Η πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη της Κεφαλονιάς (1887)
Μητροπολίτης Κεφαλληνίας (και εν συνεχεία Αρχιεπίσκοπος Αθηνών) Γερμανός Καλλιγάς,ιδρυτής της Δημοσίας Βιβλιοθήκης Κεφαλληνίας (1887) Πρωτοδημοσιεύτηκε στην επετηρίδα "Οδύσσεια Κεφαλλονιάς - Ιθάκης" το 2004 με τον τίτλο: "Δημοσία Βιβλιοθήκη Κεφαλληνίας: Τα πρώτα βήματα ενός οράματος".
Σκαλίζοντας τα αρχεία του
Κοργιαλενείου Ιδρύματος, τυχαία βρέθηκα μπροστά σ’ ένα φυλλάδιο που ως τότε δεν
γνωρίζαμε την ύπαρξή του, ούτε είχαμε καταχωρίσει στον κατάλογο της
Κοργιαλενείου Βιβλιοθήκης[1]. Το
φυλλάδιο αυτό έφερε τον τίτλο «Προσωρινός
κανονισμός της εν Κεφαλληνία Δημοσίας Βιβλιοθήκης» (Εν Κεφαλληνία: τύποις
«Εμπρός», 1888).
Αποτελείται από 7 σελίδες, φέρει τη σφραγίδα της Κοργιαλενείου Βιβλιοθήκης, και εκείνην της «Δημόσιας Βιβλιοθήκης Κεφαλληνίας». Μια προσεκτική έρευνα στην «Ιονική Βιβλιογραφία» του Θωμά Παπαδόπουλου αποκαλύπτει ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν και άλλα γνωστά αντίτυπα του φυλλαδίου, όλα όμως εκτός Κεφαλονιάς[2]. Σε άλλο πάλι φάκελο των αρχείων βρήκα ένα χειρόγραφο κείμενο με ημερομηνία 9.9.1966, με τίτλο «Αι εν Κεφαλληνία Δημόσιαι και Ιδιωτικαί Βιβλιοθήκαι» και υπογραφή του πρώτου και μοναδικού σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα διευθυντή της Βιβλιοθήκης Γεράσιμου Χ. Μοσχόπουλου, στο οποίο περιέχονται αρκετές πληροφορίες για την «Δημόσια Βιβλιοθήκη Κεφαλληνίας». Τα δυο κείμενα αποτέλεσαν μια καλή αφορμή για μια πρόχειρη έρευνα σχετική με μια όχι ιδιαίτερα γνωστή πτυχή της ιστορίας των πνευματικών Ιδρυμάτων του τόπου μας.
Πράγματι, σήμερα γνωρίζουμε τις δυο
μεγάλες βιβλιοθήκες του Νομού Κεφαλονιάς, την Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη
Αργοστολίου και την Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη – Μουσείο Τυπάλδων Ιακωβάτων
Ληξουρίου, αλλά και τις μικρότερες και εξίσου σημαντικές Πετρίτσειο Ληξουρίου,
Μορφωτικό Κέντρο Ιθάκης και Ζησιμάτειο Πυλάρου, ωστόσο πολύ λίγοι είναι εκείνοι
που ξέρουν ότι σαράντα χρόνια περίπου προτού το μεγαλόπρεπο προσεισμικό κτίριο
της Κοργιαλενείου Βιβλιοθήκης ανοίξει τις πόρτες του στο κοινό, και συγκεκριμένα
το έτος 1887, μια άλλη, ξεχασμένη μέχρι σήμερα Βιβλιοθήκη, η Δημόσια Βιβλιοθήκη
Κεφαλληνίας, ξεκινούσε την πορεία της στην πόλη του Αργοστολίου, με την
πρωτοβουλία και ένθερμη υποστήριξη μιας μεγάλης μορφής της τοπικής μας
Εκκλησιαστικής Ιστορίας: Του Αρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας (και μετέπειτα Αθηνών)
Γερμανού Καλλιγά.
Ο Γερμανός Καλλιγάς (Καλλιγάτα
Λειβαθούς 1844 – Αθήνα 1896) στο σύντομο βίο του[3]
υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες μορφές ιεραρχών στην κεφαλονίτικη
εκκλησιαστική ιστορία, όχι μόνο εξ’ αιτίας του ζήλου που επέδειξε για την αναδιοργάνωση
της τοπικής Εκκλησίας, αλλά και κυρίως λόγω της δράσης του σε ό,τι αφορά την
ίδρυση των Φιλανθρωπικών Καταστημάτων στην Κεφαλονιά και γενικότερα την ενεργό
παρέμβασή του υπέρ κοινωφελών σκοπών σε μια κοινωνία που αντιμετώπιζε τεράστια
προβλήματα φτώχειας[4].
Αν και κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του τόσο στην Κεφαλονιά όσο και στην
Αθήνα για συγκεντρωτισμό και συχνά υπερβάλλοντα ζήλο και φιλοδοξία, το έργο του
είναι εκείνο με βάση το οποίο θα τον κρίνει η Ιστορία (Είναι χαρακτηριστικό ότι
ακόμη και ο Ανδρέας Λασκαράτος, γνωστός για τις διενέξεις του με την Εκκλησία
είχε εκφράσει ανοιχτά την εκτίμησή του για τον Γερμανό Καλλιγά). Στο μικρό
σχετικά χρονικό διάστημα της παρουσίας του στην Κεφαλονιά πρωτοστάστησε,
ανάμεσα στ’ άλλα, και στην ίδρυση και τον εμπλουτισμό δυο αμιγώς πνευματικών
ιδρυμάτων: Της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Κεφαλληνίας και του (συστεγαζομένου με
αυτήν) Αρχαιολογικού Μουσείου[5].
Μέχρι εκείνη την εποχή, ελάχιστα
στοιχεία έχουμε για τις κεφαλονίτικες βιβλιοθήκες. Σίγουρα υπήρχαν πολλές
σημαντικές ιδιωτικές βιβλιοθήκες στα σπίτια των λογίων της εποχής (Ο Τσιτσέλης απαριθμεί κάποια
χαρακτηριστικά ονόματα ) καθώς και σημαντικές συλλογές βιβλίων σε ναούς
και μονές του νησιού, ορθόδοξες και καθολικές. Στοιχειώδεις βιβλιοθήκες θα
πρέπει να διέθεταν και τα σχολεία που λειτουργούσαν στο νησί βεβαιωμένα στα
μισά του 19ου αιώνα (χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα εκείνης του Πετριτσείου Γυμνασίου Ληξουρίου)[6]. Αλλά
για «λαϊκές» βιβλιοθήκες, «δημόσιες» βιβλιοθήκες, με τη σημερινή έννοια, έχουμε
ως τώρα λιγοστά στοιχεία. Δέκα χρόνια τουλάχιστον πριν από την Αρχιεπισκοπική
Βιβλιοθήκη πρέπει να λειτουργούσε στην πόλη (μάλλον προορισμένη για κλειστό
αριθμό μελών) η βιβλιοθήκη του φιλοπροόδου συλλόγου «Η Ηώς», που όπως μας
πληροφορεί μεταγενέστερο δημοσίευμα της εφημερίδας «Εμπρός» είχε συσταθεί από
συνεισφορές βιβλίων των μελών του συλλόγου, οι οποίοι μάλλον διακρατούσαν την
κυριότητα των βιβλίων. Επιπλέον, αρκετά νωρίτερα, επί Αγγλοκρατίας, θα πρέπει
να λειτουργούσε η «Αναγνωστική Εταιρεία Αργοστολίου» (Argostoli Reading
Society) όπως μαρτυρεί η
σφραγίδα της που υπάρχει σε μερικά από τα παλαιότερα βιβλία της Κοργιαλενείου
Βιβλιοθήκης, για την οποία μπορούμε να εικάσουμε ότι λειτουργούσε σύμφωνα με το
πρότυπο της περίφημης και ακμάζουσας ως σήμερα Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας.
Δυστυχώς όμως, δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο για αυτήν την κεφαλονίτικη
«Αναγνωστική». Το πιο πιθανό είναι, με
βάση όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα, ότι στην
Κεφαλονιά δεν υπήρχε Βιβλιοθήκη ανοιχτή σε όλο το κοινό. Χαρακτηριστικό
είναι το απόσπασμα της εφημερίδας «Εμπρός» του Αργοστολίου που επισημαίνει την
αναγκαιότητα ίδρυσης μιας τέτοιας βιβλιοθήκης [7], που
μπορεί να γίνει κατανοητή αν συνυπολογίσουμε τα υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού
της εποχής, την σπανιότητα των βιβλίων ως μέσων ανάγνωσης και πληροφόρησης σε
ένα νησί με τεράστια πνευματική παράδοση, αλλά και εξίσου τεράστιες κοινωνικές
ανισότητες.
Πνεύμα φιλοπρόοδο και ευήκοο προς
την αναγκαιότητα αυτή, ο Αρχιεπίσκοπος Γερμανός Καλλιγάς ιδρύει την Βιβλιοθήκη της Αρχιεπισκοπής Κεφαλληνίας
περίπου στα μέσα του καλοκαιριού του 1887[8].
Σχεδόν αμέσως ο Γερμανός επιδιώκει την μετατροπή της Βιβλιοθήκης αυτής σε
Δημόσια Βιβλιοθήκη, πράγμα που δείχνει τη σπουδή του να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη
λειτουργία της Βιβλιοθήκης με κρατικούς πόρους. Ο ίδιος, το φθινόπωρο της ίδιας
κιόλας χρονιάς συντάσσει (26-10-1887) τον «Προσωρινό Κανονισμό» της
Βιβλιοθήκης, ο οποίος εγκρίνεται από τον Υπουργό Εκκλησιαστικών και Δημόσιας
Εκπαίδευσης Π. Μανέτα[9], με τη
μεσολάβηση των ντόπιων βουλευτών Μουσούρη και Καβαλιεράτου, και δημοσιεύεται
(Νόμος ΑΧΜΔ) στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις αρχές του 1888[10].
Έτσι, η Αρχιεπισκοπική Βιβλιοθήκη περιβάλλεται και επίσημα τη νομική μορφή της
Δημόσιας Βιβλιοθήκης, αποτελώντας μια από τις αρχαιότερες Δημόσιες Βιβλιοθήκες
στην Ελλάδα..
Ο Γερμανός Καλλιγάς, παράλληλα με την
ποιμαντορική του δραστηριότητα και τις υπόλοιπες κοινωνικού χαρακτήρα
πρωτοβουλίες, και ταυτόχρονα με τη μέριμνά του για νομική κατοχύρωση της
Βιβλιοθήκης και εξασφάλιση της επιβίωσής της υπό την αιγίδα του Δημοσίου, φροντίζει να συγκεντρωθεί η πρώτη μαγιά
υλικού της Βιβλιοθήκης από την προσωπική του συλλογή, και κυρίως από σπάνια
βιβλία και χειρόγραφα από μονές της νήσου και κληρικούς. Στη συνέχεια απευθύνεται
σε πολλούς κεφαλονίτες (εντός και εκτός Κεφαλονιάς) προκειμένου η συλλογή της
Δημόσιας Βιβλιοθήκης να πλουτιστεί με βιβλία. Με συχνότατα δημοσιεύματα στην
τοπική εφημερίδα Εμπρός (η οποία
υποστήριζε ένθερμα όλες τις δραστηριότητες και πρωτοβουλίες του Γερμανού)
γνωστοποιείται προς την κοινή γνώμη κάθε δωρεά υπέρ της Βιβλιοθήκης (και του
Μουσείου), πράγμα που ασφαλώς γίνεται με διπλό στόχο: Ασφαλώς για να προβληθεί
η ταχεία ανάπτυξη της Βιβλιοθήκης και αφ’ ετέρου για να δώσει κίνητρο για
προσέλκυση νέων δωρητών. Αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι τα αλλεπάλληλα δημοσιεύματα στο Εμπρός σταματούν στο 1889, όταν ο Γερμανός γίνεται Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών και φεύγει για πάντα από την Κεφαλονιά, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι ο
ίδιος ο Γερμανός βρισκόταν πίσω απ’ αυτή τη διαδικασία προβολής, θεωρώντας την εδραίωση
της Βιβλιοθήκης και του Μουσείου ένα προσωπικό του στοίχημα..
Οι δυο πρώτοι σημαντικοί δωρητές της
Δημόσιας Βιβλιοθήκης Κεφαλληνίας (εκτός από τον ίδιο το Γερμανό) ήταν γιατροί.
Ένας ντόπιος και ένας της διασποράς: Ο πρώτος, ο ιατροφιλόσοφος Αντώνιος
Μηλιαρέσης[11],
που πέθανε στο Αργοστόλι το 1887, κληροδοτεί αρχαία αντικείμενα ως «προζύμι»
για τη σύσταση του Μουσείου, αλλά και όλα τα βιβλία του, τα μεν ιατρικά για τη
Βιβλιοθήκη του Νοσοκομείου που εκείνη την εποχή ιδρυόταν πάλι με προσπάθειες
του Αρχιεπισκόπου, και όλα τα υπόλοιπα για την Βιβλιοθήκη της Αρχιεπισκοπής
Κεφαλληνίας[12].
Έχει τόση μεγάλη σημασία η δωρεά του Μηλιαρέση υπέρ της Βιβλιοθήκης ώστε στο
πρώτο άρθρο του κανονισμού της[13],
θεωρούνται «συστατικά» της τα δωρηθέντα βιβλία «παρά του αειμνήστου Ιατρού Αντωνίου Μηλιαρέση, του Αρχιεπισκόπου
Κεφαλληνίας και άλλων φιλομούσων».
Ο δεύτερος γιατρός που συνέβαλε
αποφασιστικά, μερικούς μήνες αργότερα, στον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης, ήταν ο
κεφαλονίτης οφθαλμολόγος και μέλος του
Ελληνικού Συλλόγου της Μασσαλίας Σταύρος Μεταξάς[14] , ο
οποίος μετά τη διάλυση του Συλλόγου μεριμνά για τη μεταφορά 285 τόμων από τη
Βιβλιοθήκη του Συλλόγου στην Κεφαλονιά, αλλά και πολλών βιβλίων της δικής του
συλλογής[15]. Δεν
είναι τυχαίο ότι ο Γερμανός Καλλιγάς είχε διατελέσει από το 1880 εφημέριος στην
Ελληνική Κοινότητα της Μασσαλίας, όπου είχε αφήσει τις καλύτερες των εντυπώσεων[16].
Σε ολόκληρο το μεσοδιάστημα ανάμεσα
στις «ιατρικές» αυτές δωρεές παρατηρούμε συρροή δωρεών βιβλίων στη Βιβλιοθήκη.
Πάρα πολλά βιβλία δωρίζονται από ιερείς, ανάμεσα στους οποίους διακρίνουμε τους
λόγιους Θεόκλητο Αλιπράντη και Παναγή Μεταξά[17].
Επίσης, στα ονόματα των δωρητών συγκαταλέγονται αυτά του Μιχαήλ Αβλίχου (1
βιβλίο) και του ιατρού Γεωργίου Ιγγλέση (34 βιβλία). Στις 19 Σεπτεμβρίου 1887,
σύμφωνα πάντα με το Εμπρός, η συλλογή της Δημόσιας Βιβλιοθήκης αποτελείτο από 953
τόμους. Στις 30 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς είχε 2001 τόμους, πολλούς αγορασμένους με έξοδα του ίδιου του Καλλιγά.
Βιβλία δωρίζουν και πνευματικές μορφές της εποχής όπως ο Αντώνιος Μηλιαράκης,
συγγραφέας μεταξύ άλλων και της Γεωγραφίας του νομού Κεφαλληνίας, ο Ανδρέας
Λασκαράτος[18]
και ο Ηλίας Τσιτσέλης, ενώ παράλληλα καταφθάνουν και κάποιες χρηματικές δωρεές
υπέρ της Βιβλιοθήκης.
Ο ζήλος του Γερμανού για την
ανάπτυξη της Δημόσιας Βιβλιοθήκης είναι μεγάλος. Είναι χαρακτηριστικό πόσο
ευαίσθητος αναδεικνύεται στα αιτήματα του φιλαναγνωστικού κοινού σχετικά με την
πρόσκτηση νέου βιβλιακού υλικού: Όταν στο Εμπρός[19]
δημοσιεύεται το αίτημα να αγοραστούν
με χρήματα από κάποια δωρεά ο «Θησαυρός» του Ερρίκου Στέφανου και ένα σύγχρονο εγκυκλοπαιδικό λεξικό της εποχής
(Dictionnaire de la conversation) καθότι
ο συντάκτης της επιστολής τα θεωρεί απαραίτητα για την καθημερινή χρήση των
αναγνωστών και την ενημέρωσή τους για τις εξελίξεις όλων των επιστημών, στο
αμέσως επόμενο φύλλο της εφημερίδας[20] ο
Γερμανός απαντά ότι ο Ερρίκος Στέφανος έχει ήδη αγοραστεί ενώ σύντομα η Βιβλιοθήκη
θα αποκτήσει και το εγκυκλοπαιδικό λεξικό Larousse.
Τον Ιούνιο του 1888, μετά την προαναφερθείσα δωρεά του
Ελληνικού Συλλόγου της Μασσαλίας, η συλλογή της Δημόσιας Βιβλιοθήκης αριθμεί
3.711 τόμους[21],
ενώ μετά τη δωρεά του Εθνικού Πανεπιστημίου, το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, φθάνει
τους 4.705 τόμους! Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για ένα μικρό θαύμα
για τα δεδομένα της εποχής, αν λάβουμε υπόψη μας τη σπανιότητα του υλικού που
συγκεντρώθηκε: Αξιοσημείωτες είναι οι
δωρεές αφ’ ενός του Γεράσιμου Χάλδα[22],
κεφαλονίτη ομογενούς από την Καλκούτα της Ινδίας, που ανάμεσα σε άλλα αντικείμενα
που δώρισε στο Μουσείο προσέφερε και 37 τόμους, 6 από τους οποίους ήταν «εκ
φύλλων δένδρων» και σ’ αυτούς περιεχόταν «κεχαραγμένη άπασα η Ινδική Θεολογία»
στα σανσκριτικά, και αφ’ ετέρου ενός ακέφαλου τετραβάγγελου σε περγαμηνή που
δωρήθηκε στη Βιβλιοθήκη[23]. Η
ανάπτυξη της συλλογής της Βιβλιοθήκης οδηγεί και τον φιλοπρόοδο σύλλογο «Η ΗΩΣ»
ο οποίος είχε δραστηριοποιηθεί στην προηγούμενη δεκαετία, να κινητοποιηθεί,
μετά και από τις σχετικές παρακλήσεις, για να παραδοθούν τα βιβλία που ανήκαν
στα μέλη του στη Δημόσια Βιβλιοθήκη. Ο Πέτρος Γκεντιλίνης, πρόεδρος του
συλλόγου δηλώνει στο Εμπρός ότι
αδυνατεί να παραδώσει τα βιβλία χωρίς τη συγκατάθεση των μελών και αμέσως
έρχονται οι γραπτές δηλώσεις των μελών πάλι στην ίδια εφημερίδα με τις οποίες
δηλώνεται η ανεπιφύλακτη συγκατάθεσή τους για την παράδοση των βιβλίων[24].
Ταυτόχρονα ο Γερμανός Καλλιγάς
αναζητεί τον κατάλληλο χώρο για να στεγάσει το πνευματικό αυτό Ίδρυμα,
(Βιβλιοθήκη και Μουσείο) αφού ο αριθμός των βιβλίων μεγαλώνει συνεχώς[25]. Τουλάχιστον μέχρι την αποχώρησή του από το
Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κεφαλληνίας φαίνεται ότι οι προσπάθειές του δεν είχαν
βρει αποτέλεσμα. Καθώς δεν έχουμε με τα μέχρι τώρα δημοσιευμένα στοιχεία
κάποιες ενδείξεις για ιδιαίτερο κτίριο Βιβλιοθήκης στην πόλη του Αργοστολίου
πριν την ανέγερση της Κοργιαλενείου (1915-1924), δυστυχώς δεν μπορούμε να
προσδιορίσουμε πού στεγαζόταν η Δημόσια Βιβλιοθήκη στα χρόνια της λειτουργίας
της, παρά μόνο να εικάσουμε ότι στην αρχή θα πρέπει το υλικό να συγκεντρωνόταν
στα γραφεία της Αρχιεπισκοπής. Περαιτέρω έρευνα του τύπου και κυρίως αρχειακή
έρευνα ενδέχεται να αποκαλύψει αυτό το μυστικό. Το βέβαιο είναι ότι το Μουσείο
που ίδρυσε ο Γερμανός Καλλιγάς, μετά τον εμπλουτισμό του από τις ανασκαφές του
μεγάλου αρχαιολόγου Παναγή Καββαδία, στις αρχές του 20ού αιώνα μεταστεγάστηκε
στο νεοκλασικό κτίριο της παλιάς Αγγλικανικής Εκκλησίας, στην πλατεία Ενώσεως (Μαίτλαντ)[26].
Χαρακτηριστική των προθέσεων του
Γερμανού είναι και η σφραγίδα της «Δημόσιας Βιβλιοθήκης Κεφαλληνίας». Ένας
αναμμένος λύχνος, μια κουκουβάγια (πουλί της σοφίας) και γύρωθεν η
αναγραφή «ΔΗΜΟΣΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ – 1887».
Ο κανονισμός της Βιβλιοθήκης είναι
ιδιαίτερα αναλυτικός (36 άρθρα) και φαίνεται πως ανταποκρίνεται στις
προδιαγραφές μιας σύγχρονης Βιβλιοθήκης της εποχής. Προβλέπεται η διεύθυνση της
Βιβλιοθήκης από τριμελές διοικητικό συμβούλιο, που αποτελούσαν ο Αρχιεπίσκοπος
Κεφαλληνίας ως πρόεδρος και άλλα δύο μέλη προερχόμενα από την επιστημονική
κοινότητα. Ο ένας θα οριζόταν από το Δημοτικό Συμβούλιο Αργοστολίου και ο άλλος
από το Δημοτικό Συμβούλιο Ληξουρίου[27]. Το
συμβούλιο ασκούσε την πολιτική ανάπτυξης της Βιβλιοθήκης και της πρόσκτησης του
βιβλιακού υλικού από προσφορές των φιλόμουσων Κεφαλλήνων, ή από αγορές και
επιχορηγήσεις από την Κυβέρνηση και τα Δημοτικά Συμβούλια[28].
Ωστόσο, το Συμβούλιο, όπως και τα δημοτικά συμβούλια, λογοδοτούσαν προς τις
αρχές και είχαν ευθύνη για κάθε ζημία που προκαλείτο στη Βιβλιοθήκη, έστω και
εξ αμελείας[29].
Ανάλογη ευθύνη βάραινε και τα Δημοτικά
Συμβούλια Αργοστολίου και Ληξουρίου –
πράγμα που δείχνει με πόσα εχέγγυα προσπαθούσε ο Γερμανός Καλλιγάς να θωρακίσει
το θεσμό.
Ως προσωπικό της Δημόσιας
Βιβλιοθήκης ορίζεται ένας βιβλιοφύλακας, ο οποίος διορίζεται με πρόταση του
διοικητικού συμβουλίου από το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας
Εκπαιδεύσεως και μισθοδοτείται από το Δημόσιο Ταμείο. Ο μισθός του μάλιστα
καθορίστηκε αρχικά στις 90 δραχμές.[30]. Ο
Γεράσιμος Χ. Μοσχόπουλος [31] μας
μεταφέρει τα ονόματα κεφαλλήνων που διετέλεσαν βιβλιοφύλακες της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Κεφαλληνίας: Διονύσιος
Ι. Κομποθέκρας, Γεράσιμος Λοβέρδος Κωστής, Γεώργιος Άβλιχος, Νικόλαος Ιωσήφ
Μομφερράτος, Ζήσιμος Λυκούδης και, τέλος, ο ιερέας Νικόλαος Πολλάνης, η
χαρακτηριστική υπογραφή του οποίου βρίσκεται σε πάρα πολλά από τα βιβλία της
Βιβλιοθήκης που σώζονται μέχρι και σήμερα.. Ο τελευταίος αποτελεί ίσως την πιο
σημαδιακή μορφή που υπηρέτησε στη Δημόσια Βιβλιοθηκη. Ο Πολλάνης υπήρξε εκδότης
των κεφαλληνιακών εφημερίδων Κεφαλληνία, Νέα
Κεφαλληνία και Αφειδία, αλλά και
τριών τουλάχιστον ακολουθιών της Εκκλησίας.Ήταν όμως και συλλέκτης σπάνιων
εντύπων και χειρογράφων, πολλά από τα οποία κατέληξαν τελικώς στην Εθνική Βιβλιοθήκη
της Ελλάδος[32].
Καθήκοντα των βιβλιοφυλάκων, οι
οποίοι τελούσαν υπό την εποπτεία και «τας διαταγάς» του Προέδρου ήταν η
ταξινόμηση των βιβλίων, τα διοικητικά – γραφειοκρατικά της Βιβλιοθήκης, αλλά
και οι συναλλαγές με τους αναγνώστες, στα πλαίσια της λειτουργίας του
αναγνωστηρίου[33].
Το αναγνωστήριο, μαζί με το Μουσείο,
θεωρούνταν αναπόσπαστο κομμάτι της Βιβλιοθήκης. Μάλιστα ο κανονισμός προβλέπει
ξεχωριστές κατάλληλα διαμορφωμένες αίθουσες για καθένα από αυτά. Προβλέπονται
επίσης δύο κατηγορίες αναγνωστών: Οι τακτικοί[34], που
πλήρωναν ετήσια συνδρομή έξι δραχμές και είχαν προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση,
και οι υπόλοιπο αναγνώστες, που όπως και οι τακτικοί, μπορούσαν να διαβάζουν
μέσα στο αναγνωστήριο με «άκραν ησυχίαν» και χωρίς να καπνίζουν[35].
Η Δημόσια Βιβλιοθήκη Κεφαλληνίας
ήταν και δανειστική, πράγμα ιδιαίτερα προοδευτικό σε μια εποχή που τα βιβλία ήταν είδος πολυτελείας
και η αντικατάστασή τους ήταν εξαιρετικά δύσκολη[36]. Στα
άρθρα 14-22 του «Προσωρινού Κανονισμού» περιγράφονται αναλυτικά οι προϋποθέσεις
του δανεισμού. Δικαίωμα δανεισμού είχαν[37]:
(α)
Η εκπαιδευτική κοινότητα: καθηγητές και δάσκαλοι των κεφαλληνιακών σχολείων,
αλλά και οι μαθητές της τελευταίας τάξης των γυμνασίων (οι τελευταίοι, με την
προϋπόθεση ότι παρείχαν αξιόχρεο εγγυητή)
(β)
Οι επιστήμονες και λόγιοι του νησιού, με την προϋπόθεση ότι είχαν ακίνητη περιουσία
στο νησί ή αξιόχρεο εγγυητή
(γ)
οι λόγιοι και ιερείς. Οι τρεις ομάδες δικαιούχων δανεισμού καταδεικνύουν αφ’
ενός το επιδιωκόμενο κοινό της
βιβλιοθήκης, όπως το είχε οραματιστεί ο Γερμανός (εκπαιδευτική, επιστημονική
και ποιμαντορική κοινότητα του νομού) και αφ’ ετέρου τη σαφή στοχοθεσία και
στρατηγική του ποιμενάρχη της Κεφαλονιάς για την ανάπτυξη της Βιβλιοθήκης. Όπως
επίσης το ότι έχει προβλέψει ασφαλιστικές δικλείδες για την ασφαλή επιστροφή των βιβλίων (πρόστιμο
για κάθε μέρα καθυστέρησης, ακόμη και δικαστική διεκδίκηση αποζημίωσης σε
περίπτωση απώλειας ή καταστροφής, τα ποσά των οποίων χρησιμοποιούνται για
πλουτισμό της βιβλιοθήκης[38].
Επιπλέον, περιγράφεται υλικά το μη δανειζόμενο υλικό (χειρόγραφα, παλαίτυπα,
σπάνια βιβλία, εγκυκλοπαιδικά βιβλία – reference books)[39].
Είναι πράγματι αξιοθαύμαστες αυτές
οι διατάξεις για την εποχή τους, που δείχνουν το υψηλό αίσθημα ευθύνης αλλά και την
οργανωτικότητα και μεθοδικότητα του Γερμανού. Στον κανονισμό επίσης (άρθρα
25-31) προβλέπονται και οι όροι λειτουργίας του αναγνωστηρίου, που θα πρέπει να
βρίσκεται σε ιδιαίτερη αίθουσα, όπως άλλωστε και το Μουσείο.
Προς το τέλος του κανονισμού[40]
διακρίνουμε και την απώτερη επιθυμία του Γερμανού, που δεν πραγματοποιήθηκε
ποτέ: να λειτουργήσει Ανώτερη Ιερατική Σχολή στην Κεφαλονιά. Στην περίπτωση που
θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, τα θρησκευτικά βιβλία της Δημόσιας Βιβλιοθήκης
Κεφαλληνίας θα συνιστούσαν ιδιαίτερη βιβλιοθήκη της Ιερατικής Σχολής, και
επομένως θα αποσπώνταν από την κύρια συλλογή. Προβλεπόταν όμως πλαφόν 25% επί
του συνόλου των βιβλίων που θα έφευγαν από τη Δημόσια Βιβλιοθήκη, προκειμένου
να μην αποδυναμωθεί η τελευταία. Η Ιερατική Βιβλιοθήκη θα διοικούνταν από το
ίδιο διοικητικό συμβούλιο, ωστόσο θα απασχολούσε ιδιαίτερο προσωπικό (και πάλι
έναν βιβλιοφύλακα μισθοδοτούμενο από το ελληνικό κράτος).
Παρότι μετά την ανάδειξη του
Γερμανού Καλλιγά στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών (1889), όπως
προείπαμε, χάνονται και τα δημοσιεύματα
σχετικά με προσκτήσεις υλικού της Βιβλιοθήκης, απ’ ό,τι μας μαρτυρεί στο
χειρόγραφό του ο Γ.Χ. Μοσχόπουλος, η Δημόσια Βιβλιοθήκη Κεφαλληνίας λειτούργησε
(χωρίς να γνωρίζουμε ακόμη με ποια απήχηση στην τοπική κοινωνία, μέχρι να γίνει
τουλάχιστον ενδελεχέστερη έρευνα) “ανελλιπώς” μέχρι την 26η Ιουλίου
1926 (δηλαδή για περίπου 40 χρόνια). Με το υπ’ αριθ. 31461/14-6-1926 του
Υπουργείου Παιδείας η Δημόσια Βιβλιοθήκη Κεφαλληνίας συνενώνεται με την
νεοϊδρυθείσα και στεγασμένη στο μεγαλόπρεπο προσεισμικό της κτίριο Κοργιαλένειο
Βιβλιοθήκη Αργοστολίου[41]. Τα
βιβλία παραδίδονται στον διευθυντή της Κοργιαλενείου Γεράσιμο Μοσχόπουλο στις
26-7-1926 και εκείνος, με την απαράμιλλη καλλιγραφία του συντάσσει τον κατάλογο
των βιβλίων που παραδόθηκαν, ταξινομημένων σε θεματικές κατηγορίες.
Αυτός
ο κατάλογος είναι και το ρέκβιεμ της Δημόσιας Βιβλιοθήκης, αλλά και ένα
μοναδικό τεκμήριο για το περιεχόμενό της. Στα αρχεία του Κοργιαλενείου
ιδρύματος διασώζεται ο πρώτος τόμος αυτού του καταλόγου, όπου καταγράφονται
συνολικά 2.738 τίτλοι βιβλίων ταξινομημένοι στις κατηγορίες: Φιλολογικά,
Δραματολογία, Νεοελληνική Φιλολογία, Ελληνικαί Σπουδαί, Ιατρικά, Θρησκευτικά,
Νομικά, Ιστορικά, Λατινική Φιλολογία, Γαλλική Φιλολογία, Αγγλική Φιλολογία,
Γερμανική Φιλολογία και Ιταλική Φιλολογία. Η Ιταλική φιλολογία, όπως φανερώνει
σημείωμα του Μοσχόπουλου στην τελευταία σελίδα του πρώτου τόμου του καταλόγου,
πρέπει να συνεχιζόταν και στον δεύτερο τόμο. Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι οι
θεματικές κατηγορίες όπως τις ταξινομεί ο Μοσχόπουλος καλύπτουν σχεδόν το
σύνολο του φάσματος των θεματικών κατηγοριών (με εξαίρεση τις θετικές
επιστήμες), θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ο πρώτος αυτός τόμος καλύπτει και το
συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των τίτλων που παραδόθηκαν. Αν συγκρίνουμε αυτό
τον αριθμό με τον αριθμό των βιβλίων που όπως είδαμε είχε συγκεντρώσει ο
Γερμανός Καλλιγάς στους πρώτους μόλις μήνες της ζωής της Βιβλιοθήκης (3.711)
δεν μπορούμε παρά να συμπεράνουμε ότι η Δημόσια Βιβλιοθήκη Κεφαλληνίας είχε
περιπέσει σε παρακμή, ή είχε λεηλατηθεί μεγάλος αριθμός από το βιβλιακό της
υλικό. Αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι ο μεγάλος ευεργέτης Μαρίνος
Κοργιαλένιος ήδη το 1910 στο άρθρο 27 της διαθήκης του[42] που
συντάσσεται στο Λονδίνο αναφέρει “Δίδω το
ποσόν των 10.000 λιρών προς ίδρυσιν Δημοσίας Βιβλιοθήκης εν Αργοστολίω
της Κεφαλληνίας”(εννοεί την Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη), θα πρέπει να
υποθέσουμε ότι είτε ο Κοργιαλένιος, μιλώντας για “ίδρυση” και όχι ανοικοδόμηση
ή ενίσχυση της, είτε αγνοούσε την ύπαρξη της Δημόσιας Βιβλιοθήκης, πράγμα
μάλλον απίθανο, είτε η τελευταία δεν
πληρούσε πλέον τις προδιαγραφές ώστε να συνιστά μια αξιόλογη βιβλιοθήκη –
πνευματικό φάρο για την πόλη του Αργοστολίου. Αν η Δημόσια Βιβλιοθήκη
λειτουργούσε κανονικά και βρισκόταν σε άνθηση, για ποιο λόγο θα ήταν αναγκαία η
διάθεση ποσού για την ίδρυση μιας καινούριας Βιβλιοθήκης και την ανέγερση ενός
καινούριου κτιρίου; Στο ερώτημα αυτό δεν είμαστε σε θέση να απαντήσουμε – είναι
όμως ένας προβληματισμός, μια καλή αφορμή για περαιτέρω έρευνα σε αρχειακό
κυρίως επίπεδο από τους ειδικούς επιστήμονες.
Με βάση όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα θα
πρέπει μάλλον να συμπεράνουμε ότι το
όραμα του Γερμανού Καλλιγά δεν εκπληρώθηκε στο έπακρο. Η Δημόσια Βιβλιοθήκη
Κεφαλληνίας έσβησε το 1926, μετά τη συγχώνευσή της με την Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη, που
υποκατέστησε και υποκαθιστά για 80
χρόνια , μέχρι και σήμερα, την έλλειψη μιας Δημόσιας Βιβλιοθήκης στην πόλη του
Αργοστολίου. Τα βιβλία της Δημόσιας Βιβλιοθήκης, όσα σώθηκαν από τη φθορά του
χρόνου και τη λαίλαπα των σεισμών εξακολουθούν να φυλάσσονται στην Κοργιαλένειο
Βιβλιοθήκη, και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της μοναδικής συλλογής της. Ένα
πολύ μικρό δείγμα από τα σπανιότερα από αυτά τα βιβλία έχει εκτεθεί σε μια από
τις βιτρίνες του μετασεισμικού κτιρίου της Βιβλιοθήκης. Ένα σημαντικό μέρος
τους έχει ήδη ταξινομηθεί μαζί με το νεώτερο υλικό, αλλά υπάρχει ένα πολύ
σημαντικό μέρος που ακόμη δεν έχει ταξινομηθεί, και είναι ίσως το πιο πολύτιμο
και ανεκμετάλλευτο από την επιστήμη κομμάτι της συλλογής της Βιβλιοθήκης. Τα
τελευταία χρόνια καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια για την καταγραφή και ταύτιση
των σωζομένων βιβλίων αυτού του αταξινόμητου τμήματος, που χρήζουν συντήρησης
καθώς απειλούνται από τη φυσική φθορά του χρόνου. Η πρώτη προσπάθεια έγινε από
τη δημιουργό του Λαογραφικού Μουσείου κ. Ελένη Κοσμετάτου, στη δεκαετία του
1980, με τη βοήθεια του σημερινού διευθυντή του Εκκλήσιαστικού Μουσείου Αγ.
Ανδρέα κ. Κωνσταντίνου Στάβερη. Η προσπάθεια συνεχίζεται σποραδικά μέχρι σήμερα, αλλά οι
ελλείψεις χώρου, προσωπικού και οικονομικών πόρων εμποδίζουν τη δημιουργία ενός
ειδικού βιβλιοστασίου παλαιτύπων καθώς και μιας μόνιμης έκθεσης του σπάνιου
αυτού υλικού, και καθιστούν μη εφαρμόσιμη κάθε πολιτική συντήρησης και
ανάδειξης της πολύτιμης αυτής συλλογής. Το Κοργιαλένειο Ίδρυμα καταβάλλει
προσπάθειες για την ευόδωση αυτών των στόχων. Ο αγώνας συνεχίζεται...
Αυτό το σημείωμα δεν φιλοδοξεί
ασφαλώς να προσφέρει στον αναγνώστη το σύνολο της Ιστορίας της Δημόσιας Βιβλιοθήκης
(ο υπογράφων άλλωστε δεν είναι ιστορικός, ούτε επιχειρεί να αντιποιηθεί την επιστημονική αυτή ιδιότητα)
αλλά απλά να αποτελέσει το έναυσμα για μια βαθύτερη αρχειακή έρευνα από τους ειδικούς, ώστε να πέσει περισσότερο
φως σε αυτή τη “μυστηριώδη” Δημόσια Βιβλιοθήκη Κεφαλληνίας, με την ευχή να
αποκαλυφθούν κάποτε τα Αρχεία της, ώστε να πληροφορηθούμε περισσότερα για την
πορεία ενός θεσμού που δημιούργησε και υποστήριξε με πάθος ο Γερμανός Καλλιγάς,
μια σπουδαία μορφή της κεφαλονίτικης και ελλαδικής εν γένει εκκλησιαστικής Ιστορίας, ενός θεσμού που
ωστόσο δεν κατάφερε να νικήσει τη μάχη με το χρόνο, που συχνά αναδεικνύεται
ισχυρότερος από τα τολμηρά όνειρα ενός φωτισμένου ιεράρχη όπως ο Γερμανός.
Η Δημόσια Βιβλιοθήκη Κεφαλληνίας
παραδόθηκε στη λήθη για πάντα. Ελπίζω ότι την ξαναθυμηθήκαμε, έστω και για λίγο, σαν μια ξεχασμένη μας κληρονομιά, ένα
κουτί θαμμένο στον κήπο μας που είναι τόσο ολότελα δικό μας που δεν το
γνωρίζουμε καν...
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]
Η καταγραφή των βιβλίων της Κοργιαλενείου Βιβλιοθήκης που τηρείται σήμερα
ξεκίνησε το έτος 1965 από τον αριθμό 1. Προσεισμικά τηρείτο άλλος κατάλογος
(που σώζεται ως σήμερα) από τον τότε διευθυντή της Βιβλιοθήκης Γεράσιμο Χ.
Μοσχόπουλο, στον οποίο το εν λόγω φυλλάδιο είχε καταχωρισθεί (Στη σελ. 2 φέρει
τη σφραγίδα «Κατεχωρίσθη» και αριθμό 3.037α΄ , με τη γνώριμη, εξόχως
καλλιγραφική γραφή του Γεράσιμου Μοσχόπουλου.
[2]
Ο Θωμάς Παπαδόπουλος (Ιονική Βιβλιογραφία
– Bibliographie Ionienne 16ος – 19ος αι, Ανακατάταξη –
Προσθήκες – Βιβλιοθήκες, τόμος 3ος , 1881-1900 και
Αχρονολόγητα- Επιπροσθήκες- Ευρετήρια, Αθήνα: χ.ό., 2002, σ. 158, αρ. 8604 έχει καταγράψει τουλάχιστον
τρία αντίτυπα ακόμη της έκδοσης αυτής, όλα εκτός Κεφαλονιάς.
[3] Για
τη βιογραφία του Γερμανού Καλλιγά Βλ. Τσιτσέλης, Ηλίας: Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμος Β: Εκκλησιαστική, Μονών Ιστορίαι,
Χρονογραφίαι, Πολιτικά και στατιστικά σημειώματα, εν Αθήναις: Μυρτίδης, 1960,
σσ. 204-216 καθώς και τη μονογραφία του Νικολάου Β. Μεταξά Ο Μητροπολίτης Αθηνών Γερμανός Καλλιγάς (1844-1896), Αθήναι:
Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1972.
[4] Βλ.
Τσιτσέλης,Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμος
Β, ό.π., σσ. 205-206.
[5] Βλ.
Τσιτσέλης,Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμος
Β, ό.π., σσ . 214-216. Για το Αρχαιολογικό Μουσείο ειδικότερα βλ. τη μελέτη του
Ν. Τζουγανάτου Τα Μουσεία της Κεφαλονιάς,
(ανάτυπο από το περιοδικό Παρνασσός),
τόμος Κ, Αθήνα: Παρνασσός, 1978.
[6] Ο
Σπύρος Κοκκίνης (Βιβλιοθήκες και Αρχεία
στην Ελλάδα. Συμβολή στη μελέτη της πνευματικής Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα:
χ.ο., 1969 σ. 35) συγκαταλέγει την Κεφαλονιά στον κατάλογο των περιοχών της
ελεύθερης και υπόδουλης Ελλάδος στις οποίες το 1845 ήδη υπήρχαν σχολικές
βιβλιοθήκες. Βλ. και τις εκεί παραπομπές.
[7] Εμπρός,
φ. 18, 19-9-1887.
[8] Στην
εφημερίδα Εμπρός της 30-10-1887 αναφέρεται ότι τα βιβλία της Αρχιεπισκοπικής Βιβλιοθήκης
συγκεντρώθηκαν σε διάστημα «μικρότερο των τεσσάρων μηνών», άρα η έναρξη
συλλογής των βιβλίων ως terminus post
quem θα πρέπει να είναι ο Ιούλιος του 1887.
[9] Το
σχετικό, υπ’ αριθ. 18659 έγγραφο δημοσιεύεται στην σελ. 2 της έκδοσης του
«Προσωρινού Κανονισμού»
(Προσωρινός κανονισμός της εν Κεφαλληνία
Δημοσίας Βιβλιοθήκης. Εν Κεφαλληνία: τύποις «Εμπρός», 1888)
[10] Η
εφημερίδα Εμπρός, φ. 36 (23-1-1888)
δημοσιεύει για πρώτη φορά τον προσωρινό κανονισμό.
[11] Βιογραφικά
του Αντωνίου Μηλιαρέση βλ. στο Τσιτσέλης, Ηλίας: Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμος Α. Αθήνα:Π.Λεωνής, 1904, σσ. 449-451.
[12] Βλ.
το άρθρο Αι τελευταίαι παραγγελίαι του
Ιατρού Α. Μηλιαρέση, στο ΕΜΠΡΟΣ, φ.
10, 26-7-1877.
[13]Προσωρινός κανονισμός της εν Κεφαλληνία
Δημοσίας Βιβλιοθήκης. Εν Κεφαλληνία: τύποις «Εμπρός», 1888,
άρθρο 1.
[14] Για
τη βιογραφία του Σταύρου Μεταξά βλ. Τσιτσέλη, ό.π., τόμος Α, σσ. 442-448.
[15] Βλ.
τα φύλλα της εφημερίδας Εμπρός αρ. 53
(21-5-1888 σ. 1), 56 (4-6-1888, σ. 3) και 62 (23-7-1888, σ. 3).
[16] Τσιτσέλης,
ό.π., τόμος Β, σ. 204.
[17] Εμπρός, φ.
18 (19-9-1887)
[18]Εμπρός, φ.
20 (3-10-1887, σ. 3). Η οικογένεια του Ανδρέα Λασκαράτου δώρησε, πολλά χρόνια
αργότερα, μεγάλο αριθμό βιβλίων και στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη, ενώ ο γιος
του Γεράσιμος Λασκαράτος υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του Κοργιαλενείου
Διοικητικού Συμβουλίου. Για
άλλες δωρεές βλ. ενδεικτικά τα φύλλα του Εμπρός
αριθ. 39 (12-11-1887), 42 (5-3-1888)
[19] Εμπρός, φ.
27 (21-11-1887, σ. 4)
[20] Εμπρός, φ.
28 (28-11-1887)
[21] Εμπρός, φ.
56 (4-6-1888, σ. 2)
[22] Εμπρός, φ. 49 (23-4-1888)
[23] Βλ.
Τζουγανάτος, ό.π., σ. 25., Τσιτσέλης, Ηλίας: Αρχαία Ευαγγέλια εν Κεφαλληνία. Στο ΕΣΤΙΑ, 1887, σσ. 765-766, και
Τσελίκας, Αγαμέμνων: Τα παλαιότερα
ελληνικά χειρόγραφα της Κοργιαλενείου Βιβλιοθήκης στο Αργοστόλι, στο
ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, τόμος 1 (1976), σσ. 221-222.
[24] Εμπρός, φ.
94 (11-3-1889) και 95 (18-3-1889)
[25] Βλ.
χαρακτηριστικά την εφ. Εμπρός φ. 52
(15-5-1888). Ενδεικτικά δημοσιεύματα για άλλες δωρεές βλ. και πάλι στο Εμπρός φ. 39 (12-11-1887), 42
(5-3-1888), 41 (2-3-1888 σ. 3), 49 (23-4-1888, σ. 4).
[26] Τζουγανάτος,
ό.π., σ. 27.
[27] Προσωρινός
κανονισμός, ό.π., άρθρο 2.
[28] Προσωρινός
κανονισμός, ό.π., άρθρο 5.
[29] Προσωρινός
κανονισμός, ό.π., άρθρα 3-4.
[30]Εμπρός, φ.
36 (23-1-1888).
[31] Τα
ίδια ονόματα αναφέρονται και στο χειρόγραφο από 9-9-1966 σημείωμα του δ/ντή της
Κοργιαλενείου Βιβλιοθήκης Γ.Χ. Μοσχόπουλου με τίτλο «Αι εν Κεφαλληνία Δημόσιαι και Ιδιωτικαί Βιβλιοθήκαι» που φυλάσσεται
στα υπηρεσιακά αρχεία του Κοργιαλενείου Ιδρύματος.
[32] Σύντομο
βιογραφικό σημείωμα του Πολλάνη βλ. στον Τσιτσέλη, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα τόμος Α, σ. 866 . Για τις συλλογές του
Πολλάνη βλ. Λάμπρος, Σπυρίδων: Οι κώδικες
του Νικολάου Πολλάνη, στο ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΟΜΝΗΜΩΝ, τ. Δ(Γ), 30 Σεπ. 1907, σσ.
358-367 και Μιχάλαγα, Δέσποινα: Πασχαλινές
αναφορές σε κεφαλλονίτικο κώδικα του 17ου αιώνα, στο ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
αρ. 38-39 (1994), σσ. 15-17.
[33] Προσωρινός
κανονισμός, ό.π., άρθρο 12.
[34] Προσωρινός
κανονισμός, ό.π., άρθρο 27.
[35] Προσωρινός
κανονισμός, ό.π., άρθρα 29-30.
[36] Είναι
χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η Κοργιαλένειος Βιβλιοθήκη, που ιδρύθηκε 40
περίπου χρόνια μετά την Δημόσια Βιβλιοθήκη Κεφαλληνίας, λόγω αυστηρής
απαγορευτικής διάταξης του ιδρυτή της Μαρίνου Κοργιαλένιου που στόχευε προφανώς
στην αποφυγή λεηλασίας του σπάνιου βιβλιακού υλικού, παρέμεινε μη δανειστική
από την πρώτη μέρα λειτουργίας της μέχρι το 2002, οπότε από το Κοργιαλένειο
Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίστηκε η ίδρυση δανειστικού τμήματος.
[37] Προσωρινός
κανονισμός, ό.π., άρθρο 15.
[38] Προσωρινός
κανονισμός, ό.π., άρθρο 21.
[39] Προσωρινός
κανονισμός, ό.π., άρθρο 22.
[40] Προσωρινός
κανονισμός, ό.π., άρθρα 22-23.
[41] Τη
συγχώνευση επιβεβαιώνει και ο Κοκκίνης (ό.π. σ. 32)
[42] Μαρίνου Κοργιαλενίου, Κεφαλλήνος
Διαθήκη εν Λονδίνω 1910. Χ.τ : Κοργιαλένειον Διοικητικόν
Συμβούλιον Κεφαλληνίας, 1960, σελ. 23-24
|
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου