Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]




Τα τραγούδια είναι σύντροφοί μας – ιδίως όταν είμαστε μόνοι. Μιλούν βαθιά μέσα μας, και με τον τρόπο μας ίσως να  τους μιλάμε κι εμείς. Τα τραγούδια μας κρατούν όρθιους και εμείς τα κρατάμε για πάντα στην ψυχή μας, τα κάνουμε δικά μας, καμιά φορά πιστεύουμε πως έχουν γραφτεί για μας.

 Σκέφτηκα αυτές τις δικές μου κουβέντες με τα τραγούδια να τις καταγράφω σιγά σιγά. Όχι με όλα τα τραγούδια. Μ’ εκείνα μονάχα που κατά καιρούς μ’ αγγίζουν βαθιά. Αυτός ο σιωπηλός (από τη μεριά μου) διάλογος, ελπίζω να κρατήσει κάτι (που στιγμιαία ξεπηδά και στιγμιαία χάνεται) από μια βαθιά δύναμη που κρύβει η μουσική.

Το τραγούδι «Η Καρδιά πονάει όταν ψηλώνει» γράφτηκε από τον Θέμη Καραμουρατίδη (μουσική), τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο (στίχοι) και ερμηνεύθηκε από τη Νατάσσα Μποφίλιου στον δίσκο «Οι μέρες του φωτός» που κυκλοφόρησε από τη δισκογραφική εταιρεία Sony Music, στην Ελλάδα, το 2012).
Για τον (συμπατριώτη) Γεράσιμο Ευαγγελάτο επιφυλάσσομαι να γράψω ένα πιο αναλυτικό (και πιο «φιλολογικό», με την καλή έννοια) κείμενο, καθώς νιώθω διαβάζοντας τους στίχους και τα κείμενά του, ότι είναι ένας ισχυρός επόμενος κρίκος σε μια μεγάλη αλυσίδα αληθινών ποιητών που έλκουν «κάτι» από το Ιόνιο ως πολιτισμικό χώρο… Αλλά τώρα, θα περιοριστώ στο  να κουβεντιάσω με το τραγούδι…



ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ:«Από μικροί μαθαίνουμε να χάνουμε. η απώλεια θα μπορούσε να 'ναι κούνια μας. «Δεν μπορείς να τα ΄χεις όλα», πρώτη φράση που μαθαίνουμε»…


Ο ΑΚΡΟΑΤΗΣ: Είσαι μικρός, κι ο κόσμος είναι ολόκληρος δικός σου. Ό,τι βλέπεις θαρρείς πως σου ανήκει, ό,τι είναι στο οπτικό σου πεδίο, κι ύστερα ακόμα πιο πέρα, όταν μαθαίνεις ότι υπάρχει κάτι πιο πέρα από τον ορίζοντα σκέφτεσαι πως ναι, κι εκείνα πρέπει να είναι όλα δικά σου, και τ’ αστέρια που κοιτάς εκεί ψηλά. Και ξαφνικά έρχεται η ακύρωση της πρώτης βεβαιότητας… Δεν σου ανήκουν όλα. Η αποκλειστικότητα της ιδιοκτησίας, της αγκαλιάς, της αγάπης, δεν υπάρχουν… Ένα ποσοστό θα έχεις, κι όταν έρθει το επόμενο αδελφάκι αυτό το ποσοστό θα είναι ακόμα πιο μικρό… Μοιάζει η ζωή σαν να μπαίνεις σ’ ένα τεράστιο παιχνιδάδικο κι εσύ να μπορείς να πάρεις μόνο ένα παιχνίδι. Όχι. Δεν μπορείς να τά’χεις όλα. Μα ακόμη κι αν τα είχες, δεν θα σ’ έτρωγε το αίμα σου αν υπάρχουν κι άλλα;

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: «Από μικροί πρέπει να μοιραζόμαστε τα γλυκά και τα παιχνίδια με τ' αδέρφια μας. «Μάθε πλέον να μοιράζεσαι» - κι έτσι δίνουμε ό,τι παίρνουμε.


Ο ΑΚΡΟΑΤΗΣ: Καβγάδες, καβγάδες, καβγάδες, ποιο είναι το δικό σου, ποιο είναι το δικό μου. Κι όταν υποχωρείς και χάνεις, ή το παίζεις ανώτερος δίνοντας τόπο στο πείσμα σου, στρίβεις σε μια γωνιά και κλαις. Γιατί όταν είσαι μικρός δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο σημαντικό πράγμα είναι η μοιρασιά. Το μαθαίνεις αυτό, ναι.  Το «εκείνο» σου δεν ξέρει, δεν θέλει να μοιράζεται. Κι ύστερα ναι, μετά από τα πρώτα δάκρυα, το συνοφρυωμένο σου κούτελο αρχίζει να ισιώνει ξανά. Δεν ήταν και τόσο μεγάλο πράγμα που έπαιξε κι ο αδελφούλης με το πλέιμομπιλ που σού ‘φερε η νονά σου. Δεν πειράζει που οι γονείς σου αγκαλιάζουν κι άλλα παιδάκια. Όσο πιο νωρίς καταλάβεις ότι η αγάπη δεν μοιράζεται, γιατί η αγάπη δεν μετριέται, τόσο λιγότερο θα κλάψεις.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: Και τα χρόνια περνάνε, και ό,τι τρώμε κερνάμε… Δίνουμε ό,τι αποκτάμε, ώσπου κάτι τελειώνει...

Ο ΑΚΡΟΑΤΗΣ: Και να που είναι γκρίζα πια τα μαλλιά σου – κι όλο νομίζεις ότι όλα σου τα χρόνια έδινες περισσότερα απ’ όσα έπαιρνες. Στο κράτος, στους γονείς σου, στη δουλειά σου, στους δασκάλους σου, στα παιδιά σου. Έδινες πολλά κι έπαιρνες λίγα. Αν όχι λίγα, πάντως λιγότερα. Και δεν το νομίζεις μόνο εσύ. Το νομίζουν όλοι. Κι ο άλλος νομίζει ότι σου έδινε πιο πολλά απ’ όσα πήρε από σένα. Όλοι αισθάνονται πως έχουν ξοδευτεί, μα πού πήγαν άραγε όλα αυτά τα έξοδα; Όλοι προχωράνε πιστεύοντας ότι οι τσέπες της καρδιάς είναι άδειες, επειδή απλά κάποια στιγμή σε απόγνωση έβαλαν μέσα το χέρι, ψαχούλεψαν και δεν βρήκαν τίποτα. Προφανώς, κάπου, κάπως, κάποτε, «τα έδωσαν όλα». Ποια ήταν όμως αυτά τα «όλα;». Και πόσα ήταν αυτά τα «όλα»; «Ό,τι τρώμε, κερνάμε»… Απ’ όσα γεύτηκες, απ’ όσα ένιωσες, απ’ αυτά, απ’ τη δικιά σου περιουσία, μπόρεσες κι έδωσες. Και τ’ άλλα; Τι ήταν αυτό που τέλειωσε, αυτό που σ’ έκανε να ψάξεις στην άδεια τσέπη; Τέλειωσε στ’ αλήθεια, ή μήπως δεν ήτανε ποτέ του εκεί;

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: Και οι άνθρωποι φεύγουν, και εμείς δεν αντιδράμε… Μάθαμε να ξεχνάμε και να μένουμε μόνοι…

Ο ΑΚΡΟΑΤΗΣ: Θυμάστε όλους τους συμμαθητές σας; Θυμάστε τους ανθρώπους που δουλέψατε μαζί τους; Εκείνους που περάσατε λίγες μέρες στο διπλανό κρεβάτι του νοσοκομείου, που παίξατε μαζί τους στην παιδική χαρά, τους παλιούς σας γείτονες, τις γιαγιάδες της γειτονιάς που σιγά σιγά αποχωρούν από το σκηνικό της καθημερινότητάς μας; Καμιά φορά έρχονται στον ύπνο μου – και μου φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό ότι είναι εδώ, ας μην είμαι πια στο δημοτικό, ας μην είμαι πια άρρωστος, ας μην είμαι πια φοιτητής. Στα όνειρα οι άνθρωποι έρχονται σε απρόβλεπτες τοποθεσίες, μας συναντούν σε απροσδόκητες στιγμές και είναι τόσο υπέροχο που εμείς πιάνουμε την κουβέντα μαζί τους σαν να μην έχει περάσει μια μέρα από τότε που χωριστήκαμε, κι ας ξεχάσαμε το όνομά τους… Κι ας είμαστε μόνοι, ολομόναχοι, ναι, το μάθαμε κι αυτό. Από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής μας, πριν εκείνο το μεγάλο σοκ της έλευσης στον τεράστιο, φωτεινό κόσμο που θέλουμε να κάνουμε δικό μας. Μόνος άλλοτε σημαίνει ελευθερία κι άλλοτε ερημιά. Άλλοτε στόχος κι άλλοτε κατάντια. Κι εκείνο το «μαζί» το μάθαμε μόλις πρωτομοιραστήκαμε. Μόλις το σύμπαν χωρίστηκε στο δικό μας και των άλλων. Μόλις καταλάβαμε ότι οι άλλοι είναι ένα κομμάτι μας. Κι ότι, έστω μαθημένοι μόνοι, είμαστε μισοί.
 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: Μα η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει.  Να το θυμάσαι μικρή μου καρδιά: η καρδιά πονάει πάντα όταν ψηλώνει. Πάντα.

Ο ΑΚΡΟΑΤΗΣ: Πάντα… Αυτό το πάντα αντηχεί συνέχεια μέσα στη μικρή μας καρδιά, χτυπάει από δω κι από κει στα τοιχώματά της, κυκλοφορεί σ’ όλο μας το σώμα, σ’ όλο μας το μικρό σύμπαν, έτσι,  όπως ψηλώνει η καρδιά. Ψηλώνει μαζί μας; Ψηλώνει και βρίσκεται πάνω από μας; Πονάμε και τις δυο φορές; Μέσα μας νιώθουμε την αλλαγή.  Βλέπουμε πως το «πάνω» έχει ανήφορο, αγκομαχητό. Και καμιά φορά το φοβόμαστε, το τρέμουμε πολύ. Και θέλουμε να την ακολουθήσουμε την καρδιά μ’ όλη μας τη δύναμη. Όλο μας το σώμα,  όλες μας οι αισθήσεις θέλουν ν’ ανέβουν πιο ψηλά. Κι εκεί κοπιάζεις και πονάς. Και το απ’ έξω καμιά φορά δε θέλει να ψηλώσεις και σε πονάει κι αυτό. Διπλός ο πόνος. Μα κι όταν η καρδιά ψηλώνει κι εσύ αρνείσαι ν’ ακολουθήσεις, και την βλέπεις να πετάει από πάνω σου, πάλι πονάς. Πάντα. Το λέει και το τραγούδι. Εσύ τότε φαίνεσαι πολύ μικρότερος από τη μικρή σου καρδιά, εκείνη που πάντα θέλει να πετάξει πιο ψηλά κι απ’ το μυαλό κι  απ’ το σώμα σου. Και πονάς που δεν μπορείς να την πιάσεις. Και πονάει κι εκείνη, που δεν μπορεί να σε τραβήξει μαζί της. Κι εσύ την κοιτάζεις από εκεί κάτω να ψηλώνει, και νιώθεις μικρός, κι όσο πιο ψηλά ανεβαίνει εκείνη, τόσο απομακρύνεται από σένα, τόσο πείθεσαι πως πάει πια, δεν μπορεί να είναι δικιά σου εκεί ψηλά που έχει φτάσει. Την έχασες.  Κι εκείνη σε κοιτάζει από κει πάνω, και γίνεσαι μέσα της λίγο πιο μικρός, και πείθεται κι εκείνη πως δεν σου ανήκει. Ανήκει μονάχα στο ταξίδι. Και καταλαβαίνει πως τελικά ίσως, ψηλώνοντας, πονάει κι απ’ τη δικιά της φύση. Πονάει, επειδή έχει φτερά η καρδιά. Πάντα.




Σχόλια

  1. Πολύ ωραία ανάλυση. Θα πρόσθετα γενικότερα, ότι η καρδιά πονάει όσο μεγαλώνει ο κόσμος που κλείνει μέσα της, με τον οποίο είσαι διατεθειμένος να μοιραστείς όσα έχεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα