Δυο λόγια για την "Ιστορία ενός Γαλόπουλου" του Ανδρέα Λασκαράτου
Το 1924 κυκλοφορούν στην Αθήνα, από τον εκδοτικό οίκο «Ελευθερουδάκης», τα «Ήθη, έθιμα και δοξασίες της Κεφαλονιάς» του Ανδρέα Λασκαράτου. Έχουν περάσει 23 χρόνια από τον θάνατό του (1901) και 38 χρόνια από την έκδοση του τελευταίου εν ζωή βιβλίου του («Ιδού ο άνθρωπος», 1886). Στην «ειδοποίηση» του βιβλίου ο Λασκαράτος αναφέρει: «Η εύρεση, ή άλλως η φαντασία σε τούτες μου τες μικρές διήγησες, είναι όλη εις την ραφήν της ύλης. Η ύλη είναι ιστορική, οποίαν την είδα στην κοινωνίαν.
Έμασα κάθε φορά πολύχρωμα ηθικολογικά κομμάτια σπαρμένα εδώ-κ’-εκεί στην κοινωνία, τα έπλεξα και τα έρραψα αντάμα και έκαμα έναν φιλολογικόν τάπητα, ένα τι μωσαϊκόν, πότε πολιτικού χαραχτήρος, πότε θρησκευτικού, και πότε άλλο.», ενώ εκφράζει την ελπίδα ο ιστορικός του μέλλοντος να ωφεληθεί από την ιστορική ύλη που περιλαμβάνεται σε αυτό το «πολύχρωμο συγγραματάκι», όπως το χαρακτηρίζει.
Τις δεκαεννιά ιστορίες του βιβλίου θα μπορούσαμε να τις κατατάξουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Πρώτα, σ’ εκείνες με πρωταγωνιστές ανθρώπους, για την ακρίβεια χαρακτήρες της τοπικής κοινωνίας που αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία τους («Ιστορία ενός αρχιεπισκόπου», «Ιστορία μιας αποθαμένης», «Αυτόγραφο ενός μπιστικού», «Ομιλία γέρου χωρικού στα γγόνια του»), είτε μας παρουσιάζουν την ιστορία τους σε διαλογική μορφή («Εξομολόγηση αμαρτωλού σε παπά αμαρτωλότερον», «Οι ‘ρνιθοκλέφτες». Έπειτα σε ιστορίες με πρωταγωνιστή ή αφηγητή τον ίδιο τον ποιητή (τρία όνειρά του, το «Ταξίδι στον πλανήτην Δία» και «Η Κεχριονιότισσα»). Έπειτα σ’ εκείνες με ήρωες αντικείμενα που αφηγούνται («Ιστορία ενός γυνείκελου», «Ιστορία μιάς κάρας», «Ο Παπα-Διάολος», «Η δυο τσαβάτες»). Η τελευταία κατηγορία, στην οποία εντάσσεται και η «Ιστορία ενός γαλόπουλου» είναι ιστορίες με πρωταγωνιστές ζώα (όπου περιλαμβάνονται επίσης η «Ιστορία ενός γαϊδάρου», τα «Απομνημονεύματα ενός γαϊδάρου» και η «Ιστορία μιας ουραγγουτάγγου»).
Στις ιστορίες με πρωταγωνιστές ζώα ο Λασκαράτος βρίσκει την ευκαιρία να παρουσιάζει τα ήθη και τις παθογένειες της εποχής του από τη σκοπιά ενός «ανεξάρτητου παρατηρητή», ενός ζώου, που δεν είναι το ίδιο «μολυσμένο» με τον υποκειμενισμό της ανθρώπινης ματιάς. Έξω από την κοινωνία των ανθρώπων, το γαλόπουλο προσπαθεί να καταλάβει την (όχι και τόσο ευχάριστη και βολική) αλήθεια τους, και με την αθωότητα της ματιάς του ξεσκεπάζει τα επιτηδευμένα ψεύδη των ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο ότι το γαλόπουλο αφηγείται την ιστορία του στους «αγριόγαλους», εκείνους που ζουν μακριά από τον ανθρώπινο πολιτισμό, εκεί όπου καταφέρνει να αποδράσει μετά από πολλές περιπέτειες και περιπλανήσεις, οι οποίες ξεκίνησαν μαζί με άλλα γαλόπουλα-συντρόφους, που χάθηκαν όλοι στην πορεία κι εκείνο απέμεινε μονάχο, με τη ζωή του να βρίσκεται σε διαρκή κίνδυνο απέναντι σε ποικίλους «Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες» της κεφαλονίτικης αστικής και αγροτικής ζωής.
Από την παρατηρητική ματιά του γαλόπουλου, που μονίμως προσπαθεί να ξεφύγει από την ανθρώπινη απληστία, δεν ξεφεύγει τίποτα. Είτε βρίσκεται στην κατοχή αρχόντων και σέμπρων (της παλιάς δηλαδή διαρρύθμισης του κοινωνικού οικοδομήματος), είτε στα καινούρια υπόγεια της αστικής τάξης (που συμβολίζεται από το γιατρό και την οικογένειά του), είτε σ’ ένα χωριάτικο σπίτι, η διαφθορά, η απάτη, η «απατεωνιά», η απληστία είναι παρούσες, ανεξάρτητα από το «σκηνικό» που τις εξωραΐζει ή τις υπερτονίζει. Ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο των ανθρώπων. Στους ανθρώπους που ζουν ακόμα στον αγροτικό κόσμο διαπιστώνει ότι οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες ακόμη καλά κρατούν. Αλλά και στον «αρχοντικό» ή τον αστικό κόσμο δεν λείπουν όλα εκείνα που ο άνθρωπος όφειλε, σύμφωνα με τις προσδοκίες των Διαφωτιστών, να είχε ξεπεράσει. Το ψέμα, η φιλαργυρία, η απατηλή συμπεριφορά.
Ο Λασκαράτος δεν χάνει την ευκαιρία να κάνει και τα πολιτικά του σχόλια, στρεφόμενος για άλλη μια φορά ενάντια στον Κωνσταντίνο Λομβάρδο, ηγέτη της ζακυνθινής πτέρυγας των Ριζοσπαστών, με τον οποίο ο Λασκαράτος βρέθηκε σε έντονη αντιπαράθεση που οδήγησε μέχρι και στη φυλάκιση του Κεφαλονίτη σατιρικού. Τα πυρά του Λασκαράτου στρέφονται και κατά των Ζακυνθινών, που παρομοιάζονται με γαλόπουλα που ο Λομβάρδος, απόλυτος κυρίαρχος σε όλες σχεδόν τις εκλογικές αναμετρήσεις μετά την Ένωση και ως το θάνατό του, οδηγεί μ’ ένα καλάμι στο χέρι.
Ο Λασκαράτος στηλιτεύει για άλλη μια φορά τα κακώς κείμενα της εποχής του, και το κάνει με πόνο. Με τη σατιρική γλώσσα του, εκείνη την «λασκαράτειο» δημοτική που για κείνον είναι καθημερινή γλώσσα, για μας επιτείνει το σατιρικό αποτέλεσμα, δείχνει να πονά σαρκάζοντας την κοινωνία και την παθολογία της.
Δεν είναι μισάνθρωπος ο Λασκαράτος, ούτε χρησιμοποιεί την αποστασιοποίηση του γαλόπουλου και των άλλων ζώων για να βγάλει τον εαυτό του απέξω από την πραγματικότητα. Όσο μοναχικός κι απομονωμένος κι αν είναι, δεν ξεχνά ούτε στιγμή ότι είναι κι ο ίδιος μέρος εκείνης της «άρρωστης» κοινωνίας την οποία σαρκάζει. Και ο ίδιος πονά γιατί το σώμα της κοινωνίας, του οποίου είναι μέρος, πονά. Και το ευτυχές τέλος της ιστορίας του γαλόπουλου, δεν είναι ανακούφιση για τα τραύματα της κοινωνίας. Είναι πικρία για το «όχι ωραίο» ταξίδι του. Γιατί και η σάτιρα του Λασκαράτου δεν είναι «μαχαίρι» στα κακώς κείμενά της. Είναι συμπόνια για τις πληγές της.
Οι εκδόσεις «Αιγιαλός» παρουσιάζουν εικονογραφημένη την «Ιστορία ενός γαλόπουλου» ως τροφή για σκέψη. Σκέψη, που ίσως οδηγεί σε άβολες αλήθειες, ακόμα και σήμερα. Οπωσδήποτε όμως, η σκέψη είναι ένα φωτεινό τροχιοδεικτικό προς την αυτογνωσία.
Ηλίας Τουμασάτος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου