Το χθες ως άχθος. "Οι ανεμώνες του άλλου γαλαξία" της Ανδρεάς Τραυλού-Μεσσάρη



Ανδρεάς Τραυλού-Μεσσάρη, Οι ανεμώνες του άλλου γαλαξία, Οδυσσέας 2018.

Η τέχνη του μυθιστορήματος έχει ένα βαρύ φορτίο για τον μυθιστοριογράφο. Ότι πρέπει να δώσει σάρκα και οστά στο χθες των ηρώων για να φωτίσει το παρόν τους. Στο θέατρο, στην ποίηση, στο τραγούδι, στο διήγημα το χθες υπονοείται, εμφανίζεται σε ανύποπτες στιγμές στο παρόν των ηρώων ως σκιά ή ως απόχρωση, σχεδόν ποτέ όμως οι λέξεις των τελευταίων δεν κουβαλούν μέσα τους τόσο χθες όσο εκείνες του μυθιστορήματος.
Ο συγγραφέας πρέπει να γεννήσει και να αναθρέψει τον ήρωά του μέσα από τις λέξεις του, να τον φέρει μέχρι το παρόν, το παρόν του μύθου του, που είναι μάλλον αδύνατο να στέκει εκεί, μόνο του και ξέχωρο από το χθες του.

Οι ήρωες που πλάθει η Ανδρεάς Τραυλού-Μεσσάρη στο μυθιστόρημά της «Οι ανεμώνες του άλλου γαλαξία», έχουν κεντημένο στο σώμα και την ψυχή τους το χθες τους. Η Ήρα, η μαχητική δημοσιογράφος, ο Αντρέας, ο τεχνοκράτης καριέρας, η Ρόζα, η αειθαλής ζωγράφος, αλλά κι όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που τους περιστοιχίζουν, έχουν ρίζες βαθιές, ρίζες που συναντιούνται, κόβονται βίαια, ξαναφυτρώνουν, ρίζες που η συγγραφέας φροντίζει να χρωματίσει με έντονη μελάνη. Κόκκινη μελάνη. Όπως ταιριάζει στις ρίζες του αίματος και τις ρίζες της ψυχής. Το χθες των ηρώων έχει πελεκήσει με το σκληρό το υλικό τους χαρακτήρες τους. Τους έχει πλάσει τέτοιους όπως είναι στο παρόν τους. Ένα παρόν δυστοπικό, τον κόσμο της οικονομικής κρίσης που ανακαλύψαμε στη δεύτερη δεκαετία αυτού του αιώνα. Και τον ανακαλύψαμε δήθεν έκπληκτοι, μόνο και μόνο γιατί αρνηθήκαμε να δούμε τις ρίζες του. Να δούμε το άχθος που κουβαλάμε κι εμείς μαζί με το χθες μας.
Οι ήρωες ανακαλύπτουν αυτό το άχθος του χθες μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο φωνές, συλλαλητήρια, φτώχεια, δακρυγόνα και καπνούς, έναν κόσμο με πολύ θόρυβο, έναν κόσμο που αποξενώνει δραματικά τους ανθρώπους. Διαβάζοντας το βιβλίο, ο νους μου πήγε στους στίχους του Ανδρέα Θωμόπουλου, σ’ ένα τραγούδι του Γιώργου Χατζηνάσιου, που είχε ακουστεί στην ταινία «Ένα Γελαστό Απόγευμα».

Ξέρω δε θα 'ρθείς
για κουβέντα πάλι απόψε
θα'σαι  με σβησμένο φως
στο δωμάτιο μοναχός.

Πόσο
σε πονάει τόσα χρόνια ο ίδιος δρόμος
αίμα, θύματα, καπνός,
δρόμος δίχως γυρισμό.

Θα κρατήσεις
σημειώσεις στο τετράδιο το γκρι
ένα ατέλειωτο βιβλίο
τίτλος: άγρια εποχή.



Άγρια εποχή και η σημερινή, με τους ανθρώπους να ασφυκτιούν σε μια πραγματικότητα που φαντάζει αδιέξοδη. Και η Ήρα και ο Αντρέας είναι άνθρωποι που διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην πραγματικότητα. Εκείνη ανήκει στους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, αλλά η δύναμή της συνθλίβεται από τις «αόρατες» δυνάμεις που κατασκευάζουν την πραγματικότητα που μας παρουσιάζουν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Και εκείνος είναι ένας από εκείνους που με τις συμβουλές και τις εκθέσεις τους θεωρητικά μπορούν να επηρεάσουν την καθημερινότητα χιλιάδων ανθρώπων. Μα, εις μάτην κι εκείνος νομίζει πως έχει δύναμη. Περί άλλα τυρβάζουν τα κέντρα λήψης αποφάσεων που βλέπουν ως απλούς αριθμούς τα αιματηρά κόστη της «δημοσιονομικής προσαρμογής». Αλλά και η Ρόζα, η αντισυμβατική καλλιτέχνις, η οποία πολεμάει στα ίσα το χρόνο, συνειδητοποιεί μέσα σ’ αυτό το κλίμα ότι η τέχνη της δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο, αλλά ίσως είναι η μόνη που δεν ηττάται πραγματικά. Γιατί τολμά μια τεράστια υπέρβαση για έναν άνθρωπο των τεχνών και μάλιστα στην ηλικία της. Μια υπέρβαση που για την ίδια έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος, αλλά για κάποιο λόγο ξέρουμε από την αρχή του έργου ότι ήταν απολύτως έτοιμη να την επιχειρήσει.

Γιατί η Ρόζα μπορεί να μην έχει την κοινωνική ισχύ που διαθέτουν η Ήρα και ο Αντρέας, ισχύ που τους προσπορίζουν οι κοινωνικοί τους ρόλοι. Διαθέτει όμως κι εκείνη το άχθος του παρελθόντος. Έχει κι αυτή κεντημένες κάτω από τα μάτια της τις ρυτίδες, τις πινελιές αυτού του άχθους.
Αυτό το άχθος του χθες είναι πρωτίστως βάρος, πόνος, για όλους τους ήρωες. Όλοι γίνονται αχθοφόροι των ίδιων τους των αποσκευών. Όλων εκείνων των συγκυριών που ηθελημένα ή άθελα βρέθηκαν μπροστά τους στην πορεία της ζωής τους. Και εκείνων που ξέρουν αλλά και εκείνων που δεν γνωρίζουν αλλά δεν θα μάθουν ποτέ. Γιατί ούτε κι εμείς οι ίδιοι δεν γνωρίζουμε ολόκληρη την αλήθεια για το χθες μας. Γιατί γι’ αυτό το χθες δουλεύει ένα ολόκληρο μελίσσι από ανθρώπους, κοντινούς μας και μακρινούς. Ίσως τους πιο επιδραστικούς δεν θα μπορέσουμε να τους γνωρίσουμε ποτέ. Αυτό που γνωρίζουμε είναι το αποτέλεσμα της επίδρασής τους, δηλαδή, αυτό που είπαμε κι εμείς, τα κεντήματα του χθες στο πρόσωπο και στην ψυχή μας.

Καμιά φορά, όπως με μαεστρία φροντίζει να μας δείξει η συγγραφέας, το χθες βρίσκει τον τρόπο να βρει μια σχισμάδα στο παρόν μας, και να μας στέλνει μηνύματα, προσκαλώντας μας να παίξουμε μαζί του, με έπαθλο λίγη ακόμη αυτογνωσία. Δεν ανταποκρινόμαστε όλοι σ’ αυτά τα καλέσματα, όπως έπραξε η Ήρα, αλλά κανείς δεν ξέρει αν είναι καλύτερο να βουτήξει λίγο πιο βαθιά στο παρελθόν ή απλώς να αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη.

Το άχθος του χθες καμιά φορά είναι αβάσταχτο, και καμιά φορά οι άνθρωποι το φοβόμαστε γιατί δεν είμαστε σίγουροι αν μπορούν οι ώμοι μας να το κρατήσουν. Αλλά αυτό που δεν ξέρουμε είναι ότι στην πραγματικότητα αυτό το βάρος το κρατάμε, είτε γνωρίζουμε, είτε όχι. Και δεν νομίζω ότι είναι μοιρολατρικό να αρνιόμαστε τη συμβολή αυτού του χθες σ’ αυτό που έχουμε, ή δεν έχουμε, σ’ αυτό που ζούμε, ή δεν ζούμε, σήμερα. Γιατί δεν είναι βαρίδι το χτες μας, στην πραγματικότητα μπορεί και να είναι τα φτερά μας. Σε κάθε περίπτωση είναι η περιουσία μας. Και δεν είναι αυτό που καθορίζει την ύπαρξή μας, δεν είναι κάποια «μοίρα» ή «κισμέτ» που μας βαραίνει όλο και περισσότερο. Είναι η εμπειρία, η γνώση, τα συναισθήματα που πλουτίζουν, οι λύπες που ποικίλλουν, οι απογοητεύσεις, οι διαψεύσεις, αλλά και οι χαρές, οι αποχρώσεις των συναισθημάτων που αναγνωρίζουμε, η ανακούφιση να διαπιστώνεις ότι η ευτυχία είναι μερικές στιγμές που δεν μπορεί να τις μουτζουρώσει κανένα θορυβώδες και μίζερο παρόν, και, πολύ περισσότερο, που κανένας θάνατος δεν μπορεί να τις πάρει από κοντά μας. Οι ματαιωμένες αγάπες είναι περισσότερο αγάπες απ’ ό,τι ματαιωμένες, τα χαμένα αγαπημένα μας πρόσωπα είναι πάντα περισσότερο αγαπημένα απ’ ό,τι χαμένα. Γιατί, όπως συμβαίνει και με τους ήρωες του έργου, περιέχονται κι αυτά στο άχθος του χθες μας. Και το κάνουν πιο ελαφρύ, μ’ ένα περίεργο τρόπο.

Όσο μεγαλώνουμε, νιώθουμε καμιά φορά πως αυτό το άχθος του χθες γίνεται μεγαλύτερο, επειδή νομίζουμε πως το «χθες» γίνεται όλο και μεγαλύτερο σε σχέση με το «αύριο». Κι αυτό το συλλογιζόμαστε επειδή ξεχνάμε ότι ανάμεσα στο χθες και το αύριο υπάρχει το σήμερα. Και σ’ αυτό το σήμερα, το ταξίδι συνεχίζεται. Και όχι, δεν αποφασίζει το χθες μας γι’ αυτό. Αποφασίζουμε εμείς οι ίδιοι. Για το σήμερα. Μπορεί αυτή η απόφαση να είναι μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μας. Ακόμα κι όταν οι άλλοι, πέρα από μας, διαμορφώνουν τις συνθήκες. Οι ήρωες του βιβλίου βρίσκονται σε επαγγελματικό και προσωπικό αδιέξοδο, ο καθένας στον δικό του κοινωνικό ρόλο. Οικονομική κρίση, επαγγελματικά διλήμματα, προσωπικές αποτυχίες, καλλιτεχνικά αδιέξοδα. Μα δεν είναι έρμαια μιας κληρονομιάς που τους βαραίνει. Το χθες είναι το όπλο τους για να πορευτούν με το βλέμμα στο αύριο.

Το γεγονός ότι κουβαλάς πάντα μαζί σου το παρελθόν σου δεν σε γλιτώνει από την αβεβαιότητα. Και ευτυχώς που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο δρόμος δεν είναι αμέριμνος περίπατος, έχει νόμους δικούς του, και κανείς δεν είναι τόσο ισχυρός ώστε να είναι βέβαιος για την επιτυχία των επιλογών του. Και η Ήρα, και ο Αντρέας, ακόμα και η Ρόζα, τολμούν, χωρίς καμία βεβαιότητα, χωρίς καμία σιγουριά ότι το καινούριο θα είναι καλύτερο. Κατά κάποιο περίεργο λόγο το χθες και των τριών τους ενθαρρύνει να προχωρούν, όχι επειδή ο μοναδικός δρόμος είναι αυτό το αβέβαιο μπροστά, αλλά επειδή αισθάνονται ελεύθεροι να προχωρήσουν, αλλά και να αναλάβουν στο ακέραιο το κόστος της επιλογής τους. Αφήνουν όλοι πράγματα πίσω τους, όχι το παρελθόν τους, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο, το παρόν τους.

Είναι άραγε και ο έρωτας ένα «άχθος του χθες;» Ένα συναίσθημα των άγουρων χρόνων μπορεί να ξυπνήσει ξανά και να θεριέψει την εποχή που τα μαλλιά έχουν γκριζάρει; Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι ο έρωτας μπορεί να ξυπνήσει. Γιατί για να ξυπνήσει πρέπει πρώτα να έχει κοιμηθεί. Κι αν έφτασε στο σημείο να κοιμηθεί, τότε μάλλον έχει έρθει το οριστικό του τέλος. Γιατί ο έρωτας είναι ίσως το πιο μεγάλο άχθος του χθες, αλλά κι εκείνο που όλοι κουβαλάμε αγόγγυστα, σαν να ανηφορίζουμε με αυτό στην πλάτη μας τον πιο ανθοφόρο Γολγοθά του κόσμου. Αυτό το τόσο δυνατό και απόλυτο συναίσθημα, κάπου πρέπει να σιγοκαίει, πολύ, πάρα πολύ καιρό για να μπορεί να πυρπολήσει μετά από τόσα χρόνια τις ψυχές του Άρη και της Ήρας. Όχι, ασφαλώς για να κρατήσει για πάντα. Γιατί, μεταξύ μας, το ξέρουμε όλοι ότι δεν κρατάει για πάντα. Το μεγάλο στοίχημα είναι αν αυτές οι φλόγες του έρωτα θα αφήσουν πάνω από τη στάχτη τα αναμμένα καρβουνάκια μιας μακρόχρονης και ειλικρινούς αγάπης. Αυτή τη γλυκιά ζεστασιά που αν τη φροντίζεις δεν θα σβήσει ποτέ.

Ε, τώρα, αν αυτό συνέβη στις ζωές του Αντρέα και της Ήρας, δεν θα σας το πω… Η συνέχεια, στις σελίδες του μυθιστορήματος…

Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε την Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018 στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα