πολίτες της Ζακύνθου στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Στα χέρια της οικογένειας της Βιολέτας υπάρχει ένας ιδιότυπος θησαυρός, μια σειρά από νομίσματα παλαιότερων εποχών, μεγάλης αξίας. Δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε τον συμβολισμό – οι Εβραίοι από το Μεσαίωνα μέχρι τη νεότερη εποχή είχαν ασχοληθεί με τραπεζιτικές και «κολλυβιστικές» εργασίες. Αυτός ο «θησαυρός της Βιολέτας» (αυτός όπως μαθαίνουμε ήταν και ο αρχικός τίτλος του βιβλίου),λειτουργεί στην πορεία της πλοκής παράλληλα με έναν άλλο «θησαυρό», το κουτί με τις αναμνήσεις του Παντελή.
Ο έρωτας του Παντελή και της Βιολέτας, αλλά και οι έρωτες των άλλων ζευγαριών του βιβλίου δίνουν ώθηση στην αφήγηση. Η δύναμη του έρωτα φαίνεται να είναι πιο ισχυρή από όλη την σκοτεινή ενέργεια που συσσωρεύουν γύρω από τους δύο νέους οι πόλεμοι. Ειδικά γι’ αυτούς τους δυο, φαίνεται ο έρωτας να δημιουργεί έναν «προστατευτικό θόλο» γύρω τους, έναν αόρατο τόπο εντελώς δικό τους, αλίμονο όμως, κανείς δεν μπορεί να μείνει ανέγγιχτος από τις εξωτερικές συνθήκες. Κανείς δεν έχει τόσο μεγάλη δύναμη.
Πλάι στον έρωτα, ο θάνατος και η απώλεια. Άνθρωποι που χάνονται, κυρίως μέσα στη θύελλα των πολεμικών συγκρούσεων, και μετατρέπονται σε αναμνήσεις. Ο θάνατος δεν ματαιώνει την πορεία προς την αποκάλυψη των μυστικών, δεν διαγράφει τους ανθρώπους, αλλά ούτε και τις πράξεις τους, από τις αναμνήσεις. Οι άνθρωποι που φεύγουν εξακολουθούν να διαμορφώνουν την ιστορία, αλλά και την πλοκή της μικροϊστορίας του βιβλίου, ακόμα και με μόνο το γεγονός της απουσίας τους. Ο θάνατος δεν αφήνει τα μυστικά να ξεχαστούν. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η τελευταία παρουσία η οποία λειτουργεί καταλυτικά στην αποκάλυψη των μυστικών, ονομάζεται Ελπίδα. Προσωπικά, τελειώνοντας το βιβλίο σκέφτηκα τη γνωστή μας ρήση «Η Ελπίδα πεθαίνει τελευταία»- ζει για να μάθει η ίδια, αλλά και για να αποκαλύψει, την αλήθεια.
Αυτή η αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι αποτυπώνεται από τον συγγραφέα με μια αδιόρατη ειρωνεία, ένα «επτανησιακό άλας» όχι διαβρωτικό, αλλά θεραπευτικό, ίδιο μ’ εκείνη την παράξενη δύναμη που μας δίνει η ανθρώπινη φύση η ποιος ξέρει ποια υπεράνθρωπη οντότητα να αντέχουμε και στις πιο δύσκολες συγκυρίες. Ο Στέφανος έχει στη γραφή του αυτό το λεπτό αλλά λυτρωτικό ειρωνικό άγγιγμα, άγγιγμα που αγαπά τους ανθρώπους και τους ήρωές του, δεν στέκεται απέναντί τους, θα ’λεγε κανείς πως τους παραστέκεται στην προσπάθειά τους να ελπίζουν μέσα στις αντιξοότητες, να αντέχουν την αλήθεια, να βιώνουν τον έρωτα και να ξεπερνούν τον θάνατο.
Η ελπίδα, η αλήθεια, ο έρωτας, η ζωή κι ο θάνατος- ένα παιχνίδι αιώνων, που κι εδώ ξεδιπλώνεται με επιδεξιότητα από τον Στέφανο Λίβο – ο ίδιος σε συνέντευξή του αναφέρει ότι χρειάστηκαν δύο χρόνια έρευνας και δυο χρόνια συγγραφής - κι αυτό αποτυπώνεται έκδηλα στο βιβλίο. Δουλεμένοι διάλογοι, χαρακτήρες ζωντανοί, που δεν συμπληρώνουν απλά τους πρωταγωνιστές- άραγε, υπάρχουν πρωταγωνιστές; Πιστεύω ότι η Ζάκυνθος, τα Πηγαδάκια, το χωριό όπου βρισκόταν το αρχοντικό του Βάρδα (και ταυτόχρονα το χωριό που μεγάλωσε ο συγγραφέας) και εκτυλίσσεται η δράση, είναι πρωταγωνίστρια. Η Ζάκυνθος κυριεύει και αυτόν τον συγγραφέα- ο γενέθλιος τόπος, το παρελθόν, οι ρίζες που όλοι αναζητούμε για να ανακαλύψουμε, αν το ανακαλύψουμε στ’ αλήθεια ποτέ, ποιοι είμαστε.
Ίσως ο θησαυρός μας λοιπόν να είναι ο τόπος μας. Σ’ αυτόν χωρούν οι αναμνήσεις μας αλλά και οι ελπίδες μας.
Ο θησαυρός μας είναι ο τόπος μας. Αυτό είναι το δικό μου μυστικό, αυτό που ανακάλυψα εγώ διαβάζοντας αυτό το βιβλίο του Στέφανου Λίβου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Ἃλς η Ομηρική, Θάλασσα η Ελληνική