H "σκοτεινή" πλευρά του Οδυσσέα




(... ή, ένας σύγχρονος ήρωας στην αρχαία τραγωδία)



Η αρχαία τραγωδία γνώρισε τη μεγάλη της ακμή στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα, μια εποχή κατά την οποία η ανθρώπινη κοινωνία είχε προσεγγίσει μια άφταστη μέχρι σήμερα τελειότητα: η Αθήνα του 5ου αιώνα είναι ένας τόπος όπου η επιστήμη και η τέχνη αγγίζουν μια ζηλευτή κορύφωση μέσα στο περιβάλλον της αθηναϊκής Δημοκρατίας. Το περιβάλλον αυτό είναι ένας κόσμος όπου κυριαρχεί ο ορθός λόγος. Ωστόσο, στην τραγωδία παριστάνονται συχνά σκηνές φοβερές, τρομακτικές και εξώλογες. Ο έλεος και ο φόβος προέρχονται από έναν κόσμο άγριο και απειλητικό, έναν κόσμο πλημμυρισμένο από αίμα, πόνο και εξώκοσμες δυνάμεις. Η Αθήνα του χρυσού αιώνα συγκλονίζεται από την αρχαία τραγωδία. Γιατί ο χρυσός αιώνας είναι, ανάμεσα στ’ άλλα, και μια εποχή αυτογνωσίας. Ο άνθρωπος του χρυσού αιώνα ξέρει. Ξέρει ότι αυτός ο κόσμος που έφτιαξε με τη λογική του είναι ένα φυλλαράκι στον άνεμο της Ιστορίας. Η τραγωδία του ανθρώπου γεννιέται από αυτήν ακριβώς τη γνώση: Τη συνειδητοποίηση ότι, όπως θα έλεγε αργότερα ο Άμλετ «υπάρχουν πολλά πράγματα σε γη και σ’ ουρανό απ’ όσα με τη φαντασία σου μπορείς να ονειρευτείς».

Η τραγωδία είναι η συνειδητοποίηση του «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα». Είναι μια ανελέητη, άνιση και καταδικασμένη σύγκρουση: από τη μια ο άνθρωπος, ο άνθρωπος που ξέρει. Ο ελεύθερος άνθρωπος που ξέρει πόσο πεπερασμένη είναι η φύση του. Κι από την άλλη, οι δυνάμεις του σύμπαντος, εξώκοσμες, εξωανθρώπινες, που ο ίδιος ο άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει, χωρίς απαραίτητα αυτό να είναι επιλογή του: οι θεοί, η μοίρα, η άλογη νομοτέλεια ενός κόσμου που τελικά δεν είναι φτιαγμένος με ανθρώπινα μέτρα

Δε θα επεκταθούμε στα επιμέρους αυτής της σύγκρουσης. Η εύλογη απορία που θα γεννιόταν σε κάποιον θα ήταν πώς αυτή η γνώση μπορεί να οδηγήσει στην ευτυχία. Πώς μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος όταν ξέρει; Γιατί ευτυχής μέσα στην άγνοια μπορεί να είναι; Είναι όμως αυτό ευτυχία;

Για ν’ απαντήσουμε σ’ αυτή την ερώτηση, θα χρειαστούμε τη βοήθεια ενός παλιού μας γνωστού: του Οδυσσέα. Θα τον αναζητήσουμε όμως όχι στα γνώριμά μας ομηρικά έπη, αλλά στις αρχαίες τραγωδίες όπου πρωταγωνιστεί, εφτακόσια περίπου χρόνια μετά την πολιορκία της Τροίας και τριακόσια μετά τις ομηρικές ραψωδίες. Έναν Οδυσσέα «άλλο», διαφορετικό απ’ ό,τι τον ξέρουμε.

Ο γιος του Λαέρτη δεν είναι από τα πρόσωπα που συναντάμε συχνά στην αρχαία τραγωδία, τουλάχιστον στα σωζόμενα σήμερα δραματικά κείμενα, κι αυτό ίσως, όπως θα δούμε, δεν είναι τυχαίο. Ο Οδυσσέας δεν εμφανίζεται πουθενά ως δραματικό πρόσωπο στα επτά σωζόμενα έργα του πρώτου από τους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές, του Αισχύλου, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε δύο από τα δράματα του Σοφοκλή, τον «Φιλοκτήτη» και τον «Αίαντα», ενώ ο τρίτος τραγικός, ο Ευριπίδης, βάζει τον Οδυσσέα να συμμετέχει στην «Εκάβη» και να πρωταγωνιστεί στο σατυρικό δράμα «Κύκλωψ». Αριθμητικά τουλάχιστον, εκ πρώτης όψεως παρατηρούμε ότι ο Σοφοκλής προτιμά περισσότερο τον ομηρικό ήρωα. Στη συνέχεια, θα επιχειρήσουμε ένα μικρό ταξίδι στα έργα αυτά, προκειμένου να συναντήσουμε τον Οδυσσέα όπως παρουσιάζεται εκεί – και ας επιχειρήσουμε από πριν να κάνουμε μια συμφωνία: Ας ξεχάσουμε για λίγο τον Οδυσσέα των ομηρικών επών, τον πολύτροπο και πολύπλαγκτο, και ας ζωγραφίσουμε το πορτραίτο του έχοντας διαθέσιμα μονάχα τα υλικά της τραγωδίας, μαζί με το «αλατοπίπερο» του σατυρικού δράματος.

«Αίας» του Σοφοκλή

Ο «Αίας» του Σοφοκλή είναι ο πρώτος μας σταθμός. Είναι, χρονολογικά, το παλαιότερο από τα έργα που εξετάζουμε, καθώς εικάζεται ότι γράφτηκε ανάμεσα στα 460 – 450 π.Χ. και είναι μάλλον και το παλαιότερο από τα σωζόμενα έργα του τραγικού ποιητή. Κεντρικό πρόσωπο αυτής της τραγωδίας είναι ο Αίας ο Τελαμώνιος, ο γνωστός μας από την πολιορκία της Τροίας ανδρείος ομηρικός ήρωας. Μετά την «κρίση» μεταξύ των Αχαιών σχετικά με το ποιος θα πάρει τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα, ο Αίαντας, υπόδειγμα μυικής δύναμης, πολεμικής αρετής και ανδρείας, βρίσκεται χαμένος. Νικητής είναι ο Οδυσσέας, ίσως όχι και τόσο γενναίος στη μάχη, μα «πολυμήχανος», έξυπνος, μπορεί και πανούργος. Ο Αίας θεωρεί την ήττα ύψιστη προσβολή και αποφασίζει να εκδικηθεί τους Αχαιούς. Η Αθηνά την τελευταία στιγμή του θολώνει τα μάτια και αντί για το στρατό των Ελλήνων ορμά και σφαγιάζει τα κοπάδια τους. Ένα από τα ζώα το δένει και το βασανίζει ανελέητα πριν το σκοτώσει. Αυτό το ζώο είναι στα μάτια του ο Οδυσσέας. Όταν ο Αίας συνειδητοποιεί τί πήγε να κάνει και τί έκανε στ’ αλήθεια, νιώθει ότι έχει απωλέσει ολοκληρωτικά την τιμή του, τη μοναδική αξία που αναγνωρίζει στη ζωή του. Έχει αποφασίσει ότι πρέπει να πεθάνει – η γυναίκα του η Τέκμησσα προσπαθεί να τον μεταπείσει, κι εκείνος την ξεγελά. Στο τέλος φεύγει, ολότελα μόνος, προς την παραλία, κι εκεί αυτοκτονεί. Είναι ο μοναδικός θάνατος που βλέπουμε να συμβαίνει επί σκηνής στις σωζόμενες σήμερα τραγωδίες. Ο Μενέλαος δεν επιτρέπει στον αδελφό του, τον Τεύκρο, να τον θάψει. Το ίδιο και ο Αγαμέμνονας.
Ο Οδυσσέας εμφανίζεται στην αρχή του έργου, μαζί με την προστάτιδά του θεά Αθηνά. Πλησιάζει τη σκηνή του Αίαντα κι ο φόβος τον έχει κυριεύσει. Ξέρει καλά πως ο ίδιος είναι το πρόσωπο που εκείνη τη στιγμή το πρόσωπο που μισεί περισσότερο από κάθε άλλον ο Αίαντας. Ο Οδυσσέας τρέμει να αντικρίσει τον ήρωα, που αρχίζει να συνέρχεται από την οργή του. Αν δεν ήταν η Αθηνά, τώρα οι Έλληνες θα είχαν σφαγιαστεί. Ο διάλογος μεταξύ τους θα μπορούσε κανείς να πει ότι περιέχει ακόμη και κωμικά στοιχεία: Ένας Οδυσσέας σαν βρεγμένη γάτα, σκιαγμένος κυριολεκτικά, που φοβάται το ξέσπασμα του μένους του Αίαντα. Η Αθηνά τον κάνει αόρατο στα μάτια του τελευταίου, για να τον πείσει να παραμείνει εκεί. Καμμία σχέση, όπως μπορεί εύκολα ν’ αντιληφθεί κανείς, δεν υπάρχει με τον άνθρωπο που έμελλε να περιπλανηθεί στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου και να αντιμετωπίσει θηρία και εξώκοσμες δυνάμεις – να κατέβει μέχρι και τον Άδη. Όταν ο Αίαντας θα ξαναγυρίσει στη σκηνή του, στην ψυχή του Οδυσσέα τη θέση του τρόμου παίρνει η θλίψη:
«Με πιάνει θλίψη γι’ αυτόν τον έρμο, ας είναι εχθρός μου
Που συμφορά φριχτή τον έχει ζώσει.
Γιατί δε συλλογιέμαι τη δική του
Μόνο την τύχη, μα και τη δικιά μου
Μια και το βλέπω ξάστερα πως άλλο
Τίποτα οι ζωντανοί δεν είμαστε, μονάχα
Κούφιες σκιές, φαντάσματα κι αγέρας».
(μετάφραση Τάσος Ρούσσος)
Ένας άνθρωπος που μέχρι πριν από λίγο φοβόταν για τη ζωή του φτάνει στο σημείο να συγχωρήσει αυτόν που πριν από λίγο έμαθε πως του ετοίμαζε τον πιο φριχτό θάνατο. Θα φαινόταν ίσως μεγάλη γενναιοδωρία αυτή από τη μεριά του Οδυσσέα –ας μην ξεχνάμε όμως μια λεπτομέρεια: ο ίδιος ο Οδυσσέας ήταν η αιτία που οδήγησε στην έκρηξη οργής του Αίαντα. Μοιάζει με το να συγχωρείς τον υποψήφιο δολοφόνο σου όταν εσύ ο ίδιος τον έχεις φέρει σε βρασμό ψυχής.
Ο ίδιος ο Αίαντας δεν θ’ αντικρίσει ποτέ ξανά τον Οδυσσέα μέχρι την αυτοκτονία του. Ωστόσο συνέχεια θα βρίσκεται μπροστά στα μάτια του η σκιά του πιο μισητού για τον Αίαντα ανθρώπου επί της γης: «Πάνθ’ ορών» (Τα πάντα βλέπει), «όργανον κακών», «κακοπινέστατον άλημα στρατού» (το πιο σιχαμερό ξέπλυμα μέσα στο στρατό), «αιμυλώτατος εχθρός» (τρισπανούργος εχθρός). Αυτοί είναι μερικοί μόνο χαρακτηρισμοί που αποδίδει ο Αίαντας στον Οδυσσέα. Μόνο η σκέψη ότι ο γιος του Λαέρτη θα χαίρεται και θα γελάει βλέποντας το κατάντημά του, τον αποτρελλαίνει. Οι Ατρείδες χάρισαν τα όπλα του Οδυσσέα σ’ έναν πανούργο και περιφρόνησαν τη δύναμή του, την απόλυτη για κείνον αρετή. Ο τελευταίος μονόλογος του Αίαντα, πριν πέσει πάνω στο σπαθί του Έκτορα, είναι σπαρακτικός.
Κι όμως, αυτός ο Οδυσσέας που ο Αίαντας μισούσε τόσο, θα ξαναεμφανιστεί στο τέλος του έργου, προκειμένου να μεσολαβήσει στον Αγαμέμνονα, για να επιτρέψει την ταφή του νεκρού ήρωα. Η λογομαχία του Οδυσσέα με τον Αγαμέμνονα είναι πολύ έντονη. Τα όπλα του Οδυσσέα σ’ αυτή την αντιπαράθεση δεν είναι η οργή, ούτε κάποια ιδιαίτερη δεξιότητα ή δύναμη, αλλά τα επιχειρήματα. Ο Αίας ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός του. Ωστόσο, λέει, τον θεωρεί πιο γενναίο απ’ όλους τους Αργείους μετά τον Αχιλλέα. Δεν είναι σωστό να ατιμαστεί. Δεν είναι σωστό για έναν βασιλιά να φέρεται έτσι σ’ έναν νεκρό. Ο Αγαμέμνονας τελικά πείθεται να τηρήσει στάση Πόντιου Πιλάτου. Η τραγωδία τελειώνει με τον Τεύκρο, τον αδελφό του Αίαντα, να χαιρετίζει τη στάση του Οδυσσέα, σχεδόν να συμφιλιώνεται μαζί του – το μίσος του τώρα στρέφεται μόνο ενάντια στους Ατρείδες. Ωστόσο, δεν του επιτρέπει να συμμετάσχει στην προετοιμασία της ταφής του Αίαντα. Ο Οδυσσέας αποχωρεί συγκαταβατικά.
Τελειώνοντας το έργο, ασφαλώς μένουμε όλοι με την απορία: αυτή η στάση του Οδυσσέα είναι πραγματική έκφραση μεγαλοψυχίας ή διπλωματία; Όλες αυτές οι μεταπτώσεις του ήρωα (Φόβος – Θλίψη – Συγκατάβαση, και τελικά Υπεράσπιση αυτού που ήθελε να τον σφάξει) είναι γεννήματα της μεγάλης του καρδιάς ή μήπως του κοφτερού του μυαλού; Μήπως ο Οδυσσέας, εκτός από τα όπλα του Αχιλλέα, νίκησε τον Αίαντα και μετά θάνατον μ’ έναν άλλο τρόπο; Μήπως κατάφερε να θάψει την οργή του ήρωα για κείνον μαζί με το πτώμα του και να αποφύγει τη μετάδοσή της στη γενιά του Αίαντα;
Δεν μπορώ να σας απαντήσω σ’ όλα αυτά τα «μήπως» που αφορούν τον Οδυσσέα. Κι εκεί είναι η διαφορά του με τον Αίαντα. Στον Αίαντα δεν υπάρχουν «μήπως». Στον Αίαντα δεν υπάρχουν πολλές απαντήσεις για την ίδια ερώτηση. Στον Αίαντα υπάρχει μόνο μία απάντηση για όλες τις ερωτήσεις. Κι αυτή η απάντηση είναι μόνο μια λέξη: η λέξη «Τιμή». Η ζωή του Αίαντα είναι μια απλή ισότητα: ΖΩΗ = ΤΙΜΗ. Όταν χάνεται η τιμή, χάνεται και η ζωή, χωρίς πολλή σκέψη, χωρίς καμμία περίπλοκη διεργασία.
Ο Οδυσσέας, πάλι, είναι ένα εκατομμύριο πράγματα μόνο σε αυτή την τραγωδία. Μπορεί τα βήματα από τα παπούτσια του να μην ακούγονται τόσο δυνατά πάνω στη σκηνή, μα σίγουρα περπατάει πολύ περισσότερα χιλιόμετρα απ’ όσα νομίζουμε. Έχει κερδίσει τους Ατρείδες, και τους Αχαιούς εν γένει, εκ των προτέρων, αφού σ’ εκείνον χάρισαν τα όπλα του Αχιλλέα, αλλά στο τέλος κοντράρεται με τους ίδιους εκείνους που τον στηρίζουν, προκειμένου να κερδίσει και την οικογένεια του Αίαντα. Ο Οδυσσέας δε θέλει απαραιτήτως να τον αγαπούν. Συχνά το να τον μισούν τον βολεύει αρκετά, ενώ δεν έχει ανάγκη να τον φοβούνται. Του αρκεί να καταλάβουν ότι είναι έξυπνος, ότι μπορεί με το μυαλό του να κατακτήσει μία πόλη.
Αν ο Αίαντας είναι ένας ογκόλιθος, ένας κατακόρυφος, τεράστιος τοίχος, που πάνω του γράφει με μεγάλα γράμματα «ΤΙΜΗ», ο Οδυσσέας είναι ένας ποταμός: χωράει σε όλα τα σχήματα, διακλαδίζεται, μεταμορφώνεται, κυκλοφορεί προς ποικίλες διευθύνσεις. Από τον τοίχο του Αίαντα η λέξη «ΤΙΜΗ» σβήστηκε – έτσι ο τοίχος πρέπει να πέσει. Ο Αίας δε γνωρίζει άλλο δρόμο. Ο Οδυσσέας φτιάχνει μόνος του δρόμο για να περάσει.
Αν στον Αίαντα ο Οδυσσέας προβάλλει την (αληθινή ή επίπλαστη) μεγαλοψυχία του ως θετικό στοιχείο του χαρακτήρα του, στο δεύτερο έργο του Σοφοκλή, στο οποίο εμφανίζεται ο Οδυσσέας, στον «Φιλοκτήτη», δυσκολευόμαστε πραγματικά να βρούμε κάποιο θετικό στοιχείο του ήρωα.

«Φιλοκτήτης» του Σοφοκλή.

Και οι τρεις μεγάλοι ποιητές γνωρίζουμε ότι είχαν γράψει από έναν «Φιλοκτήτη». Εκείνος που μας σώζεται είναι μόνον αυτός του Σοφοκλή, που χρονολογικά φαίνεται πως ήταν ο τελευταίος στη σειρά, μια και παρουσιάστηκε το 409 π.Χ., λίγα χρόνια πριν πεθάνει ο μεγάλος τραγικός. Από τα λιγοστά στοιχεία που έχουμε για τις υποθέσεις των χαμένων έργων, ο Οδυσσέας ήταν πρωταγωνιστής και στα τρία.
Στον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή, ο Οδυσσέας, μαζί με τον νεαρό Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα, φτάνουν στη Λήμνο, όπου βρίσκεται μόνος και άρρωστος ο Φιλοκτήτης, άλλος ένας γενναίος και εξαπατημένος ήρωας του Τρωικού Πολέμου. Ο σκοπός του ταξιδιού είναι να αποσπάσουν από τον Φιλοκτήτη τα τόξα του Ηρακλή, χωρίς τα οποία η Τροία είναι αδύνατον να κυριευθεί. Ο Οδυσσέας βάζει τον νεαρό να εξαπατήσει τον Φιλοκτήτη, να τον κάνει να νομίσει ότι ο γιος του Αχιλλέα έχει εναντιωθεί στους Έλληνες και να τον πάρει μαζί του, έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Ο Νεοπτόλεμος, παρά τις ηθικές αντιρρήσεις που έχει, παίζει το ρόλο του καλά και κατορθώνει να πείσει τον Φιλοκτήτη και να πάρει στα χέρια του τα τόξα. Ωστόσο, δεν εκμεταλλεύεται την ευκαιρία και του εξομολογείται την αλήθεια: πρέπει να πάει στην Τροία. Ο Φιλοκτήτης αρνείται, και επιστρατεύονται τα μεγάλα μέσα: ο Οδυσσέας, που αποτυγχάνει να τον πείσει, έχει όμως τα τόξα, αποφασίζει λοιπόν να τον εγκαταλείψει. Η απόγνωση για το Φιλοκτήτη θα λήξει με μια μικρή επανάσταση του Νεοπτόλεμου, που θα του επιστρέψει το τόξο και θα τον πάρει να φύγουν, όχι για την Τροία, αλλά για την Ελλάδα. Ο Ηρακλής όμως θα παρέμβει και ο Φιλοκτήτης θα δεχτεί τελικά να πάει στην Τροία.
Ο «Φιλοκτήτης» είναι και το έργο στο οποίο ο Οδυσσέας έχει την πιο κυνική παρουσία. Στην αρχή του έργου δείχνει πως δεν ορρωδεί προ ουδενός προκειμένου να πετύχει το σκοπό του. Έχει στήσει με το μυαλό του μια συνωμοσία, όχι για να αποκομίσει κάποιο προσωπικό όφελος, αλλά για να γίνει τελικά πραγματικότητα η κατάκτηση της Τροίας. Βάζει τον Νεοπτόλεμο να εκτελέσει το σχέδιο, γιατί ξέρει καλά ότι αν προσπαθήσει ο ίδιος, η αποτυχία είναι σίγουρη. Στους ενδοιασμούς του νεαρού απαντά λέγοντας «Στα νιάτα μου εμένα εδούλευε το χέρι μου κι η γλώσσα μου καθόταν. Μα τώρα, που έφθασα στην ηλικία της πείρας, βλέπω σε όλα να είναι μπροστά τα λόγια, όχι τα έργα» [ορώ βροτοίς την γλώσσαν, ουχί τάργα, πάνθ’ ηγουμένην]. Και ποια λόγια; Όχι τα λόγια της πειθούς, αλλά ακόμη και τα λόγια του δόλου. «Τον Φιλοκτήτη σου λέω να πιάσεις με δόλο» λέει σε μια στιχομυθία με τον Νεοπτόλεμο. Κι όταν εκείνος ρωτάει γιατί όχι με πειθώ, ο Οδυσσέας απαντά «Γιατί δεν θα πεισθεί». Δεν υπάρχει καλύτερος μάστορας στην επιχειρηματολογία από τον Οδυσσέα (όπως τον είδαμε και στον «Αίαντα»). Αλλά εδώ ξέρει ότι ο λόγος, ο ορθός λόγος, δεν περνάει.
Ο Φιλοκτήτης δεν αντιμετωπίζεται με λόγια, γιατί δεν καταλαβαίνει από λόγια. Ο κόσμος του Φιλοκτήτη, όπως και ο κόσμος του Αίαντα, δεν είναι ο κόσμος του ορθού λόγου. Είναι ο κόσμος της δύναμης, ένας κόσμος που δεν έχει λογική. Ο νόμος του είναι το δίκαιο του ισχυρού. Ο Οδυσσέας ξέρει πως εδώ δεν χρειάζεται να μιλήσει. Ξέρει επίσης πως δεν μπορεί να καταφέρει τον αντίπαλο με τη δύναμη. Μένει μόνο ο δόλος, το όπλο του ανθρώπου ενάντια στον άλογο κόσμο της φύσης. Δεν θεωρεί ο Οδυσσέας ντροπή τις ψευτιές, αν αυτές φέρνουν σωτηρία. Και καταλήγει ανερυθρίαστα να πει «Όταν η πράξη φέρνει κέρδος, δεν πρέπει να διστάζεις» [όταν τι δρας ες κέρδος, ουκ οκνείν πρέπει].
Η γνώμη του Φιλοκτήτη για τον Οδυσσέα είναι, όπως εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό, η χειρότερη: «Ξέρω καλά ότι αυτός κάθε παλιανθρωπιά μπορεί να κάνει και να πει για να φτάσει τελικά στον άδικο σκοπό του» λέει ο Φιλοκτήτης, που, σύμφωνα με τους νόμους της φύσης θα περίμενε να είναι νεκρός ο Οδυσσέας, κι όμως εκπλήσσεται όταν ο Νεοπτόλεμος του ανακοινώνει ότι νεκρός είναι ο Αχιλλέας. Κι όταν συναντιούνται οι δύο ήρωες, τη στιγμή που ο Νεοπτόλεμος έχει «σπάσει» και ο Φιλοκτήτης έχει πλέον γίνει κοινωνός της αλήθειας, η ένταση είναι τρομακτική. Η αηδία του Φιλοκτήτη για τον Οδυσσέα είναι έκδηλη – εκφράζεται σ’ έναν παραληρηματικό μονόλογο, γεμάτο οργή και κατάρες. Ο Οδυσσέας απαντά μόνο με μία φράση: «Θα μπορούσα να πω πολλά, αν η στιγμή το επέτρεπε. Μα τώρα ένα λόγο έχω. Όποιον χρειάζονται οι καιροί, τέτοιος είμαι εγώ». Και εκείνη τη στιγμή, πάλι μεταχειριζόμενος δόλο, δηλώνει στον Φιλοκτήτη ότι τον εγκαταλείπει στο νησί. Εξάλλου, ακόμη κι αν δεν πετύχει το τέχνασμα, έχει στα χέρια του τα όπλα.
Τα τεχνάσματα και η εξυπνάδα, ωστόσο, δεν βρίσκουν πάντοτε το δρόμο προς την επιτυχία. Το μελετημένο σχέδιο του Οδυσσέα θα ανατραπεί από τη νεανική ορμή και τον αυθορμητισμό του Νεοπτόλεμου, που θα πάρει τα τόξα και θα τρέξει πίσω στο Φιλοκτήτη. Ο Οδυσσέας θα διστάσει να αντιμετωπίσει τον καινούριο αντίπαλο. Θ’ ακολουθήσει μια καταιγιστική στιχομυθία, στην οποία ο βασιλιάς των Κεφαλλήνων θα χρησιμοποιήσει πλέον άλλα μέσα, εκτός από το δόλο. Απέναντί του τώρα έχει έναν νέο άνθρωπο – θα βάλει μπροστά την πειθώ, θα προσπαθήσει να τον θέσει προ των ευθυνών του. Θα μεταχειριστεί ακόμη και την απειλή του ξίφους. Μάταια όμως. Τα τελευταία λόγια του Οδυσσέα προς τον Φιλοκτήτη είναι μια απειλή: «Θα σε στείλω στην πεδιάδα της Τροίας, είτε το θέλει είτε όχι ο γιος του Αχιλλέα». Έπειτα, ο Οδυσσέας εξαφανίζεται ξαφνικά, όταν τα φοβερά βέλη του Φιλοκτήτη τον σημαδεύουν. Το έργο τελειώνει και ο Οδυσσέας δεν έχει ξαναεμφανιστεί. Είναι μοιραίο ο Φιλοκτήτης να δεχθεί να επιστρέψει μόνο μετά από θεϊκή προτροπή.
Θα ‘λεγε κανείς πως ο Οδυσσέας του «Φιλοκτήτη» είναι ο πιο σκοτεινός και ραδιούργος Οδυσσέας που έχουμε συναντήσει – μα ίσως είναι πιο σωστό να πούμε πως απλώς εδώ βλέπουμε έναν άνθρωπο να ξεδιπλώνεται με τρόπο αντίστροφο απ’ ό,τι στον Αίαντα. Εκεί, είδαμε στην αρχή του έργου τον φοβισμένο Οδυσσέα. Τώρα, ο Οδυσσέας φεύγει σιωπηλός και φοβισμένος προς το τέλος, όταν έχει καταλάβει πως έχει χάσει το παιχνίδι. Είναι μια ηχηρή σιωπή. Στον «Αίαντα» ο Οδυσσέας δεν έχει κανένα σχέδιο από την αρχή – στο τέλος όμως γίνεται ο καθοριστικός παράγοντας των εξελίξεων. Στον «Φιλοκτήτη» έχει το πάνω χέρι σ’ όλη την εξέλιξη του μύθου, αλλά τον χάνει από τα χέρια του στο τέλος (αν και ο σκοπός του κατορθώνεται τελικά, έστω και με άλλο τρόπο).
Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε κανείς αφοριστικά να πει ότι ο Σοφοκλής δε συμπαθεί ιδιαίτερα τον Οδυσσέα – το αντίθετο μάλιστα. Ωστόσο, πριν δούμε τη μεταχείριση που επιφυλάσσει στο βασιλιά της Ιθάκης ο άλλος μεγάλος τραγικός, ο Ευριπίδης, ας κρατήσουμε ότι ο Σοφοκλής, μέγας ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, ξεδιπλώνει όλες τις πτυχές της προσωπικότητες του Οδυσσέα, τον αποκαλύπτει στα μάτια μας όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να τον βλέπουμε.

Ο Οδυσσέας στον Ευριπίδη

Ο τρίτος μεγάλος τραγικός, ο Ευριπίδης, όπως είπαμε, βάζει τον Οδυσσέα να πρωταγωνιστεί σε μία από τις τραγωδίες του («Εκάβη») και σε ένα σατυρικό δράμα («Κύκλωψ»). Ο Οδυσσέας πρωταγωνιστεί και στην τραγωδία «Ρήσος», που από άλλους αποδίδεται στον Ευριπίδη, ενώ άλλοι θεωρούν πως είναι μεταγενέστερο έργο.

«Εκάβη» του Ευριπίδη

Η «Εκάβη» χρονολογείται περίπου στο 425 π.Χ., λίγα χρόνια μετά το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η άλωση της Τροίας έχει ήδη συντελεστεί, και οι Έλληνες βρίσκονται, αποκλεισμένοι από τους ανέμους, στις απέναντι θρακικές ακτές. Ανάμεσα στις αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες είναι και η Εκάβη, η κάποτε πανίσχυρη γυναίκα του βασιλιά της Τροίας Πριάμου. Ο Ευριπίδης, στο δράμα του «Τρωάδες», που αναφέρεται στην αμέσως προηγούμενη χρονικά φάση του μύθου, το οριστικό τέλος της Τροίας και την αιχμαλωσία των γυναικών της, που φεύγουν αφήνοντας πίσω τους αποκαΐδια, έχει περιγράψει μια ενδιαφέρουσα για το θέμα μας σκηνή: Προς το τέλος του έργου, η Εκάβη μόλις μαθαίνει ότι κληρώθηκε να είναι σκλάβα του Οδυσσέα, οδηγείται στο καράβι του, βλέποντας την Τροία να καίγεται. Έχει χάσει τα παιδιά της, το βασίλειό της, τη δύναμή της. Η απόγνωσή της είναι τεράστια και επιτείνεται από το γεγονός ότι θα είναι σκλάβα του Οδυσσέα, εκείνου που με το τέχνασμα του Δούρειου Ίππου προκάλεσε αυτή την καταστροφή.
Η φριχτή μοίρα της Εκάβης δε σταματάει όμως εδώ. Στην «Εκάβη» θα χάσει άλλα δυο παιδιά: Ένα από τα νεκρά παιδιά της, ο Πολύδωρος, ανοίγει την τραγωδία – για να είμαστε ακριβείς, το φάντασμά του. Ο Πρίαμος είχε εμπιστευτεί τον θησαυρό του και το μικρό του γιο στο βασιλιά της Θράκης Πολυμήστορα. Ο τελευταίος αποφασίζει να κρατήσει το θησαυρό, να δολοφονήσει το παιδάκι και να πετάξει το πτώμα του στη θάλασσα. Εν τω μεταξύ, στο στρατόπεδο των Ελλήνων εμφανίζεται ένα άλλο φάντασμα, αυτό του Αχιλλέα, το οποίο ζητάει να θυσιάσουν στον τάφο του μία κόρη του Πριάμου. Ο Οδυσσέας τους πείθει ότι έτσι πρέπει να γίνει και πηγαίνει να πάρει τη μικρότερη κόρη του βασιλιά της Τροίας, την Πολυξένη. Σε μια σπαρακτική αντιπαράθεση, η Εκάβη δεν θα μπορέσει να τον μεταπείσει. Η Πολυξένη θα θυσιαστεί και η Εκάβη, μέσα στο θρήνο της για το χαμό της κόρης της, θα ανακαλύψει και το θάνατο του μικρού της γιου. H Εκάβη ζητά με πάθος από τον Αγαμέμνονα να μην την εμποδίσει να εκδικηθεί τον Πολυμήστορα, που έσφαξε το παιδί της για το χρυσάφι. Και το κάνει – όταν ο Πολυμήστορας έρχεται στο στρατόπεδο η Εκάβη τον παγιδεύει, δολοφονεί τα δύο αγαπημένα του παιδιά και τυφλώνει το βασιλιά της Θράκης, ο οποίος μάταια αναζητεί στήριγμα στους Αχαιούς. Το τέλος είναι φοβερό: ο Πολυμήστορας στο σπαραγμό του αναφέρεται στα δεινά των Ελλήνων που θα ακολουθήσουν, ενώ για την Εκάβη λέει πως θα μεταμορφωθεί σε σκύλα. Το έργο τελειώνει με ειρωνικό τρόπο: ο Αγαμέμνονας εύχεται «καλό ταξίδι» και λέει πως τελείωσαν τα βάσανα του πολέμου.
Ο Οδυσσέας στην «Εκάβη» συμμετέχει μόνο στη θυσία της Πολυξένης, ενώ δεν εμφανίζεται, εύλογα, στο φοβερό κομμάτι της εκδίκησης. Η πράξη την οποία υπερασπίζεται ο Οδυσσέας είναι μια πράξη εξίσου φοβερή με την εκδίκηση της Εκάβης, όμως ο γιος του Λαέρτη παρουσιάζει την ανθρωποθυσία ως εκπλήρωση μιας τιμητικής υποχρέωσης προς έναν νεκρό ήρωα, και εκδήλωση της ευσέβειας προς αυτόν. Από τη μία έχουμε έναν φόνο-θυσία, δικαιολογημένο σύμφωνα με το αξιακό σύστημα του Οδυσσέα, και από την άλλη έχουμε έναν φόνο-εκδίκηση, μια αυτοδικία με την ανοχή μιας «πολιτισμένης» εξουσίας, όπως του Αγαμέμνονα. Δύο φόνοι, δύο ταυτότητες.
Η παρουσία του Οδυσσέα είναι ένας «αγώνας λόγου» με την Εκάβη, για ένα εξωφρενικό για τον ορθό λόγο ζήτημα. Η Εκάβη διαπραγματεύεται τη σωτηρία του παιδιού της με επιχειρήματα και ο Οδυσσέας υπερασπίζεται κάτι παράλογο, επίσης με λογικά επιχειρήματα. Η Εκάβη επικαλείται το γεγονός ότι η ίδια, κάποτε, στο παλάτι της Τροίας, είχε χαρίσει τη ζωή στον Οδυσσέα όταν είχε μπει κατάσκοπος στο παλάτι και είχε προσπέσει ικετευτικά στα πόδια της για να του σώσει τη ζωή όταν αποκαλύφθηκε. Αν θέλουν να θυσιάσουν κάποια, ας θυσιάσουν την Ελένη, που και η αιτία της συμφοράς είναι, και πιο όμορφη είναι. Εξάλλου, είναι ανόσιο άντρες πολεμιστές να σφάζουν γυναίκες που προσπέφτουν ικέτιδες.
Ο Οδυσσέας προβάλλει το επιχείρημα ότι δεν μπορούν να μην εκτελέσουν την παραγγελία του νεκρού Αχιλλέα. Δεν είναι δυνατόν να μην τιμηθούν οι νεκροί πολεμιστές. Αναγνωρίζει ότι τον έσωσε η Εκάβη, και για τούτο υπέχει προσωπικά υποχρέωση προς εκείνη, γι’ αυτό και δεν αποδέχεται την ύστατη αντιπρόταση της Εκάβης να θυσιάσουν εκείνη αντί για την Πολυξένη. Ωστόσο, σταθμίζει την υποχρέωση προς το νεκρό ήρωα – υποχρέωση προς την πατρίδα, ως σημαντικότερη από την προσωπική του υποχρέωση απέναντι στην Εκάβη. Αυτό, άλλωστε, όπως υποστηρίζει, η τιμή δηλαδή προς τους ανδρείους νεκρούς, είναι που ξεχωρίζει τους Έλληνες, πολιτισμένους και νικητές, από τους βαρβάρους, απολίτιστος και ηττημένους.
Θυμάμαι τον καθηγητή μου Κώστα Γεωργουσόπουλο να μας λέει κατά τις πανεπιστημιακές του παραδόσεις ότι στην «Εκάβη» όλα τα πρόσωπα είναι θύματα της λογικής τους και ότι κάθε πρόσωπο συμβολίζει κι ένα σύστημα αξιών – η σύγκρουση αυτών των συστημάτων (τα οποία στη δομή τους φαντάζουν καθ’ όλα σωστά και άρτια) οδηγεί σε παραλογισμό: Η «Εκάβη» είναι ένας καθρέφτης του σύγχρονου κόσμου, όπου όλοι συμπεριφέρονται με τη δική τους λογική. Εδώ, ο Οδυσσέας δεν φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση, ούτε να φαντάζει τόσο «παράταιρος» σε σχέση με το πώς τον είδαμε στα έργα του Σοφοκλή. Αυτό δεν συμβαίνει γιατί ο Οδυσσέας άλλαξε ή αλλοτριώθηκε ή αφομοιώθηκε μέσα στο έργο του Ευριπίδη. Αυτό συμβαίνει γιατί ο κόσμος άλλαξε στον Ευριπίδη, σε σχέση με τον Σοφοκλή και τον Αισχύλο. Ο κόσμος άλλαξε, κι έμοιασε στον Οδυσσέα. Η βάρβαρη Εκάβη, ακόμα κι ο φονιάς και τυφλωμένος Πολυμήστορας, μέσα στον σπαραγμό τους, επιχειρηματολογούν. Λογικά σχήματα αντιπαρατίθενται – το αποτέλεσμα είναι παράλογο: ένα πτώμα μικρού παιδιού να πλέει στην αμμουδιά, ένα κορίτσι να σφαγιάζεται στο βωμό για να ικανοποιηθεί το φάντασμα του Αχιλλέα, δύο νεκρά αθώα παιδιά στη σκηνή του Πολυμήστορα, φόνοι ατιμώρητοι (αφού ο Αγαμέμνονας έχει δώσει την άδειά του), ένας Οδυσσέας που αντιπαραθέτει στην αχαριστία του απέναντι στην Εκάβη το κοινό καλό, τον πολιτισμό απέναντι στη βαρβαρότητα. Δεν σας θυμίζει τον δικό μας κόσμο;
Ο Ευριπίδης βέβαια είναι άνθρωπος του πάθους – δεν αφήνει το παράλογο να εκδηλωθεί μέσα από το λόγο. Ο ανθρώπινος παράγοντας, ιδίως τα πάθη των ανθρώπων, συχνά καθορίζουν και τα αξιακά τους συστήματα. Όταν η Εκάβη φωνάζει την Πολυξένη, με την ελπίδα ότι η νεαρή κοπέλα θα κατορθώσει να συγκινήσει τον Οδυσσέα, εκείνος δείχνει να φοβάται μήπως η κοπέλα προσπέσει ικέτις σ’ αυτόν και βάλει με τον τρόπο αυτό στο παιχνίδι των αξιακών συστημάτων και τους θεούς κόντρα στη μνήμη των ηρώων. Η νεαρή Πολυξένη τους εκπλήσσει όλους: Όχι. Δεν θα προσπέσει ικετευτικά στον Οδυσσέα. Δέχεται να πεθάνει. Θεωρεί ότι η ζωή της έχει πια τελειώσει, και ο θάνατος είναι μεγαλύτερη ευτυχία από τη ζωή. Κι όταν την τραβούν από τη μια η μάνα της και από την άλλη ο Οδυσσέας, εκείνη με αξιοπρέπεια αποχαιρετά τη μητέρα της και πηγαίνει μόνη προς τη θυσία.
Ο Οδυσσέας, λοιπόν, κατάφερε να φτιάξει τον κόσμο στα μέτρα του. Έναν κόσμο παράλογο, στον οποίο εκείνος κατορθώνει να επιβιώνει. Πριν καταλήξουμε σε οριστικό συμπέρασμα, ας ρίξουμε μια ματιά και στα άλλα δύο έργα, στα οποία αναφερθήκαμε στην αρχή.

«Ρήσος» του Ευριπίδη

Ο «Ρήσος» είναι μια τραγωδία που από πολλούς μελετητές αποδίδεται στον Ευριπίδη – είναι όμως ισχυρά τα επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι είναι μεταγενέστερο έργο, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να έχουμε τελικά ένα ακέραιο δράμα ενός τέταρτου τραγικού ποιητή. Όποιος κι αν είναι τελικά ο συγγραφέας, ο Οδυσσέας και εδώ κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Το έργο διαδραματίζεται και πάλι στην Τροία – και εδώ ο Οδυσσέας είναι ένας ταλαντούχος δολοφόνος. Στο στρατόπεδο των Τρώων ο Έκτορας ετοιμάζει επίθεση στους Έλληνες, που θεωρεί ότι υποχωρούν. Έρχεται και ο Ρήσος, με τους Θράκες του και τα περίφημα άλογά του, με σχέδια συμμαχίας με τους Τρώες και απώτερο σκοπό την κατάκτηση όλης της Ελλάδας. Όμως και οι Έλληνες έχουν άλλα σχέδια. Ο Οδυσσέας και ο Διομήδης έρχονται νύχτα να σκοτώσουν τον Έκτορα. Ο Διομήδης θέλει μια εντυπωσιακή ενέργεια, ο Οδυσσέας συνιστά προσοχή, και του ζητά να γυρίσουν πίσω. Η Αθηνά, πάντα συμπαραστάτης του Οδυσσέα, τους προτρέπει να σκοτώσουν τον Ρήσο και να κλέψουν τα λευκά του άλογα – σώζει μάλιστα και τους δυο άντρες. Ο φόνος του Ρήσου αποκαλύπτεται και οι φρουροί κυνηγούν τον Οδυσσέα, εκείνος όμως τους ξεγελάει, αφού είχε φροντίσει να μάθει τα συνθηματικά τους, και τους στέλνει σε λάθος κατεύθυνση. Ο Οδυσσέας εξαφανίζεται. Μετά από πολλές αλληλοκατηγορίες μεταξύ Έκτορα, φρουρών και ηνιόχου του Ρήσου, τελικά η μητέρα του τελευταίου, μια από τις Μούσες, επιβεβαιώνει ότι φονιάς ήταν ο Οδυσσέας, με τη βοήθεια της Αθηνάς, και ότι ο Ρήσος δεν θα πάει ως νεκρός στον Άδη, αλλά θα παραμείνει στις σπηλιές της πατρίδας του ως «ανθρωποδαίμων».
Ένας ευφυής φονιάς, που προσέχει τα βήματά του κι έχει την εύνοια των θεών, αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του Οδυσσέα που αποκαλύπτει (ή απλώς επιβεβαιώνει) ο «Ρήσος».

«Κύκλωψ» του Ευριπίδη

Ο «Κύκλωψ» είναι το μοναδικό σατυρικό δράμα που μας σώζεται ακέραιο, και το μοναδικό από τα έργα που εξετάζουμε που αναφέρεται στις γνωστές μας από την «Οδύσσεια» περιπέτειες του Οδυσσέα. Ο Διόνυσος, κεντρικό πρόσωπο των σατυρικών δραμάτων, που συνόδευαν τις τριλογίες των τραγωδιών στους δραματικούς αγώνες της αρχαίας Αθήνας, δεν εμφανίζεται στο έργο. Τον αναζητούν ο καμπούρης άσχημος γέρος Σιληνός και οι σάτυροι (ο τραγόμορφος χορός του σατυρικού δράματος), γιατί, όπως μαθαίνουμε, ο Διόνυσος έχει απαχθεί από πειρατές. Φτάνουν στη Σικελία, όπου τους πιάνει αιχμάλωτους ο Κύκλωπας και τους βάζει να τον υπηρετούν. Κάποια στιγμή φθάνει και ο Οδυσσέας στο νησί και ζητά τρόφιμα από τους σατύρους, προσφέροντάς τους ως αντάλλαγμα κρασί, που δεν υπάρχει στο νησί του Κύκλωπα. Κάποια στιγμή ο Κύκλωπας μαθαίνει τα καθέκαστα και εξοργίζεται. Ο Οδυσσέας ρίχνει την ευθύνη στους σατύρους, που του πούλησαν ξένα πράγματα, και ο Σιληνός αρνείται τις κατηγορίες. Μέσα από απίστευτα αστείους διαλόγους, ο Οδυσσέας προσπαθεί να σώσει το τομάρι του, επικαλούμενος για μία ακόμη φορά το αξιακό του σύστημα. Επικαλείται ότι οι Έλληνες πολέμησαν στην Τροία για να υπερασπιστούν τους θεούς, μεταξύ των οποίων και τον Ποσειδώνα, και επιπλέον επικαλείται τη φιλοξενία, και άλλα ελληνικά έθιμα. Ο Κύκλωπας δεν συμμερίζεται τις πολιτιστικές αξίες του Οδυσσέα, και αποφασίζει να γευματίσει με μενού το βασιλιά της Ιθάκης και τους συντρόφους του. Η σχετική περιγραφή του Οδυσσέα γίνεται με πολύ κωμικό τρόπο. Εξίσου κωμική, με πολλή αθυροστομία και υπονοούμενα, είναι η συνέχεια – η γνωστή μας ιστορία: η τύφλωση του Κύκλωπα ουσιαστικά είναι ένα πανηγύρι των σατύρων που τελειώνει με την απελευθέρωσή τους και τη φυγή τους μαζί με τον Οδυσσέα.

Οδυσσέας: ο σύγχρονος άνθρωπος

Αυτή η κωμική αντιπαράθεση μεταξύ Κύκλωπα και Οδυσσέα, που βλέπουμε στον «Κύκλωπα» είναι η σατυρική προβολή της αντιπαράθεσης δύο κόσμων, που είδαμε να συμβαίνει στις δυο «καθαρόαιμες» τραγωδίες, αυτές του Σοφοκλή. Στην τρίτη, στην «Εκάβη», ο ένας από τους δύο κόσμους βρισκόταν ήδη σε τακτική υποχώρηση, είχε χαθεί μαζί με τ’ αποκαΐδια της Τροίας. Ο Οδυσσέας είναι ο εκπρόσωπος μιας καινούριας πραγματικότητας, είναι ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί το μυαλό του για να επιτύχει το σκοπό του. Αυτός ο σκοπός δεν είναι πάντα υποδειγματικός. Και τα μέσα που χρησιμοποιεί δεν είναι επίσης πάντα θεμιτά. Αν ο Κύκλωπας, ο Αίας, ο Φιλοκτήτης, η γκρεμισμένη Τροία είναι ΕΝΑ πράγμα, ο Οδυσσέας είναι ΠΟΛΛΑ πράγματα – είναι ένα κράμα στοιχείων αντίρροπων μεταξύ τους. Είναι ένας άνθρωπος ευφυής και ταυτόχρονα πανούργος, ένας άνθρωπος ευσεβής μέχρι ασεβείας, ένας ορθολογιστής μέχρι παραλογισμού, ένας άνθρωπος που δε διστάζει μπροστά σε τίποτα και ταυτόχρονα φοβάται, επιφυλάσσεται, κρατάει «καβάντζες». Ένας άνθρωπος που ελίσσεται, που προσαρμόζει την πραγματικότητα στις επιδιώξεις του, που δημιουργεί την πραγματικότητα με βάση ένα σύστημα αξιών ευμετάβλητο. Ο Οδυσσέας είναι ο σύγχρονος άνθρωπος, ο άνθρωπος που ξέρει ότι πρέπει να επιβιώσει, ότι πρέπει να επιτύχει τους στόχους του, που δεν αγωνίζεται με βάση τα ιδανικά του, αλλά προσαρμόζει τα ιδανικά του στους αγώνες του. Ένας άνθρωπος με τεράστια δύναμη και φοβερές αδυναμίες. Ένας σύγχρονος άνθρωπος μέσα στην αρχαία τραγωδία.
Και εδώ εύλογα γεννιέται το ερώτημα: Είναι τραγικός ήρωας ο Οδυσσέας; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά: ΟΧΙ. Ο Οδυσσέας δεν είναι Προμηθέας. Ο Οδυσσέας δεν είναι Αίαντας, ούτε Φιλοκτήτης, ούτε Αντιγόνη. Ο Οδυσσέας δεν μπορεί να είναι τραγικός ήρωας. Είναι το πρότυπο της ελεύθερης βούλησης, αλλά δεν μπορεί να είναι τραγικός. Δεν έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με το υπερφυσικό, όπως οι τραγικοί ήρωες. Αντίθετα, φροντίζει ώστε άλλοι να συγκρουστούν με τις εξώκοσμες δυνάμεις, είτε να μη συγκρουστεί κανένας.
Ένας άνθρωπος ενός καινούριου κόσμου δεν μπορεί να είναι τραγικός. Το νόημα του τραγικού ήρωα ταυτίζεται με τον κόσμο που είναι ένα λείο, άθραυστο γυαλί. Μια άλογη ισορροπία που διαιωνίζεται νομοτελειακά. Ο Οδυσσέας είναι ο πρώτος ήρωας που σπάει αυτό το άθραυστο γυαλί – ο κόσμος μοιάζει ακόμη ολόκληρος, αλλά έχει σπάσει σε χιλιάδες κομμάτια. Ο Αίαντας και ο Φιλοκτήτης καθρεφτίζονταν στον κόσμο πριν να σπάσει σε χιλιάδες κομμάτια. Τώρα, δεν μπορούν πια ν’ αντικρίσουν τον εαυτό τους. Αντίθετα, ο Οδυσσέας δεν έχει πια πού να κοιταχτεί – αυτό που βλέπει είναι το είδωλό του κατακερματισμένο. Γι’ αυτό δε φοβάται ν’ αλλάξει κάτι στον εαυτό του ή στον κόσμο. Ό,τι κι αν αλλάξει, σε κάποιο κομμάτι αυτού του καθρέφτη, κάτι θα βρει ν’ αναγνωρίσει δικό του.
Σπάζοντας τον καθρέφτη του κόσμου με εργαλείο τον νου του, ο Οδυσσέας στερεί τον εαυτό του από την ιδιότητα του τραγικού ήρωα. Και στερεί και τον σύγχρονο κόσμο από την τραγωδία. Η κλασσική Αθήνα δεν είναι η εποχή του Αίαντα και του Φιλοκτήτη. Είναι η εποχή που εγκαινιάζει ο Οδυσσέας. Ο κόσμος του Ευριπίδη, της «Εκάβης», είναι αυτή, η καινούρια εποχή, είναι ο κόσμος όπου ζούμε μέχρι σήμερα. Ας αναλογιστούμε πόσα ανόσια πράγματα μπορούν να εξηγηθούν σήμερα με λογικό τρόπο. Ο κόσμος του Οδυσσέα δεν είναι καλύτερος ή πιο πολιτισμένος από τον κόσμο του Αίαντα. Απλά ο Οδυσσέας έχει δώσει στον άνθρωπο τα εφόδια για να επιζήσει σ’ έναν καινούριο κόσμο. Οι άλλοι, απλώς δεν επέζησαν. Οι τραγικοί ήρωες έχουν δύο επιλογές: να αφανιστούν, όπως ο Αίας ή η Αντιγόνη, ή να πάψουν να είναι τραγικοί, να συμβιβαστούν, όπως ο Φιλοκτήτης: να μεταμορφωθούν, τελικά, σε Οδυσσέα.
Δεν είμαι σε θέση να σας πω ότι ο Οδυσσέας μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για τον σύγχρονο άνθρωπο. Κι αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι ο Οδυσσέας είναι ο σύγχρονος άνθρωπος, αυτός που είναι, όχι αυτός που πρέπει ή θα θέλαμε να είναι. Η τραγωδία δεν παρέχει αρετολογικά πρότυπα συμπεριφοράς. Ο Οδυσσέας μπορεί να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, μόνο αν παρατηρώντας τον αναγνωρίσουμε κάτι από τον εαυτό μας: τις αρετές μας και τις αδυναμίες μας, τη φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά μας. Όλα αυτά είμαστε εμείς. Κι ο κόσμος μας είναι εξίσου ορθολογισμένα παράλογος. Ίσως να μην έχουμε την δύναμη να τον αλλάξουμε – ούτε και ο Οδυσσέας την είχε, σίγουρα όμως έχουμε τη δύναμη, κοιτάζοντας στον σπασμένο καθρέφτη του κόσμου, ν’ ανακαλύψουμε εκείνο το κομματάκι, ίσως μικρό κι ασήμαντο, που μπορεί να μας οδηγήσει σε μια κάποια ισορροπία.
Όλα τα μεγάλα έργα είναι μεγάλα γιατί μπορούν να μας πουν απλά πράγματα για πολύ μεγάλα ζητήματα. Οι αρχαίοι τραγικοί μίλησαν για τις μεγαλύτερες αλήθειες της ανθρώπινης φύσης σ’ έναν κόσμο που, μέσα σ’ έναν αιώνα έζησε μια χρυσή εποχή και τον παραλογισμό ενός τρομακτικού πολέμου. Ας μη φοβούμαστε τα αρχαία κείμενα – ας τα προσεγγίζουμε με ανοιχτή καρδιά, και χωρίς φόβο. Όχι με την ψευδαίσθηση της αποκάλυψης της αλήθειας, αλλά με τη χαρά ότι, ξεκλειδώνοντας τα κείμενα αυτά, έστω κι ένα μικρό κομματάκι από τον σπασμένο καθρέφτη του κόσμου γίνεται δικό μας. Ας προσεγγίζουμε τα κείμενα με πάθος και με συναίσθημα, γιατί δεν υπάρχει ωραιότερο συναίσθημα απ’ αυτό που περιγράφει ο Παλαμάς, και που προσιδιάζει στην αισθητική εμπειρία της αρχαίας τραγωδίας: Σκαρφαλώνεις, σκαρφαλώνεις, κι εκεί που νομίζεις ότι έφτασες στην κορυφή, με τα πνευμόνια σου γεμάτα οξυγόνο, συνειδητοποιείς ότι βρίσκεσαι «σαν πρώτα, κάτω απ’ όλα τ’ άστρα».

Το κείμενο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην επετηρίδα "Οδύσσεια Κεφαλλονιάς και Ιθάκης" - είναι επεξεργασμένη μορφή παλαιότερης ομιλίας σε εκδήλωση που είχε διοργανωθεί στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη από τον Σύλλογο "Αινήσιος Ζευς".




Ηλίας Α. Τουμασάτος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Ἃλς η Ομηρική, Θάλασσα η Ελληνική