Ντόνα Μαντόνα, γλυκιά Κεφαλονίτισσα (κωμικόν μονόπρακτον)



Το μικρό αυτό μονόπρακτο παίχτηκε από μαθητές του Βαλλιανείου Γενικού Λυκείου Κεραμειών στο Λυκιαρδοπούλειο Αμφιθέατρο Κεραμειών (Χριστουγεννιάτικη Γιορτή 2017) και στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου (Παρουσίαση προγραμμάτων σχολικών δραστηριοτήτων, 2018)

ΠΡΟΣΩΠΑ

Νιόνιος: Παναγής Αντωνίου
Διαμαντής: Άλκης Αποστολάτος
Ντόνα: Ισμήνη Αλιβιζάτου

Ο Διαμαντής και ο Νιόνιος κάθονται σ’ ένα τραπέζι εστιατορίου και περιμένουν να έρθει η σερβιτόρα για παραγγελία.

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Μωρέ Νιόνιο, είσαι σίγουρος ότι εδώ δουλεύει ή θα γίνουμε ρεντίκολα;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Εδώ δουλεύει σου λέω… Τέσσερις μέρες το γυροφέρνω το μαγαζί. Όλο το Αργοστόλι το έλεγε… και δεν μπορούσα να το πιστέψω μέχρι που την είδα!
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Τέσσερις μέρες έκανες να κάτσεις. Πόσες φορές θα φάμε δηλαδή εδώ μέχρι να αποφασίσεις να της μιλήσεις;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Δεν μπορώ μωρέ Διαμαντή, την βλέπω και η καρδιά μου πάει να σπάσει. Δεν μού’χει ξανατύχει κάτι τέτοιο. Αυτή είναι Διαμαντή. Αυτή είναι η γυναίκα της ζωής μου.
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Είναι η δέκατη έβδομη φορά που το ακούω τα τελευταία πέντε χρόνια! Μήπως να βρεις κανένα άλλο ποιηματάκι;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Μα ναι… Της έχω γράψει και ποίημα! (Βγάζει ένα χαρτί από την τσέπη) Να στο διαβάσω;
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Όχι, μη μου το κάνεις αυτό, να χαρείς, κι έχω λιγούρα. Καλά, θα έρθει καμιά φορά να παραγγείλουμε; Όχι τίποτα άλλο, να τη δούμε κιόλας!
ΝΙΟΝΙΟΣ: Αν έρθει εκείνη… αν έρθει εκείνη… δεν ξέρω αν θα το αντέξω… θα βουρκώσω! Θα λιποθυμήσω!
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Εσύ λιποθύμα, κι άσε τα ορεκτικά σε μένα… Έχουνε ωραία τυροκαυτερή εδώ. Και αγκιναροκεφτέδες να παραγγείλουμε για ορεκτικό.
ΝΙΟΝΙΟΣ: (ξελιγωμένος) Αστακομακαρονάδα… Λένε… τη φτιάχνει… με τα χέρια της…
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Ρε… εσύ τρέμεις ολόκληρος ρε φίλε… Θα σού’ρθει κανένας ντουβρουντζάς!
ΝΙΟΝΙΟΣ: Έρχεται, Διαμαντή… έρχεται…  Κοίτα… μη γυρίσεις και καρφωθούμε.
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: (γυρίζει απότομα και κοιτάει, μετά ξαναγυρίζει προς το μέρος του Νιόνιου). Αυτή είναι που έρχεται;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Σκάσε… Δεν είπαμε να μη γυρίσεις; (τρέμει πιο πολύ)
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Σιγά ρε… τρέμει και το τραπέζι και νόμισα ότι γίνεται σεισμός, πανάθεμά σε!

(έρχεται η Ντόνα)

ΝΤΟΝΑ: (με μια κάποια αδιαφορία). Τι θα πάρετε;
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Ρε φίλε ούτε καλημέρα δε λέει αυτή;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Έ… έ…. Έ…..
ΝΤΟΝΑ: Έξινος. Τι θα πάρετε;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Ε… ε… ε…
ΝΤΟΝΑ: Δεν έχουμε απ’ αυτό. Κάτι άλλο;
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Βάλε για ορεκτικό μια τυροκαυτερή, μια πατάτες, μια σαλάτα χωριάτικη με μπόλικη φέτα, αγκιναροκεφτεδάκια, μπουρεκάκια με γαλοτύρι….
ΝΙΟΝΙΟΣ: Ε…. ε…. έχετε μενού;
ΝΤΟΝΑ: Δεν έχουμε. Το κακόμοιρο… Από μικρό ήταν έτσι; Κοίτα να δεις εσύ (στον Διαμαντή), πρώτον, άμα δαγκώνει να τονε πάρεις από δω μην τρομάξουν οι πελάτες. Και δεύτερον, τα μισά από αυτά δεν τα έχουμε. Θα σου φέρω ό,τι υπάρχει, μη σκάσεις κιόλας από το φαΐ. Για κύριο τι θέλεις; Και για το ζαβό να φέρω κανα φιδέ;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Α….α…. α…
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Αστακομακαρονάδα θέλει. Εμένα φέρε μου δυο κοντοσούβλια, περιποιημένα, κι έτσι καλοψημένα.
ΝΤΟΝΑ: Αστακομακαρονάδα δεν έχουμε, έχουμε μακαρονάδα με αστακό, από τα χεράκια μου.
ΝΙΟΝΙΟΣ: Ναι, ναι, ναι, απ’αυτό. Αν είναι από τα χεράκια σας.
ΝΤΟΝΑ: Κοίτα να δεις, μιλάει τελικά! Μην ανησυχείς, θα σου φέρω. (Του τσιμπάει το μάγουλο) Άτιμο!!!
(Στον Διαμαντή). Εσύ νεαρέ μόλις φύγεις από δω να πας να κοιτάξεις τη χοληστερίνη σου, δε σε βλέπω καλά. (φεύγει).
ΝΙΟΝΙΟΣ: Διαμαντή, με τσίμπησε… Δεν το πιστεύω… Με τσίμπησε! (ευτυχισμένος).Με τσίμπησε!
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Τι σε τσίμπησε μωρέ; Έχω στο σακίδιο αντισταμινικό. Περίμενε.
ΝΙΟΝΙΟΣ: Εκείνη…
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Εμένα λίγο τσαούσα μου φάνηκε. Είσαι σίγουρος ότι ταιριάζετε;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Την έκανα φόλοου στο ίνσταγκραμ! Είναι λέων με ωροσκόπο αιγόκερω. Ταιριάζουμε σαν γάντι, στο υπογράφω. Αλλά εγώ δεν ερωτεύτηκα το ζώδιο. Ερωτεύτηκα τον άνθρωπο.
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Και πού γνώρισες τον άνθρωπο; Στο ίνσταγκραμ;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Αγαπάει τα ζώα. Έχει δυο σκυλάκια, την Λούλου και την Μπούμπα. Μαθαίνει μουάι τάι και της αρέσει η ορειβασία και το μπάντζι τζάμπινγκ.
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Και ταιριάζει αυτή με σένα; Εσύ βλέπεις σκύλο και τρέχεις. Και όλο playstation είσαι.
ΝΙΟΝΙΟΣ (σκάσε, έρχεται).
Η Ντόνα έρχεται. Στο δίσκο της είναι ένα κοτόπουλο καρβουνιασμένο, ένα αγγούρι και μία κατσαρόλα.
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Τι είναι αυτά;
ΝΤΟΝΑ: Κοντοσούβλι τέλος, έχει μόνο κοτόπουλο, καρβουνιασμένο όπως το θες. Ορεκτικά τέλος, πάρε πέντε φετάκια σαλάμι, μη φάς τα πάνω πάνω, είναι από προχτές και είναι σαν σόλες. Σαλάτα τέλος, μόνο αγγούρι, πάρε και μαχαιράκι να κόψεις όσο θες, δώρο του καταστήματος. Και για τον κύριο μακαρονάδα με αστακό…
ΝΙΟΝΙΟΣ: Σας ευχαριστούμε πολύ! Φαίνονται υπέροχα… Μπορείτε να πάρετε το πιάτο του ορεκτικού…
ΝΤΟΝΑ: Φάε πρώτα και μετά ευχαριστείς!
ΝΙΟΝΙΟΣ: Ό,τι πείτε… (Κοιτάζει την κατσαρόλα….) Παναγία μου! Είναι… Είναι… είναι…
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: (κοιτάζει την κατσαρόλα). Δεσποινίς, αυτό δεν είναι αστακομακαρονάδα! Είναι ένας αστακός και από κάτω μακαρόνια! Και… ο αστακός είναι ζωντανός. Κουνιέται, δε βλέπετε;
ΝΤΟΝΑ: Ω, ρε, δεν έβρασε καλά. Περίμενε! (φεύγει)
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Ρε πας καλά; Αυτή πήγες και ερωτεύτηκες;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Κανένας δεν είναι τέλειος. Η αγάπη μας θα νικήσει τα πάντα. (Βάζει το χέρι του να φάει) Αααα! Διαμαντή! Νομίζω ότι με τσίμπησε ο αστακός!
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Μέχρι να την παντρευτείς θα σου περάσει!
(έρχεται η Ντόνα, με ένα τάπερ)
ΝΤΟΝΑ: Ζει ακόμα; (Κοιτάει την κατσαρόλα). Δυο φιάλες πετρογκάζ έκαψα να σε βράσω, εκεί εσύ, το βιολί σου! (Ανοίγει το τάπερ, το αφήνει στο τραπέζι, από μέσα βγάζει ένα μαχαίρι, το καρφώνει μέσα στην κατσαρόλα, το βγάζει και το σκουπίζει στην ποδιά της). Τώρα ψόφησε. Περιδρομιάστε! (φεύγει…)
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Ρε, είσαι σίγουρος; Αυτή είναι ο τερμινέιτορ σε γυναίκα; Λάχανο θα σε φάει.
ΝΙΟΝΙΟΣ: Αυτή είναι η γυναίκα της ζωής μου. Δεν βλέπεις πόσο ρομαντική είναι; Τερμάτισε τη ζωή του αστακού αντί να τον βλέπει να βασανίζεται.
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Είσαι βαριά άρρωστος φιλαράκι. Σκούρα τα βλέπω. Εγώ δεν κάθομαι άλλο εδώ. Να πληρώσουμε και να φύγουμε.
ΝΙΟΝΙΟΣ: Διαμαντή…
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Τι έγινε;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Το ποίημα…  Πρόλαβα και το έβαλα στο πιατάκι του ορεκτικού!
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Είσαι καλά μωρέ; Και τι έλεγες μέσα;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Είσαι ένα φεγγάρι που κατέβηκε στη γη / είσαι μια πεταλούδα που κατέβηκε στη γη /είσαι ένα αστέρι που κατέβηκε στη γη / είσαι ένα περιστέρι που κατέβηκε στη γη / είσαι μια δροσοσταλίδα που κατέβηκε στη γη / είσαι ένα άνθος αμυγδαλιάς που κατέβηκε στη γη…
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Είσαι ένας εξωγήινος που κατέβηκε στη γη…
ΝΙΟΝΙΟΣ: Πού το ξέρεις; Το λέω παρακάτω.
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Εγώ λέω πάμε να φύγουμε, προβλέπω μεγάλα γλέντια:
ΝΙΟΝΙΟΣ: Όχι, δε φεύγω Διαμαντή. Αυτή είναι η μοίρα μου, το πεπρωμένο μου, το κισμέτ μου, το κάρμα μου. Καλή μου Ντόνα / είσαι μια ανεμώνα / Θα σε λατρεύω καλοκαίρι και χειμώνα /στο ίνσταγκραμ σε γνώρισα κι είσαι μια τσαπερδόνα  / κάνε με φόλλοου αν θες για όλη τη ζωή μου / γίνε γυναίκα μου και πάρε την αναπνοή μου./ Ο Νιόνιος σου.
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Ε, ρε μάνα μου κόλλημα… ρε, πας καλά; Φτου ρε γαμ… έρχεται! Τη βάψαμε.
(Έρχεται η Ντόνα, φέρνει ένα τάπερ, μ’ ένα σημείωμα απέξω).
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Να σας πληρώσουμε.
ΝΤΟΝΑ: Ποιος είναι ο Νιόνιος από τους δυο;
ΝΙΟΝΙΟΣ: Ε… ε… ε…
ΝΤΟΝΑ: Πάρτο αλλιώς, θα βρεις. Αρχίσαμε πάλι… (Ο Διαμαντής της τον δείχνει, ανήσυχος)
ΝΤΟΝΑ: Αυτό από μένα, για να πάρετε σπίτι ό,τι περισσέψει.
ΝΙΟΝΙΟΣ: Ε… .ε… ε…
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Ευχαριστούμε!
(φεύγει η  Ντόνα)
ΝΙΟΝΙΟΣ: Διάβασε μου… σε παρακαλώ… τα μάτια μου έχουν θολώσει από τα δάκρυα. Με θέλει, Διαμαντή… με θέλει! Θα σπάσει η καρδιά μου…
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Θα σου λεγα τώρα… που μ’ έφερες εδώ πέρα, έχε χάρη που πεινάω. «Αγαπητέ Νιόνιο, δέξου κι από μένα με αγάπη αυτό το δωράκι. Είναι κάτι για σένα, για προσωπική χρήση. Χρησιμοποίησέ το αμέσως πάνω σου για να μην ξεθυμάνει!»
ΝΙΟΝΙΟΣ: Άρωμα είναι Διαμαντή! Δεν θα το βγάλω ποτέ από πάνω μου…
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Άντε, άνοιξέ το Χριστιανέ μου.
ΝΙΟΝΙΟΣ: (Ανοίγει και μένει σιωπηλός. Μετά ψελλίζει)… Πα… πα… πα….
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Τι, πάπια είναι εκεί μέσα; (Ο Νιόνιος βγάζει ένα πιστόλι κι ένα σημείωμα με παγωμένο πρόσωπο και τα χέρια να τρέμουν)
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Έλα Χριστέ και Παναγιά!
ΝΙΟΝΙΟΣ: «Με αγάπη: Πάρτο, βάλε το στη μούρη σου και πάτα τη σκανδάλη. Στα τσακίδια και να μη μας γράφεις. Ντόνα Μαντόνα».
Έρχεται η Ντόνα.
ΝΤΟΝΑ: Να βοηθήσω μήπως!
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Όχι, όχι!! (Σηκώνεται και τραβολογάει τον Νιόνιο.) Τρέχουν και βγαίνουν έξω…
ΝΙΟΝΙΟΣ: Μα… μα… μα…

ΝΤΟΝΑ: Μαμούνια! Άει σιχτίρ, ούτε μπουρμπουάρ δεν αφήσατε! (Μαζεύει και φεύγει).

ΤΕΛΟΣ

Εμπνευσμένο από το τραγούδι: "Μια Κεφαλονίτισσα" (μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης, στίχοι: Νίκος Γκάτσος)


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα