Η γιαγιά της διπλανής πόρτας κοντεύει πια τα εκατό. Την ακούω, διάφορες ώρες της μέρας, να χτυπάει δυνατά την πόρτα της, να βγαίνει έξω (ακόμα και νύχτα, ακόμα και όταν βρέχει) και να μιλάει ακατάληπτα… Όταν πάω να αφουγκραστώ τα λόγια της, ανάμεσα σε βλαστήμιες και βρισιές επαναλαμβάνει σχεδόν τελετουργικά ορισμένες φράσεις, ορισμένες λέξεις, σαν ένα μηχάνημα που κόλλησε και λέει και ξαναλέει τον ίδιο ήχο, συνεχώς, κι όσο προχωράει η φωνή της αλλοιώνεται, και δεν θυμίζει καθόλου ούτε καν εκείνη τη φωνή που πρωτοακούγεται μετά το χτύπημα της πόρτας, πολύ δε περισσότερο τη φωνή που είχα συνηθίσει ν’ ακούω από τα παιδικά μου χρόνια. Την θυμάμαι τριάντα, είκοσι, δέκα χρόνια πριν, για να είμαι ακριβής τη θυμάμαι όσο ζω. Θυμάμαι τον κήπο της και τα μποστάνια της, ένα ποίημα αληθινό από χρώματα και δροσιά, λουλούδια κάθε λογής, δέντρα και λαχανικά που τα καμάρωνε σαν να ‘τανε παιδιά της και τα περιποιόταν με τις ώρες. Θυμάμαι τις πρωτομαγιές και τις Μεγάλες Παρασκευές που ...