Η καρδιά του Σπιρτούλη


Στη μέση ενός λιβαδιού που φύτρωναν χιλιάδες αγράμπελες ήταν το σπιτάκι του. Ένα σπιρτόκουτο. Καλά ακούσατε. Ένα σπιρτόκουτο. Ορθογώνιο, μικρό. Ξύλινο, για να μην το λιώνει η βροχή του χειμώνα. Μ’ ένα τόσο δα μαξιλαράκι μέσα, για να ακουμπάει το κεφάλάκι του ο Σπιρτούλης. Έτσι τον έλεγαν, επειδή διάλεξε να κατοικεί σ’ ένα σπιρτόκουτο. Απορούσαν όλοι. Δεν ήτανε τόσο μικρός, πώς χωρούσε εκεί μέσα;
Κι όμως, τον έβλεπαν να ανοίγει το συρταρωτό κουτάκι, και να μπαίνει μέσα… το χειμώνα το κουτάκι έκλεινε τελείως, για να τον προστατεύει από τη βροχή. Το καλοκαίρι, το κουτάκι έμενε μισόκλειστο, το κεφάλι του Σπιρτούλη έμενε απέξω και μέχρι ν’ αποκοιμηθεί κοιτούσε και μετρούσε τ’ αστέρια και τραγουδούσε μαζί με τα νυχτοπούλια. Οι νυχτερίδες και οι πυγολαμπίδες έκαναν κι αυτές τα χορευτικά τους ανάμεσα στο κουτί το σπιρτούλη και το ταβάνι του «δωματίου» του, δηλαδή τον ουρανό. Το πρωί τον ξυπνούσαν άλλα πουλιά που έκαναν πάρτι πάνω στα κυπαρίσσια Δεν τον πείραζε που τον ξυπνούσαν . Κανένας δεν τον πείραζε το Σπιρτούλη. Ακόμα και τα φίδια κοιμούνταν λίγα μέτρα παραπέρα,  ενώ τα αδέσποτα σκυλιά κουλουριάζονταν καμιά φορά στο μπροστινό μέρος του κουτιού, εκεί που ήταν τα πόδια του. Οι γάτοι γουργούριζαν και τρίβονταν στα πόδια του καθώς έδενε τα κορδονάκια του για να πάει στον κόσμο των ανθρώπων.

Ένα σακιδιάκι στην πλάτη του, και ένας στριφτός δρόμος που οδηγούσε εκεί που ζούσαν κι άλλοι άνθρωποι, σαν το Σπιρτούλη. Που έμπαιναν κι έβγαιναν σε μεγάλα δωμάτια, μιλούσαν, μελετούσαν και κάπου κάπου έκοβαν βόλτες σε μια τεράστια αυλή με θέα το λιβάδι, και πέρα μακριά ένα μεγάλο βουνό. Ο Σπιρτούλης ήταν ήσυχος και αγαπητός. Άλλες φορές ήταν χαρούμενος κι έκανε αστεία, άλλοτε πάλι μαζευόταν σ’ ένα καθισματάκι και χάζευε πότε το πάτωμα πότε τον ουρανό. Άλλοτε μετρούσε τις ψηφίδες του μωσαϊκού, άλλοτε τις σταγόνες στα τζάμια, κοίτα τώρα να δεις ποια θα φτάσει πρώτη στο κάτω μέρος του τζαμιού… Περνούσε ο καιρός και όλοι πίστευαν ότι ο Σπιρτούλης δε θα μεγαλώσει ποτέ. Ότι πάντα θα χαμογελά αμήχανα και θα ασχολείται με πράγματα που όλοι οι άλλοι απλά περιφρονούσαν. Ότι ποτέ δεν θα αναλάβει ευθύνες ο Σπιρτούλης. Ότι πάντα θα αρκείται να μπαίνει κάθε βράδυ στο σπιρτόκουτό του… εκείνο το σπιρτόκουτο που όταν έκλεινε τα μάτια του γινόταν ένα πανίσχυρο αστρόπλοιο που τον μετέφερε χιλιάδες έτη φωτός μακριά, κι όμως, στ’ αλήθεια παρέμενε εκεί, στη μέση του ανθισμένου λιβαδιού με τις αγράμπελες.

Μια μέρα, γεμάτη από φως του ήλιου, κι άρα χωρίς σταγόνες να κάνουν αγώνες δρόμου στα τζάμια, η ματιά του Σπιρτούλη  στη διάρκεια της διαδρομής της από το πάτωμα μέχρι τον ουρανό σταμάτησε σ’ εκείνο το κορίτσι. Ένα μελαχρινό κορίτσι με δέρμα στο χρώμα του σιταριού. Χαμογελαστό και καλοσυνάτο. Και ομιλητικό. Αντίθετα με το Σπιρτούλη που έλεγε μια λέξη και σκεφτόταν τριακόσιες. Τα λόγια της διέκοπταν τα φανταστικά του διαπλανητικά ταξίδια – καμιά φορά εκείνη νόμιζε ότι μπορεί και να μην την άκουγε, μα εκείνος άκουγε πολύ περισσότερες λέξεις από εκείνες που έβγαιναν από το στόμα της με τον χαρακτηριστικά ευγενικό της τρόπο. Σαν να άκουγε ένα παράλληλο κείμενο, τις σκέψεις της που δημιουργούσαν τις λέξεις της, και σαν αυτό το παράλληλο κείμενο να κατέβαινε χαμηλά στο στήθος του Σπιρτούλη και να τρύπωνε μέσα στην καρδιά του.

Ναι. Όταν ήταν κοντά της, όταν άκουγε τα λόγια της κάτι γινόταν μέσα στην καρδιά του. Κάτι που το ένιωθε τόσο δυνατό, σαν έναν αλλιώτικο χτύπο απ’ αυτόν που είχε συνηθίσει να ακούει στα μοναχικά του βράδια ανακατεμένο με το τραγούδι των πουλιών. Έναν καινούριο ρυθμό που έμοιαζε μ’ εκείνον που αναζητούσε στα φανταστικά του ταξίδια.
«Είναι η πριγκίπισσα της Πορφυρής Πέτρας» - έτσι την έλεγαν.

Η πριγκίπισσα της Πορφυρής Πέτρας φορούσε τζινάκι και δεν είχε τιάρες και γοβάκια – αλλά αθλητικά παπούτσια. Περίεργα πλάσματα οι πριγκίπισσες και περίεργα ονόματα που έχουν τα βασίλειά τους! Ποιος ξέρει πόσο ψηλό θα ήταν το παλάτι της, πάνω στην Πορφυρή πέτρα… Και πόσο κόπο θα ήθελε να σκαρφαλώσει κανείς εκεί πάνω. Πόσο μακριά φαινόταν από το σπιρτόκουτό του!  Και πόσο μικρός ήταν ο ίδιος για να μπορούσε να το φτάσει.

Η πριγκίπισσα της  Πορφυρής Πέτρας άρχισε ξαφνικά να εμφανίζεται και σ’ άλλα μέρη. Κατά πολύ περίεργο τρόπο. Τα βράδια ξαπλωμένος στο σπιρτόκουτό του την έβλεπε στην πλάτη των πυγολαμπίδων να κάνει φωτεινές πτήσεις στο σκοτάδι – καμιά φορά κι ακόμα πιο ψηλά να κάνει κούνια σε μια αιώρα δεμένη στις γωνίες δύο γειτονικών άστρων. Το πρωί κυκλοφορούσε ανάμεσα στις ανθισμένες αγράμπελες, σχεδόν πετούσε από άνθος σε άνθος σαν μέλισσα. Και τις νύχτες που έβρεχε πολύ κι ο Σπιρτούλης ήταν τρυπωμένος στο ερμητικά κλειστό για την περίσταση κουτί του άκουγε συχνά τη φωνή του να του ψιθυρίζει στ’ αυτί τις γλυκές της κουβέντες. Και κάθε φορά που γινόταν αυτό εκείνος άκουγε μέσα στη μανία της βροχής την καρδιά του να χτυπά δυνατά έσφιγγε τα μάτια του κι όπως συμβαίνει σε εκείνα τα περίεργα παιχνίδια του φωτός και του σκοταδιού με τα κλειστά μας μάτια, όπως έπεφταν απέξω οι αστραπές νόμιζε πως μέσα στο κουτάκι του την έβλεπε με φόρεμα λευκό και τα φτερά ενός αγγέλου να περνά πάνω απ’ την ξύλινη οροφή του σπιρτόκουτου και να ανοίγει ένα φωτεινό δρόμο αντίστροφο προς εκείνον της αστραπής, προς τα πάνω, προς τον ουρανό. Και την ίδια στιγμή ένιωθε πως κι η μικρή του καρδιά ξεκολλούσε από το σώμα του, σαν να ‘ταν δεμένη από τα φτερά της με μια κλωστή…. Και τραβούσε κι εκείνη τον ανήφορο κόντρα στον άνεμο… κι εκείνον δεν τον ένοιαζε που η καρδιά του πετούσε τόσο ψηλά. Δεν τον ένοιαζε γιατί η καρδιά του Σπιρτούλη ήτανε δικιά της.

Ήτανε δικιά της. Ναι. Ο Σπιρτούλης την είχε αγαπήσει αυτή την παράξενη πριγκίπισσα, κι ονειρευόταν ότι κάποτε θα σκαρφάλωνε στην πορφυρή πέτρα και θα κατάφερνε να μπει στο παλάτι της. Κι αν εκείνη τον ήθελε, τότε η καρδιά του που ήταν δεμένη στη δικιά της θα έβγαζε φτερά και θα γινόταν άγγελος σαν κι εκείνη. Μα αν τον αρνιόταν τότε θ’ άφηνε εκεί ξεριζωμένη την καρδιά του και θα άφηνε τον εαυτό του να πέσει από την πορφυρή πέτρα.

Έπρεπε. Έπρεπε να βρει τρόπο να ανέβει εκεί ψηλά. Έπρεπε και να της μιλήσει. Μα ποιος ήταν αυτός για να της μιλήσει; Έπρεπε να γίνει κάποιος παραπάνω από τον αστείο τυπάκο που ανεβοκατέβαζε το βλέμμα του από το χώμα στα σύννεφα. Έπρεπε να γίνει σημαντικός. Και στον κόσμο που ζούσε για να γίνει κανείς σημαντικός έπρεπε να φαίνεται λίγο περισσότερο. «Θα μάθω να περπατάω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί…» σκέφτηκε. Φοβόταν. Εκείνος που ήθελε να είναι αόρατος και να τον αφήνουν στην ησυχία του ώστε να κάνει τα ονειρικά του ταξίδια στο σύμπαν έπρεπε να κάνει κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Προσπάθησε. Έκανε πρόβες, πάρα πολλές πρόβες εκεί στο λιβάδι με τις αγράμπελες. Στην αρχή του κόβονταν τα πόδια από το φόβο. Αλλά σιγά σιγά πήρε το κολάι. Σκαρφάλωνε ψηλά στο δέντρο – είχε δέσει ένα σκοινί ίσαμε το αντικριστό. Έπαιρνε βαθιές αναπνοές, ξεκίναγε σιγά σιγά το βηματισμό του κι ο θεός βοηθός. Ήθελε να γίνει δυνατός και γενναίος, αντάξιος της πριγκίπισσας της Πορφυρής Πέτρας. Καμιά φορά γκρεμοτσακιζόταν εκεί στις πρόβες. Και έτρωγε τα μούτρα και τα γόνατά του. Μια δυο φορές φοβόταν ότι μπορεί και να τον είχε δει η πριγκίπισσα να πέφτει στο χώμα, περνώντας από το λιβάδι με τις αγράμπελες. Εκείνος δεν είχε ντραπεί που τον είχε δει να πέφτει. Όποτε την έβλεπε άλλωστε ήταν τόσο ευτυχισμένος που τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα και τα χαμήλωνε για να μην τον δει… για να μη θεωρήσει ότι εκείνος δεν είναι δυνατός και γενναίος. Όχι, δεν το έβαζε κάτω. Θα ερχόταν η στιγμή που θα το έκανε το σπουδαίο βήμα. Θα διάβαινε πάνω στο σκοινί μια τόσο μεγάλη απόσταση, τόσο μεγάλη όσο κι η αγάπη του για εκείνη… Κι έτσι εκείνη θα τον θαύμαζε… και θα ήταν έτοιμη να ακούσει τα τρυφερά του λόγια. Που δεν θα ήταν πια τα λόγια ενός μικρού Σπιρτούλη. Αλλά τα λόγια ενός γενναίου.

Όσο πλησίαζε εκείνη η στιγμή τόσο μεγάλωνε κι η αγωνία του. Θα τα κατάφερνε; Ή θα σωριαζόταν φαρδύς πλατύς μπροστά της. Δεν τον ένοιαζε όμως πια… Εκείνη η μαγική κλωστή που έδενε την καρδιά του με τα φτερά της ήτανε πια τόσο δυνατή που είχε πειστεί ο Σπιρτούλης ότι σε λίγο καιρό θα τον παράσερνε ολόκληρο στον ουρανό, σ’ αυτά τα ταξίδια που έβλεπε μονάχα στα όνειρά του.

Ήταν έτοιμος πια. Το πλήρωμα του χρόνου είχε έρθει. Είχε εξασκηθεί τόσο καλά που αποκλείεται να έκανε λάθος. Είχε ακόμα προβάρει και το τραγούδι που θα της έλεγε ανεβασμένος πάνω στο τεντωμένο σκοινί. Καθώς θα πλησίαζε προς εκείνη. Είχε ξεπεράσει πια τον εαυτό του. Δεν φοβόταν πια όπως παλιά. Ένιωθε δυνατός, ένιωθε έτοιμος για το μεγάλο ταξίδι.

Μα εκείνη την ίδια στιγμή, την είδε να ανεβαίνει σε μια πανέμορφη άμαξα. Ένας πρίγκιπας της κρατούσε το χέρι. Κι εκείνη έδειχνε ευτυχισμένη. Πολύ ευτυχισμένη.

Ένα «κρατς» ακούστηκε κι ο Σπιρτούλης νόμισε πως η καρδιά του έγινε ξαφνικά ένας βώλος από φίλντισι σαν αυτούς που έπαιζε όταν ήτανε μικρός. Ένας βώλος που κύλισε μέσα από το στέρνο του κι έπεσε με δύναμη στον ασφάλτινο δρόμο. Κι άλλος κρότος ακούστηκε, κι ο βώλος έσπασε σε χιλιάδες μικρούς βώλους, που έσπαγαν κι εκείνοι με τη σειρά τους με μικρούς κρότους σε χιλιάδες άλλους… κι όλος εκείνος ο δρόμος που περνούσε πλάι από το λιβάδι με τις αγράμπελες στρώθηκε με μυριάδες μικρούς βώλους – τα κομματάκια της καρδιάς του Σπιρτούλη. Κυλούσαν προς χιλιάδες κατευθύνσεις κι όταν ξεπέρασε την πρώτη έκπληξη μάταια έπεσε στα γόνατα προσπαθώντας να τα μαζέψει. Ήταν πιο λεπτά κι από κόκκους άμμου κι έφευγαν μέσα από τα χέρια του.

Πάει. Είχε χάσει την καρδιά του.

Η νύχτα έπεφτε… κι αποφάσισε να γυρίσει στο σπιρτόκουτό του. Μα κι εκείνο έμοιαζε να έχει γίνει πολύ μικρό, να μην τον χωράει πια. Τράβηξε για ένα πηγάδι, εκείνο που  χρησιμοποιούσε για να πίνει νερό. Διψούσε, πονούσε, μα πιο πολύ ένιωθε πως η καρδιά του είχε χαθεί για πάντα. Άνοιξε το σιδερένιο καπάκι και κοίταξε μέσα βαθιά. Το φεγγάρι καθρεφτιζόταν στο μαύρο νερό του πηγαδιού – μπορούσε να δει το πρόσωπό του… Έμοιαζε σαν να έχει μεγαλώσει πια. Σαν να μην ήταν το παιδί που κατοικούσε στο σπιρτόκουτο… Τα μέλη του είχαν δυναμώσει, κοίτα να δεις που είχε κάνει και μπράτσα… Και τι είναι εκείνο πάνω και κάτω από τα χείλη του; Ένα μουστάκι κι ένα γενάκι. Κοίτα να δεις… Ο σπιρτούλης γινόταν άντρας… Μα… πού ήταν η καρδιά του; Είχε χάσει πια την καρδιά του.

Ένα νυχτοπούλι ακούστηκε να τραγουδάει με ανθρώπινη φωνή.
«Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι
Να γενεί νερό να ξεδιψάσεις
Σπέρνω την καρδιά μου στο λιβάδι
Να γενεί ψωμάκι να χορτάσεις»…

Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα όπως εκείνες τις φορές που την έβλεπε ή την ονειρευόταν. Μα τώρα εκείνη είναι πολύ μακριά κι εκείνος δεν είχε πια καρδιά. Το τραγούδι του πουλιού είχε τρυπώσει μέσα στο κεφάλι του και δεν τον άφηνε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Σχεδόν τον βασάνιζε πια. Άρχισε να φωνάζει μέσα στη νύχτα. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι έλεγε. Φώναζε για να μην ακούει το τραγούδι. Έκλεινε τα μάτια για να μη βλέπει εκείνη να φεύγει και την καρδιά του να γίνεται κομμάτια.

Η φωνή του ήτανε τόσο δυνατή που τα πουλιά της νύχτας τρόμαξαν κι άρχισαν να πετούν άτσαλα πάνω από το σκοτεινό λιβάδι. Έτσι όπως αντανακλούσε πάνω στα κοιμισμένα άνθη από τις αγράμπελες και τους κορμούς των δέντρων, τα κύματα της φωνής μεταμορφώθηκαν γρήγορα σ’ έναν παράξενο άνεμο… Πάνω από το λιβάδι τ’ αστέρια σβήστηκαν κι ο άνεμος δυνάμωνε… δυνάμωνε τόσο πολύ που ένιωθε ότι τον σήκωνε πάνω από το έδαφος… τον έπαιρνε και τον χτυπούσε πάνω στα κλαριά των δέντρων, τον γρατζουνούσε πάνω στις άκρες των βράχων…  έβλεπε τριγύρω του το αγαπημένο του λιβάδι να χάνεται… τις ανθισμένες αγράμπελες να πετάνε κι αυτές μαδημένες απ’ τον άνεμο στον ουρανό και τα αστέρια να κρύβονται πίσω από τεράστια σύννεφα… Το μόνο που ακουγόταν πια ήταν η λύσσα του ανέμου και το καπάκι του πηγαδιού που ο αέρας το χτυπούσε με δύναμη πάνω στο στόμιό του και το ξανασήκωνε.

Εκείνος πονούσε καθώς οι παλιοί του φίλοι, τα δέντρα και οι βράχοι, τον τρυπούσαν, τον χτυπούσαν, τον έδερναν…. Έμοιαζε σαν άψυχη μαριονέτα που ο αέρας την πήγαινε όπου ήθελε… Ξάφνου, με την άκρη του ματιού του είδε στον αέρα να αιωρείται… το μικρό του σπιρτόκουτο…. Ο άνεμος τον παρέσυρε δίπλα του κι εκείνος πρόλαβε κι αρπάχτηκε από μια γωνιά… Σιγά σιγά, το αγκάλιασε ολόκληρο… μα ο αέρας είχε δυναμώσει περισσότερο… Σήκωσε ψηλά κι εκείνον και το κουτάκι του ψηλά, πάνω από το λιβάδι, και τους πήγε μακριά, πολύ μακριά…

Ξύπνησε αγκαλιά με το σπιτάκι του. Πονούσε παντού. Σηκώθηκε για λίγο και κοιτούσε τους μώλωπες στο σώμα του. Κοίταξε και το κουτί του. Ήταν άθικτο. Κοίταξε τριγύρω του. Ένας τεράστιος απέραντος κάμπος… Μπροστά του το μικρό του λιβάδι με τις αγράμπελες έμοιαζε με μια σταλιά κηπάκο. Τεράστιος κάμπος, κι αυτός ολομόναχος… Και νύχτωνε. Πεινούσε μα δεν είχε τι να φάει. Σκέφτηκε να κοιμηθεί. Μα πού να κοιμηθεί; Θα χωρούσε πάλι στο σπιτάκι του; Προσπάθησε να διπλώσει τα πονεμένα χέρια και τα πόδια του για να εξοικονομήσει χώρο. Ναι. Τον χωρούσε. Μαγικό, αλλά τον χωρούσε. Η νύχτα ήτανε ξάστερη και σκέφτηκε να αφήσει μισάνοιχτη την οροφή του… και το κεφάλι του έξω.

Δεν είχε νυχτοπούλια εκείνο το λιβάδι για να τραγουδάνε. Δεν είχε αγράμπελες κι αγριολούλουδα τριγύρω. Ολομόναχος. Δεν είχε δει κανέναν άνθρωπο ακόμα. «Τι να κάνω; Θα μείνω για πάντα κλεισμένος εδώ μέσα. Ούτε καν τ’ αστέρια δεν θα θέλω να κοιτάξω. Ούτε καν αυτά. Θα βλέπω τις εικόνες που ζωγραφίζει το μυαλό μου πάνω στο ταβάνι του σπιρτόκουτου. Και θα γεράσω εδώ, χωρίς καρδιά, παρέα μ’ αυτές τις ψεύτικες εικόνες».

Μες στην απόλυτη ησυχία της νύχτας που όταν έχεις συνηθίσει τις κουκουβάγιες, τις νυχτερίδες και τα νυχτοπούλια είναι μάλλον τρομακτική, ο Σπιρτούλης άκουγε μονάχα την ανάσα του. Μονάχα; Όχι. Κάτι άλλο ένιωθε ότι υπήρχε μέσα στο κουτί. Ποιος ξέρει τι ζωύφιο είχε τρυπώσει εκεί μέσα – ποτέ δεν θα τελειώσουνε τα βάσανά του. Σιχαινότανε τα ζωύφια, συχνά τρόμαζε στον ύπνο του βλέποντας τεράστια ζωύφια απλώς να κάθονται δίπλα του και να τον παραστέκουν.

Όχι. Δεν ήτανε ζωύφιο. Ήτανε κάτι που χτυπούσε ρυθμικά σαν ρολόι. Ο Σπιρτούλης άρχισε να ψαχνει σπιθαμή σπιθαμή το σώμα του. Κι εκεί στο στήθος του… εκεί… εκεί χτύπαγε.
Ήταν η καρδιά του.
«Δεν την έχασα! Μα… ορκίζομαι ότι την είδα κομμάτια εκεί στο δρόμο… Χιλιάδες… εκατομμύρια κομμάτια».

Πω πω… Στ’ αλήθεια, είχε πάλι καρδιά. Μυστήριο… Για μια στιγμή χάρηκε, χάρηκε απίστευτα. Θέλησε να βγει απ’ το κουτί και να φωνάξει. Μα… πέρασε γρήγορα η χαρά. «Όχι. Και που έχω… τι να την κάνω την καρδιά μου… αφού εκείνη είναι μακριά. Ποιος ξέρει πού. Ποιος ξέρει πού είναι η μαγική κλωστή που έδενε την καρδιά μου με τα φτερά της; Ποιος ξέρει αν θα την ξαναδώ ποτέ έστω να περνάει με μια όμορφη άμαξα και με τον πρίγκιπά της;»

Στη σκέψη της γέμισαν δάκρυα τα μάτια του… όπως συνέβαινε συνήθως… όπως ήταν ξαπλωμένος – στριμωγμένος πλέον για να κυριολεκτούμε αφού είχε γίνει λίγο μαντραχαλάκος – στο κουτάκι του, έκανε να τραβήξει το χέρι του προς τα έξω για να σκουπίσει τα δάκρυά του και… άουτς! Τι είναι αυτό πάλι μέσα στο σπιρτόκουτο που του χτυπησε το χέρι. Πω πω… πονάει πολύ. Πότε θα σταματήσει να πονάει; Κι είναι και το δεξί χέρι, ούτε δουλειές θα μπορεί να κάνει…

Σηκώθηκε κι άρχισε να ψάχνει μέσα στο κουτί. Τα μάτια του έτρεχαν συνέχεια, λίγο από την ανάμνησή της, λίγο από τον πόνο… Αν δε δω τι είσαι δεν ξαναμπαίνω εκεί μέσα. Ναι. Φοβόταν ακόμα. Παρά τα μπράτσα, το μουστάκι και τα γένια του, φοβόταν ακόμα.

Νάτο. Μια πέτρα… Μια πέτρα; Ζεστή πέτρα. Γιατί είναι τόσο ζεστή και …άουτς… κόβει στις άκρες! Ένιωσε την παλάμη του να ματώνει… Τη σήκωσε ψηλά στο φως του φεγγαριού να δει τι σόι πράγμα είναι.

Ήταν μια πέτρα στο χρώμα της πορφύρας. Τώρα είχε και πιτσιλιές από το αίμα του. Κι ήταν διάφανη. Κρυστάλλινη. Με γωνίες. Άουτς και πάλι άουτς.
Μια πορφυρή πέτρα.

Όρθιος καθώς ήταν, για να τη δει καλά στο φως του φεγγαριού, σήκωσε την πέτρα ψηλά. Οι αχτίδες της σελήνης διαπέρασαν τους κρυστάλλους… και τα υγρά μάτια του Σπιρτούλη είδαν κάτι αληθινά ανέλπιστο.

Είδαν εκείνη.
Την πριγκίπισσα της πορφυρής πέτρας.

«Γεια»… είπε εκείνη, αμήχανη στην αρχή, μέσα από την πέτρα.
«Γεια» είπε κι εκείνος… και γυρνούσε την πέτρα γύρω γύρω για να δει τι σόι πράγμα είναι αυτό μα όσο κι αν τη γυρνούσε η μορφή της κοπέλας έμενε μπροστά του, και τα μάτια της καρφώνονταν στα δικά του.

«Σταμάτα να την κουνάς, ζαλίζομαι», είπε με το γνωστό σ’ εκείνον παραπονιάρικο ύφος, που έπαιρνε όταν ήθελε να του γκρινιάξει.

«Καλά… εντάξει. Πόσος καιρός έχει περάσει;»

«Τι σημασία έχει, Σπιρτούλη;… Για να σε δω… Μεγάλωσες…»

«Κι εσύ είσαι όμορφη όπως πάντα»…

«Πού είσαι τώρα;»

«Σε μια μεγάλη πεδιάδα. Δεν ξέρω. Ο άνεμος μ’ έφερε εδώ. Εσύ;»

«Σε μια μεγάλη πόλη. Κι εμένα κάποιος άνεμος μ’ έφερε εδώ.»
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.

«Αυτό μου είχε λείψει από σένα», του είπε εκείνη.

«Ποιο;»

«Αρκεί να σε κοιτάξει κανείς στα μάτια για να καταλάβει το μεγαλείο της ψυχής σου Σπιρτούλη».

Εκείνος χαμογέλασε.
«Σιγά. Ούτε καν. Ποιο μεγαλείο;»

«Ξέρουμε κι οι δυο ποιο… Έχεις κάτι δικό μου. Την πορφυρή πέτρα».

«Κι εσύ είχες κάτι δικό μου. Την καρδιά μου που την ταξίδευες δεμένη στα φτερά σου με τη χρυσή σου κλωστή».

«Η καρδιά σου είναι εκεί Σπιρτούλη και χτυπάει στο στήθος σου. Όσα κομμάτια και να γίνει… όσο κι αν σκορπίσουνε μακριά, εκείνη παραμένει ολόκληρη… δυνατή… Να σου ζητήσω μια χάρη;»

«Πες μου».

«Αυτή την πέτρα που κρατάς… Ακούμπησέ την επάνω στην καρδιά σου… Και θα δεις».

Ο Σπιρτούλης δεν το σκέφτηκε λεπτό. Πήρε την πορφυρή πέτρα και την ακούμπησε στο στήθος του. Ένιωσε τη ζεστασιά της, και μαζί μ’ αυτήν ξανάκουσε την καρδιά του να χτυπάει. Δυνατά. Πιο δυνατά από ποτέ. Όπως τότε. Όπως τότε που την έβλεπε πάνω σ’ όλα τα λουλούδια και τ’ αστέρια του μικρού του λιβαδιού.

«Εδώ είσαι καρδιά μου. Τώρα σ’ ακούω να χτυπάς όπως παλιά…» σκέφτηκε ο Σπιρτούλης… κι η πορφυρή πέτρα ξαφνικά άρχισε ν’ αλλάζει χρώμα και σχήμα… Γινόταν χρυσή, από το χρώμα των αστεριών… και οι κρύσταλλοι διαλύονταν, και οι γωνίες τους γίνονταν μεγάλες ευθείες. Μεγάλες ευθείες  που γίνονταν παράλληλες κι ενώνονταν… έφτιαχναν ένα μεγάλο φωτεινό ποτάμι που ξεκινούσε από την καρδιά του Σπιρτούλη και… ποιος ξέρει άραγε πού έφτανε;

Δεν έχασε καιρό ο Σπιρτούλης. Μια και δυο… βούτηξε στο φωτεινό ποτάμι….κι άρχισε να κολυμπάει με δύναμη προς εκεί που θα τον οδηγούσε. Για μια στιγμή κοίταξε πίσω του… να αποχαιρετήσει το μικρό του σπιτάκι…  Είχε μείνει πίσω…  Η συντροφιά του, η παρέα του, ο κόσμος του όλος, έμεναν όλα πίσω…γλίτωσαν από τον άνεμο και την τρικυμία, κι εκείνος τώρα βουτούσε στο φωτεινό ποτάμι και τα άφηνε. Τα μάτια του γέμισαν πάλι, μα δεν είχε άλλη επιλογή από το να κοιτάξει μπροστά.

«Θα σε ξαναβρώ μια μέρα. Ορκίζομαι», φώναξε στο κουτάκι του και συνέχισε με δύναμη να κολυμπάει.

Το τέλος του ποταμιού ήταν στη μεγάλη πόλη. Σήκωσε το κεφάλι κι έψαξε για το παλάτι της. Το παλάτι της πριγκίπισσας της Πορφυρής Πέτρας. Μα δεν ήταν πουθενά.

«Την έχασα. Την έχασα πάλι».
Μα ένιωσε το χάδι της στο κεφάλι του.

«Εδώ είμαι. Καλώς όρισες στο σπίτι μου».
Γύρισε από την άλλη και την κοίταξε. Ήταν εκείνη ίδια κι απαράλλαχτη, όπως τότε που την είχε πρωτοδεί, όπως τότε που την είχε πρωτοαγαπήσει. Ήταν η στιγμή. Μετά από τόσον καιρό είχε έρθει η στιγμή.

«Ήθελα να σου πω…» πήγε να ψελλίσει εκείνος. Αλλιώς τα είχε σχεδιάσει τότε, τώρα όλα είχαν γίνει τόσο διαφορετικά. Πονούσε για να κάνει τα ακροβατικά του, είχε ξεχάσει ακόμα και τα λόγια του τραγουδιού που θα της έλεγε.

«Μην ψάχνεις πολλές λέξεις. Εσύ δε λες πολλά, έτσι κι αλλιώς».

«Σ’ αγαπάω. Όλη μου τη ζωή σ’ αγαπάω».

«Κι εγώ.»

Σιωπή. Ένα φιλί.
«Πάμε να ξεκουραστείς», του είπε. Τότε κι εκείνος μπόρεσε να μαζέψει το μυαλό του και να δει το σπίτι της.
Το σπίτι της… Δεν ήταν παλάτι. Δεν ήταν φτιαγμένο πάνω σε κανέναν τεράστιο, πορφυρό βράχο. Ήταν ένα σπιρτόκουτο, απλά ένα σπιρτόκουτο, ίδιο με το δικό του.

«Θα χωρέσουμε εκεί μέσα;»

«Η αγάπη χωράει παντού».

Κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι… Σαν να περίμεναν για πάντα εκείνη τη στιγμή. Χωρίς να πουν και να εξηγήσουν πολλά. Ο χρόνος, αιώνας μαζί και στιγμή, τους ξύπνησε αγκαλιά το επόμενο πρωί. Δηλαδή, δεν τους ξύπνησε ακριβώς ο χρόνος. Τους ξύπνησαν κάτι γνωστά κελαηδίσματα πουλιών.

«Έχει πουλιά στη μεγάλη πόλη;» είπε εκείνος τρίβοντας  νυσταγμένος τα μάτια του.

«Όχι», απάντησε εκείνη.

Η καρδιά του Σπιρτούλη χτύπησε για ακόμα μια φορά δυνατά. Τράβηξε το ξύλινο καπάκι του σπιρτόκουτου και βγήκε έξω. Χαμογέλασε. Ακόμα πιο δυνατά χτύπησε η καρδιά του.
«Έλα, έλα να δεις. Της έδωσε το χέρι του και βγήκαν έξω μαζί.

Το κουτί δεν ήταν πια στη μεγάλη πόλη. Ήταν στο μικρό λιβάδι με τις αγράμπελες. Εκεί ήταν κι εκείνες, ανθισμένες, σαν να μην είχε περάσει ο άνεμος ποτέ. Εκεί ήταν και τα δέντρα, και το πηγάδι. Εκεί ήταν και το νυχτοπούλι, έτοιμο να πάει για ύπνο κι αυτό το δόλιο, που τραγουδούσε με ανθρώπινη φωνή το ίδιο εκείνο τραγούδι:
«Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι
Να γενεί νερό να ξεδιψάσεις…»

Η καρδιά του Σπιρτούλη χτύπησε ακόμα πιο δυνατά,  μ’ αυτό που αντίκρισε λίγο πιο πέρα στο λιβάδι. Εκεί που δεν φύτρωναν αγράμπελες, ήταν γεμάτο από ολόχρυσα στάχυα, που το δροσερό αεράκι του πρωινού τα πήγαινε πέρα δώθε… πάνω τους φαίνονταν οι κόκκοι του σταριού, που είχαν χρώμα ίδιο με το δέρμα της πριγκίπισσας της πορφυρής πέτρας.
Τίποτα δεν είχε χαθεί από την καρδιά του Σπιρτούλη. Τα κομμάτια της είχαν φυτρώσει στο λιβάδι με τις αγράμπελες. Κι έγιναν σιτάρι. Σιτάρι χρυσό.
Το πουλί τραγούδησε το τελευταίο στιχάκι.

«Σπέρνω την καρδιά μου στο λιβάδι
Να γενεί ψωμάκι να χορτάσεις»…




Το τραγούδι «Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι» γράφτηκε από τον Μάνο Χατζιδάκι σε στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη, για να ντύσει μουσικά το θεατρικό έργο του τελευταίου «Παραμύθι χωρίς Όνομα».
Το σπιρτόκουτο είναι του 1942 και βρίσκεται στο Μουσείο της Βικτόρια στην Αυστραλία

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα