Πασχαλινό παραμύθι
«Πάμε όλοι μαζί». «Κοντεύει μεσάνυχτα... Θα χάσουμε την Ανάσταση, σου λέω». «Αν συνεχίσεις να ρωτάς, θα τη χάσουμε στ' αλήθεια». «Τι έχεις μέσα στην τσάντα;» «Μη ρωτάς και περπάτα!». Πήρανε το δρόμο, με βήματα βιαστικά. Ο πρώτος έτρεχε σα λαγός, κι οι άλλοι ακολουθούσαν απορημένοι, σαν μικρά, φοβισμένα λαγουδάκια. Το σκοτάδι είχε από ώρα σκεπάσει τα καντούνια του χωριού - κι ο κόσμος ακόμα δεν είχε ξεπορτίσει για τη λειτουργία της Ανάστασης. «Σιγά που είναι αργά. Θα προλάβουμε», είπε ο πρώτος. Μονάχα οι μυρωδιές από τη μαγειρίτσα, τα τσουρέκια και τα κουλουράκια κυκλοφορούσαν στους δρόμους - κι ο σκύλος με το κουδουνάκι, που το ‘χε συνήθειο να βολτάρει τις νύχτες και τις μέρες να κοιμάται... Καθώς βγαίνανε από το χωριό λιγοστεύανε οι μυρωδιές κι οι θόρυβοι - κι ακούγανε πιο δυνατά τις πατημασιές τους, τις ανάσες τους, μα και τις κουκουβάγιες που θαρρείς κάνανε κι εκείνες πρόβες για το «Χριστός Ανέστη». «Μισό λεπτό ρε παιδιά, έχασα τη λαμπάδα μου από την τρ...