Τίνα Κουρκουμέλη: "Αβερτοσιά" (σημαίνει ελευθερία)


Τίνα Κουρκουμέλη, Αβερτοσιά, μυθιστόρημα, εκδ. Κλειδάριθμος, 2018, σελ. 333.
Ηλίας Α. Τουμασάτος

Η Κεφαλονιά τη δεκαετία του 1960… Δεν την έχουν αγγίξει, ούτε οι ιστορικοί, ούτε οι λογοτέχνες. Καμιά φορά νιώθω ότι η σεισμική καταστροφή του 1953 μας δημιούργησε μια παράξενη αίσθηση καθήκοντος, να περισώσουμε ό,τι μπορούσε να σωθεί από τα προσεισμικά χρόνια. Σαν να βλέπουμε μια ταινία, που τελείωσε το 1953, μέσα σε ερείπια. Και μετά;
Τι απέγινε μετά; Φοβόμαστε άραγε να το αγγίξουμε εκείνο το μετά, από φόβο μήπως δεν είναι ισάξιο με το «πριν». Χωρίσαμε τον χρόνο μας σε προσεισμικό και μετασεισμικό, αλλά ασχοληθήκαμε κυρίως με το προσεισμικό.

Η Τίνα Κουρκουμέλη ήρθε να μιλήσει, με το μυθιστόρημά της «Αβερτοσιά», για εκείνο το «μετά». Εκείνα τα πολύ παράξενα χρόνια του 1960, που ολοκληρώνεται η ανοικοδόμηση, και που η κοινωνία του νησιού προσπαθεί να ξαναπάρει τα βήματά της, την ίδια εκείνη δεκαετία που ίσως είναι η πιο κομβική για τη διαμόρφωση της ταυτότητας του σημερινού κόσμου.

Ο σεισμός δεν έχει κατορθώσει να συντρίψει το υπέροχο τοπίο – τα άνθη γεμίζουν τα χάσματα από την πρώτη κιόλας άνοιξη. Κι η ηρωίδα του βιβλίου, η Άρτεμη, ανθίζει κι εκείνη μέσα στην ομορφιά του παραθαλάσσιου χωριού της στη Νοτιοανατολική Κεφαλονιά. Η ομορφιά δεν νικιέται, ούτε και η κουλτούρα του τόπου νικιέται. Η γλώσσα, οι συνήθειες, ο κοσμοπολίτικος αέρας που ανάσαιναν οι ιστορικές τύχες του νησιού.  Είναι αβέρτο το νησί (aperto = ανοιχτό), αβέρτο και το μυαλό της Άρτεμης, που βαφτίζεται στην ελευθερία της θάλασσας, της ίδιας εκείνης θάλασσας που την ίδια στιγμή γίνεται φραγμός εκείνης της ελευθερίας.


Αυτή η αβέρτα θάλασσα, ωστόσο, δεν είναι μονάχα δίοδος φυγής. Είναι και συρματόπλεγμα. Κι η αύρα της Ευρώπης κάποτε σκεπάζεται από το πνιγηρό, μεθυστικό άρωμα της ναφθαλίνης, του συντηρητισμού της τοπικής κοινωνίας, της ασφυξίας που προκαλεί στους νέους ανθρώπους η κλειστότητα αυτού του τόπου, αυτό που η λαϊκή παροιμία έχει αποτυπώσει επιγραμματικά: «Κακό χωριό τα λίγα σπίτια».

Οφείλω να σας ομολογήσω ότι διαβάζοντας το βιβλίο ένιωσα μέσα μου μια βαθιά ανακούφιση. Αυτή που αισθάνεσαι όταν ακούς ένα τραγούδι ή διαβάζεις ένα κείμενο και λες μέσα σου «επιτέλους, ένας άνθρωπος που με νιώθει». Και εξηγούμαι. Παρότι τα δικά μου εφηβικά χρόνια στην Κεφαλονιά ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και την αρχή του 1990, αναγνώρισα στις σκέψεις της ηρωίδας τον δικό μου διχασμό. Λάτρευα, και εξακολουθώ να λατρεύω, το νησί αυτό, και την ίδια στιγμή ο ίδιος αυτός μικρός μου προσωπικός παράδεισος με έπνιγε, με έκανε να ασφυκτιώ και να θέλω να φύγω μακριά.

Η Κεφαλονιά της δεκαετίας του 1980 δεν ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη της δεκαετίας του 1960. Ίσως η μόνη διαφορά ήταν ότι τα χρόνια της μεταπολίτευσης είχαν φέρει έναν προοδευτικό αέρα στο σχολείο. Το σχολείο δεν ήταν καταπιεστικό, δυναστικό απέναντι στους μαθητές. Οι δάσκαλοί μας ήταν στην πλειοψηφία τους προοδευτικοί άνθρωποι που μας δυνάμωσαν τα φτερά, δεν μας τα έκοβαν.



Ωστόσο τα κτήρια των σχολείων ήταν ίδια. Προχθές το απόγευμα που είχα τελειώσει την ανάγνωση του βιβλίου, περνούσα από το έρημο πια σχολικό συγκρότημα του πάλαι ποτέ «Γυμνασίου Θηλέων» και του Κοργιαλενείου Οικοτροφείου. Ακόμα και στη δεκαετία του 1980, που τα σχολεία είχαν γίνει πλέον μεικτά, εξακολουθούσαμε να το αποκαλούμε «Θηλέων», εμείς του «Αρρένων», το χρησιμοποιούσαμε και λίγο περιπαικτικά, μια και η άτυπη κόντρα μεταξύ του 1ου και του 2ου Λυκείου καλά κρατούσε. Το κτήριο-φάντασμα του Θηλέων, έξι ώρα το απόγευμα, σκοτείνιαζε σιγά σιγά – μου φάνηκε ότι μπορούσα να διακρίνω τις σκιές από τις τιμωρημένες κοπέλες στις κολώνες του κτηρίου. Κάποιες από αυτές μπορεί να έχουν γίνει και γιαγιάδες. Κάποιες μητέρες. Κάποιες ίσως και να έγιναν καθηγήτριες στο σχολείο αυτό. Και κάποιες άλλες, όπως η Άρτεμη, πέταξαν μακριά. Μπορεί μάλιστα αυτοί οι περιορισμοί και αυτή η αυστηρότητα που έζησαν να δυνάμωσαν περισσότερο τα φτερά τους. Μπορεί η αυστηρότητα και ο καθωσπρεπισμός που τους είχε επιβάλει η Πόλις (το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και η κοινωνική πραγματικότητα) να δυνάμωσαν την επιθυμία να σπάσουν τα δεσμά τους.

Η Τίνα Κουρκουμέλη δεν έχει καμία διάθεση να ωραιοποιήσει, ή να δαιμονοποιήσει εκείνη την εποχή. Εκφράζει την ευγνωμοσύνη της για την ομορφιά των χρόνων εκείνων. Την ομορφιά της νιότης μπορεί κανείς να τη γρατζουνίσει, να την πληγώσει, να την τραυματίσει, αλλά δεν μπορεί να τη μουτζουρώσει. Η Άρτεμη ζει και χαίρεται τη νιότη της ως το μεδούλι, αλλά όσο έντονες είναι οι χαρές της εφηβείας τόσο έντονοι είναι και οι πόνοι.

Κι είναι πολλοί οι πόνοι όταν μεγαλώνεις σ’ έναν μικρό τόπο, που, επειδή ακριβώς είναι μικρός, κρύβει και μπόλικες δόσεις υποκρισίας, «μυστικά» που είναι ολοφάνερα, αλλά κανείς δεν τα βλέπει. Η Άρτεμη, που τα βλέπει, και θέλει να μιλήσει γι’ αυτά, καταλήγει να στοχοποιείται. Όσοι δεν τα βλέπουν και κάνουν πως δεν υπάρχουν, επιπλέουν σε μια γαλήνια επιφάνεια που κρύβει από κάτω της ρεύματα και αναταράξεις.

Είτε μιλάς, όπως η Άρτεμη, είτε δεν μιλάς, όπως η φίλη της η Θάλεια και η πλειοψηφία, τις νιώθεις αυτές τις αναταράξεις. Νιώθεις πολλά κτήρια να κατακρημνίζονται, σαν να συμβαίνει καινούριος σεισμός. Γκρεμίζεται μέσα σου η έννοια της παιδείας, η αυθεντία του δασκάλου, η πίστη σου ότι το σχολείο είναι ένας δρόμος προς το φως και την ηθική. Και ξέρεις καλά ότι δεν ξορκίζονται ούτε επειδή σώπασες ούτε επειδή μίλησες. Και η επιλογή που έχεις είναι να αποδεχτείς να υπομείνεις σιωπηλά την πραγματικότητα, ή να αναλάβεις το ρίσκο να την προσπεράσεις.

Η Άρτεμη διαλέγει τη μόρφωση ως εργαλείο και τις σπουδές στη μεγάλη πόλη. Και διαλέγει μια σχολή «αντρική» ακόμα για εκείνη την εποχή. Τη Νομική Σχολή. Και βρίσκεται στην Αθήνα τα εκρηκτικά χρόνια που οδήγησαν στη δικτατορία των συνταγματαρχών και βιώνει τον αυταρχισμό της Χούντας. Ανακαλύπτει δηλαδή ότι εκείνη η μεγάλη πόλη ήταν τελικά ένα μεγαλύτερο κλουβί. Όπως εκείνο το κλουβί που περιγράφει ο Μάνος Χατζιδάκις στην «Οδό Ονείρων», και μας έχει διασωθεί με τη φωνή του Δημήτρη Χορν.

Αυτή η γειτονιά είναι για όλους μας ένα κλουβί.
Κανείς δε ζει αληθινά αυτό που θα `θελε να ζει,
γιατί το όνειρο είναι μια στιγμή
κι όλες οι άλλες οι στιγμές απελπισία.



Και στα αθηναϊκά χρόνια της Άρτεμης ήταν μοιραίο να ταυτιστώ με τις αγωνίες της, μια και η Νομική Σχολή ήταν και για μένα η δική μου διέξοδος από το νησί, τότε που, δεκαεφτά χρόνων, είχα αποφασίσει με πάρα πολύ πόνο ότι θέλω να φύγω για πάντα από έναν τόπο που αγαπούσα, από ανθρώπους που λάτρευα.

Αβέρτα και η Αθήνα. Με τον δικό της τρόπο. Μα ακόμα κι εκεί η Άρτεμη νιώθει πως δεν χωράει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά την κυνηγούν και οι σκιές του νησιού, την πονούν τα τραύματα που ήταν το τίμημα για την προσπάθειά της να αποδράσει. Τα αμφιθέατρα είναι μεγαλύτερα, οι γνωριμίες περισσότερες, μα κι εδώ τα συρματοπλέγματα πληθαίνουν. Κι αυτή τη φορά οι περιορισμοί έρχονται και άνωθεν, από μια παράλογη εξουσία. Άλλη μια δύναμη πέρα από τα δικά της όρια, σαν εκείνη την άλογη δύναμη της φύσης, που είχε ισοπεδώσει το νησί της.

Ακούγεται ειρωνικό, αλλά μόνο εκείνος που επιθυμεί πραγματικά και αποφασίζει να διεκδικήσει την ελευθερία του ανακαλύπτει ότι σε αυτόν τον δρόμο το συρματόπλεγμα δεν είναι μόνο ένα. Ότι δεν πρόκειται για μια απλή διαδικασία απόδρασης, αλλά για μια διαρκή διαδικασία διεκδίκησης. Ότι τελικώς η ελευθερία δεν είναι η φυγή. Δεν είναι μια στιγμιαία υπόθεση, είναι υπόθεση ζωής. Είναι η συνειδητοποίηση πως ό,τι και να κάνεις υπάρχουν ανώτερες δυνάμεις που μπορούν να σε συντρίψουν, κι ότι η πραγματική σου ελευθερία είναι η δική σου βούληση. Και ίσως και μια απόφαση. Ποιον ρόλο είσαι άραγε αποφασισμένος να παίξεις σ’ αυτό το έργο της ζωής σου.
Και η Άρτεμη και η Θάλεια βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα. Ποιον ρόλο θα παίξουν: Την Αντιγόνη ή την Ισμήνη, για να θυμηθούμε την τραγωδία του Σοφοκλή. Όχι, δεν είναι τραγικές ηρωίδες, μην παρεξηγούμαστε. Αλλά κάθε άνθρωπος έχει μέσα του μια Αντιγόνη και μια Ισμήνη που πολεμούν μεταξύ τους μπροστά σε κάθε απόφαση, κυρίως, μπροστά στη διεκδίκηση της αβερτοσιάς, της ελευθερίας. Δεν θα σας πω ποιον ρόλο διάλεξε η καθεμιά από τις ηρωίδες, γιατί όπως και στη ζωή, έτσι και στο μυθιστόρημα της Τίνας Κουρκουμέλη, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Γιατί κι η Αντιγόνη και η Ισμήνη είναι κομμάτια του εαυτού μας. Και το να επαναστατήσεις και το να υπομείνεις θέλει δύναμη. Και το να διεκδικήσεις και το να παραιτηθείς έχει κόστος.
Άραγε ποια θα νικήσει; Η Αντιγόνη ή η Ισμήνη; Μάλλον, αυτή που θα αντέξει να παλέψει και να πονέσει πιο πολύ.

Σε μια από τις τελευταίες σκηνές του βιβλίου, συνειδητοποίησα ότι τα κοινά μου βιώματα με την ηρωίδα δεν ήταν μόνο στα σχολεία της Κεφαλονιάς και τα αμφιθέατρα της Νομικής Σχολής των Αθηνών, έστω και με μια διαφορά εικοσιπέντε χρόνων. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι γύρισα πολύ νωρίς στην Κεφαλονιά, και ακόμα δεν έχω καταλήξει μέσα μου αν στη δική μου περίπτωση κέρδισε μέσα μου η δική μου «’Αρτεμη» ή η δική μου «Θάλεια», η δική μου «Αντιγόνη» ή η δική μου «Ισμήνη».

Σ’ αυτή λοιπόν τη σκηνή, για να μην τα πολυλογούμε, ανακάλυψα και τον ίδιο τον εαυτό μου. Σε μια παρουσίαση βιβλίου που έγινε πριν οχτώ χρόνια στην αίθουσα του ΤΕΙ Ιονίων Νήσων, όπου είχα τη χαρά να παρουσιάσω το έργο του συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Μιχάλη Μανωλιού, που εκείνη τη μέρα βραβεύτηκε για μια διεθνή διάκριση. Ο τύπος που παρουσίαζε το βιβλίο, δηλαδή εγώ, ήταν γιατρός… και, έπαιξε κι αυτός το ρόλο του στην υπόθεση… Οπότε, σήμερα έχω τη χαρά να συναντώ την κ. Κουρκουμέλη που μου έδωσε κι εμένα για πρώτη φορά στη ζωή μου ένα …λογοτεχνικό ρόλο.

Μα πιο πολύ την ευχαριστώ γι’ αυτή την τόσο φρέσκια και τόσο αληθινή αποτύπωση αυτής της τόσο κοντινής και τόσο άγνωστης σ’ εμάς Κεφαλονιάς του 1960 (αλλά και του 1970 και του 1980). Αλλά και την τόσο ζωντανή και σημερινή καταγραφή της χθεσινής, σημερινής, αυριανής, παντοτινής αγωνίας των νέων ανθρώπων αυτού του νησιού (κι όχι μόνο). Είναι αυτή η υπέροχη και βασανιστική αγωνία. Αυτός ο απίστευτος πόλεμος που διχάζει κάθε Κεφαλονίτη νέο. Πρέπει να αφήσεις έναν παράδεισο για να ανακαλύψεις τον δικό σου παράδεισο. Τη δική σου αβερτοσιά. Και όταν την ανακαλύψεις, διαπιστώνεις ότι, όπως οι πρωτόπλαστοι, πάντα έχεις την ανάγκη να επιστρέφεις σ’ εκείνον τον μικρό παιδικό σου παράδεισο που γεννήθηκες. Για να ζήσεις πάλι το φως, τη θάλασσα, τα χρώματά του. Αλλά και για να γράψεις, όπως η κ. Κουρκουμέλη, μια ιστορία για την αβερτοσιά, την ελευθερία.

Κοργιαλένειος Βιβλιοθήκη, παρουσίαση στις 09-02-2019.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα