Λάμπρος Σιμάτος: "Το ημερολόγιο του ιστιοφόρου «Άγιος Νικόλαος» (1918-1930)"
Λάμπρος Γ. Σιμάτος, Το ημερολόγιο του ιστιοφόρου «Άγιος Νικόλαος» (1918-1930), Αργοστόλι: χ.ό., 2017, σελ. 150.
Καθώς πολλοί συμπατριώτες μας αναζήτησαν την τύχη τους στους θαλασσινούς δρόμους, το βιβλίο είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε τις δυσκολίες της ζωής των ναυτικών προγόνων μας. Αλλά και να προβληματιστούμε. Πρώτα πρώτα, για κάτι που ο ίδιος ο συγγραφέας επισημαίνει στον επίλογό του: Την καταστροφή των ιστιοφόρων πλοίων, που θα έπρεπε να συντηρούνται ως πολύτιμα τεκμήρια μιας μεγάλης κληρονομιάς. Τα πληρώματά τους φεύγουν από τη ζωή μαζί με τις ιστορίες τους, αλλά και τα ίδια τα πλοία χάνονται, άλλοτε επειδή αφέθηκαν στην τύχη τους, άλλοτε συνεπεία επίσημων πολιτικών. Μια θαλασσινή χώρα αξίζει άραγε να αδιαφορεί τόσο για τα «ξύλινα τείχη» της;
Κι έπειτα, να αναρωτηθούμε: Ακόμη και σήμερα, που η ελληνόκτητη ναυτιλία καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια αγορά, πού βρίσκεται η κάποτε ακμάζουσα παρουσία της Κεφαλονιάς στους θαλασσινούς δρόμους του εμπορίου; Μήπως στενέψαμε πολύ τους ορίζοντές μας κι από τα θαλασσινά ταξίδια αρκούμαστε πλέον να κοιτάζουμε τη θάλασσα από τις ξαπλώστρες των παραλιών μας;
Οι απαντήσεις δικές σας.
Ηλίας Τουμασάτος, Δρ Ιστορίας
[Συντομευμένη εκδοχή του κειμένου αυτού πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Η Κεφαλονίτικη Πρόοδος"]
Φαντάζουν αδιανόητες στη σημερινή εποχή των υπερσύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων πλοήγησης και επικοινωνίας οι συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιούνταν οι πλόες των ιστιοφόρων στις ελληνικές (και όχι μόνο) θάλασσες, λιγότερο από εκατό χρόνια πριν. Η σημερινή ραγδαία εξέλιξη άλλωστε αντιστοιχεί σε ελάχιστο χρονικό διάστημα της μακραίωνης ναυτικής μας ιστορίας.
Για αιώνες η πυξίδα (μπούσουλας) ήταν το μοναδικό εργαλείο στα χέρια του καπετάνιου, που έπρεπε να αντιμετωπίσει όλων των ειδών τις αντιξοότητες (της θάλασσας, των ακτών, του πλοίου, των ανθρώπων) βασιζόμενος στην εμπειρία αλλά και τις διοικητικές του ικανότητες. Χωρίς την κατανόηση της λειτουργίας του «μικρόκοσμου» ενός ιστιοφόρου είναι αδύνατο, τόσο για τον ιστορικό ερευνητή όσο και για τον απλό αναγνώστη, να προσεγγίσει με επάρκεια τη μονάδα που συγκροτεί το σύνολο της ναυτικής ιστορίας.
Ο Λάμπρος Γ. Σιμάτος, εκπαιδευτικός και ερευνητής, αλλά προπάντων «εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», με το βιβλίο του Το ημερολόγιο του ιστιοφόρου «Άγιος Νικόλαος» (1918-1930) μας φέρνει σε επαφή με αυτόν τον «μικρόκοσμο» του ιστιοφόρου με τον αμεσότερο τρόπο. Το ημερολόγιο του τραμπάκουλου «Άγιος Νικόλαος» που ταξιδεύει από και προς τα λιμάνια των νησιών και των ηπειρωτικών ακτών του Ιονίου, αλλά και από και προς τον Πειραιά, σε δύο χρονικές στιγμές: Από τον Ιούνιο του 1918, έως τον Νοέμβριο του 1919, με πλοίαρχο τον Λεωνίδα Παππά και από τον Μάιο του 1921 έως τον Σεπτέμβριο του 1930 με πλοίαρχο τον Αλέξιο Βαλλιανάτο από τα Φάρσα Κεφαλονιάς. Καθώς η τήρηση του τυποποιημένου αυτού βιβλίου που συμπληρωνόταν με το χέρι ήταν εκ του νόμου επιβεβλημένη ήδη από τον 19ο αιώνα, ο πλοίαρχος ήταν υποχρεωμένος να καταγράφει λεπτομερώς την πορεία, το φορτίο του, αλλά και όποιο άλλο περιστατικό συνέβαινε κατά τη διάρκεια του πλου.
Η σημασία της χρονικής περιόδου κατά την οποία συντάσσεται το ημερολόγιο είναι διπλή: Από τη μία, τα επέκεινα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της μικρασιατικής τραγωδίας δημιουργούν εκρηκτικές ανακατατάξεις στην πολιτική και οικονομική ζωή της Ελλάδας αλλά και του βαλκανικού χώρου γενικότερα. Στη «δυτική» πλευρά αυτής της ταραγμένης κατάστασης η οικονομική ζωή όπως εκφράζεται με τις θαλάσσιες μεταφορές συνεχίζεται (όπως συμβαίνει και σε κάθε μεγάλη ανθρωπιστική κρίση).
Από την άλλη, βρισκόμαστε στο κομβικό σημείο μετάβασης από την επί αιώνες κυρίαρχη ιστιοφόρο ναυτιλία στη μηχανοκίνητη ναυτιλία, που από τη δεκαετία του 1930 και μετά θα κυριαρχήσει σταδιακά, δημιουργώντας πρωτόγνωρες συνθήκες στις θαλάσσιες συγκοινωνίες και κατ’ επέκταση στο εμπόριο και στην οικονομία. Και η αξία του ημερολογίου αυτού δεν περιορίζεται μόνο στο γεγονός ότι γνωρίζουμε τις τελευταίες ημέρες της ιστιοφόρου ναυτιλίας. Στην πραγματικότητα γνωρίζουμε τις, λίγο πολύ παρόμοιες στο πέρασμα του χρόνου, συνθήκες που επί πολλούς αιώνες επικρατούσαν στα θαλασσινά ταξίδια. Ασφαλώς τα ιστιοφόρα εξελίσσονταν και οι διαφορετικοί τύποι τους πλήθαιναν, ωστόσο ο καπετάνιος και το πλήρωμα καλούνταν πάντα να αντιμετωπίσουν τους ίδιους αντιπάλους με περίπου τα ίδια μέσα.
Από αυτή την άποψη είναι πολύ σημαντική η συμβολή του κ. Σιμάτου στη γνώση μας για τον χώρο του Ιονίου και τους «δρόμους» που άνοιγαν τα ιστιοφόρα ανάμεσα στα παράλιά του αλλά και το «κέντρο», τον Πειραιά. Ένα πυκνό δίκτυο επικοινωνίας ανθρώπων, εμπορευμάτων, ένα οικονομικό κύκλωμα που αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν συνυπολογίσει κανείς την ανυπαρξία αντίστοιχων στεριανών δρόμων.
Ο συγγραφέας έχει επιμεληθεί την έκδοση του ημερολογίου με συναίσθηση της σημασίας αυτής, τηρώντας τους κανόνες της ιστορικής επιστήμης, αλλά και με «μπούσουλα» τη μεγάλη αγάπη του προς τη θάλασσα και τη ναυτοσύνη. Ναυτικό χωριό είναι ο τόπος καταγωγής του ίδιου και του πλοιάρχου Βαλλιανάτου, ναύτης στο επάγγελμα ο πατέρας του συγγραφέα. Δεν είναι άξιο απορίας από πού πηγάζει αυτή η αγάπη.
Αλλά ακόμα και ο αναγνώστης που ποτέ στη ζωή του δεν έχει δει θάλασσα είναι σε θέση να «μυηθεί» στις συνθήκες του ταξιδιού με ιστιοφόρο. Στον κατατοπιστικό του πρόλογο ο συγγραφέας αποτυπώνει ευσύνοπτα την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» της εποχής και προσφέρει βασικές πληροφορίες για την ναυτιλία του πρώτου τετάρτου του 20ού αιώνα, αλλά και το ίδιο το ημερολόγιο. Με τον ίδιο τρόπο αποδίδεται στον επίλογο του έργου η αντίστοιχη «ατμόσφαιρα» της μετά το 1930 περιόδου, μιας νέας εποχής για τη ναυτιλία.
Το σώμα του ημερολογίου παρουσιάζεται σε δύο μέρη, ένα για καθέναν πλοίαρχο, με τρόπο, θα τολμούσα να πω, υποδειγματικό και εξαιρετικά βοηθητικό για τον αναγνώστη. Στις μονές σελίδες της μεταγραφής παρουσιάζεται το κείμενο του ημερολογίου με υποσελίδιες σημειώσεις για κάθε τοποθεσία ή ναυτικό όρο που υπάρχει στο κείμενο. Στις διπλανές ζυγές σελίδες ο συγγραφέας «προσφέρει» στον αναγνώστη κάτι που οι καπετάνιοι της εποχής του ημερολογίου δεν μπορούσαν να έχουν: Τους χάρτες που αντιστοιχούν στα αναφερόμενα στη σελίδα λιμάνια. Οι χάρτες προέρχονται από τον Πλοηγό των Ελληνικών Ακτών που εξέδωσε το 1945 η Υδρογραφική Υπηρεσία του τότε Βασιλικού Ναυτικού, βοήθημα που «έλυσε τα χέρια» των Ελλήνων καπετάνιων. Διαβάζοντας λοιπόν κανείς τις σελίδες του ημερολογίου, έχει μπροστά του ανοιχτό τον χάρτη της περιοχής. Η δημοσίευση του ημερολογίου πλαισιώνεται επίσης από φωτογραφικό υλικό από τα λιμάνια αλλά και τα πλοία της εποχής, που έχει συλλέξει ο συγγραφέας.
Το σώμα του ημερολογίου δεν είναι απλώς τυπική καταγραφή ημερομηνιών, ταξιδιών, καιρικών συνθηκών και μεταφερόμενων εμπορευμάτων. Στις σελίδες του μπορεί να συναντήσει κανείς και άλλες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της ναυτικής ζωής, που έχουν να κάνουν με τις σχέσεις του πλοιάρχου με το προσωπικό, με ζημιές και τεχνικές δυσκολίες που προέκυπταν κατά τον πλου ή και εντός των λιμανιών, αλλά και τους τρόπους αντιμετώπισής τους, και κατ’ επέκτασιν τις προσωπικότητες των δύο πλοιάρχων.
Ο συγγραφέας παραθέτει και άλλα βοηθητικά εργαλεία: Ο αναλυτικός πίνακας των ταξιδιών του καραβιού προσφέρει μια επεξεργασμένη εικόνα της συχνότητας των δρομολογίων, των σταθμών των ταξιδιών, αλλά και των μεταφερόμενων εμπορευμάτων. Οι αλφαβητικοί κατάλογοι σχολίων, τοπωνυμίων αλλά και ναυτικών όρων προσφέρουν ταξινομημένο το σύνολο των σημειώσεων που επιμέρους έχουν παρατεθεί στις εκάστοτε εγγραφές του ημερολογίου, ενώ η βοηθητική βιβλιογραφία και δικτυογραφία δίνει λαβή για περαιτέρω αναγνώσεις.
Καθώς πολλοί συμπατριώτες μας αναζήτησαν την τύχη τους στους θαλασσινούς δρόμους, το βιβλίο είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε τις δυσκολίες της ζωής των ναυτικών προγόνων μας. Αλλά και να προβληματιστούμε. Πρώτα πρώτα, για κάτι που ο ίδιος ο συγγραφέας επισημαίνει στον επίλογό του: Την καταστροφή των ιστιοφόρων πλοίων, που θα έπρεπε να συντηρούνται ως πολύτιμα τεκμήρια μιας μεγάλης κληρονομιάς. Τα πληρώματά τους φεύγουν από τη ζωή μαζί με τις ιστορίες τους, αλλά και τα ίδια τα πλοία χάνονται, άλλοτε επειδή αφέθηκαν στην τύχη τους, άλλοτε συνεπεία επίσημων πολιτικών. Μια θαλασσινή χώρα αξίζει άραγε να αδιαφορεί τόσο για τα «ξύλινα τείχη» της;
Κι έπειτα, να αναρωτηθούμε: Ακόμη και σήμερα, που η ελληνόκτητη ναυτιλία καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια αγορά, πού βρίσκεται η κάποτε ακμάζουσα παρουσία της Κεφαλονιάς στους θαλασσινούς δρόμους του εμπορίου; Μήπως στενέψαμε πολύ τους ορίζοντές μας κι από τα θαλασσινά ταξίδια αρκούμαστε πλέον να κοιτάζουμε τη θάλασσα από τις ξαπλώστρες των παραλιών μας;
Οι απαντήσεις δικές σας.
Ηλίας Τουμασάτος, Δρ Ιστορίας
[Συντομευμένη εκδοχή του κειμένου αυτού πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Η Κεφαλονίτικη Πρόοδος"]
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου