Ἃλς η Ομηρική, Θάλασσα η Ελληνική

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου...

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…
Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί.


Εν αρχή ην η θάλασσα. Το γαλάζιο του πλανήτη. Η γαλήνη, η σιωπή της, ο φλοίσβος κι ο αχός του οργισμένου κύματος. Το φως που τη χαϊδεύει, και τα σκοτεινά νερά της. Η αύρα της, κι οι μεγάλες της τρικυμίες. Οι σταλαγματιές της στο πρόσωπό σου και η οργή των κυμάτων της που χτυπούν το ναυαγό. Η ρέμβη της νηνεμίας κι η απόγνωση της καταιγίδας. Η καλοκαιρινή της δροσιά και το άγνωστο του ορίζοντα. Η πατρίδα κι η ξενιτιά. Το ταξίδι κι ο προορισμός. Η ζωή.


Άκουσε ο άνθρωπος το τραγούδι της θάλασσας, κι είπε να κάνει δικούς του τους ήχους και τις σιωπές της. Τη γλυκύτητα και την αγριάδα της. Να βάλει στη δική του φωνή τους ήχους της. Κι οι φθόγγοι ξεπήδησαν από το θαλασσινό τραγούδι. Κι έγιναν λέξη. Εκείνη η λέξη, που μες στο μυαλό του έφερνε όλη τη θάλασσα. Όλη της τη σημασία.

Ἃλς, λέξη ομηρική, σημαίνει θάλασσα. Ποια θάλασσα; Κάθε μια από κείνες που οι Έλληνες διάβαιναν με τα καράβια τους. Τη Μεσόγειο ολάκερη, το Ιόνιο, το Αιγαίο, το Μυρτώο, το Λιβυκό, την Προποντίδα, τη Μαύρη Θάλασσα.

Ἃλς: Και οι φθόγγοι, οι τόνοι, οι ανάσες, έδωσαν σ’ εκείνη, τη θάλασσα την ελληνική, τη σημασία τους Ένα άλφα, Μια δασεία, μια βαρεία, ένα λάμδα κι ένα σίγμα. Μία συλλαβή. Μία λέξη.

Το άλφα, ο φθόγγος της αρχής

Από τη θάλασσα, λέει η επιστήμη, ξεκίνησαν όλα. Εκεί γεννήθηκε η ζωή, από εκεί τα πρώτα πλάσματα της γης δειλά δειλά βγήκαν στην ξηρά. Η θάλασσα που γεννά τη ζωή, που γεννά και τη βροχή, που γυρίζει στον κόσμο γλυκιά, για να ξαναχαρίσει τη ζωή στη φύση, να κάνει το χώμα να φυτρώσει, το στόμα να ξεδιψάσει. Που χαρίζει στη γη το αλάτι της. Που έθρεψε με τα ψάρια της τους νησιώτες μας πάνω στους ξερούς τους βράχους. Που έδωσε στον Έλληνα τη διέξοδο από τις φτωχές κι άγονες βουνίσιες του πλαγιές. Που τον έβαλε στα καράβια, τον έκανε ταξιδευτή και έμπορο. Η θάλασσα έκανε τον άνθρωπο κοινωνό της οικονομίας που ξέφευγε από τη γη και τα αγαθά της, τον έκανε να πάρει τους δρόμους της, να μεταφέρει τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων μαζί με τα εμπορεύματα στα πέρατα της οικουμένης. Η θάλασσα, ζωή, συγκοινωνία, ευκαιρία. Η αρχή όλων.

H δασεία: Το πνεύμα του ανέμου

Στα αρχαία ελληνικά η δασεία (το πνεύμα) προφερόταν, ακουγόταν. Ο ήχος της ήταν η εκπνοή αέρα από το στόμα… ένα σχεδόν αθόρυβο χ. Σαν τον άνεμο, που ζωγραφίζει τη θάλασσα μ’ ένα απαλό κυματάκι, που γίνεται φλοίσβος στην ακτή. Τον ούριο άνεμο, που βγάζει το καΐκι του ψαρά από το λιμάνι, ή τον στόλο των Αχαιών από την Αυλίδα, ή τους Έλληνες που αφήνουν την ηπειρωτική Ελλάδα για να αποικίσουν τις ακτές της Μικράς Ασίας. Που οδηγεί τους εξερευνητές στις καινούριες ηπείρους. Που φουσκώνει τα πανιά των καραβοκύρηδων για να ταξιδέψουν σ’ όλη τη Μεσόγειο, στη Μαύρη Θάλασσα. Αλλά και τους θυελλώδεις ανέμους που παρασύρουν και τσακίζουν τα καράβια του Οδυσσέα, που στέλνουν στο βυθό τον ανώνυμο ναύτη, τον στόλο του Δαρείου που έρχεται να κατακτήσει την Ελλάδα, τον πρόσφυγα που το άδειο του σωσίβιο ή το άψυχό του σώμα ξεβράζεται στις ακτές του Αιγαίου, τον ανώνυμο ναύτη που χάνεται μαζί με το ναυάγιο του καραβιού του.

Η βαρεία: Ο τόνος της συνέχειας

Η βαρεία είναι ο ξεχασμένος και αδικημένος τόνος της ελληνικής γλώσσας. Είναι ο τόνος που μπαίνει στη λήγουσα όταν δεν ακολουθεί κάποιο σημείο στίξης. Η λέξη τελειώνει, μα δεν μπορείς να πάρεις ανάσα. Δεν υπάρχει τελεία, δεν υπάρχει ούτε ένα κόμμα. Η φωνή «χτυπάει» πάνω στο φωνήεν, το βαραίνει, μα η φράση συνεχίζεται, σαν τη θάλασσα, που δεν τελειώνει ποτέ. Που δεν αφήνει το ναύτη να πάρει ανάσα. Που είναι απέραντη, σε σχέση με την περατή ξηρά. Δίχως τέλος, όπως τα ταξίδια των Ελλήνων στις χιλιάδες χρόνια της Ιστορίας τους. Με «βάρος» στην ψυχή των Ελλήνων ναυτικών που για μήνες ταξιδεύουν και περνούν ατέλειωτες μέρες στο κατάστρωμα, στη μηχανή, στο τιμόνι. Μια «βαρεία» που πέφτει πάνω στη φωνή εκείνων που μετουσιώνουν το βάρος της ψυχής τους σε ποιητικό λόγο, σαν εκείνον του Νίκου Καββαδία. Μια «βαρεία», ένας καημός, που χρωματίζει τα δημοτικά μας τραγούδια για τους ξενιτεμένους Έλληνες. Καημός στην ψυχή των ξενιτεμένων, καημός και στην ψυχή εκείνων που καρτερούν στην πατρίδα, που αποχαιρετούν. «Βαρεία» πάνω στο λυγμό της τελευταίας λέξης, του αποχαιρετισμού.

Λάμδα: Το γράμμα της γλώσσας

Το «λάμδα» είναι σύμφωνο γλωσσικό. Και υγρό. Η θάλασσα είναι η γλώσσα. Απέραντη και διαρκώς κινούμενη. Η γλώσσα που επικοινωνούν οι άνθρωποι. Οι διαφορετικές γλώσσες τους. Τα δάνεια ανάμεσα στις γλώσσες που μεγάλωσαν όταν οι άνθρωποι πρωτοακολούθησαν τους θαλάσσιους δρόμους. Η θάλασσα που έκανε την ελληνική γλώσσα lingua franca, παγκόσμια γλώσσα, στον ελληνιστικό και στον βυζαντινό κόσμο, τη γλώσσα που γοήτευσε ακόμα και τους Άραβες, που την ξαναγύρισαν στην ηπειρωτική Ευρώπη. Η γλώσσα που ενώνει τους πολιτισμούς, αλλά και που τους κάνει να διαπιστώσουν τις διαφορές τους. Η γλώσσα που ταξιδεύει στο άγνωστο, με τον κίνδυνο να βρεθεί απέναντι σε μια διαφορετική γλώσσα. Αλλά και η γλώσσα η υγρή, σαν το υγρό στοιχείο, σαν το «λάμδα». Η γλώσσα της λογοτεχνίας. Η συγκινημένη γλώσσα, εκείνη με το δάκρυ στην άκρη του ματιού, εκείνη που είναι όχι επίπεδη, αλλά κυματιστή, σαν τις λέξεις και στα συναισθήματα των ποιητών. Λάμδα, γΛώσσα, Λόγος, Λογοτεχνία, Λέξη.


Το σίγμα: Το σύμφωνο που σφυρίζει, που συγκρούεται, που σιωπά

Το «σίγμα» είναι ένα γράμμα συριστικό. Είναι γράμμα τριβώμενο. Κι είναι γράμμα άηχο. Συριστικό, σαν ένα σφύριγμα που μόλις ξεφεύγει από τα κλεισμένα μας χείλη. Όπως ο Οδυσσέας ξέφυγε από τα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Όπως οι Έλληνες, που διάβηκαν τον Ελλήσποντο για να βρεθούν στη Μαύρη Θάλασσα. Όπως ο Βόσπορος, που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία. Σφύριγμα, όπως εκείνο του καραβιού που φεύγει ή που φτάνει στα νησιά. Που φέρνει και που παίρνει. Σαν το τραγούδι που σιγοσφυρίζει ο ναύτης πάνω στην κουπαστή, μπροστά στο απέραντο γαλάζιο. Είναι γράμμα τριβώμενο. Και η τριβή σημαίνει δυνάμεις αντίρροπες, σύγκρουση, αντιπαλότητα. Είναι φορές που η θάλασσα χωρίζει τους ανθρώπους, που συγκρούονται πάνω στα νερά της. Που ορέγονται τα νησιά της, τον ανεξερεύνητο πλούτο του βυθού της. Που ζωγραφίζουν γραμμές στους χάρτες πιστεύοντας πως μπορούν να τη χωρίσουν στα δυο. Μα δεν χωρίζει η θάλασσα, ούτε φυλακίζονται τα νερά της.
Το σίγμα είναι και γράμμα άηχο. Σαν τη σιωπή. Τη δικιά μας τη σιωπή, κάτι ξάστερα βράδια του καλοκαιριού που καθόμαστε δίπλα της, σε μια αμμουδιά, με τα μάτια κλειστά. Είναι τότε που εμείς σωπαίνουμε, για να μπορέσει η ψυχή μας να ακούσει τη γαλήνια θάλασσα. Και να χαρεί τη μουσική της.
Κι ο Έλληνας εκείνη τη μουσική την άκουσε και την ακούει σ’ όλα τα πέλαγα του κόσμου. Μουσική που, όπου κι αν ακουστεί, έχει κρυμμένη μέσα της εκείνη την λέξη, τη μικρή, τη μεγάλη, την ελληνική:  Ἃλς.
Κι όπως ακούει το τραγούδι της, κι εκείνος σιγοψιθυρίζει τους στίχους του Ηλία Κατσούλη:
Εδώ γεννήθηκα
τρεις χιλιάδες χρόνια πριν
ούτε σ’ αρνήθηκα
μόνο σ’ αγαπώ
και ταξιδεύω.

Ηλίας Τουμασάτος
Πρώτη Δημοσίευση: στο πρόγραμμα της εκδήλωσης του Λυκείου Ελληνίδων - Παραρτήματος Αργοστολίου "Ανάμεσα Δυο Θάλασσες". Αργοστόλι, 2017,  σελ. 12-14





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα