Η κρίση (και) μέσα στο σπίτι
Είναι αναπόφευκτο η οικονομική κρίση να τρυπώνει και μέσα στα σπίτια μας. Όχι μονάχα όσον αφορά τις άμεσες συνέπειές της στο οικογενειακό εισόδημα και τις αναγκαστικές και δυσάρεστες αλλαγές που έχει επιφέρει στην καθημερινότητά της, αλλά και με έναν πολύ πιο ύπουλο και αρνητικό τρόπο: επηρεάζοντας τη συμπεριφορά των μελών της οικογένειας μέσα στο ίδιο το σπίτι. Το μισοάδειο ή εντελώς άδειο πορτοφόλι δεν καταστρέφει μόνο τις παλιές μας συνήθειες, φαίνεται πως υπονομεύει ολοένα και περισσότερο τις διαπροσωπικές σχέσεις μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας – σχέσεις που καθόλου δεν έχουν να κάνουν με τις οικονομικές συναλλαγές καθαυτές.
Διαχρονικά το σπίτι, η κατοικία, ταυτίζεται με τον χώρο όπου το άτομο, συνυπάρχοντας με αγαπημένα πρόσωπα, αισθάνεται ασφάλεια, θαλπωρή και προστασία – είναι το ultimum refugium, το τελευταίο καταφύγιο-άσυλο του ανθρώπου, η μυστική του κρυψώνα από έναν κόσμο που ολοένα αγριεύει εκεί έξω. Ακόμη και αν αυτό το αίσθημα ασφάλειας είναι επίπλαστο, ακόμη κι αν οι απειλές εκεί έξω παραμένουν υπαρκτές, ο άνθρωπος που κλείνει την πόρτα μπαίνοντας στο σπίτι πάντα θα νιώθει ανακούφιση.
Συχνά μαζί του, βέβαια, ο άνθρωπος μπάζει στο σπίτι, εκτός από τη λάσπη από τα παπούτσια του και άλλα κατάλοιπα του εξωτερικού κόσμου – ανάμεσα στα οποία και την ψυχική ένταση που δημιουργούν οι ιδιαίτερες οικονομικές συνθήκες των τελευταίων χρόνων. Κι αυτή η ψυχική ένταση «μετατίθεται» (στο πλαίσιο κάποιου μηχανισμού άμυνας, θα λέγανε οι ψυχολόγοι) στα άλλα μέλη της οικογένειας, στην καλύτερη περίπτωση ως λεκτική ένταση, αλλά, δυστυχώς, και ως λεκτική ή και (ακόμα χειρότερα) σωματική βία. Τα χρέη, οι οφειλές, οι επιταγές που πάνε να σφραγιστούν, το χαράτσι της εφορίας, γίνονται κοινό πρόβλημα αλλά και αιτία κλιμάκωσης της έντασης στις σχέσεις όχι μόνο των οικονομούντων μελών της οικογένειας (ουσιαστικά του ζευγαριού), αλλά και των παιδιών, που όσο δεν εργάζονται δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να συνεισφέρουν στα έσοδα της οικογένειας.
Τα παιδιά γίνονται πολύ συχνά όχι μόνο μάρτυρες αλλά και συμμέτοχοι στην ένταση που υπάρχει στην οικογένεια – οι γονείς καβγαδίζουν για τα προβλήματα που προκύπτουν την αναντίστοιχη μείωση των εισοδημάτων σε σχέση με τα ανελαστικά έξοδα και πολύ συχνά ο κύκλος των συμμετεχόντων διευρύνεται: Τα παιδιά δεν ακούνε μόνο τις φωνές (πράγμα που από μόνο του επιδρά αρνητικά, ιδίως στα παιδιά που είναι πιο ευάλωτα στις εντάσεις), γίνονται και μέρος του προβλήματος: «Εσύ δεν καταλαβαίνεις τις δυσκολίες», «Εσύ το μόνο που ξέρεις είναι να ζητάς», «Κομμένα αυτά που ήξερες μέχρι τώρα», «Εγώ στην ηλικία σου δούλευα και έβγαζα το ψωμί μου», «Αλίμονό σου έτσι και βγεις εκεί έξω να δουλέψεις μ’ αυτές τις ιδέες», «Θα σε στρώσω εγώ στη δουλειά να δεις τι αξίζει κάθε ευρώ», «Κακομοίρη μου θα πεινάσεις, θα πεις το ψωμί ψωμάκι», «Ζητιάνος κι αλήτης θα καταντήσεις μ’ αυτά τα μυαλά». Οι παραπάνω φράσεις, κλιμακούμενης έντασης, χρησιμοποιούνταν και παλιότερα, ασφαλώς. Σήμερα όμως ο καθένας μας στον περίγυρό του αισθάνεται ότι αυτή η ένταση είναι γενικευμένη. Ξαφνικά τα παιδιά γίνονται κοινωνοί ενός κόσμου που ελάχιστα γνωρίζουν, και ελάχιστα μπορούν να επηρεάσουν: Μαθαίνουν για ένσημα, για ασφάλειες, για δάνεια, για επιταγές, για φόρους, για τιμολόγια, για αποζημιώσεις – το μόνο σίγουρο είναι ότι από ελάχιστα έως λίγα πράγματα μπορούν να καταλάβουν και ακόμα λιγότερα μπορούν να κάνουν γι’ αυτό. Τι μπορεί να κάνει το παιδί σου για το ΦΠΑ ή για το τιμολόγιο που δεν σου εξόφλησαν; Τι φταίει αν το αφεντικό σου σού μείωσε το μισθό; Τι φταίει αν δεν «έκατσε» μια επένδυση και μπήκες μέσα, ή αν σου μειώθηκε η πελατεία;
Ποιο αποτέλεσμα έχει όλο αυτό; Η διαλυμένη ψυχολογία του γονιού που μεταφέρει μέσα στο σπίτι την έξω ένταση μεταδίδεται με μεγάλη επιτυχία σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Όλοι γίνονται χάλια. Κι εσύ που φωνάζεις και εκείνοι που ακούνε τις φωνές. Εξαφανίζεται έτσι και η τελευταία πιθανότητα να λειτουργήσει το σπίτι ως χώρος όπου ο άνθρωπος, μετά από μια μέρα έντασης στη δουλειά μπορεί να χαλαρώσει και να ξεχαστεί έστω για λίγο. Ουσιαστικά, ο άνθρωπος με τον τρόπο αυτό σπάει την πόρτα του σπιτιού του και αφήνει όλα τα προβλήματα να μπουν μέσα. Και να διαλύσουν, μαζί με τη δική του, και την ψυχολογία όλων των άλλων. Και των παιδιών. Που δεν φταίνε. Αλλά που, καθώς δεν μπορούν να συλλάβουν στο σύνολό τους τις πραγματικές συνθήκες, μπορεί και να αισθανθούν ότι τελικά εκείνα φταίνε γι’ αυτό που συμβαίνει. Ότι όλες αυτές οι περίεργες λέξεις που ήρθαν και λέρωσαν τη ζωή τους οφείλονται στα ίδια, στη συμπεριφορά τους, ότι εκείνα κάτι έκαναν, δεν ξέρουν τί, και κάτι κακό έγινε, δεν είναι σίγουρα τί – και παρότι φταίνε δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό πέρα από το να τιμωρηθούν: να σταματήσουν αναγκαστικά να κάνουν πράγματα που τους άρεσαν. Για πόσο και σε ποιο βαθμό; Κανείς δεν μπορεί να τους πει πού, πότε, πώς τελειώνει αυτό. Κι η ένταση μεταδίδεται, πολλαπλασιάζεται, κλιμακώνεται.
Και τι να κάνει κανείς γι’ αυτό; Να αφήσει τα προβλήματα κλειδωμένα απ’ έξω; Να έχει τα παιδιά του κλεισμένα σε ένα ροζ σύννεφο ψεύτικης ευημερίας και ασφάλειας, τρέμοντας τη στιγμή που το σύννεφο θα διαλυθεί και η αποκάλυψη της αλήθειας θα είναι πιο απότομη και πιο οδυνηρή, και επιπλέον, ο μπαμπάς και η μαμά δεν θα έχουν μόνο αποτύχει στα μάτια των παιδιών ως οι άνθρωποι που τα προστατεύουν, αλλά επιπλέον θα είναι και ψεύτες – το τελευταίο δύσκολα το αντέχει κανείς. Και, το χειρότερο, δύσκολα μπορεί να ξαναχτίσει σχέση εμπιστοσύνης μετά. Αν ο μπαμπάς λέει ψέματα για κάτι τόσο σοβαρό, δεν μπορεί να αξιώνει από μένα να πω την αλήθεια. Επομένως, το να κρύψει κανείς από τα παιδιά την αλήθεια δεν είναι λύση (Το αισθανθήκαμε άλλωστε και ως πολίτες όταν στην κρίση του 2008 οι κυβερνώντες μας έλεγαν ότι η οικονομία μας είναι ισχυρή και θα αντέξει τους διεθνείς κλυδωνισμούς, με τη γνωστή σε όλους μας συνέχεια…)
Κάπου στη μέση είναι η αλήθεια. Ούτε ψεύτικη ευημερία, ούτε τρομοκρατία και καταστροφολογία. Όπως στην πλειονότητα των περιπτώσεων η λύση είναι κουβέντα και ειλικρίνεια. Ψύχραιμη κουβέντα, στοχευμένη. Χωρίς φωνές, χωρίς εντάσεις, χωρίς προσωποποιήσεις. Αν ο μπαμπάς ή η μαμά αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες επειδή δεν υπάρχει δουλειά, έχασε μέρος του μισθού ή απολύθηκε, το παιδί θα πρέπει να το μάθει. Δεν θα πρέπει να το μάθει όμως ωσάν αναγγελία της συντέλειας του αιώνος ή της απόλυτης καταστροφής. Θα πρέπει να μάθει ότι εκεί έξω υπάρχουν δυσκολίες, ότι μας αγγίζουν κι εμάς, αλλά δεν συμβαίνουν μόνο σε μας, τα ίδια συμβαίνουν και σε πολλούς, σχεδόν όλους, τους ανθρώπους, όχι μόνο σε μας αλλά και στους φίλους μας. Και ότι, ακόμη κι αν δεν μας αρέσει, θα πρέπει κάποια πράγματα που κάναμε παλιότερα να τα περιορίσουμε. Αλλά παρόλα αυτά, εντάξει, δεν θα πρέπει να φοβόμαστε, το χειρότερο που μπορούμε να πάθουμε είναι να φοβηθούμε. Ότι είναι μια δύσκολη περίοδος, αλλά όλοι μαζί θα κάνουμε την προσπάθεια για να περάσει, ο καθένας εκεί που μπορεί. Κι ότι οι γονείς του θα κάνουν ό,τι μπορούν, ό,τι χρειαστεί για να πάνε όλα καλά. Αυτή είναι η αποστολή του γονιού, αυτό είναι το καθήκον του, αλλά, κυρίως, αυτό απορρέει από την αγάπη του για το παιδί που έφερε στον κόσμο.
Το βάρος δηλαδή, πιστεύω, δεν πρέπει να πέφτει στο ίδιο το πρόβλημα, όσο στο ότι όλη η οικογένεια πρέπει να είναι ενωμένη για την αντιμετώπισή του. Ότι, ναι, κάτι αλλάζει, και σε κανέναν μας δεν αρέσει αυτό, αλλά γι’ αυτό είμαστε εδώ, γι’ αυτό είμαστε οικογένεια, για να είμαστε ενωμένοι, μαζί, κι ας χρειαστεί να «κόψουμε» κάποια πράγματα.
Υπάρχουν τρία βασικά πράγματα που δεν πρέπει να κλονιστούν στην ψυχή των παιδιών: Το πρώτο, είναι το αίσθημα ασφάλειας που παρέχει η οικογένεια, εκείνο το «μη φοβάσαι, είμαι εδώ εγώ για σένα, ό,τι κι αν γίνει». Το δεύτερο, είναι το αίσθημα εμπιστοσύνης – σου λέω την αλήθεια, σου εμπιστεύομαι το πρόβλημα χωρίς να σε ενοχοποιώ, και τρίτο, το αίσθημα ενότητας – μοιραζόμαστε το πρόβλημα με ψυχραιμία, γιατί είμαστε όλοι μαζί – δεν είσαι αντίπαλος και εχθρός μου, δεν σου φωνάζω, αλλά σε ενημερώνω.
Παραδοσιακά στην Ελλάδα η οικογένεια λειτούργησε ως βασικός μοχλός αντιμετώπισης δεκάδων κρίσεων – ανθρωπιστικών, οικονομικών, πολιτικών. Είναι ίσως ο μόνος κοινωνικός θεσμός στην Ελλάδα όπου η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη έχουν αποδεδειγμένα λειτουργήσει αποτελεσματικά. Και η σωστή διαχείριση της οικονομικής κρίσης μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας, σε επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων ίσως είναι το πρώτο ασφαλές βήμα για την αντιμετώπισή της.
Δεν έχει ίσως νόημα η προσπάθεια να κρατήσει κανείς απέξω από την πόρτα του την κρίση καθαυτή. Όσο δύσκολο κι αν είναι (γιατί κάθε άνθρωπος έχει περιορισμένες εκ των πραγμάτων ψυχικές αντοχές) επιβάλλεται όμως να κλειδώσει ερμητικά έξω τις φωνές, τον εκνευρισμό, την ένταση. Και να διαφυλάξει μέσα στο σπίτι του τη γαλήνη, την ασφάλεια, την ενότητα, την εμπιστοσύνη, την αλληλεγγύη. Για να γίνει το σπίτι του όχι απλά το ultimum refugium, αλλά το ορμητήριο για να αντιμετωπίσει την κρίση.
Υ.Γ. Δεν ξέρω αν νομιμοποιείται να γράφει ένα κείμενο σαν κι αυτό κάποιος σαν κι εμένα, που δεν έχει δική του οικογένεια. Ίσως όμως και να τον νομιμοποιεί μόνο το γεγονός ότι ξέρει από πρώτο χέρι πόσο τυχεροί είναι εκείνοι που έχουν. Ας έχουν λοιπόν κατά νου πόσο τυχεροί είναι κάθε φορά που η ένταση της φωνής τους υψώνεται μέσα στο σπίτι «δι’ ασήμαντον (ή έστω και για σημαντική) αφορμήν»… Και, συναισθανόμενοι αυτή τους την τύχη, ας μετρήσουν ως το δέκα πριν φωνάξουν…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου