Παντελής Μπουκάλας "Το αίμα της αγάπης"





Παντελής Μπουκάλας
Το αίμα της αγάπης: Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση
[Πιάνω γραφή να γράψω… Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι – 2]
Αθήνα: Άγρα, 2017, σελ. 823

Ο κόσμος της δημοτικής ποίησης είναι λόγος βγαλμένος από το εξώλογο του προ-αστικού κόσμου. Μακριά από τα φώτα της πόλης, είναι κόσμος σκοτεινός και άγριος. Μακριά από τους συλλογισμούς που περιέγραψε στους αιώνες η επιστήμη της Φιλοσοφίας και διέδωσε σε πολλά κοινωνικά στρώματα η απλοχεριά του Διαφωτισμού.
Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τα φαινόμενα, αλλά η εξήγησή τους απέχει παρασάγγας από τις λογικές διεργασίες που θα επέβαλε η επιστήμη. Δεν τη χρειάζεται την επιστήμη, όταν οι δυνάμεις του καλού και του κακού, ο Θεός, ο διάβολος, η άγρια και ανελέητη φύση, τα στοιχειά και τα φαντάσματα, είναι αρκετά για να δομήσουν ένα σύμπαν όπου ο θάνατος και το αίμα βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Το αίμα που κυλάει είναι οικείο από την παιδική ηλικία του ανθρώπου όσο είναι και το νερό: Το μικρό παιδί βλέπει τα ζώα να σφαγιάζονται, τα γόνατά του να ματώνουν στους κακοτράχαλους δρόμους, τους ανθρώπους να σφαγιάζονται στους πολέμους, αλλά και όταν οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων λύνονται με αυτοδικία, δηλαδή πάλι με αίμα.

Δεν είναι εύκολο ούτε ανώδυνο ένα ταξίδι σ’ αυτό τον αιμάτινο κόσμο, ούτε για τον συγγραφέα, ούτε για τον αναγνώστη. Ο ανιχνευτικός πλους του συγγραφέα στη θάλασσα του αίματος είναι ίσως περισσότερο τρομακτικός από το αντίστοιχο ταξίδι του αναγνώστη. Ο πρώτος έχει ν’ αναμετρηθεί με την τεράστια καταγεγραμμένη ύλη σε εκατοντάδες συλλογές και δημοσιεύσεις, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι λόγω της προφορικότητας του δημοτικού τραγουδιού ένα μέρος της ύλης του έχει οριστικά χαθεί. Ταυτόχρονα, πρέπει να βουτήξει στο αίμα έχοντας τη συναίσθηση αυτής της προφορικότητας και της ρευστότητας των τυπωμένων λέξεων, που μεταβιβάζονται από στόμα σε στόμα, με «ποικίλματα» που υπαγορεύουν από τη μια το πέρασμα του χρόνου κι από την άλλη οι ιδιαιτερότητες των «αστερισμών» του ελληνόφωνου γαλαξία. Και από την άλλη, να έχει τόσο οξεία ματιά για να μπορέσει να διακρίνει τις αποχρώσεις του κόκκινου που κουβαλούν στους αιώνες το σπόρο της «λόγιας» ποίησης, που ξεκινά από την αρχαιότητα, διαπερνά τη Ρώμη και το Βυζάντιο, και καταλήγει μεταμορφωμένο στα χείλη των απλών ανθρώπων.

Από την άλλη, ο δεύτερος των «συμβαλλομένων», ο αναγνώστης, θα ανακαλύψει σ’ αυτούς τους αιμάτινους στίχους κάτι που ενδεχομένως θα τον τρομάξει: Τα κομμάτια του εαυτού του που κρύβονται πίσω από τη λεπτή επιδερμίδα του αστικού πολιτισμού. Μύχιες σκέψεις του δικού του άγριου κόσμου. Μια οικειότητα με το φοβερό και το ανοίκειο. Ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι περιέχει αυτόν τον κόσμο, και με τη σειρά του, αυτός ο φοβερός κόσμος περιέχει και τον ίδιο, ή τουλάχιστον ένα «αφτιασίδωτο» μέρος του.

Ο Παντελής Μπουκάλας, με Το Αίμα της αγάπης: Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση, επιχειρεί ένα δεύτερο βήμα στον αιμάτινο κόσμο της δημοτικής ποίησης. Το πρώτο (Όταν το ρήμα γίνεται όνομα – Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών) είναι απλώς η αφετηρία μιας γιγάντιας συγγραφικής και εκδοτικής προσπάθειας. Ο ίδιος προαναγγέλλει δεκαπέντε ακόμη τόμους, περιπλανήσεις σε γωνιές αυτού του τεράστιου μη συμβατικού κόσμου της δημοτικής ποίησης. Κι είναι σημαντικό ότι αυτή την υπέροχη βουτιά την επιχειρεί ένας άνθρωπος που έχει μοιραστεί μαζί μας και τον δικό του ποιητικό λόγο, ήδη από τα 23 του χρόνια (Αλγόρυθμος, Άγρα, 1980). Θέλει κι αυτό την υπέρβασή του, να υπερβείς το ποιητικό σου «εγώ» για να αναδείξεις τον ανώνυμο ποιητή του οποίου το DNA κουβαλάς.

Ίσως όμως κι αυτό να είναι το δρεπάνι που θα βοηθήσει να ανοίξεις δρόμο στα σκοτεινά μονοπάτια. Και μαζί μ’ αυτό ο Παντελής Μπουκάλας κουβαλάει και το «φανάρι» της μεταφραστικής του εμπειρίας, που ακροβατεί στο νήμα της ποιητικής γλώσσας από τον Αισχύλο ( Αγαμέμνονας, ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου 2005), τα αρχαία επιγράμματα, τον Αριστοφάνη και το σατυρικό δράμα Κύκλωψ του Ευριπίδη, ως τον Βίωνα τον Σμυρναίο και την Παλατινή Ανθολογία). Μπαίνει λοιπόν σ’ αυτόν τον πόλεμο πλήρως εξοπλισμένος.

Και το έργο είναι επίπονο, αλλά το αποτέλεσμά του είναι απολαυστικό. Η ύλη του έργου είναι οργανωμένη σε τέσσερις ενότητες («Ο εμπόλεμος έρωτας», «Ο έρωτας σαν εκούσια σφαγή», «Το σφαγείο του έρωτα», «Το όνομα, το αίτημα, το αίμα»). Προηγείται, ορθώς, ο Βιβλιογραφικός Οδηγός, που περιλαμβάνει πλήθος συλλογών και ανθολογιών δημοτικών τραγουδιών απ’ όλες τις γωνιές του ελληνικού κόσμου. Η ίδια η έκταση του βιβλιογραφικού καταλόγου μαρτυρεί τον μόχθο του συγγραφέα, που επιχειρεί να προχωρήσει ένα βήμα μακρύτερα από την ανθολόγηση και διάσωση των δημοτικών τραγουδιών: Να αξιοποιήσει το σωζόμενο σύνολο αυτού του άπειρου υλικού για τη σύνθεση εκτεταμένων δοκιμίων, που ταξιδεύουν συγχρονικά και διαχρονικά τον αναγνώστη σ’ όλο το φάσμα αυτού του γαλαξία. Κι όλα αυτά, χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην επιστημονικότητα και την τεκμηρίωση του υλικού του, όπως μαρτυρούν οι τριακόσιες σελίδες αναλυτικών σημειώσεων και το πολυσέλιδο ευρετήριο της έκδοσης.

Το επίπονο, όπως και η αγάπη, έργο (άρα έργο αγάπης), συνίσταται στην προσπάθεια του συγγραφέα να ταξιδέψει σ’ αυτή την απέραντη ύλη, όχι ως καταγραφέας της, αλλά προσπαθώντας να διασώσει, σ’ ένα γραμματειακό είδος  βγαλμένο από τον «έλλογο» κόσμο την προφορικότητα της «φύσει άλογης» λαϊκής ποίησης. Το τίμημα για να περισώσει αυτή την προφορικότητα (τίμημα άραγε ή ευλογία;) είναι να ποτίσει με το συναίσθημα του ποιητή την ψύχραιμη ματιά του δοκιμιογράφου που επιχειρεί συγκριτική ανάλυση. Ο λόγος του Παντελή Μπουκάλα είναι ψύχραιμος αλλά δακρυσμένος, έχει εποπτεία του συνόλου της λαογραφικής ύλης, αλλά ταυτόχρονα εμφορείται και από ενσυναίσθηση. Δεν είναι ο ανθρωπολόγος που παλεύει να ερμηνεύσει τα λόγια και τις συμπεριφορές που περιγράφουν τα δημοτικά τραγούδια. Αλλά είναι λόγος του ανθρώπου που έχει μέσα του αυτό το φοβερό, αλλά συνάμα γοητευτικό χάος του αιμάτινου λόγου της λαϊκής ποίησης. Ο Παντελής Μπουκάλας περιγράφει αυτό  το αίμα σαν το δικό του να κυλάει, συμπάσχει με τον εμπύρετο ερωτευμένο, αλλά και τον βασανισμένο από τα πάθη ερωτευμένο που δεν γνωρίζει ανταπόκριση.

Την ίδια ώρα, με τον ενθουσιασμό του ποιητή ο συγγραφέας μας φανερώνει τις λεπτές ή λιγότερο λεπτές κλωστές που συνδέουν τα αιμάτινα μοτίβα του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού με το παρελθόν και το παρόν της λαϊκής και λόγιας λογοτεχνίας: Από τον Σενέκα ως τον Αργύρη Εφταλιώτη και τον Κ.Π. Καβάφη, από τη βουλγαρική ή την αρβανίτικη λαϊκή ποίηση ως τον Σαίξπηρ, το αίμα της αγάπης διατρέχει το σώμα της λογοτεχνικής παραγωγής, λαϊκής και λόγιας, γιατί ακόμη και η τελευταία, η υψηλή ποίηση, φέρει εντός της το μαχαίρι, το τσεκούρι, τον πόνο, την εκδίκηση, το αίμα. Οι ερωτευμένοι και ο κύκλος τους (μητριές, πεθερές, αντεραστές, αυστηροί πατεράδες, δόλιοι αντεραστές, απατημένοι εραστές και σύζυγοι), δεν μπορούν να χωρέσουν στα όρια της ισορροπίας που επιβάλλει η κανονικότητα της ζωής, η (υπαρκτή και στις προ-αστικές κοινωνίες) ήρεμη κανονικότητα. Κι έτσι η δημοτική ποίηση βρίσκει το κοινό σταυροδρόμι με την επώνυμη, λόγια λογοτεχνία. Το σημείο που η κανονικότητα «σπάει», που η βία ξεχύνεται και σαρώνει, καταστρέφει άλλοτε τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, οδηγώντας τον στην τρέλα ή στην αυτοχειρία, κι άλλοτε ολόκληρο τον στενό ή ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο που περιβάλλει, άλλοτε φουντώνοντας και άλλοτε καταπνίγοντας την αγάπη.

Αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία, στο δοκίμιο αυτό, και στίχων δημοτικής ποίησης από τα Επτάνησα, αναδιφώντας στις συλλογές του Γεωργίου Κοντού, του Γιάννη Μαρτζούκου, Νίκου Α. Πακτίτη , του Ηλία Τσιτσέλη, της Βαρβάρας Καλογεροπούλου-Μεταλληνού,  αλλά και του τρίτομου βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών έργου Λαογραφικά Κεφαλονιάς των Γερασίμου Μπάλλα και Νίκης Λάσκαρη-Μπάλλα, και πολλών άλλων. Ο ίδιος, άλλωστε, ο Παντελής Μπουκάλας (από κοινού με τον Γιάννη Παπακώστα) έφεραν στο φως τη συλλογή, από τον Ανδρέα Λασκαράτο, δημοτικών τραγουδιών από την περιοχή της Παλικής (Ανδρέας Λασκαράτος, Δημοτικά τραγουδάκια εθνικά μαζευμένα από τους τραγουδιστάδες εις το Ληξούρι (Κεφαλληνία – Επαρχία Πάλης) τους 1842. Άγνωστη χειρόγραφη συλλογή, Αθήνα: Άγρα, 2016).

Βρισκόμαστε σε καιρούς που τα σύνορα των αγορών ανοίγουν διάπλατα, ενώ πληθαίνουν οι φράχτες και οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους ανθρώπους. Στην παράλογη αυτή φάση του πολιτισμού μας που τα προϊόντα των ανθρώπων κυκλοφορούν ελεύθερα, ενώ οι άνθρωποι βρίσκουν μπροστά τους διαρκώς σύνορα και διακρίσεις. Που το αίμα ρέει ακόμα σε άλογους πολέμους, που μας αφορούν μόνον αν βρίσκονται στη γειτονιά μας. Αντίδοτο σ’ αυτό το «πολιτισμένο παράλογο» είναι ίσως μονάχα αυτό το γνήσιο «άλογο» στοιχείο που προέρχεται από τα μύχια του ανθρώπου. Είναι η διαπίστωση ότι το αίμα της αγάπης κυλάει στις φλέβες (και ενίοτε και εξω από αυτές) των ανθρώπων, η πεμπτουσία της ύπαρξής τους που εδράζεται στην συνεύρεση και την αναπαραγωγή των κοινωνιών δεν γνωρίζει σήμερα. Ο πόθος και ο πόνος του έρωτα δεν είναι επτανησιακός, κρητικός, αρβανίτικος, ποντιακός ή βλάχικος. Είναι ανθρώπινος.

Αυτό το αίμα της αγάπης είναι που μας ενώνει. Αυτός ο φόνος μαρτυρεί την κοινή μας κληρονομιά. Την ανθρώπινή μας φύση, αδιάκριτα από τους χαρακτηρισμούς του πολιτισμού, ανεξάρτητα από σύνορα και διαχωριστικές γραμμές. Ίσως λοιπόν η συμβολή αυτού του τόμου στην συνειδητοποίηση της ταυτότητάς μας είναι πολύ πιο ουσιαστική: Κολυμπώντας στο αίμα της αγάπης ανακαλύπτουμε ότι πρώτα απ’ όλα είμαστε άνθρωποι.

Ηλίας Α. Τουμασάτος, εκπαιδευτικός, Δρ Ιστορίας
Πρώτη δημοσίευση: "ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ" 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα