Ένα "Αντιφέγγισμα" για τη Μαρίκα Κοτοπούλη (1915)





Ένα δραματικό «Αντιφέγγισμα» στην κωμική σκηνή του Μπάμπη Άννινου

           
Ηλίας Α. Τουμασάτος

 Πρώτη δημοσίευση: "Κεφαλληνιακά Χρονικά", τόμ. 15 (2014), σσ. 575-607.

Η κωμωδία και κυρίως η επιθεώρηση ήταν τα δραματικά είδη που καθιέρωσαν τον Κεφαλονίτη Μπάμπη Άννινο (1852-1934)[1] στην αθηναϊκή θεατρική σκηνή του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Σε αντίθεση με την πολύμορφη παρουσία του στον καθημερινό και περιοδικό τύπο των Αθηνών της ίδιας περιόδου, που κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα λογοτεχνικών ειδών (από το ανάλαφρο ευθυμογράφημα μέχρι ιστορικές πραγματείες και δόκιμες μεταφράσεις λογοτεχνικών και ιστορικών έργων), όλα στοιχεία που εξασφάλιζαν στον Άννινο μια θέση στη χορεία των λογίων της αθηναϊκής πνευματικής ζωής, η πορεία του στο θέατρο, είτε ατομικά, είτε συμμετέχοντας στη συγγραφική ομάδα της επιθεώρησης Παναθήναια[2] ήταν ταυτισμένη με την κωμωδία. Οι μοναδικές του «διέξοδοι» προς το δράμα ήταν διά της μεταφραστικής οδού, καθώς πολλές μεταφράσεις δραματικών έργων από τον ίδιο είδαν το φως της σκηνής.[3]
Μπορεί και στις κωμωδίες του που γνώρισαν επιτυχία, όπως το Ζητείται Υπηρέτης και Τα εκατομμύρια του Λεωνίδα Η Νίκη του Λεωνίδα), στις περιπέτειες της Οικογένειας Παραδαρμένου ή στον μονόλογο Όποιος φυλάει τα ρούχα του,[4] το γλυκόπικρο στοιχείο να «χρωματίζει» με έναν δραματικο τόνο την κωμική ατμόσφαιρα, ή να ξεπροβάλλει ως φωτοσκίαση των κωμικών καταστάσεων, ωστόσο σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις το κυρίαρχο αποτέλεσμα είναι εκλεπτυσμένα κωμικό. Στα Παναθήναια πάλι, και τουλάχιστον σε όσα από τα κείμενα έχουμε στη διάθεσή μας, με δεδομένες τις δυσκολίες που ενυπάρχουν στο επιθεωρησιακό είδος να αναδειχθεί η ατομική συμβολή καθενός από τα μέλη της εκάστοτε συγγραφικής ομάδας, ασφαλώς το αποτέλεσμα, είτε εθνικοπατριωτικό στα Πολεμικά Παναθήναια, είτε περιγραφικό της αθηναϊκής καθημερινότητας σε εκείνα που παραστάθηκαν υπό ομαλότερες συνθήκες, έχει περισσότερο κωμικό και ανάλαφρο χρώμα, που διανθίζεται από τις στιχουργημένες ενίοτε από τον Άννινο μουσικές επιτυχίες, που εκτελούνταν επί σκηνής, αποτελώντας τα τραγουδιστικά, περισσότερο ή λιγότερο εφήμερα «σουξέ» της εποχής τους.
            Το μοναδικό αμιγώς δραματικό έργο του Άννινου που έχουμε στη διάθεσή μας είναι το «δραμάτιον» Αντιφέγγισμα. Είναι και το μοναδικό μη κωμικό θεατρικό έργο του Άννινου που παραστάθηκε επί σκηνής. Το μονόπρακτο έργο έχει εντοπιστεί στο αρχείο του Χ. Άννινου στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου,[5] ενώ δεν εντοπίστηκε δημοσίευσή του σε κάποιο έντυπο της εποχής.
Η Κυριακή Πετράκου το ταυτίζει με το έργο Αντικατοπτρισμός που είχε υποβληθεί στον Αβερώφειο Δραματικό Διαγωνισμό του 1915.[6] Είναι αξιοπερίεργο ότι ο Άννινος επιχείρησε τη συμμετοχή του σε έναν δραματικό διαγωνισμό τη στιγμή που ήταν καταξιωμένος πλέον συγγραφέας, ο ίδιος ως Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων ήταν στην κριτική επιτροπή άλλου διαγωνισμού που προκήρυσσε την ίδια περίοδο η Εταιρεία, και επιπλέον, την ίδια εποχή γνώριζε σαρωτική επιτυχία ως συγγραφέας των Παναθηναίων. Ίσως αυτή η τελευταία του ιδιότητα να του δημιουργούσε το άγχος της καταξίωσης σε ένα πιο σοβαρό ρεπερτόριο. Παρά το γεγονός ότι στην κριτική επιτροπή του διαγωνισμού συμμετείχε ο Γεώργιος Δροσίνης και ανάμεσα στους διαγωνιζόμενους συγκαταλέγονταν και άλλα γνωστά ονόματα της ελληνικής σκηνής, όπως ο Παντελής Χορν, ο Γ. Ασπρέας και «ο» Άλκης Θρύλος, κανένα από τα έργα δεν κρίνεται επαρκές για να βραβευθεί.[7]
Όσον αφορά στο ανέβασμα του έργου επί σκηνής,  εντοπίζονται μονάχα δύο παραστάσεις του Αντιφεγγίσματος, και οι δύο την ίδια χρονιά: Η πρώτη ήταν στις 14 Φεβρουαρίου 1915 στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός», με τον οποίο άλλωστε ο Άννινος διατηρούσε επί δεκαετίες στενότατους δεσμούς, το ίδιο βράδυ και αμέσως μετά από μια διάλεξη του Άννινου με θέμα «Τον άρτον ημών τον επιούσιον», με πρωταγωνίστρια την Μαρίκα Κοτοπούλη (πρωταγωνίστρια και των Παναθηναίων).[8] Η Μαρίκα Κοτοπούλη παρουσίασε στο θέατρό της το έργο και δεύτερη φορά, στις 22 Μαΐου του 1915, σε μια μουσικοφιλολογική βραδιά οργανωμένη από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, πρόεδρος της οποίας διατελούσε ο Άννινος κατά την ίδια περίοδο, και πλαισιωμένη από τους Αιμίλιο Βεάκη και Μήτσο Μυράτ.[9] Αυτές οι «εκλεκτικές συγγένειες» είναι αποκαλυπτικές για τις «γέφυρες» που υπήρχαν εκείνη την εποχή ανάμεσα στον κόσμο της λογιοσύνης («Παρνασσός», Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων) και της «λαϊκότερης» θεατρικής επιθεώρησης. Ο Άννινος και η Κοτοπούλη είναι συνεκτικά στοιχεία που γεφυρώνουν αυτούς τους δύο κόσμους, οι οποίοι, καθώς φαίνεται, μάλλον δεν είχαν ιδιαιτέρως διακριτά σύνορα.
Τα σχόλια της κριτικής είναι μάλλον αρνητικά για τον Άννινο: «Ελέχθη ότι εγράφη υπό του κ. Αννίνου κατά την νεανικήν του ηλικίαν. Οπωσδήποτε η ρωμαντική φρασεολογία και αι λυρικαί επικλήσεις προς την Σελήνην δικαιολογούν την κακόβουλον φήμην» αναφέρει ειρωνικά η Πινακοθήκη,[10] ενώ σχολιάζεται επίσης ο υπερβολικός λυρισμός και οι πληθωρικοί διάλογοι. Ο Γιάννης Σιδέρης εντοπίζει μια γενικότερη παθολογία: «Τα αιώνια μονόπραχτα» αποφαίνεται, υπονοώντας την αδυναμία των Ελλήνων συγγραφέων του τέλους του 19ου αιώνα να συνθέσουν καλοφτιαγμένα μεγάλης έκτασης (τετράπρακτα και πεντάπρακτα) έργα, αλλά θεωρώντας ότι οι παραστάσεις αυτές ήταν σαν μια «εξευγένιση των επαγγελματιών με το ύφος της κοσμικής ερασιτεχνίας». Στη συνέχεια, ο Σιδέρης αναφέρει ότι τα αγαπημένα κατά το 19ο αιώνα μονόπρακτα τώρα χρησιμοποιούνταν παρηγορητικά: «με την "αριστοκρατική" συνήθεια του καιρού την προσφιλή στα κοσμικά στρώματα παρηγορούσαν τους ηθοποιούς μας, καταδεχτικά οι συγγραφείς μας».[11] Αυτή η τελευταία φράση του Σιδέρη δίνει μάλλον και την αιτιολογία αυτής της εμφάνισης του Άννινου με δράμα εν μέσω των επιθεωρησιακών του θριάμβων. Το έργο επιχείρησε να γίνει κολυμβήθρα του Σιλωάμ τόσο για τον ίδιο τον Άννινο, που είχε ήδη στιγματιστεί ως «παναθηναϊκός» (συγγραφέας δηλαδή των Παναθηναίων) όσο και για την ίδια την Κοτοπούλη, που ήθελε να δώσει ένα μικρό ρεσιτάλ ερμηνείας σε ένα πιο ειδικό κοινό, όπως εκείνο του «Παρνασσού» και των αθηναϊκών κοσμικο-φιλολογικών κύκλων.
Ήταν άραγε ο Αντικατοπτρισμός / Αντιφέγγισμα παλαιότερη δημιουργία του Άννινου, από την παλιά, ρομαντική του περίοδο; Το χειρόγραφο δεν αφήνει να εννοηθεί κάτι τέτοιο (αφού φέρει χρονολογία 1915, χωρίς να αποκλείεται ο Άννινος να το είχε δουλέψει και παλαιότερα) – οπότε μάλλον ο κριτικός της Πινακοθήκης είχε σκωπτική διάθεση. Μία εκ του σύνεγγυς ανάγνωση του έργου θα μας βοηθήσει περισσότερο να διαπιστώσουμε ότι το έργο δεν έχει καθόλου ρομαντική ατμόσφαιρα, με την έννοια που τη γνωρίσαμε τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα, και περισσότερο είναι μια δραματουργική άσκηση που φτιάχτηκε για την Κοτοπούλη και το θίασό της και τις ανάγκες της συγκεκριμένης βραδιάς κατά την οποία παρουσιάστηκε.
Το δραματικό κείμενο είναι γραμμένο σε γλώσσα δημοτική, με εξαίρεση μία λογιότερη υφή στη γλώσσα ενός εκ των πρωταγωνιστών. Περιέχει στο τέλος και ένα τραγούδι, πράγμα το οποίο μας παραπέμπει οπωσδήποτε στην μετά το κωμειδύλλιο εποχή – ωστόσο η γλώσσα των διαλόγων, εξαιρετικά απλούστερη από τη γλώσσα όλων των δραμάτων που έγραψε ο Άννινος στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα μας παραπέμπει σίγουρα στη μετά τα Παναθήναια εποχή.
Η διανομή και η σκηνική οικονομία του έργου μας παραπέμπουν σε ένα «καλοφτιαγμένο» δραμάτιο, με λίγους ρόλους: μόνον πέντε πρόσωπα εμφανίζονται επί σκηνής, και μάλιστα το πέμπτο, ο υπηρέτης Σταμάτης με εντελώς επικουρικό ρόλο. Είναι φανερό ότι το έργο είναι γραμμένο για τους πρωταγωνιστές, ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, για την πρωταγωνίστρια.
 Η χήρα κ. Φρόσω, ο ρόλος που ερμηνεύει η Μαρίκα Κοτοπούλη, είναι «είνε κυρία του καλού κόσμου, ωρίμου ηλικίας, ενδυμένη με φιλοκαλίαν και σεμνότητα. Η κόμη της είνε ήδη υπόλευκος περί τους κροτάφους. Η μορφή της φέρει κάποια ίχνη θλίψεως», μας μαρτυρούν οι σκηνικές οδηγίες, παραπέμποντας σε ώριμη γυναίκα της αθηναϊκής μπελ-επόκ, η οποία ζει μάλλον σε ένα αποστειρωμένο και προστατευμένο περιβάλλον, αν κρίνουμε από τον τρόπο που περιγράφεται το σκηνικό του «δραματίου» στο χειρόγραφο. Νεοκλασικά στοιχεία (κίονες υποβαστάζουν την ταράτσα) στο «μέγαρον» που έχει μεγάλο κήπο με δέντρα και φυτά, και εξώθυρα με σιδηρό κιγκλίδωμα, ένα ασφαλές «κουκούλι» το οποίο μοιάζει αδιαπέραστο από τους εξωτερικούς κινδύνους, ωστόσο όχι ικανό να γλιτώσει την νεαρή και ρομαντική κόρη της Νίτσα από την αρρώστια. Η νεαρή της κόρη, ντυμένη στα λευκά είναι αδύναμη να χαρεί ακόμη και τον υπέροχο κήπο του σπιτιού της, καθώς η εύθραυστη υγεία της την κρατά τις περισσότερες ώρες της ημέρας κλεισμένη μέσα στο «μέγαρον». Έχει δύο μήνες να δει τα λουλούδια της κι από τη γυάλινη φυλακή της ο χειμωνιάτικος κήπος, όπως λέει η ίδια ήταν απλώς ένας εφιαλτικός ορίζοντας. Μα τώρα είναι άνοιξη, ο κήπος ανθίζει, η υγεία της πηγαίνει καλύτερα, επομένως ανθίζει και η ελπίδα. Το τρίτο πρόσωπο που κατοικεί μέσα στο ασφαλές «κουκούλι» είναι ο κηπουρός Σταμάτης, που φροντίζει να διατηρεί όμορφο τον κήπο, ουσιαστικά επιχειρεί να διατηρεί όμορφη τη θέα από το παράθυρο της φυλακισμένης από την αρρώστια της Νίτσας.
Καθοριστικός παράγοντας για τη βελτίωση της υγείας της νεαρής Νίτσας είναι ο πρώτος όχι απλώς «ανώδυνος» αλλά και ευεργετικός εισβολέας στο κουκούλι. Ο γιατρός Καλλικράτης, μεσήλικας και αυτός, ο οποίος κουράρει το νεαρό κορίτσι. Η περιγραφή του είναι παρόμοια με της Φρόσως: «Ο ιατρός Καλλικράτης είναι κατά τινα έτη πρεσβύτερος της Φρόσως· Οι κρόταφοί του είνε υπόλευκοι. Είνε ενδεδυμένος ανεπιλήπτως. Το ήθος του δε είνε σοβαρόν και αξιοπρεπές». Μαθαίνουμε αργότερα ότι κι οι δυο κατάγονται από τη Σύρο, κυκλαδίτικο νησί με ξεκάθαρα αστικά χαρακτηριστικά. Η Φρόσω αρχικά είχε τηρήσει επιφυλακτική στάση απέναντι στην επιλογή του ως θεράποντος ιατρού της κόρης της, πράγμα που οφειλόταν, όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια, στο παλαιό ειδύλλιό του με τη Φρόσω, το οποίο είχε άτυχη κατάληξη. Η διαδικασία της θεραπείας της νεαρής Νίτσας φέρνει και στους δυο τους την ανάμνηση του παλαιού εκείνου ειδυλλίου. Επειδή όμως και οι δύο είναι σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα της εποχής τους «ανεπίληπτοι» στη συμπεριφορά όπως και στην ενδυμασία, θα εξομολογηθούν την θερμή ανάμνηση του παλαιού αισθήματος επί σκηνής».
Η αφορμή γι’ αυτό είναι ο δεύτερος «εισβολέας» στο αθηναϊκό αστικό κουκούλι. Είναι ο Κίμων, ο νεαρός γιος του Καλλικράτη, συνομήλικος με τη Νίτσα, που έρχεται, με την ορμή και τη ζέση του νεανικού του αισθήματος, επί σκηνής λίγο μετά από τον πατέρα του. Η παρέα του με τη νεαρή Νίτσα εξελίσσεται σταδιακά σ’ ένα ρομαντικό ειδύλλιο, υπό το φως του φεγγαριού και υπό τους ήχους ενός τραγουδιού που ο Καλλικράτης κάποτε, στη ζέση κι εκείνος του νεανικού του έρωτα, είχε γράψει για τη Φρόσω. Οι μεσήλικες κάποτε ερωτευμένοι «αντικατοπτρίζονται» στα παιδιά τους με γέφυρα ένα ρομαντικό τραγούδι. Ο έρωτας είναι ο τελικός νικητής, μια και η τωρινή αγάπη των νέων είναι το ιδανικό αντιφέγγισμα της κρυμμένης για χρόνια αγάπης των μεσηλίκων. Αυτή η τωρινή αγάπη αποκαθιστά αυτό που δεν συνέβη στη νεότητα των μεσηλίκων.
Η άδοξη κατάληξη του ειδυλλίου της Φρόσως και του Καλλικράτη είχε κοινωνικά αίτια: εκείνη, από καλή οικογένεια, παντρεύτηκε κάποιον πλούσιο αλλά μεγαλύτερό της, ενώ ο Καλλικράτης ανήλθε σταδιακά, μέσω της επιστήμης του, την κλίμακα της κοινωνικής ιεραρχίας, απέκτησε έναν γιο τολμηρό, όμορφο και γυμνασμένο, που φαίνεται αποφασισμένος να διεκδικήσει τη ζωή (αριβίστα, με την καλή έννοια, τον χαρακτηρίζει ο ίδιος του ο πατέρας), παρότι δεν ευτύχησε στον γάμο του. Η Φρόσω, της παλιάς αριστοκρατίας πάλι, έφερε στον κόσμο ένα φιλάσθενο κορίτσι. Οι νέοι αστοί στο πρόσωπο του Κίμωνα έρχονται να κατακτήσουν τους παλαιούς αστούς; Ίσως να πρόκειται για μια υπόγεια γραμμή δράσης, που δεν φαίνεται όμως να σηματοδοτεί το βασικό νόημα του έργου: Η διαψευσμένη αγάπη, κάτω από το σεληνόφως και υπό τους ήχους μιας ξεχασμένης μουσικής, έρχεται να επαληθευθεί, με άλλους πρωταγωνιστές, με τους παλαιούς inamorati γερασμένους και θεατές, αλλά «αποκατεστημένους» συνειδησιακά.
Ο Άννινος φτιάχνει ένα δράμα το οποίο έχει «στρογγυλεμένες» τις γωνίες που θα έπρεπε να είναι οξείες. Προσπαθεί να στήσει μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, θυμίζοντας την ομίχλη του βορειοευρωπαϊκού και ρώσικου νατουραλισμού (π.χ. Στρίντμπεργκ, Ίψεν, Τσέχοφ), αποτυπώνοντας δειλά την ομίχλη μέσα σε μια γκρίζα ατμόσφαιρα, με κάποιες παράπλευρες αφηγήσεις να επιχειρούν να δώσουν μια εικόνα της σκληρής πραγματικότητας.
Η σκληρή αθηναϊκή πραγματικότητα είναι κλεισμένη έξω από το κιγκλίδωμα του πλούσιου σπιτιού αλλά είναι οικεία στους Αθηναίους θεατές του έργου. Πρόκειται για δύο εικόνες που περιγράφονται από την Φρόσω και τον νεαρό Κίμωνα που αποτυπώνουν την εικόνα της φτώχειας που βρίσκεται μακριά από το πλούσιο σπίτι:  Ένας αντικατοπτρισμός της απελπισμένης μάνας και της άρρωστης κόρης σε ένα φτωχό περιβάλλον αποκαλύπτονται στο περιστατικό που περιγράφει η Φρόσω. Μια φτωχή γυναίκα, σε ένα φτωχό σπίτι, με την άρρωστη κόρη της ξυπνούν στην καρδιά της τη συμπόνια. Εκείνο το κορίτσι μοιάζει περισσότερο αβοήθητο από την κόρη της. Η λύση δίνεται με τη γνωστή συνταγή της ελεήμονος αλληλεγγύης: Η Φρόσω παρακαλεί τον Καλλικράτη να φροντίσει για το φτωχό κορίτσι κι εκείνος καταγράφει τη διεύθυνσή της στο σημειωματάριό του. Η ελπίδα εναπόκειται στην καλοσύνη του γιατρού, όχι στην καλυτέρευση της ζωής της φτωχής οικογένειας.
Από την άλλη, η εικόνα που μεταφέρει ο νεαρός και ενθουσιώδης Κίμων φαίνεται ότι τον «αγγίζει» περισσότερο και εμφανέστερα. Είναι ελαφρώς σκονισμένος και έχει συμμετάσχει σ’ έναν καβγά στους δρόμους της Αθήνας, όπου μεταφέρει αφηγούμενος μια σκηνή του δρόμου. Μια σούστα που οδηγεί ένας αγριάνθρωπος σύμφωνα με την περιγραφή, χασάπης παρασύρει έναν μικρό «μπακαλόγατο» των Αθηνών. Το μικρό παιδάκι τραυματίζεται, ο χασάπης του φέρεται με ιταμότητα και ο Κίμων, εκπρόσωπος ενός αστικού ήθους παρεμβαίνει στον καβγά με κίνδυνο της ζωής του (ο χασάπης τραβάει και μαχαίρι), ωστόσο η σωματική του ρώμη τον κάνουν να υπερισχύσει και να παραδώσει τον χασάπη στον χωροφύλακα. Αυτή η μικρή ηρωική πράξη του Κίμωνα, υπογραμμίζει το ήθος του, αλλά φαίνεται πολύ μακρινή από το γαλήνιο περιβάλλον του κήπου. Από τα σιδηρά κιγκλιδώματα του πλούσιου σπιτιού περνάει μόνο η σκόνη στα ρούχα του Κίμωνα.
Από το δράμα του Άννινου λείπει, ως εκ τούτου, ένα βασικό συστατικό: Η σύγκρουση. Η εισβολή στην σκηνική ισορροπία ενός «ξένου» ή ενός «γεγονότος» που θα αναταράξει τα νερά, που θα προκαλέσει στους πρωταγωνιστές διλήμματα, που θα τους σπρώξει στην αναζήτηση μιας λύσης, έστω, στην απόγνωση.[12] Καμιά ισορροπία, καμία τάξη δε διασαλεύεται για να χρειαστεί να αποκατασταθεί – κανένα τρίγωνο δε δημιουργείται, και ούτε και μπορεί κανείς να πει ότι είναι απαγορευμένη η αγάπη των δύο παιδιών εξαιτίας της παλιάς αγάπης των γονιών τους – αφού και οι δύο δεν αισθάνονται τη σύγκρουση ανάμεσα στη δικιά τους, ξεθυμασμένη αγάπη και την αγάπη των παιδιών τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, χωρίς ουσιαστική δραματική σύγκρουση, το Αντιφέγγισμα γίνεται ένα γλυκό, τρυφερό ενσταντανέ, όπου όλα ξεκινούν χωρίς καμία ιδιαίτερη ανασφάλεια[13] και τελειώνουν επίσης με ασφάλεια – ο κόσμος στέκεται στη θέση του χωρίς να έχει πάθει κανένας το παραμικρό. Η «ρομαντική ατμόσφαιρα» την οποία καταλογίζουν στο έργο οι κριτικοί δεν έχει ούτε θανάτους, ούτε λυγμούς, ούτε συναισθηματικές συγκρούσεις. Έχει τρυφερότητα, αισθηματολογία που είναι χαριτωμένη, αλλά τίποτε περισσότερο από αυτό. Πολλές φορές ο Άννινος (διά του Καλλικράτη) υποπίπτει στον πειρασμό να «τραβάει» σε μάκρος τους μονολόγους του, προσθέτοντας όχι ένταση, αλλά μάλλον περισσότερο «μέλι» στην ατμόσφαιρα – που είναι ίσως αυτή που χρειαζόταν για μια χαλαρή, φιλική φιλολογική βραδιά, μ’ ένα έργο που δεν θα διεκδικούσε ποτέ την εμπιστοσύνη του κοινού σε μια καθαρά εμπορική διαδικασία.
Αυτή η ηδυπαθής μελαγχολία είναι άγνωστη στο υπόλοιπο δραματικό έργο του Άννινου – ωστόσο είναι γνωστή στον ίδιο και από τις μεταφράσεις θεατρικών έργων με τις οποίες καταπιάνεται ήδη από πολύ καιρό και περιλαμβάνουν όχι μόνο κωμικά αλλά και δραματικά έργα, κυρίως ιταλικής και γαλλικής προέλευσης. Ο Άννινος έχει διαβάσει εκατοντάδες βουλεβάρτα, βωντβίλ και «καλοφτιαγμένα» έργα – κατέχει λοιπόν, εκτός από τους θεατρικούς κώδικες της κωμωδίας και εκείνους τους δράματος – και προσπαθεί να φτιάξει και ο ίδιος ένα «καλοφτιαγμένο» δράμα, που αποδεικνύεται περισσότερο καλοφτιαγμένο και λιγότερο δράμα.
Το έργο μάλλον γεννήθηκε για τη συγκεκριμένη βραδιά, για τη συγκεκριμένη (την πρώτη) παράσταση της Κοτοπούλη. Ενδεχομένως θα μπορούσε να μεταφερθεί στη σύγχρονη σκηνή ως νοσταλγική και τρυφερή αναπόληση της Αθήνας της μπελ-επόκ, που σάρωνε με τα μακριά της φορέματα τους σκονισμένους δρόμους και πορευόταν, εν έτει 1915, και μ’ έναν παγκόσμιο πόλεμο να έχει ξεσπάσει, προς τον Εθνικό Διχασμό και τη μεγάλη περιπέτεια της Μικρασίας. Σ’ ένα ρομαντικό κήπο με τραγούδια υπό το σεληνόφως, ασθενική, σαν τη Νίτσα, η Αθήνα επιζητούσε, μάλλον εις μάτην, τη στιβαρή, ασφαλή αγκαλιά κάποιου καβγατζή αλλά ρομαντικού Κίμωνα.




ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Μπάμπη Αννίνου
ΑΝΤΙΦΕΓΓΙΣΜΑ
ΔΡΑΜΑΤΙΟΝ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟΝ
ΑΘΗΝΑΙ 1915

Ο ιατρός κ. Καλλικράτης………………… 55 ετών
Κίμων, υιός του ……………………………...... 22  >>
Κυρία Φρόσω ……………………………….…. 48  >>[14]
Νίτσα, θυγατέρα της ………………………... 20  >>
Σταμάτης, κηπουρός ………………….…….. 60  >>

Κήπος οίκου πλουσίου· άνθη εις γλάστρας συμμετρικώς τοποθετημένας, δένδρα εις το βάθος. Άνωθεν των δένδρων φαίνεται μέρος της προσόψεως του μεγάρου. Υπεράνω της εισόδου ταράτζα υποβασταζομένη υπό μαρμαρίνων κιόνων. Δεξιά φαίνεται η σιδηρά κιγκλιδωτή είσοδος του κήπου. Θρανία.
Είναι η δείλη εαρινής ημέρας.
Νίτσα, Σταμάτης

Η Νίτσα φέρουσα λευκήν ενδυμασίαν περιφέρεται εις τον κήπον. Ο Σταμάτης, περιφερόμενος επίσης, ποτίζει και περιποιείται τα φυτά.

Τί ωραίος που είνε ο κήπος μας!... Τα καϋμένα τα λουλουδάκια μας, πούχα τόσον καιρό να τα ιδώ!... Να η μαργαρίτες μου… να η μενεξέδες μου!... Και η ανεμώνες μου;  πού είνε η ανεμώνες μου;

Αυτές πάνε πεια, κυρά μου! πέρασε η εποχή τους.


Έννοια σας! μη στεναχωρείσθε!... Θα ξανάλθουν πάλι, όταν θα ξαναγυρίση η εποχή τους, αρχοντοπούλα μου. Εμείς μόνον, σαν μας βάλουν στο χώμα δεν ξαναγυρίζουμε πειά!

Α! να και η τριανταφυλλιά μου! Την εκλάδευσες, Σταμάτη; Να μού την προσέχης, γιατί αυτήν την αγαπώ ξεχωριστά. Εγώ την εφύτεψα με τα χέρια μου… Το θυμάσαι Σταμάτη;

Πώς δεν το θυμάμαι; Την προσέχω σαν κόρη μου, για το χατήρι το δικό σου, κυρία Νίτσα... και την καμαρώνω. Κύτταξέ την! μοιάζει σαν νυφούλα.

Αλήθεια!... Πώ!... Πώ!... Τί μπουμπούκια που έχει!... Τί ωραία τριαντάφυλλα που θα κάμη!... (Εξακολουθεί να περιφέρεται εις τον κήπον και να περιεργάζεται τα φυτά και τα άνθη, παρακολουθούσα τον Σταμάτην).

Φρόσω και οι ρηθέντες

Η Φρόσω είνε κυρία του καλού κόσμου, ωρίμου ηλικίας, ενδυμένη με φιλοκαλίαν και σεμνότητα. Η κόμη της είνε ήδη υπόλευκος περί τους κροτάφους. Η μορφή της φέρει κάποια ίχνη θλίψεως. Εισέρχεται διά της κιγκλιδωτής θύρας της αυλής. Εις τον κρότον του κωδωνίσκου της θύρας η Νίτσα και ο Σταμάτης σπεύδουν προς υπάντησίν της.


Ακόμη στον κήπο είσαι, παιδί μου; (Με κάποιαν ανησυχίαν και επίπληξιν)

Ναι μαμμά!... ήθελα να ιδώ τα λουλούδια μου. Δύο μήνες τώρα δεν τα έβλεπα, και τα επεθύμησα.

Μα τέτοια ώρα;… Κοντεύει να βραδυάση, και θ’ αρχίση τώρα η δροσιά. (Εξάγει εν τω μεταξύ τα γάντια της, αφαιρεί το καπέλλον της και αποθέτει αυτά επί της τραπέζης).

Α μπα!... δεν με πειράζει… Απεναντίας, μαμμά, δεν ξεύρεις τί καλό μου κάμνει ν’ αναπνέω αυτήν την βαλσαμωμένην ατμοσφαίραν! Τόσον καιρό κλεισμένη μέσα εις το δωμάτιόν μου, εκύτταζα με θλίψι μέσα από τα θολά τζάμια των παραθυριών τον νεκρωμόν που είχε σκορπίσει η βαρυχειμωνιά επάνω σε όλην την φύσιν. Και μία αόριστη μελαγχολία επίεζε την ψυχή μου και σιγά-σιγά επάγωνε  την ολίγη ζωή που μού έμενε και που αισθανόμουν πως ολοένα έφευγε από μέσα μου. Αλλά με την πρώτη καλωσύνη, όταν ήκουσα τον πρώτον τριγμόν των χελιδονιών που εξαναγύρισαν, μού εφάνη ωσάν καινούριος χαιρετισμός της ζωής· και ο ήλιος που εζεστοκοπούσε το ερημωμένο περιβόλι μας, ήρχισε να ζεσταίνη κ’ εμένα, και να διώχνη τον παγετόν μέσα από την ψυχή μου. Και τώρα σιμά εις αυτά τα φυτά που αρχίζουν να φουντώνουν, σιμά εις τα άνθη μου τ’ αγαπημένα, που αρχίζουν να χύνουν την πρώτη παρθενική ευωδία, μαζί με την φύσιν που ζωογονείται, αισθάνομαι πως αναζωογονούμαι κ’ εγώ!

(Η οποία στέκει και την ακροάται με έκπληξιν κάπως, με περιέργειαν, αλλ’ όχι και με δυσαρέσκειαν, μειδιώσα) Μα μπράβο!... βλέπω πως η αρρώστια σ’ έκαμε ρομαντική και περισσότερον αισθηματική απ’ ό,τι ήσουν! (Προς τον Σταμάτην). Σταμάτη, πάρε αυτά (δεικνύει το καπέλον και τα γάντια της) και δος τα μέσα. (Ο Σταμάτης παραλαμβάνει αυτά και εξέρχεται). Εγώ όμως παιδί μου, συλλογίζομαι μόνον μη μου κρυώσης, και τρέμω… Με την εντύπωσιν μάλιστα που έχω, ύστερα από το θέαμα που είδα προ ολίγου!

Τί είδες, μαμμά;

Αχ, παιδί μου! εσυγκινήθηκα πολύ. Εβγήκα να ιδώ την κυρά Μαριάννα που μού έγραψε… εκείνη τη φτωχή γυναικούλα που έρχεται[15] διά την πλύσιν κάποτε… Τη βρήκα μέσα σ’ ένα πενιχρό δωμάτιον, που από κάθε γωνιά του επρόβαλλε ολοφάνερη η φτώχεια, η συμφορά, η στέρησις.[16] Αρρωστημένη εκείνη εσερνόταν στα πόδια της, και η κόρη της, μία νέα στην ηλικία σου, ήτον ξαπλωμένη στο κρεββάτι με δυνατόν πυρετόν. Δεν είχε να πάρη φάρμακα η δυστυχισμένη. Ούτε γάλα δεν είχε να της αγοράση! Και όταν είδα εκείνο το κακόμοιρο το κορίτσι, χλωμό, ελεεινό, βασανισμένο από την λαύρα του πυρετού επάνω στο πτωχικό του στρώμα, μου φάνηκα για μια στιγμή πως έβλεπα εσένα εμπρός μου άρρωστη, και αισθάνθηκα σαν μια μαχαιριά μέσα στα σωθικά μου!... Της άφησα βιαστικά ό,τι εκρατούσα επάνω μου, κ’ έτρεξα γρήγορα-γρήγορα να σε ιδώ, να βρεθώ σιμά σου, να βεβαιωθώ με τα μάτια μου πως είσαι καλά. (Την αγκαλιάζει και την φιλεί).

Η καϋμένη η μαμμά!... Να της στείλωμε τον γιατρό μας αύριο να την κυττάξη.

Το εσυλλογίσθηκα κ’ εγώ… Αλήθεια, δεν εφάνηκε ακόμη ο γιατρός;

Όχι· αλλά όπου και να είνε θα φανή… έπρεπε μάλιστα να είνε φερμένος αυτήν την ώρα… Να ιδής που θα το σώση κι αυτό το καϋμένο το κορίτσι, όπως έσωσε κ’ εμέ… Γιατί είνε καλός και άξιος… Αλήθεια, μαμμά;

Ναι, κόρη μου. Την σωτηρίαν σου την  χρεωστούμεν εις τον Θεόν πρώτα που μας ευσπλαγχνίσθηκε, και έπειτα εις τον γιατρόν που σ’ εθεράπευσε. Αυτό το ομολογώ, και όσα χρόνια και αν ζήσω, δεν θα ξεχάσω ποτέ το καλό που μας έκαμε…

Μαμμά… αφού τώφερεν ο λόγος, σε παρακαλώ, εξήγησέ μου ένα πράγμα… μίαν απορίαν μου, για την οποίαν ήθελα προ πολλού να σ’ ερωτήσω… Γιατί εδίσταζες να προσκαλέσης τον κύριον Καλλικράτην εις την αρρώστια μου;

(Με κάποιαν ανησυχίαν) Εδίσταζα εγώ;…

Ναι, ναι μαμμά! Το ενθυμούμαι καλά!... Ήμουν βυθισμένη εις τον πυρετόν της πρώτες ημέρες και εφαινόμουν ωσάν αναίσθητος· αλλά έβλεπα και ήκουα ό,τι εγένετο τριγύρω μου, ωσάν σε όνειρο… Άκουα τον θείον τον Μιλτιάδην που σου έλεγεν: «Η κατάστασις είνε σοβαρά… Πρέπει να προσκαλέσης τον ιατρόν[17] Καλλικράτην!» Κ’ εσύ εδίσταζες, κ’ έλεγες: «Μ’ άφησε να ιδούμε… Γιατί αυτόν;… Δεν είνε κανένας άλλος ιατρός;»
(Με κάποια αμηχανίαν) Ναι, κόρη μου… αλήθεια· αλλά βλέπεις… έτυχε να λείπη εις την Ευρώπην ο τακτικός ιατρός του σπιτιού μας… Τον κύριον Καλλικράτην δεν τον εγνώριζα· ήκουα να λένε πολλά καλά διά την αξίαν του, αλλά… εφοβόμουν… ξεύρω κ’ εγώ;… μήπως δεν γνωρίζει καλά την κράσι σου… Τέλος πάντων ήμουν σαστισμένη εκείνην την ώραν και δεν ήξευρα τί να σκεφθώ.

Δεν τον εγνώριζες τον κύριον Καλλικράτην;  Μα θαρρώ πως μου είπες κάποτε ότι εγνωρισθήκετε άλλοτε… ότι είσθε από το ίδιο μέρος… Συριανός δεν είνε κι αυτός;
(Με ελαφράν ταραχήν, την οποίαν προσπαθεί ν’ αποκρύψη) Ναι… δηλαδή κάποτε εγνωρισθήκαμεν… αλλά είνε πολλά χρόνια από τότε που έτυχε να συναντηθώμεν!... δεν είχαμεν σχέσεις… Αλλά τέλος πάντων, όταν είδα κ’ εγώ τον κίνδυνον, δεν εσυλλογίσθηκα πλέον τίποτε, και έσπευσα να τον προσκαλέσω… Και ο Θεός μού έδωσε την φώτισι να το κάμω αυτό… (Αλλάζουσα ύφος) Ωστόσο όμως με τη φλυαρία σου στέκεις ακόμη εδώ στο ύπαιθρον, ενώ πρέπει ν’ αποσυρθής. Έλα! πήγαινε μέσα, σε παρακαλώ!...
(Ακούεται ο κωδωνισμός της θύρας της αυλής).

ΝΙΤΣΑ (κυττάζουσα)
Α!... να ο ιατρός!..

Καλλικράτης, Φρόσω, Νίτσα

Ο ιατρός Καλλικράτης είναι κατά τινα έτη πρεσβύτερος της Φρόσως· Οι κρόταφοί του είνε υπόλευκοι.  Είνε ενδεδυμένος ανεπιλήπτως. Το ήθος του δε είνε σοβαρόν και αξιοπρεπές.

Ελάτε, γιατρέ, ελάτε!... έρχεσθε μέσα στην ώρα.

Άργησα ολίγον, γιατί μου έτυχε μία απρόοπτος επίσκεψις. Μ’ εκάλεσαν σ’ έναν ασθενή μου επειδή είνε άμεσος ανάγκη… Αλλά γιατί με ηθέλετε; Συμβαίνει τίποτε;

Συμβαίνει ότι αυτό το τρελλοκόριτσο θέλει να κάνη του κεφαλιού της και έχει ανάγκην να την νουθετήσετε και σεις. Είνε τόση ώρα που της λέγω να υπάγη μέσα εις το σπίτι, επειδή την βλάπτει η υγρασία, και αυτή κάθηται εδώ και φλυαρεί.

(Προς την Νίτσαν) Η συμβουλή της μητέρας σας είνε ορθή. Είνε ώρα ν’ αποσυρθήτε, διότι το ύπαιθρον είνε βλαβερόν ακόμη διά την κατάστασίν σας…

            (Προς την Νίτσαν) Το βλέπεις;

Μα… λιγάκι ακόμη, γιατρέ!...

Τίποτε, τίποτε!... Μέσα!...

Εσείς θα καθήσετε εδώ;

Ναι. Θέλω να ξεκουρασθώ εδώ εις το φρέσκο… εάν το επιτρέπη η κυρία…

Βεβαιότατα.

Μα, μόνη μου, γιατρέ, θα στενοχωρηθώ μέσα στο σπίτι κλεισμένη!...

Θα σου κρατήση συντροφιά ο κύριος Κίμων… Υποθέτω ότι δεν θ’ αργήση να έλθη.

Αλήθεια, τί να έγινε ο υιός μου;… Εγώ ενόμιζα πως θα τον εύρισκα εδώ. Εβγήκε από το σπίτι προτήτερα από εμένα, και μου είπε πως θα επερνούσε από το Γυμναστήριον και έπειτα θα ήρχετο εδώ.

Μα θα έλθη· μπορεί να λείψη; Αυτός είνε τακτικός.


Όχι, όχι, δεσποινίς! Σεις πρέπει ν’ αποσυρθήτε. Να! σημαίνει η αποχώρησις… Ακούτε;… (Μιμείται διά της φωνής το σάλπισμα της στρατιωτικής αναχωρήσεως).
Εμπρός λοιπόν! εγώ εννοώ  να έχουν πειθαρχίαν οι ασθενείς μου. (Με καλοκάγαθον αυστηρότητα) Εμπρός, λοιπόν! εμπρός! Μαρς!...

(Η Νίτσα εξέρχεται διά του κήπου με μίαν κάποιαν δυσθυμίαν)

ΦΡΟΣΩ
Πήγαινε, κόρη μου, πήγαινε!

Φρόσω, Καλλικράτης, Νίτσα (έσωθεν)

Εστενοχωρήθηκε λιγάκι η δεσποινίς.

Μπα! Θα της περάση… Τώρα που θάλθη ο γυιός σας, θ’ αρχίσουν την κουβέντα, τα γέλια και θα ζωηρεύση.

Ώστε ταιριάζουν μαζί;

Ω! με το παραπάνω.

Κι όλω τί κάνουν;

Φλυαρούν, παίζουν, αστειεύονται, τραγουδούν, διαβάζουν ποιήματα… προ πάντων ποιήματα, δικά μας και ξένα. Θαρρώ μάλιστα πως η κόρη μου το παρακάνει… Να την ηκούετε πώς μου ωμιλούσε εδώ προ ολίγου διά τα άνθη!  με τί ποιητικά λόγια! Πού Λαμαρτίνος!... πού Μυσσέ!... Επήραν τα μυαλά της αέρα, και πρέπει να λάβω τα μέτρα μου.

Αφήστε την. Η ποίησις είνε και αυτή εφόδιον χρήσιμον εις την ζωήν.

Νομίζετε;

Βεβαίως. Δια την νεότητα μάλιστα είνε απαραίτητον. Φυτρώνει εις τον οργανισμόν μαζί με την οδοντοφυΐαν, και συνηθίζει τον ηθικόν οργανισμόν του ανθρώπου εις την πλάνην. Τί άλλο είνε τα παραμύθια, οπού θέλγουν τόσον την παιδικήν μας ηλικίαν, παρά ποίησις; Και η ποίησις είνε η πλάνη, η θέλγουσα πλάνη, είνε το χλωροφόρμιο, το οποίον μας προφυλάττει από την οξείαν αίσθησιν της οδύνης του βίου. Διά τούτο είνε ευτυχισμένος εκείνος όστις ημπορεί αυτό το δώρον της πλάνης να το διατηρεί μέσα του ακμαίον και εις την ώριμον ηλικίαν, και εις τα γηρατειά[18] του ακόμη.

Εις τα γηρατειά;… Α, μα σαν να μου φαίνεσθε ότι είσθε υπερβολικός, γιατρέ. Θέλετε και εις τα γεράματά μας να καθόμαστε ν’ ακούμε τα παραμύθια της γιαγιάς;

Και γιατί όχι; Όσον περισσότερον μας νανουρίση αυτό το παραμύθι εις την ζωήν, τόσον περισσότερον κερδισμένοι θα μείνωμεν. Ευτυχώς η φύσις επρονόησε να μη μας αφαιρείται νωρίς αυτό το χάρισμά της. Γι’ αυτό ποιος ολίγον, ποιος πολύ, μένομεν ασυνείδητοι πολίται του φανταστικού κόσμου και εις τον κατόπιν βίον. Όλοι υπήρξαμεν ποιηταί εις την ζωήν μας… και εγώ, και σεις…

(με έκπληξιν) Εγώ!...

Ναι, ναι!...  Έχω λόγους ιδιαιτέρους να το ηξεύρω αυτό… (Η Φρόσω χαμηλώνει[19] αιδημόνως το βλέμμα). Τί σημαίνει αν ήλθε κατόπιν η πραγματικότης και εφυγάδευσε τα όνειρα; Πάντοτε απομένει κάτι τι απ’ αυτά μέσα εις την ψυχήν, όπως απομένει ευχάριστος ακόμη η ευωδία του άνθους, όπου εξεψύχησε λησμονημένον μέσα εις τα φύλλα παλαιού βιβλίου.

Βλέπω πως το ποιητικόν χάρισμα έμεινε ακόμη πολύ ζωντανόν εις την ψυχήν σας, ιατρέ, ενώ εγώ!...

Μαμμά!...

Τί θέλεις;

Είπες στο γιατρό για τη Μαριάννα;

Α, ναι!... Λίγο έλειψε να το ξεχάσω.

Ποία είνε πάλιν αυτή η Μαριάννα;… Καμμία προστατευομένη σας βέβαια;…

Ναι, γιατρέ, μία πτωχή γυναίκα που γνωρίζω, μία δυστυχισμένη, την οποίαν επεσκέφθηκα σήμερα… Η κόρη της είνε άρρωστη βαρυά… Κ’ έχουν μία φτώχεια!... μιάν αθλιότητα!... Φαντασθήτε ότι ούτε το γάλα δεν είχε να της αγοράση!

Εκατάλαβα. Και τώρα θέλετε βέβαια να υπάγω να την επισκεφθώ; (Εξάγει το σημειωματάριόν του). Πού κατοικεί;

Οδός Αλκμήνης, αριθμός 76.

Αλκμήνης 76… Και πώς λέγεται; (Προς την Φρόσω)

Μαριάννα… Το επίθετον δεν το ενθυμούμαι.

Δεν χρειάζεται. Κάτι τέτοια δυστυχή πλάσματα, που ζουν φορτωμένα με όλας τας ταλαιπωρίας της ζωής είνε περιττόν να φέρουν και το βάρος δύο ονομάτων. Τόσον και τόσον και με αυτά δεν θα περάσουν ούτε εις την αθανασίαν, ούτε εις την ευτυχίαν της ζωής.

Επήρετε σημείωσιν, ιατρέ;

Ναι, παιδί μου.

Να πάτε χωρίς άλλο, γιατρέ, αύριον, σας παρακαλώ… Και να το σώσετε το καϋμένο το κορίτσι… Τ’ ακούτε;… να το σώσετε!

Να το σώσω!... ένας λόγος είνε αυτός, παιδί μου! Και μήπως εξαρτάται από εμέ να το σώσω; Ο ιατρός προσέχει, αγωνίζεται, συμβουλεύει, υποβοηθεί τον ασθενή· αλλά την σωτηρίαν του την δίδει η δύναμις εκείνη, οπού εμείς οι επιστήμονες την λέγομεν φύσιν, και την οποίαν, οι απλοϊκοί με πολύ περισσοτέραν αλήθειαν την λέγουν: ο Θεός!
  
Μη το λέτε αυτό, γιατρέ! αδικείτε τον εαυτόν σας με την πολλήν μετριοφροσύνην σας. Έχω πολύ πρόσφατον και πολύ ζωντανήν απόδειξιν, η οποία δεν συμφωνεί με τους λόγους σας.

Θέλετε να ειπήτε διά την θεραπείαν της κόρης σας… Ναι, δεν σας λέγω… Έκαμα ό,τι ημπορούσα· έκαμα ίσως και περισσότερα απ’ ό,τι ημπορούσα· γιατί η μορφή της νόσου ήτο πολύ βαρεία... Και δυστυχώς εζητήθη η βοήθειά μου ολίγον τι αργά…

(Μετά τινος αμηχανίας και ελαφράς ταραχής) Ναι· το ομολογώ, το φταίξιμον είνε δικό μου… Δεν σας εσυλλογίσθην αμέσως… Και όταν μου είπαν το όνομά σας έτσι ξάφνα…

Μη δικαιολογείσθε… Τα εννοώ όλα. Εννοώ τους δισταγμούς σας· το παρελθόν είχε τας αντιρρήσεις του. Αλλά το μητρικόν φίλτρον υπερίσχυσε και ο Θεός ελυπήθη τον πόνον σας!...

Τον πόνον μου!... Ά!... Τον σπαραγμόν εκείνον που εδοκίμασα δεν θα ημπορούσα ποτέ να περιγράψω!... Όταν έβλεπα το παιδί μου ξαπλωμένο μπροστά μου αναίσθητο, να το ψήνη, να το πυρπολή ο πυρετός, όταν έβλεπα το χέρι του Θανάτου ν’ απλώνεται άσπλαγχνα να μου αρπάξη τον μόνον μου θησαυρόν, την μόνην μου χαράν, την μόνην παρηγορίαν της ζωής μου, όταν οπίσω από το άσπρο εκείνο κρεββάτι έβλεπα το σκοτάδι της ερημιάς και της συμφοράς οπού μ’ επερίμενεν όταν θα έμενεν αδειανό, αισθανόμουν το λογικόν μου να σαλεύη, να φεύγη… Και ύστερα πάλιν, όταν έβλεπα εσάς να στέκεσθε σιμά στην άρρωστη, να ξαγρυπνάτε στο προσκέφαλό της, ν’ αγωνίζεσθε με τον θάνατον με τέτοιον ηρωικόν ζήλον, και να προσπαθήτε να του αρπάξετε από τα χέρια το θύμα του, και εκύτταζα το πρόσωπόν σας, και έβλεπα ζωγραφισμένην εις αυτό την θέλησιν, την δύναμιν, την απόφασιν, έπερνα πάλιν θάρρος, και το αμυδρόν φως της ελπίδος ήρχιζε να φωτίζη πάλιν την σκοτεινιασμένην μου ψυχήν.

Την είδα αυτήν την δοκιμασίαν σας, και τον πόνον σας τον συνησθάνθην κ’ εγώ. Και ακριβώς δι’ αυτό επάλαισα με όλην μου την δύναμιν διά να νικήσω. Εννοούσα την θέσιν σας· εμάντευα όλους τους διαλογισμούς σας. Εγνώριζα καλά, καλλίτερα από κάθε άλλον τι θα εστοίχιζεν εις την ψυχή σας  μία τέτοια συμφορά. Ω! μη νομίσετε ότι επειδή ο καιρός και αι περιστάσεις μας εχώρισαν και μας έκαμαν ν’ ακολουθήση ο καθένας μας ξεχωριστό μονοπάτι στη ζωή. Έγεινα ξένος κι αδιάφορος για σας! Χωρίς να θέλω, από μακρυά σας παρακολουθούσα εις κάθε σταθμόν της ζωής σας. Οι παλμοί της καρδιάς σας, με όλην την απόστασιν, κάθε τόσον εύρισκαν απήχησιν μέσα στη δική μου την καρδιά και οι στοχασμοί σας  - ποιος ξεύρει; - ωσάν πουλιά ταξειδιάρικα, θα συνήντησαν πολλές φορές, εκεί ψηλά στους αιθέρας, όπου πλανώνται ειρηνικά τα απραγματοποίητα όνειρα και οι ανεκπλήρωτοι πόθοι και θα αντίκρυσαν τους ιδικούς μου στοχασμούς κατά τας ώρας της μονώσεως και του ρεμβασμού, όταν η ψυχή στρέφεται και αγναντεύει τα περασμένα…

Ω, γιατρέ! (Μελαγχολικώς και μετά τινος συγκινήσεως) Ώ, γιατρέ!... επέρασαν αυτά πλέον!...

Επέρασαν τα πράγματα, αλλά η σκέψις μένει πάντοτε ζωντανή. Αυτή ζωογονεί μέσα μας τας αναμνήσεις οπού ληθαργούν, τας εντυπώσεις οπού εσκέπασαν τα χρόνια της ζωής. Μ’ ένα τέτοιον τιναγμόν συγκινήσεως εζωντάνευσαν διά μιάς μέσα στην ιδική μου ψυχή αυτά όλα, και μου έδωκαν την υπεράνθρωπον δύναμιν ν’ αγωνισθώ κατά του κινδύνου. Και την στιγμήν οπού επαράστεκα εις το προσκέφαλον της ασθενούς και παρακολουθούσα την κατάστασίν της, ήμουν ταυτοχρόνως και ο ιατρός οπού ήθελε να σώση την κόρην, και ο άνθρωπος οπού ήθελε να σώση την μητέρα!...

Μαμμά!...

Τί είνε πάλιν;

Δεν ήλθεν ακόμη ο κύριος Κίμων;

Όχι.

Τον αποζητά, βλέπω! (Μειδιών)

Μα γιατί αργεί έτσι;

Πραγματικώς, κ’ εγώ δεν καταλαμβάνω διατί αργοπόρησεν τόσον πολύ.

(Ακούεται κωδωνισμός εις την εξώθυραν)

ΦΡΟΣΩ
Ά!... νάτος!...



Κίμων και οι ρηθέντες

Ο Κίμων είνε νεανίας εύρωστος, ευειδής, με ανοικτή και ειλικρινή φυσιογνωμίαν· είνε ενδυμένος ανεπιλήπτως, αλλ’ άνευ εκζητήσεως. Το ένδυμά του είνε οπωσούν σκονισμένον. Εισερχόμενος προχωρεί προς την κυρίαν Φρόσω και ασπάζεται το χέρι της.

Μα ελάτε λοιπόν! Σας επεριμέναμεν ανυπομόνως. Η Νίτσα ιδίως σας ζητεί ακαταπαύστως.

Πού είνε η δεσποινίς Νίτσα;… Πώς είνε σήμερα;

Καλά είνε. Την εστείλαμε επάνω να μη κρυώση.

Μα δε μου λες πώς άργησες έτσι;

Μού συνέβη κάτι στο δρόμο.

Τί σου συνέβη;

Ένα επεισόδιον.

Επεισόδιον; (Μετ’ ανησυχίας)

Βλέπω πως και το ρούχο σου είνε σκονισμένο… Τί συνέβη; Πες μας.

ΚΙΜΩΝ
Α!... δεν είνε δα και τόσο σοβαρόν. Επέστρεφα από το Γυμναστήριον, διά να έλθω εδώ… (Προς τον Καλλικράτην), όπως σας είχα πη. Στο δρόμον ήρχετο με μεγάλην ορμήν μία σούστα· την ωδηγούσε όρθιος ένας αγριάνθρωπος με κατσαρά μαλλιά, χασάπης, καθώς εφαίνετο από την ματωμένην ποδιάν του. Οι διαβάται έντρομοι, κατέφευγαν τρέχοντες εις τα πεζοδρόμια. Αλλά ένα παιδί μπακαλόπουλο, που εκρατούσε ψώνια εις το κεφάλι του δεν τον είδεν, ή δεν επρόφθασε να παραμερίση· το συνεπήρεν ο ένας τροχός, τον έρριψε κάτω και παρ’ ολίγον να τον κατακερματίση. Ο χασάπης ανέκοψε τον δρόμον του, εκατέβηκεν από το αμάξι, και αποτεινόμενος εις το παιδί οπού έκλαιγε διότι είχαν σκορπισθή τα ψώνια που εκρατούσε, ήρχισε να το υβρίζη βαναύσως. Επειδή δε εκείνο του απήντησε με αγανάκτησιν, το εκτύπησε… Εκείνην την στιγμήν έφθασα…

Κ’ εμβήκες στη μέση βέβαια;

Φυσικά. Τον έσπρωξα, τον επέπληξα αυστηρώς διά την άνανδρη πράξιν του, και όταν μου αυθαδίασε, τον άρπαξα από το στήθος και του έδωσα να καταλάβη με ποιον είχε να κάμη. Λυσσασμένος τότε εκείνος οπισθοχωρεί και τραβά ένα μαχαίρι…


Ώ, έννοια σας!... Έχω γερά χέρια εγώ! Όταν ώρμησε κατ’ επάνω μου με το μαχαίρι, επαραμέρισα ευκίνητος, ευρέθηκα μ’ ένα πήδημα από πίσω του, και τον εδέσμευσα μέσα στην αγκαλιά μου… Έκαμε να με κτυπήση από πίσω του με το μαχαίρι…


Ά μπα!... μου έσχισε μόνον λιγάκι εδώ (Δείχνει το μέρος) το μανίκι του ρούχου μου. Αλλά τα χέρια μου έσφιγγαν σαν τανάλιες τα δικά του, και το μαχαίρι ύστερα από λίγο του έπεσε από τα χέρια… Τον εκράτησα εις αυτήν την θέσιν, έτρεξε ένας χωροφύλακας και του τον παρέδωσα. Αναγκάστηκα όμως να υπάγω μαζί του εις το τμήμα, να δώσω την κατάθεσίν μου, και δι’ αυτό άργησα.

Μπράβο! Πήγαινε τώρα μέσα να ξεσκονισθής, και να κρατήσης συντροφιά της δεσποινίδος που σε γυρεύει.

Και να μη πήτε τίποτε στη Νίτσα γι’ αυτήν την σκηνήν, να μη τρομάξη. (Ο Κίμων εξέρχεται διά του κήπου).


Φρόσω και Καλλικράτης

Τί λαμπρό παιδί που έχετε, κύριε Καλλικράτη!... να σας ζήση. Τί καλός και τί γενναίος οπού είνε!... Έχετε δίκαιον να υπερηφανεύεσθε δι’ αυτόν.

Ναι· είνε καλό παιδί. Γερή ψυχή σε γερό σώμα.

Αλλά τον αναθρέψετε και σεις όπως πρέπει.

Δηλαδή τον άφησα ν’ ανατραφή αυτός όπως έπρεπε. Δεν του εχάραξα εγώ τον δρόμον της ζωής του. Είδα ότι η φύσις του ήτο αγαθή και του έδωσα την διεύθυνσι οπού του ήρμοζε καλλίτερα ν’ ακολουθήση. Δεν τον εβίασα, δεν τον επίεσα, δεν τον υπεχρέωσα εις τίποτε. Δεν είμαι πατέρας τυραννικός εγώ. Του άφησα ενωρίς αυτεξουσιότητα, διά ν’ αναπτυχθή ο χαρακτήρ του κανονικώς, χωρίς να στρεβλωθή από την στοργήν, ήτις πολύ συχνά είνε τυφλή, και πολύ συχνότερα ιδιοτελής. Το πολύ πολύ του έδωκα καμμίαν οδηγίαν, καμμίαν συμβουλήν εις όσα μ’ εδίδαξεν η πείρα της ζωής.

Ναι, αλλ’ η νεότης είνε ζωηρά και κάποτε απερίσκεπτος· κάποιος περιορισμός είνε ενίοτε αναγκαίος.

Αγαπητή κυρία, η νεότης, όταν δεν είνε ζωηρά, δεν είνε νεότης· είνε φαινόμενον παθολογικόν και τότε τω όντι χρειάζεται προσοχή και θεραπεία (Ακούονται άνωθεν ο Κίμων και η Νίτσα να γελούν δυνατά). Γελούν! ακούτε; Αυτό είνε το σάλπισμα της υγιούς νεότητος. Όσο διά την περίσκεψιν, θα έλθη και αυτή η στρυφνή νταντά κατόπιν με το ραβδί της και θα περιστείλη τας ορμάς. Αλλά έως ότου να έλθη αυτή, η νεότης ας παίξη, ας γελάση, ας ερωτευθή… ας παρεκτραπή, έστω και λιγάκι! δεν πειράζη· πάντα κερδισμένη θα μείνη στο τέλος.

Τί να σας πω, γιατρέ μου!... Πάρα πολύ επιεικής μού φαίνεται η θεωρία σας. Τί θα εχρειάζετο τότε το ραβδί της περισκέψεως, της νταντάς, όπως την λέτε; να φοβίζη τους γέρους;

Τέλος πάντων, κυρία μου, αυτό είνε το σύστημά μου και αυτό εφήρμοσα εις τον γυιόν μου, νομίζω δε ότι μου επέτυχε. Να ιδήτε ότι αυτό το παιδί θα τραβήξη εμπρός, και θα πάη ψηλά. Θα είναι ένας αρριβίστ, όπως λέγουν σήμερα, αλλά κατά τον τρόπον τον ιδικόν του, όχι με το θράσος, με την πανουργίαν και την κακοήθειαν, αλλά με το σθένος της ψυχής και με την πεποίθησιν εις τον εαυτόν του. Θα φθάση εις την κορυφήν όχι όπως το σκουλήκι που σέρνεται, αλλ’ όπως ο αετός με τας ρωμαλέας πτερυγάς του.



Νίτσα, Κίμων και οι ρηθέντες

Η Νίτσα και ο Κίμων ευρίσκονται εις την ταράτσαν, χωρίς να φαίνωνται από τους ευρισκομένους εις την αυλήν, και συνομιλούν.

Να!... να!... από ‘κει!...

Όχι, πάρα δώθε λιγάκι… από κείνη την κορυφή θα βγη.

Όχι, καλέ!... θα βγη από κει που δείχνω εγώ.

(Σηκώνεται και στρέφεται προς τα επάνω, αλλά χωρίς να τους βλέπη). Ποίος είν’ εκεί; Εσύ είσαι, Νίτσα;

Ναι, μαμμά· είμαι μαζί με τον κύριον Κίμωνα.

(Με ύφος επιπλήξεως) Στην ταράτσα;

Μια στιγμή, μαμμά!... Εβγήκαμε να ιδούμε από πού θα προβάλη το φεγγάρι…

Μα σε βλάπτει η δροσιά, παιδί μου! Αλήθεια, γιατρέ;

(Ολίγον δυνατότερα, διά να τον ακούσουν) Το είπαμε αυτό! Να μπήτε μέσα… Ακούς, Κίμων;

           
Μπαμπά, η δεσποινίς Νίτσα ρωτά αν μας δίδετε την άδειαν να παίξωμε λίγη μουσική.

Λίγη μουσική, μάλιστα… αλλά όχι πολύ, διότι δεν πρέπει να κουράζεται.
 
(Ο Κίμων και η Νίτσα εξαφανίζονται από την ταράτσαν)

Φρόσω, Καλλικράτης, έπειτα Σταμάτης

Αλήθεια με την κουβέντα και μ’ αυτά τα διάφορα επεισόδια εξέχασα να σας ρωτήσω. Θα πάρετε το τσάι, γιατρέ;

Ευχαρίστως.

Θέλετε ν’ ανεβούμε επάνω;

Όχι· με την άδειάν σας, θα προτιμήσω να το πάρω εδώ.

Όπως θέλετε… (Στρεφομένη προς το μέρος του κήπου) Σταμάτη!...

Εδώ είναι καλλίτερα· αυτή η βαλσαμωμένη ατμοσφαίρα του κήπου με ζωογονεί.
 (Εμφανίζεται ο Σταμάτης)

(Προς τον Σταμάτην) Πες να φέρουν για μας το τσάι εδώ.
            (Ο Σταμάτης υποκλίνεται και εξέρχεται)

Έπειτα, ας αφήσωμεν και τα παιδιά να διασκεδάσουν μόνα των.

Είδατε τί πεισματάρα είνε η κόρη μου;… Ακούτε εκεί, να μένη έξω εις το ύπαιθρον διά να ιδή πότε θα βγη το φεγγάρι!...

Μα τί ηθέλετε; να περιμένη να δη πότε θα βγη το λαχείον; Στην ηλικία αυτών των παιδιών η αισθηματική αστρονομία είνε μάθημα υποχρεωτικόν και το φεγγάρι παίζει εις αυτό ρόλον σπουδαίον.


Και διά τους προαλειφομένους εις αυτό το στάδιον… (Εν τω μεταξύ έρχεται ο υπηρέτης με τον δίσκον του τσαγιού, τον οποίον αποθέτει επάνω εις το τραπέζι, η δε κυρία Φρόσω αρχίζει να το σερβίρη). Αυτή η φουσκομάγουλη, η χλωμή όψις της Πανσελήνου (δεικνύει προς το μέρος της Σελήνης) που ξεπροβάλλει σαν σαστισμένη οπίσω από τα βουνά, έχει κάμει περισσότερα συνοικέσια, παρά όλες μαζί η προξενήτρες του κόσμου. (Ακούεται προανάκρουσμα πιάνου έσωθεν).

Τώρα θα παίξουν μουσική.

Ναι· για ν’ ακούσωμεν. (Ακούεται η φωνή των δύο νέων οι οποίοι τραγουδούν εν διωδία με υπόκρουσιν πιάνου το εξής άσμα. Η Φρόσω και ο Καλλικράτης πίνουν βραδέως το τσάι των και ακροάζονται).

Μεσάνυκτα σημαίνουν
Παντού βαθιά σιγή·
Και σιγοκαταβαίνουν
Τα ονείρατα στη γη.

Τον ουρανό θωρώ
Και τ΄όνειρό μου – εσένα!
Ξυπνός το καρτερώ.

Δυο λόγια τρυφερά,
Ζωή να μου χαρίση
Κ’ ελπίδα, και χαρά.

(Ο Καλλικράτης κατ’ αρχάς ακροάται ήσυχος και αδιάφορος· έπειτα γίνεται ρεμβώδης καθόσον προχωρεί το άσμα, ανασκιρτά ελαφρώς και εντείνει την προσοχήν του. Βαθμηδόν καταλαμβάνεται υπό κάποιας συγκινήσεως και ταραχής. Σηκώνεται, βηματίζει, σταματά, προσέχει εις το άσμα προς στιγμήν και πάλιν αρχίζει να κινήται με προφανή πλέον ταραχήν. Το άσμα λήγει.)

Περίεργον!...

Τί είνε, γιατρέ;… τί σας φαίνεται περίεργον;

Αυτό το τραγούδι!...

Είναι παληό.

Το ξεύρετε και σεις; (Με απορίαν)

Πώς! Το έχω παίξει τόσες φορές!... Ήτο μέσα εις της μουσικές μου, και το εύρηκε η Νίτσα και το παίζει συχνά, γιατί της αρέσει.

Της αρέσει;… Και θα ήρεσε και σ’ εσάς βεβαίως, αφού το επαίζετε;… Τί παράδοξον!

Μα επί τέλους γιατί σας φαίνεται παράδοξον αυτό το πράγμα;

Γιατί; Μα ξεύρετε τί είνε αυτό το τραγούδι; Ξεύρετε τίνος είνε αυτοί οι στίχοι;

Όχι.

(Με ζέσιν) Είνε δικοί μου και τους έχω γράψει για σας!...

(Με έκπληξιν) Για ΄με;… (Ταράσσεται και σκυθρωπίζει)

Ναι, για σας!... (Μελαγχολικώς και ωσάν να μονολογή) Κακόμοιροι στίχοι! κακόμοιρα τραγούδια ανώνυμα! Βγαίνετε μέσα από μία καρδιά ζεστή, και έπειτα αφίνεσθε μέσα στο πλήθος, αποπαίδια της ψυχής και γυρίζετε τον κόσμον ορφανά και αγνώριστα. Χίλια στόματα αδιάφορα σας απαγγέλλουν, σας τραγουδούν, και κανένα δεν ρωτά ποίον αίσθημα σας υπηγόρευσε, ποίον παλμόν, ποίον παληόν τόνον διερμηνεύετε! Και συμβαίνει κάποτε, όπως τώρα εις την δική μας περίστασι, να σας τραγουδή η ίδια η γυναίκα για την οποίαν εγραφθήκατε, χωρίς να γνωρίζη, χωρίς να υποπτεύη, ότι αυτά τα θερμά λόγια της αγάπης απευθύνοντο εις αυτήν την ιδίαν, και υπηγορεύθησαν σε μίαν στιγμήν εκστάσεως, πόθου, μέθης, από ένα αίσθημα βαθύ, το οποίον η ίδια εκείνη γυναίκα είχεν εμπνεύσει!...

(Με συγκίνησιν) Μα γιατί τα ενθυμείσθε τώρα αυτά;

Τα ενθυμούμαι, διότι δεν τα εξέχασα ποτέ! Και αν υποτεθή ακόμη ότι τα είχα λησμονήσει, να η φωνή του παρελθόντος που έρχεται από μακρυά να μου το ενθυμίση!... Πώς να το ξεχάσω!... Αυτούς τους στίχους τους έγραψα την τελευταίαν βραδυάν που ειδωθήκαμεν μέσα στον κήπον του σπιτιού σου. Ήτο μία νύκτα ανοιξιάτικη ωσάν αυτή. Ύστερα από την αλησμόνητη εκείνη συνάντησι, επήγα εις το σπίτι μου, εκάθησα εις το γραφείον μου, και επάνω εις την μέθη της χαράς και της συγκινήσεως μού εβγήκαν αυτοί οι στίχοι από τη ψυχή, αβίαστοι, σαν το καθάριο νερό οπού αναβλύζει από την άφθονη βρύσι. Την άλλη μέρα έλαβα το γράμμα σου – τον κεραυνόν εις φάκελλον, όπως λέγει ο ποιητής – με το οποίον μου ανήγγελλες ότι απεφασίσθη[σαν] ο γάμος σου με τον μνηστήρα οπού σ’ εζήτησε…

(Με ταραχήν) Ναι… αλήθεια!... αλλά, ξεύρετε, οι γονείς μου τότε…

Μη δικαιολογείσθε!... Δεν σας το λέγω διά να σας μεμφθώ. Και οι γονείς σας και σεις εσκεφθήκετε σύμφωνα με την λογικήν η οποία διέπει την κοινωνίαν, η οποία θεωρεί πρακτικήν σοφίαν τον σφαγιασμόν του αισθήματος χάριν του υλικού συμφέροντος. Εγώ ήμουν ένας φοιτητής, νέος άσημος, χωρίς περιουσίαν, χωρίς μέλλον εξησφαλισμένον· ο άλλος δεν ήτο νέος, ήτο όμως πλούσιος και κατείχεν υψηλήν κοινωνικήν θέσιν. Δισταγμός δεν επετρέπετο. Εδέχθην το σκληρόν τραύμα κατάστηθα, αλλά δεν ωμίλησα· δεν ηθέλησα να παρεμβάλω κανένα πρόσκομμα εις την νομιζομένην ευτυχίαν σας. Ηθέλησα μόνον από φιλοτιμίαν, από υπερηφάνειαν να γείνω κ’ εγώ κάτι. Και εσπούδασα με όλον μου τον ζήλον και με όλην μου την θέλησιν· και αφού επήρα το δίπλωμα, ηθέλησα με κάθε θυσίαν να τελειοποιήσω τας σπουδάς μου εις την Ευρώπην. Την παραμονήν της ημέρας οπού επρόκειτο ν’ αναχωρήσω εις την Γερμανίαν, ένας φίλος μου επιστήθιος, οπού ήτο παρών την ώραν οπού εκαθάριζα τα συρτάρια του γραφείου μου, μία ψυχή καλλιτεχνική, είδε αυτό το χαρτί που είχε μείνει λησμονημένον εκεί μέσα, και το οποίον εγώ ετοιμαζόμουν να σχίσω μαζί με τ’ άλλα· μου το επήρε από το χέρι, εδιάβασε τους στίχους, του ήρεσαν και τους εκράτησε. Δεν τον ξαναείδα πλέον, διότι όταν επέστρεψα είχεν αποθάνει. Αλλ΄επειδή ήτο ερασιτέχνης μουσικός, φαίνεται ότι το εμελοποίησε, κ’ έτσι οι στίχοι και το άσμα έγειναν κτήμα του κοινού. Εγώ όμως το είχα τελείως λησμονήσει· ούτε είχα ιδέαν περί της τύχης του. Σήμερον έξαφνα, ύστερα από τόσα χρόνια, το ακούω διά πρώτην φοράν, ενώ συνομιλώ μαζί σας, να το τραγουδούν τα παιδιά μας! Πώς να μην συγκινηθώ λοιπόν; (Σηκώνεται και περιπατεί νευρικώς, διευθυνόμενος προς το μέρος του κήπου).

(Συγκινημένη επίσης) Η σύμπτωσις είνε τω όντι περίεργος (Συνέρχεται και επιτηδεύεται απάθειαν). Αλλά τί τα θέλετε; Όλα περνούν σ’ αυτόν τον κόσμον… Είδετε τί λέγει και το λαϊκόν τραγούδι;
Αλησμονιούνται κ’ η φιλιές, ξεχνιούνται κ’ η αγάπες,
Συναπαντιώνται στα στενά σαν ξένοι, σαν διαβάτες.

ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ
Όχι, κυρία· δεν αληθεύει πάντοτε αυτό. Εν πρώτοις ημείς οι δύο δεν είμεθα ξένοι ο ένας προς τον άλλον, όχι! Για με σεις δεν είσθε ξένη. Από την ημέραν οπού εχωρισθήκαμεν ένα κενόν έμεινε μέσα εις την ψυχήν μου, το οποίον ποτέ δεν επληρώθη. Η γυναίκα οπού ενυμφεύθηκα δεν ηδυνήθη να μου δημιουργήση αίσθημα ικανόν ν’ αναπληρώση εκείνο που εγέμιζεν όλη μου την ψυχήν. Ήτο μεταξύ μας μία δυσαρμονία χαρακτήρων, η οποία απέληξεν εις εντελή ρήξιν. Αφ’ ετέρου εγώ δεν έμεινα ξένος διά σας…. Ώ, ναι! αυτό το περιστατικόν μόνον ότι εδιστάσετε να με προσκαλέσετε  εις μίαν τόσο κρίσιμον στιγμήν, είνε για ’με φαεινή  απόδειξις περί τούτου. Αν σας ήμουν αδιάφορος, θα εσπεύδετε να με προσκαλέσετε αμέσως. (Μένει εστραμμένος προς το μέρος του κήπου και φαίνεται κάθε τόσον ότι παρατηρεί προς τα εκεί, και ιδίως προς τ’ άνω, με ιδιαιτέραν προσοχήν και ακροάται).

(Με κάπως προσποιητήν ευθυμίαν) Ά, γιατρέ μου! βλέπω ότι η αισθηματικότης σας επήρε κατήφορον· και διά την ηλικίαν μας αυτός ο κατήφορος είνε επικίνδυνος… Τουλάχιστον διά την σοβαρότητά μας!

Κυρία μου, δεν αισθηματολογώ· φιλοσοφώ. Αυτήν την στιγμήν πιστοποιώ μίαν αλήθειαν. Όπως εις τον κόσμον τον υλικόν, έτσι και εις τον κόσμον τον ηθικόν τίποτε δεν χάνεται από ό,τι παράγεται και υπάρχει. Διέρχεται διά πολλών μυστηριωδών φάσεων, μεταμορφώνεται, αλλ’ εξακολουθεί να υπάρχη. Το άνθος το οποίον θνήσκει λησμονημένον εις μίαν γωνιάν του κήπου, αφίνει ένα σπόρον, τον οποίον παίρνει ο άνεμος και τον πηγαίνει διά να φυτρώση μακρύτερα. Από το αίσθημα το βαθύ, το ειλικρινές, το οποίον μας ήνωσε κατά τα χρόνια της νεότητός μας, απέμεινε κάτι τι. Απέμεινε  μία ανάμνησις, απέμεινε μία έλξις, απέμεινε ένα τραγούδι, το οποίον εγέννησε μίαν συγκίνησιν εις εμάς τους δύο προ ολίγου και ολίγον πάρα πέρα, εδώ σιμά μας, ίσως μίαν ευτυχίαν. (Προχωρεί σιγά εντός του κήπου και σταματά προ ενός δένδρου, βλέπων προς τ’ άνω διά μέσου των κλώνων).

(Απορούσα) Μίαν ευτυχίαν;… Τί εννοείτε;

(Στρέφεται προς την Φρόσω και προσκαλεί αυτήν να πλησιάση διά νευμάτων και με φωνήν σιγανήν) Ελάτε εδώ!... σιγά σιγά… (Η Φρόσω πλησιάζει με έκπληξιν). Κυττάξετε!... (Δεικνύει εις αυτήν την ταράτσαν, όπου ο Κίμων και η Νίτσα φαίνονται αγκαλιασμένοι ακουμβώντες επί του στηθαίου της ταράτσας).

(Μετ’ εκπλήξεως και μετά δυσφορίας) Ώ!... Τί είν’ αυτό; Τραγουδούν αγκαλιασμένοι!…

(Εξακολουθών να ομιλή σιγά) Αυτό είνε ό,τι έπρεπε να συμβή.
(Επανέρχονται παρά το προσκήνιον, η μεν Φρόσω σύννους, ο δε Καλλικράτης μειδιών. Ομιλούν αμφότεροι δυνατώτερα).



ΦΡΟΣΩ

Εις την ηλικίαν την ιδικήν των, κυρία μου, ο έρως πολύ συχνά καταπατεί τα όρια της φιλίας.

(Ταραγμένη) Μα αυτό είνε άτοπον!... Πρέπει να το εμποδίσωμεν… Δεν νομίζετε;

Διατί; Ό,τι είνε φυσικόν, δεν ημπορεί να είνε άτοπον. Μη ταράττεσθε, κυρία. Συλλογισθήτε και κρίνετε απαθώς. Τα δύο παιδιά μας αγαπιούνται, όπως αγαπηθήκαμε κ’ εμείς άλλοτε. Αλλ’ η ιδική μας αγάπη δεν ήτο πεπρωμένον ν’ απολήξη εις την ένωσίν μας. Αι περιστάσεις της ζωής, οι κοινωνικοί όροι, αι προλήψεις, μας εχώρισαν και εμείναμεν μακρυά τόσον καιρόν ο ένας από τον άλλον, μ’ ένα κρυφόν πόθον ο καθένας εις την καρδιάν. Εγώ υπήρξα ατυχής εις τον γάμον μου. Σας το εξωμολογήθηκα· αλλ’ ούτε σεις υπήρξατε ευτυχής (Η Φρόσω κύπτει περίλυπος την κεφαλήν). Ναι, το γνωρίζω αυτό, διότι, όπως σας είπα, παρηκολούθησα από μακρυά αδιαλείπτως την ζωήν σας. Ο σύζυγός σας δεν ήτο ο άνθρωπος οπού θα ηδύνατο ν’ ανταποκριθή εις τα ιδανικά σας. Εδοκιμάσατε λύπας και πικρίας πολλάς.  Επί τέλους εμείνετε μόνη και όλην την στοργήν και την αγάπην σας την εσυγκεντρώσατε εις την κόρην σας, όπως εγώ εις τον υιόν μου…

(Ακουσίως και χωρίς σχεδόν να φαίνεται αποτεινομένη προς τον Καλλικράτην) Ώ! ναι! αυτή είνε τώρα η μόνη μου σκέψις, η μόνη μου παρηγορία.

Ένα κρυφό όμως, ένα μυστηριώδες νήμα δεν έπαυσε να συνδέη τας τύχας μας, και αυτό ωδήγησε τας περιστάσεις και τα συμβάντα, τα οποία ήλθον τόσον ραγδαία και τόσον ανέλπιστα!... Όταν προ μιάς ώρας εβγήκα από το σπίτι μου, διά να έλθω εδώ να ξεκουρασθώ από τους κόπους και τας φροντίδας της ημέρας και να περάσω σιμά σας ολίγας ευχαρίστους στιγμάς, δεν επερίμενα βέβαια ότι η επίσκεψίς μου θα κατέληγεν εις τοιούτο αποτέλεσμα. Αλλά τα πράγματα είνε πάντοτε ισχυρότερα από την σκέψιν και από την θέλησιν του ανθρώπου, και η Δύναμις  οπού τα διευθύνει ηθέλησεν ώστε από την περασμένη θλίψι τη δική μας να γεννηθή η χαρά και η ευτυχία δύο άλλων υπάρξεων. Και αυτήν την χαράν και την ευτυχίαν δεν έχετε το δικαίωμα, κυρία, να την θυσιάσετε!...

(Κλονιζομένη, αλλά κάπως διστακτική ακόμη) Μα… δεν ξεύρω αν πρέπη…

Διατί όχι; Δεν πρέπει να επαναληφθή το σφάλμα του οποίου ημείς υπήρξαμεν τα θύματα. Ίσα ίσα, αυτή η αδικία που έγεινε σ’ εμάς μας επιβάλλει να είμεθα δίκαιοι. Άλλως τε αι περιστάσεις είναι τώρα διαφορετικαί. Δεν υπάρχει ανισότης· δεν υπάρχει το κώλυμα των κοινωνικών προλήψεων. Η απόφασις εξαρτάται απολύτως από εμέ και από σας. Η κόρη σας είναι πλουσία, αλλά και ο υιός μου έχει περιουσίαν σημαντικήν. Εργάσθηκα διά να του εξασφαλίσω και πλούτον και όνομα έντιμον και σεβαστόν. Η Νίτσα είνε αγαθή και ευγενική ύπαρξις· αλλά και του Κίμωνος τα προτερήματα σάς είναι γνωστά. Η κλίσις υπάρχει μεταξύ των, το είδετε. Διατί να την εμποδίσωμεν; (Με μεγαλειτέραν έξαψιν και με πάθος βαθμηδόν). Ας αφίσωμεν την αγάπην, η οποία εφύτρωσε τόσον φυσικά ν’ αναπτυχθή, όπως είνε προωρισμένον. Η αγάπη αυτή θα είνε η Δευτέρα άνθησις της ιδικής μας ψυχής· είνε το μακρινόν αντιφέγγισμα της ιδικής μας αγάπης.  Εκείνοι οι δύο θα είνε η αυγή με την δροσιά και την ζωντανήν της λάμψιν, ημείς θα είμεθα η δύσις η ήσυχη, η ήμερη, οπού το φως της το χλωμό θα ζωντανεύει από την[20]  ανταύγειαν της πρωινής ακτινοβολίας, έως ότου σιγά σιγά με γλυκειά μελαγχολίαν σκεπασθή από το σκοτάδι της αιωνίας νύκτας… (Ακούεται ο ήχος μόνου του πιάνου, το οποίον εκτελεί αργά και υποκώφως τον ήχον του ανωτέρω άσματος). Φρόσω!... είνε η πρώτη φορά ύστερα από τριάντα χρόνια οπού σε καλώ με αυτό το όνομα!... μη διστάσης ν’ αποφασίσης την ευτυχίαν των παιδιών μας! (Μένει προτείνων τας χείρας με ύφος παρακλητικόν έμπροσθέν της. Η Φρόσω τον κυττάζει μερικάς στιγμάς ατενώς με προφανή συγκίνησιν. Έπειτα αποφασιστικώς δίδει εις αυτόν την χείρα, την οποία ο Καλλικράτης ασπάζεται με ζέσιν. Καταπίπτει βραδέως η αυλαία.)

ΤΕΛΟΣ
(1915)
Μπάμπης Άννινος





[1] Για τον Μπάμπη Άννινο βλ. την ανέκδοτη διδακτορική διατριβή του υπογράφοντος Χαραλάμπης (Μπάμπης) Άννινος (1852-1934). Ένας Επτανήσιος στην Αθήνα: Οι επτανησιακές καταβολές και η ενσωμάτωση ενός Κεφαλονίτη λογοτέχνη στην πνευματική ζωή της Αθήνας, (επιβλέπων καθηγητής Θεοδόσιος Πυλαρινός), Τμήμα Ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, τόμοι 2, Κέρκυρα 2013.
[2] Τα άλλα δύο μέρη της συγγραφικής τριάδας ήταν ο Γεώργιος Τσοκόπουλος και ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος. Βλ. σχετικά Ηλίας Τουμασάτος, «Τζανέτος και Μαντίνα: Ένα κωμικό ζευγάρι Επτανησίων στην αθηναϊκή επιθεώρηση Παναθήναια», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 14 (2013), σσ. 457-475.
[3] Αναφέρουμε ενδεικτικά Το ένσαρκον άγαλμα του Tebaldo Ciconi, Οι άτιμοι του Gerolamo Rovetta, Θηρεσία Ρακέν του Εμίλ Ζολά, Η τιμή του Herman Sudermann, κ.ά.
[4] Για το θεατρικό έργο του Χ. Άννινου βλ. Κυριακή Πετράκου, «Ο Μπάμπης Άννινος ως θεατρικός συγγραφέας», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 9 (1999-2003), σσ. 343-356.
[5] Αρχείο Χ. Άννινου [Κοργιαλένειος Βιβλιοθήκη Αργοστολίου], φάκελος 12, υποφ. 4. Το χειρόγραφο αποτελείται από 12 φ. γραμμένα στο recto και στο verso και είναι αυτόγραφο του Άννινου, φέρει δε στην αρχή και στο τέλος τη χρονολογία 1915.
[6] Κυριακή Πετράκου, «Ο Μπάμπης Άννινος ως θεατρικός συγγραφέας», Κεφαλληνιακά Χρονικά, ό.π., σ. 32, υποσ. 29 και 353-354.
[7] Κυριακή Πετράκου, Οι θεατρικοί διαγωνισμοί (1870-1925), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1999, σσ. 314-315.
[8] Γιάννης Σιδέρης, Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου, τόμ. Β΄: Η ρουτίνα και οι διαμαρτυρίες, μέρος Β΄, Αθήνα: Καστανιώτης, 2000, σσ. 67-68.
[9] Κυριακή Πετράκου, «Ο Μπάμπης Άννινος ως θεατρικός συγγραφέας», Κεφαλληνιακά Χρονικά, ό.π., σ. 354.
[10] Κυριακή Πετράκου, Οι θεατρικοί διαγωνισμοί (1870-1925), ό.π. σ. 319.
[11] Γιάννης Σιδέρης, Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου, τόμ. Β΄, μέρος Β΄, ό.π., σ. 67.
[12] Ο Καλλικράτης ως εισβολέας από το παρελθόν μοιάζει να προκαλεί μια «ξεθυμασμένη» ταραχή στην κυρία Φρόσω – και ο καβγατζής Κίμων γίνεται άκακο γατάκι μόλις η Νίτσα παίξει στο πιάνο το τραγούδι του πατέρα του.
[13]  Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν έχουμε καν αγωνία για την τύχη της άρρωστης, αφού ξέρουμε από την αρχή ότι ο Καλλικράτης την έχει σώσει.
[14] Στο χφ. φαίνεται να έχει γραφεί αρχικά ηλικία «48» και στη συνέχεια πάνω από το «8» να έχει γραφεί ο αριθμός «5».
[15] Στο χφ. υπάρχει διαγραμμένη η φράση «και μου πλένει».
[16] Στο χφ. υπάρχει διαγραμμένη η λέξη «εγκατάλειψις».
[17] Στο χφ. υπάρχει διαγραμμένη η λέξη «κύριον».
[18] Στο χφ. υπάρχει διαγραμμένη η λέξη «γεράματα».
[19] Στο χφ. υπάρχει διαγραμμένη η λέξη «χαμηλοφώνως».
[20] Στο χφ. διαγραμμένη η φράση «πρωϊνήν ακτινοβολίαν αντανάκλασιν»

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα