Στο Λιθόστρατο της μικρής μας πόλης. Μια νουβέλα της Μαρίας Τσιμά





Ένας δρόμος-κοινωνικό δίκτυο
Μαρία Τσιμά, Το Λιθόστρατο, Αθήνα: Στερέωμα, 2017, σελ. 131.
Παρουσίαση στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου, 16/6/2017

Κάποτε λεγόταν «οδός Κράνης» από το όνομα της αρχαίας πόλης που βρισκόταν ψηλά, πάνω από τη λιμνοθάλασσα του Κούταβου. Χώμα, κιμιλιά, και αργότερα κυβόλιθοι. Το Λιθόστρωτο, ή «Λιθόστρωτο», ο κεντρικός εμπορικός δρόμος της μικρής μας πόλης. Μια μεγάλη περαντζάδα, από την παλιά, βενετσιάνικη πόλη με τα στενά δρομάκια, που περνούσε και περνά από την παλιά πλατεία Ελευθερίας, την Πλατεία Καμπάνας, εκεί που κάποτε κάηκε το λίμπρο ντ’ όρο.
Περνούσε από την παλιά μητρόπολη, απ’ όλα τα «εμπορικά». Τέλειωνε κάπου κοντά στο θέατρο της πόλης, τον «Κέφαλο». Ο δρόμος, όχι η περαντζάδα. Τα βήματα προχωρούσαν και προχωρούν στην «καινούρια πόλη», με τους μεγάλους ίσιους δρόμους που χάραξαν οι Άγγλοι. Και στην καινούρια, μεγάλη πλατεία, κι από κει, στο δρόμο με τις φιλύρες. Την Οδό Δικαστηρίων, που κι αυτή έφτανε σε μια άλλη, μεγάλη πλατεία. Την πλατεία του Μαίτλαντ. 
Η πόλη άλλαξε. Μετά τους σεισμούς του 1953 ισοπεδώθηκε από τις μπουλντόζες. Κι όταν ξαναχτίστηκε, το Λιθόστρατο ήταν πάλι εκεί, στην ίδια θέση, σαν το φάντασμα των κυβόλιθων να είχε ριζώσει εκεί, κάτω από τα συντρίμμια. Πήρε το όνομα «Διαδόχου Κωνσταντίνου». Ο διάδοχος έγινε βασιλεύς, έχασε τον θρόνο του , το Λιθόστρωτο έμεινε. Για κάμποσα χρόνια άσφαλτος, με τ’ αυτοκίνητα να περνοδιαβαίνουν, ώσπου, έφυγαν κι εκείνα… κι οι πεζοί έκαναν πάλι ανενόχλητοι τις βόλτες τους, κι η άσφαλτος κρύφτηκε κάτω από πλάκες. Πλάκες, που κάνουν τα λουστρίνια των ηρωίδων του βιβλίου να ακούγονται πιο δυνατά. Λες κι ο δρόμος έχει καρδιά, και κάθε περαντζάδα δυναμώνει τους χτύπους της.
Δεν είναι τυχαίος δρόμος το Λιθόστρωτο. Δεν είναι ο δρόμος που πας να κάνεις τις δουλειές σου. Υπάρχουν κι άλλοι τέτοιοι δρόμοι στη μικρή μας πόλη. Δεν είναι ο δρόμος που πας να κάνεις τις βόλτες σου. Δεν είναι ο δρόμος που θα πας να ρομαντζάρεις. Είναι ο δρόμος που θα διαβείς για να δεις και να σε δουν. Σ’ όλο το μήκος του, σε κάθε του στιγμή, ένα μικρό tableau vivant, ένα μικρό στιγμιότυπο, τη στιγμή που διασταυρώνονται οι μικρές ζωές μας στη μικρή μας πόλη. Μικρές, αλλά δημόσιες. Όπως γινότανε παλιά παντού, σε πόλεις και χωριά.
Στην Άσσο, η πλατεία που συναντούσε ο ένας τον άλλο, λέγεται ακόμα «Ο φόρος», μια «αγορά», ένα μακρινό εγγονάκι του ρωμαϊκού forum. Στον Αγκώνα, το χωριό του πατέρα μου,  ο δρόμος με τα μαγαζιά ήταν η «λόντζα». Όταν περνούσαν από κει οι γυναίκες του χωριού, κουβαλώντας το νερό με το λάτινο σταμνί  στο κεφάλι, φορούσαν τα καλά τους παπούτσια και τα σκουλαρίκια τους.  Μα το Λιθόστρατο ήταν, είναι αλλιώς. Οι λόντζες έσβησαν στα χωριά, και τώρα όλοι ζουν το δημόσιο βίο τους διαβαίνοντας πάνω απ’ αυτές τις πλάκες. Δε θα σβήσει ποτέ το Λιθόστρατο. Ό,τι και να γίνει.
Γιατί όλοι εκεί γίνονται αυτό που θέλουνε να γίνουν. Ή ίσως, αυτό που θέλουν να δείξουν στους άλλους. Εκείνο τον όμορφο εαυτό τους. Η μάνα κι η κόρη, κι οι δυο όμορφες. Τα καινούρια ζευγάρια της πόλης. Τα όμορφα μωρά στα καροτσάκια. Ακόμα και οι κουβέντες των ανθρώπων κρύβουν μέσα τους την επίγνωση ότι κάποιος τις ακούει.
Το Λιθόστρατο μοιάζει μ’ ένα αρχέγονο κοινωνικό δίκτυο. Είναι ένας δρόμος μαγικός, σαν το προφίλ μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μια όμορφη φωτογραφία που ίσως και να μας μοιάζει, κι άλλες χαμογελαστές φωτογραφίες από τις ίδιες παραλίες, το ίδιο καφέ, το ίδιο μπαράκι, τις ίδιες πάστες που φάγαμε. αποστάγματα κατεψυγμένης σοφίας, όλα όσα μπορούν να πείσουν τους άλλους ότι περνάμε καλά, ότι νιώθουμε όμορφοι.
Μια φετούλα αληθινής ζωής, πάντα φρέσκια, πάντα ζεστή και αφράτη. Μιας ζωής που το «τακ τακ» των παπουτσιών στις πλάκες δηλώνουν ότι, ναι, είναι ζωντανή, δηλώνουν και το χρόνο που περνάει.
Και πέρα απ’ αυτό το φυσικό σύνορο; Το σπίτι, κι όσα κρύβονται πίσω από τα παντζούρια, κάτω από το χαλί. Εκεί που δε χρειάζεται να είσαι αυτό που θέλεις να νομίζουν οι άλλοι. Εκεί που ο καθρέφτης σου δείχνει πάντα τον εαυτό σου, μόλις ξυπνάει το πρωί. Εκεί, που τα περίεργα μάτια των άλλων παλεύουν αλλά δεν μπορούν να φτάσουν. Γιατί, στη μικρή μας πόλη, σημαντική δεν είναι τόσο η αλήθεια. Σημαντικοί είναι οι άλλοι. Κι αυτό που βλέπουνε για μας με τα δικά τους μάτια.
Η ηρωίδα του βιβλίου της Μαρίας Τσιμά βρίσκει κάποτε το δρόμο προς την πολύ μεγάλη πόλη, μακριά, στην Αμερική, ονειρεμένο τόπο αποκατάστασης για πολλές κοπέλες. Τώρα, από το χέρι την κρατάει ένας γέρος. Μα εκεί δε βρίσκει κανένα Λιθόστρατο. Στην πρωτεύουσα ολόκληρου του πλανήτη, εκείνη είναι κλεισμένη σ’ ένα μαγαζί. Τα αρώματα της μικρής της πόλης σκεπάζονται από κάπνες και χαλασμένα τηγανόλαδα. Η μεγάλη πόλη δεν έχει ελευθερία.
Η μεγάλη πόλη δεν έχει ελευθερία. Η μικρή πόλη δεν έχει μυστικά. Αν θέλεις να έχεις μυστικά, πρέπει να τα θάψεις μακριά από το Λιθόστρατο. Δηλαδή, όχι και τόσο μακριά. Δυο δρόμους παρακάτω, η παραλία της πόλης, εκείνο το κομμάτι της που έχει καταφέρει να κρύψει ακόμα και τη θάλασσα. Ακούνητη κι εκεί η αγορά, όχι η λουσαρισμένη του Λιθοστρώτου. Ψάρια, χασάπηδες, ζαρζαβατικά, μαστόρια. Φασαρία, μακρινή από την ομορφιά. Φασαρία, που κρατάει μακριά τα μάτια και τα αυτιά των άλλων.
Μέσα σ’ εκείνη τη βουή, μπορεί να κρυφτεί η αλήθεια. Μπορεί να κρυφτεί κι ο πόθος, εκείνος που δεν πρέπει ποτέ να διαβεί το δρόμο, δεν πρέπει ποτέ να ακουστούν τα τακ τακ της καρδιάς του πουθενά. Εκεί που δεν περνάει κανείς, εκεί νομίζεις ότι μπορείς να κρύψεις την αλήθεια. Μα καμιά φορά, μέσα στο θόρυβο και τη ζάλη, εκείνη την αλήθεια την κουβαλάς μαζί σου. Κρυμμένη κι εκείνη, μυστική , καμιά φορά άγνωστη σε σένα.
Μα έρχεται η στιγμή που εκείνη την κρυμμένη μέσα σου αλήθεια, τη γεννάς. Και πάνω εκεί στους πόνους, η μικρή πόλη στρέφει τις κεραίες της, και τα μάτια της, και δυναμώνουν οι ψίθυροι, και το Λιθόστρωτο γίνεται ένα μουσικό κουτί γεμάτο από ψιθύρους, με τόση μαεστρία ενορχηστρωμένους, που δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν ίσαμε τ’ αυτιά σου.
Η επιλογή σου είναι να συνεχίσεις να παριστάνεις πως τίποτα δε συνέβη. Να κατασκευάζεις μια ακόμη πραγματικότητα, μια ακόμη φτιασιδωμένη μάσκα, για να μπορείς να κυκλοφορείς στο Λιθόστρωτο και να σβήνουν οι ψίθυροι στο πέρασμά σου, κι όσο πιο πολύ κρατάει η περαντζάδα σου, τόσο εσύ να μην ακούς.
Κι όταν τελειώνει το περπάτημα και γυρίζεις εκεί, πίσω από τα παντζούρια, ή στο θλιβερό μαγαζάκι της αγοράς, ο ψίθυρος είναι τόσο δυνατός που νομίζεις ότι σε κρατάει από το χέρι. Όπως η μάνα σου, τότε. Και τώρα το «τακ τακ» είναι γεμάτο αγωνία.
Κι εσύ, έχεις γεννήσει δυο ακόμα μικρά λουστρίνια που η καρδούλα τους θα χτυπάει ρυθμικά στο Λιθόστρωτο. Κι η δικιά σου καρδιά θα χτυπάει διπλά… Για τα ψέματα που ειπώθηκαν κι εκείνα που θα ακολουθήσουν. Στη μικρή μας πόλη κανένα ψέμα δεν βαδίζει μόνο του. Μαζεύονται σιγά σιγά πολλά μαζί και κάνουν παρέλαση στο Λιθόστρατο. Μαζί με τα ψέματα των άλλων, που όσο δυνατή κι αν είναι η αλήθεια, δεν την αφήνουν ν’ ακουστεί.
Ίσως δεν είναι τυχαίο που αυτή η πόλη φοβάται τη θάλασσά της. Κάνει πως δεν τη βλέπει. Κι εκεί, πίσω από την αγορά της, όταν τα φώτα είναι σβηστά, όταν κανένας πια δεν περπατά, δεν ανασαίνει, δεν ακούει, τότε είναι που έρχεται εκείνη η αλήθεια και καθρεφτίζει το πρόσωπό της στα σκοτεινά ρηχά νερά του λιμανιού.  Εκείνα που δεν θα δει κανένα μάτι. Η αλήθεια θα ορμήσει ξαφνικά, εκεί στη σκοτεινή πλευρά του λιμανιού, για δευτερόλεπτα θα αιωρηθεί στο κενό, κι έπειτα θα βυθιστεί στα σκοτεινά νερά. Πίσω από την αγορά της πόλης. Εκεί που το πρωί ένα πολύβουο μελίσσι θα επαναλάβει τη ρουτίνα μιας οποιασδήποτε μέρας.
Η μικρή πόλη ξέρει. Ξέρει ν’ ακούει πίσω απ’ τους τοίχους, να βλέπει πίσω από τις κουρτίνες. Οι αλήθειες δεν είναι δυνατό να παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα κρυφές σ’ έναν τόπο που όλοι γνωρίζουν όλους, όπου οι άνθρωποι είναι τόσο λίγοι που ο χτύπος της καρδιάς τους ακούγεται πιο δυνατά απ’ τον χτύπο των παπουτσιών τους πάνω στο Λιθόστρατο. Μα η μικρή πόλη ξέρει και να σωπαίνει. Εκείνη η αλήθεια που φανερώνεται την ώρα που βουλιάζει στα σκοτεινά νερά, τελικά μάλλον όλοι τη γνωρίζουν. Αλλά όλοι έχουν συμφωνήσει να σωπαίνουν. Όχι από συγκατάβαση. Αλλά  με την ελπίδα ότι η ίδια σιωπή θα κυριαρχήσει κι όταν η δικιά τους αλήθεια φανερωθεί με κάποιο τρόπο.
Η αλήθεια είναι εκεί. Μα κανένας δεν τη βλέπει. Ακόμα και σ’ εκείνη την άλλη βόλτα, την μοναχική και θλιβερή, που περνάει από τη γέφυρα του Ντε Μποσσέ και φτάνει στο κοιμητήριο της πόλης. Στο κοιμητήριο με το άγαλμα του κοριτσιού που αναπαύεται. Σιωπηλό είναι το κορίτσι, όπως και η μικρή μας πόλη. Θλιμμένο, όπως κι οι αλήθειες που κρυβει η σιωπή. Πηγαίνεις στο κοιμητήριο μονάχη και σιωπηλή. Γυρνάς και βλέπεις την πόλη λουσμένη στο φως το ιλαρόν του σούρουπου. Κι εκεί, στο κέντρο της εικόνας, εκεί που το βλέμμα σου εστιάζει, είναι εκείνα τα νερά, πίσω από την αγορά, εκεί που βούτηξε κι αναδύθηκε, μισή, η αλήθεια. Κι εκεί, πάνω στη γέφυρα, νιώθεις πως η μισή σου αλήθεια είναι θαμμένη στα λευκά μάρμαρα του Δραπάνου, κι η άλλη μισή για πάντα ζωντανή στον σκοτεινό βυθό.
Κι εκεί, έξω από την πόλη, μακριά από τις πλάκες του Λιθόστρωτου, τα  καφενεία, τις βιτρίνες, τις πόζες και τις πρόζες των περιπατητών, εκεί, που κανένας δεν βλέπει, που κανένας δεν μπορεί να μιλήσει, στο Δράπανο, εκεί που βρίσκεται όλο το παρελθόν της πόλης, εκεί πας να χτίσεις κι εσύ, μαζί με όλους τους σιωπηλούς κατοίκους του, το δικό σου αιώνιο μυστικό.
Ακόμα μια αγκαλιά κρυμμένη από τα βήματα των περαστικών, από τα βλέμματα που στρέφονται πάνω σου ξεχνώντας τον αχνιστό καφέ τους. Στη μικρή μας πόλη οι αγκαλιές είναι κρυφές, όπως κι η αγωνία για τη ζεστασιά τους. Κι εκεί, πιο κοντά στο θεό, απ’ ό,τι στους ανθρώπους, άλλη μια αλήθεια θα γεννηθεί, καταδικασμένη να χαθεί κι αυτή σε κάποιο μελλοντικό σκοτάδι. Καταδικασμένη να γίνει γνώση που θα μείνει στην άκρη των χειλιών. Γνώση που δεν θα ειπωθεί ποτέ.
Στο Λιθόστρατο ακούς πολλές φωνές. Βλέπεις πολλά πρόσωπα. Νιώθεις την αύρα πολλών ανθρώπων. Όταν δεν ξέρεις, πτωχός τω πνεύματι γαρ, μπορεί και να ξεγελαστείς. Μα όταν ξέρεις, και πάλι θα αναγκάσεις τον εαυτό σου να μη μιλήσει, να κάνει πως δεν ξέρει. Κι η παράσταση θα συνεχιστεί, ανάμεσα στις αλήθειες, στους ήχους των βημάτων, και στα σκοτεινά νερά.
Η Μαρία Τσιμά έγραψε Το Λιθόστρατο με αγάπη γι’ αυτή την πόλη. Για την ομορφιά, τα χρώματα, τα αρώματα και τους ήχους της. Αλλά και με βαθιά επίγνωση της αλήθειας της, που έχει πολλά πρόσωπα. Αποφάσισε όμως να μιλήσει γι’ αυτή την αλήθεια που εμείς οι άλλοι προτιμούμε επιμελέστατα να αφήνουμε κρεμασμένη στην άκρη των χειλιών. Όχι για να στηλιτεύσει τη δικιά μιας τη σιωπή. Αλλά γιατί συμπονά βαθιά αυτή την πόλη, με τις όποιες αλήθειες της, με τις όποιες σιωπές της. Δεν θέλει να μας δείξει κάτι που βλέπουμε. Όλοι βλέπουμε. Και την αγάπη, και την απόγνωση, και το συμφέρον, και την υποκρισία, και την πόζα, και το απαγορευμένο, και το πένθος. Θέλει να σπάσει αυτή τη μυστική μας συμφωνία σιωπής. Όχι για να αποκαλύψει την αλήθεια μας. Αλλά γιατί πονάει αυτή την πόλη. Τη δικιά της και τη δικιά μας.
Δεν ήταν εύκολη, πιστεύω, η συγγραφή. Ούτε ανώδυνη ακόμα και για την ίδια τη Μαρία. Γιατί δεν είπε να μας κοιτάξει από απέναντι, σαν πτηνά εξωτικά, απομεινάρια ενός παρελθόντος στο οποίο καμιά φορά μένουμε εγκλωβισμένοι. Μας μίλησε με πόνο για τον κοινό πόνο όλων μας. Με αγάπη, για την αγάπη όλων μας γι’ αυτό τον τόπο. Για την ομορφιά του, αλλά και για την αλήθεια του.
Θα ‘ θελα να κλείσω και να την ευχαριστήσω, με κάποια δικά της λόγια, που μου υπέδειξε μια συμμαθήτρια και φίλη της. Λόγια πιο παλιά, που κάποτε γίνανε τραγούδι. Τραγούδι που μιλά με την ίδια ευαισθησία, με την ίδια αγάπη για όσα μας προσφέρει με τούτο το βιβλίο.
Κοιμάται το πρωί στο μαξιλάρι της
Κι ονειρεύεται τα’ αμπέλι, το σταφύλι
Μάνταλο κόκκινο και κλειδωνιά τα χείλη της
Π’ ανοίγει η πόρτα του παράδεισου, το δείλι

Έχει βρεγμένο τ’ άσπρο μισοφόρι της
Εκεί που ο βράχος σμίγει με τη θάλασσα
Κόκκινο μήλο ανασαίνει το σεντόνι της
Κούκλα από χόρτο, παιδική κι εγώ τη χάλασα

Ξυπόλυτη γυρνά με την πλεξίδα της
Βαλανιδιά, μονάχη, Αχερουσία
Κολυμπάει ο ύπνος στα στήθια και τα χέρια της

Χρόνια προσμένει τον ψαρά, η Αναστασία...




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα