Λούης, Canis Familiaris



[Πρόλογος στο βιβλίο του Κώστα Ευαγγελάτου "Louis D' Est" (Αργοστόλι: Αιγιαλός, 2017)]

Για χιλιάδες χρόνια ο σκύλος βρίσκεται στο πλάι του ανθρώπου. Στο κυνήγι, στη φύλαξη του κοπαδιού, του χωραφιού ή της κατοικίας, στην αυλή του σπιτιού, sui generis μέλος κι ο ίδιος της οικογένειας. Ίσως δεν υπάρχει άλλο ον στο ζωικό βασίλειο που να συνδέεται τόσο στενά με τον άνθρωπο όσο ο σκύλος. Και άπειρες είναι οι ιστορίες που μαρτυρούν την αφειδώλευτη πίστη που δείχνει ο σκύλος στον άνθρωπο με τον οποίο συνδέεται. Όχι, δεν είναι ωραία η λέξη «αφέντης», η σχέση με τον άνθρωπο δεν είναι σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, αλλά σχέση πίστης και αφοσίωσης. Σχέση που δύσκολα οικοδομείται ακόμα και ανάμεσα στους ίδιους τους ανθρώπους.

Η μυθολογία της Κεφαλονιάς έχει συνδεθεί πολλαπλώς με τον «καλύτερο φίλο του ανθρώπου». Το μυαλό όλων μας πηγαίνει κατευθείαν στον Άργο, τον πιστό σκύλο του βασιλέα των «μεγαθύμων Κεφαλλήνων» Οδυσσέα, που για όσα χρόνια ο πολύτροπος ομηρικός ήρωας έλειπε στην τρωική εκστρατεία και στην περιπλάνηση τον περίμενε καρτερικά. Στη ραψωδία ρ της Οδύσσειας (στίχ. 290-326) συναντάμε μια τρυφερή σκηνή αναγνώρισης. Ο σκύλος που κάποτε αλώνιζε τα βουνά της Ιθάκης στο κυνήγι βρίσκεται γέρος, γεμάτος τσιμπούρια, παρατημένος και ξεχασμένος απ’ όλους πάνω σ’ ένα σωρό από κοπριά. Ο Άργος αναγνωρίζει τον Οδυσσέα, σαλεύει την ουρά του και κάνει να κουνηθεί, μα είναι τόσο γέρος που δεν μπορεί. Ο Οδυσσέας αναγνωρίζει κι εκείνος τον Άργο, μα δεν πρέπει να φανερωθεί, κι ένα δάκρυ κυλάει κρυφά από τα μάτια του. Ρωτάει τον Εύμαιο για εκείνο το σκυλί, για να πάρει από τον πιστό του βοσκό την απάντηση που περίμενε: Είναι ο σκύλος του χαμένου αφέντη του. Ο ζητιάνος-Οδυσσέας μπαίνει στο παλάτι, «Όμως τον Άργο θάνατος μαύρος κι αχνός τον πήρε / σαν είδε τον αφέντη του, στα είκοσι χρόνια πάνω» (Οδύσσειας ρ, στίχ. 325-326, μφρ. Αργύρη Εφταλιώτη).

Μα και για έναν μακρινό πρόγονο του Οδυσσέα, τον μυθικό Κέφαλο, ένας σκύλος έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Πολλές είναι οι εκδοχές που συναντούμε για τον (την) Λαίλαπα, τον σκύλο της αγαπημένης του Κέφαλου Πρόκριδος, που τον βλέπουμε να απεικονίζεται στην αρχαιοελληνική αγγειογραφία αλλά και στη νεώτερη ζωγραφική. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους πίνακες του Paolo Veronese «Ο θάνατος της Πρόκριδος» (16ος αι.) και του Gerard Hoet «Κέφαλος και Πρόκρις» (17ος αι). Σύμφωνα με μία από αυτές τις εκδοχές, το σκυλί ήταν δώρο του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα στην Πρόκριδα, επειδή εκείνη τον θεράπευσε από μια φοβερή ασθένεια που τον είχε καταστήσει άτεκνο. Ήταν ένα ικανότατο κυνηγόσκυλο, κι ο Κέφαλος το ζήλεψε και της το ζήτησε. Εκείνη, μεταμφιεσμένη σε αγόρι, είπε πως θα του το δώσει αν πλαγιάσει μαζί της. Ο Κέφαλος ενέδωσε, κι εκείνη του το χάρισε, μετά την αποκάλυψη. Το φοβερό αυτό κυνηγόσκυλο μεταμορφώθηκε σε πέτρα από τον Δία κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού. Κατόπιν έγινε, με τη συμβολή του παντοδύναμου Διός, αστερισμός, ο Μέγας Κύων (ή Σείριος).

Τούτο το βιβλίο, ωστόσο, δεν έχει να κάνει με μύθους, ούτε με άλλες εποχές. Έχει να κάνει με μια αληθινή ιστορία: Τη συνάντηση και μετέπειτα μακρόχρονη συνύπαρξη ενός Κεφαλονίτη εικαστικού, λογοτέχνη και περφόρμερ, του Κώστα Ευαγγελάτου, μ’ έναν υπέροχο σκύλο, τον Λούη. Μια συναισθηματικά φορτισμένη προσωπική αφήγηση μιας πτυχής από τον μικρόκοσμο ενός δημιουργού, της σχέσης του μ’ ένα κατοικίδιο που τυχαία βρέθηκε στη ζωή του και του κράτησε επί πολλά έτη συντροφιά.

Είναι η πρώτη φορά που ο Κώστας Ευαγγελάτος δοκιμάζει να μοιραστεί μαζί μας τη λογοτεχνική μορφή της προσωπικής αφήγησης, του πεζού λόγου. Μέχρι τώρα, και επί δεκαετίες, είχαμε την ευκαιρία, παράλληλα με τη δράση του στο χώρο των εικαστικών και των performances να έρθουμε σε επαφή με το πλούσιο ποιητικό του έργο, με μια πιο «οικονομική» και συμβολική γλώσσα, με λέξεις που οι ίδιες έχουν σώμα, ύπαρξη.

Υπάρχει, βεβαίως, σε τούτη την πρώτη του αφηγηματική απόπειρα και μια ιδιότυπη γέφυρα με τον γνωστό σε μας κόσμο του Κώστα Ευαγγελάτου. Πρόκειται για δυο ποιήματα δικά του για τον Λούη (ο ποιητής Κώστας), σκίτσα που απαθανατίζουν τον Λούη (ο εικαστικός Κώστας) καθώς και ένα ποίημα σε αγγλική γλώσσα, της Felicity Elliot, με τίτλο “Louis d’EST”. “EST”, το σήμα-κατατεθέν της ομάδας καλλιτεχνών που ο συγγραφέας ίδρυσε το 1990. Ο Λούης (ο Λουδοβίκος;) του EST, ένα παιχνίδι με τις λέξεις και το χρόνο μας εισάγει σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση γι’ αυτόν τον τετράποδο «βασιλιά» ενός καλλιτεχνικού ατελιέ.

Ο αφηγηματικός πεζός λόγος έχει διαφορετικούς κώδικες, τους οποίους ο συγγραφέας δεν διστάζει να διερευνήσει, και μάλιστα μέσα από τον δύσκολο δρόμο της αποκάλυψης μιας τόσο προσωπικής και ευαίσθητης πλευράς του καλλιτέχνη, που δεν έχει άμεση σχέση με το έργο του, αλλά που τροφοδοτεί τα συναισθήματά του. To αφήγημα θυμίζει αυτό που ο Jean Jullien (1854-1919, Γάλλος δραματουργός και κριτικός) αποκαλούσε «φέτα ζωής» (tranche de vie), μιλώντας για το νατουραλιστικό θέατρο. Η ζωή όπως είναι, αφτιασίδωτη.

Αν και ο Ευαγγελάτος δεν ακολούθησε στις performances του το νατουραλιστικό πρότυπο, εδώ, σ’ αυτήν την εξομολόγηση μιας τόσο προσωπικής ιστορίας, αποκαλύπτεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια και τρυφερότητα. Η σχέση πίστης και αφοσίωσης του σκύλου προς τον άνθρωπο «τρέχει» μέσα στο κείμενο σαν κινούμενη κάμερα που παρακολουθεί και καταγράφει την πορεία του καλλιτέχνη Ευαγγελάτου στα εικαστικά, αλλά και του ανθρώπου Κώστα στην οικογενειακή του ζωή. Ένα βλέμμα αθώο όσο και το βλέμμα ενός σκυλιού, που καταγράφει το ξεδίπλωμα της ζωής ενός ανθρώπου. Αν και αφηγητής είναι ο ίδιος ο Ευαγγελάτος, πολλές φορές ο αναγνώστης αισθάνεται πως βλέπει την τέχνη και τη ζωή του συγγραφέα με τα μάτια του Λούη.

Από την άποψη αυτή, της «παρακολούθησης» της προσωπικής και καλλιτεχνικής πορείας του Ευαγγελάτου στο αφήγημα αυτό, το κείμενο παρουσιάζει και ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον. Είναι εργαλείο για τον μελλοντικό ερευνητή που θα επιχειρήσει να συνθέσει τη βιογραφία του συγγραφέα, αλλά και να διεισδύσει στον ψυχισμό του και για την ερμηνεία των έργων του. Η εικόνα που όλοι έχουμε σχηματίσει στο μυαλό μας για τους ζωγράφους που, χορτασμένοι από τη μαγεία της τέχνης τους δημιουργούν τα αριστουργήματά τους στο εργαστήριό τους, εδώ, καλειδοσκοπικά, ανατρέπεται, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με την πραγματικότητα, την καθημερινότητα του καλλιτέχνη. Του ανθρώπου, ο οποίος δοκιμάζεται όχι μόνο από την καλλιτεχνική του αναζήτηση, αλλά και από τις «πεζές», σαν τις δικές μας, αντιξοότητες που κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει. Θυμάμαι τους μαθητές μου να προβληματίζονται όταν παρακολούθησαν ταινίες όπως το “Pollock” (2000, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής ο Ed Harris) για τη ζωή του μεγάλου ζωγράφου, ή «Το κορίτσι με  το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι» (2003, σκηνοθέτης ο Peter Webber) που αναφερόταν στον Γιοχάνες Βερμέερ. Όχι, δεν ζούνε σ’ ένα μαγικό γυάλινο πύργο οι καλλιτέχνες. Είναι μέσα στη ζωή, δημιουργούν την ομορφιά επιβιώνοντας μέσα σ’ έναν κόσμο που τα έχει όλα: χαρά και λύπη, ασχήμια και ομορφιά.

Πέρα από αυτές τις δύσκολες στιγμές όμως, είναι κι εκείνες, οι άλλες, οι «μικρές» αλλά τόσο ουσιαστικές χαρές, που λειτουργούν λυτρωτικά για την ψυχή του καλλιτέχνη, και ξεπηδούν μέσα από τη συνύπαρξή του με ένα κατοικίδιο. Χαρές που ασφαλώς δεν μοιάζουν μ’ εκείνες που προσφέρει η τέχνη, αλλά χαράσσονται ανεξίτηλα στην ψυχή του δημιουργού.

Είναι διάχυτη η νοσταλγία στο κείμενο του Ευαγγελάτου, για τις στιγμές, τα αρώματα, τους αγαπημένους ανθρώπους εκείνης της εποχής που ακροπατώντας μπαίνουν στο κάδρο ενός αφηγηματικού πίνακα, στο οποίο πρωταγωνιστούν ο ζωγράφος και ο σκύλος, ο οποίοε ταξινομείται στην επιστήμη της Ζωολογίας ως canis familiaris, για να δείξει την συνοίκηση αλλά και την οικειότητα του σκύλου με τον «αφέντη» του. Όσο διάχυτη είναι η νοσταλγία, τόσο έντονος και «τεκτονικός» αποδεικνύεται ο νόστος. Όσο απέραντη είναι η τρυφερότητα, τόσο οδυνηρή είναι και η απώλεια.

Είναι ο “Louis D’EST” ένας αφηγηματικός πίνακας με δύο όψεις; Οι σελίδες που ακολουθούν θα σας δώσουν την απάντηση…

Ηλίας Τουμασάτος





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα