Η πρώτη μέρα του χρόνου




Τρέμουν τα πόδια. Από το κρύο εκ πρώτης όψεως. Δεκέμβρης μήνας, πάει ο παλιός ο χρόνος. Επί της ουσίας, από αυτό που πάει να κάνει.  Αυτό ανθρώπου νους δεν θα το χωρούσε. Ούτε κι ο δικός του ένα χρόνο, ίσως κι ένα μήνα πριν.. Ούτε και τώρα. Και τώρα δεν ξέρει αν θα βρει τη δύναμη να φτάσει μέχρι το τέλος. Όσο θυμάται τι κουβέντες μεταχειριζόταν για όσους άκουγε στα νέα ότι είχαν κάνει κάτι παρόμοιο…
Και τώρα δεν ξέρει πώς μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτό το δίλημμα, ξέρει πως η απελπισία του είναι τέτοια που η ψυχή του δεν θα μπορέσει ποτέ να γαληνέψει, ό,τι κι αν κάνει απόψε, όποιον δρόμο κι αν διαλέξει.

Ακούει τη δικιά του καρδιά να χτυπάει δυνατά. Νομίζει πως ακούει επίσης το χτύπο της άλλης καρδιάς κολλημένο στο στήθος του. «Δεν θ’ αντέξει πολύ ώρα μ’ αυτό το κρύο. Θα πεθάνει. Δεν θα προλάβει να τον βρει κανείς». Δεν μπορεί να δει και το ρολόι του – και τα δυο του χέρια  κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά του το μικρό του γιο. 

Δεν είναι ούτε είκοσι μερών. Είναι πολύ μικρούλης. Κι ο πατέρας. Στα εικοσιδύο. Μικρούλης κι αυτός για πατέρας. Μικρός τόπος. Φοιτητάκος, ακόμα στο τέταρτο έτος. Κι εκείνη, μικρότερη ακόμα, ούτε είκοσι χρονών, δεύτερη χρονιά στη μικρή πόλη, μακριά από το σπίτι της. Γλυκό κορίτσι – δεν πρόλαβαν καν να θεωρήσουν ότι βρίσκονται σε σχέση, που ήρθε η εγκυμοσύνη. Η κοπελιά το πέρασε από πιο νωρίς το λούκι, μια και από φόβο δεν έλεγε τίποτα, πουθενά, ούτε σε κείνον, ούτε στους δικούς της, μέχρι που λιποθύμησε μια μέρα στο εργαστήριο. Ήταν στον τέταρτο μήνα – αργά για να σκεφτεί οποιαδήποτε άλλη επιλογή. Ο νεαρός πρότεινε γάμο, αυτό το κλασικό «να αναλάβει τις ευθύνες του» - οι γονείς του κοριτσιού ήταν ανένδοτοι. Τι ευθύνες ν’ αναλάβει ένας πιτσιρίκος; Η κοπέλα εξαφανίστηκε από τη σχολή. Ούτε στην πόλη της δε γύρισε. Πέρασε τους υπόλοιπους μήνες στο σπίτι της αδελφής της, που φοιτούσε στην Αθήνα. Δεν θυμάται να τη χαιρέτισε καν. Σχεδόν τη φυγαδεύσανε, για να μην τον δει. Ούτε αντίο. 

Τη σκεφτόταν πάλι και πάλι αυτή την ιστορία, και κρατούσε το παιδάκι πιο σφιχτά. Σκεφτόταν και τι θα γράφανε οι εφημερίδες: «Εγκατέλειψαν νεογέννητο βρέφος – πέθανε αβοήθητο μέσα στο κρύο». Κοντοστάθηκε και το κοίταξε. «Σε σκοτώνω άραγε;… Ήταν ήσυχο, κι εκείνος έτρεμε κάθε στιγμή μήπως σταματήσει εκείνη η καρδούλα, προσπαθούσε μέσα στο λαχάνιασμά του ν΄ακούει την ανάσα του παιδιού, του παιδιού του. Κι έτρεχε, έτρεχε πιο γρήγορα, μέσα στην ερημιά, προσπαθώντας να βρει ένα μέρος για να τελειώσει εκείνο το μαρτύριο… 

«Μακάρι να μπορούσα να σε πάρω μαζί μου. Μα δε θ’ αντέξεις… Τώρα, έχεις έστω μια ελπίδα να σε βρει κάποιος. Να σε αγαπήσει – ή να σε παραδώσει στις κοινωνικές υπηρεσίες». Εκείνος δεν είχε το κουράγιο να το κάνει, κι είχαν περάσει πια οι εποχές που τα έκθετα τα εγκατέλειπαν σ’ ένα κουτάκι με κουδούνι, έξω από το ορφανοτροφείο. «Θα μεγαλώσεις και θα νομίζεις πως κανένας δεν σε ήθελε…Μα δεν είναι αλήθεια… Σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, μα δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου».  Το έλεγε ξανά και ξανά και ξανά μέρες τώρα. Είχε τρενάρει την εκτέλεση της απόφασής του όσο μπορούσε. Μα το ξημέρωμα έφευγε το καράβι. Φορτηγό καράβι. Θα τον άφηνε μισονόμιμα μισολαθραία, με ένα σακ βουαγιάζ, στην Ιταλία.  Δεν ήξερε πού θα πήγαινε από κει και πέρα, ούτε τι έκανε. Στην πατρίδα δεν μπορούσε πια να μείνει. Δεν είχε δουλειά, δεν είχε ζωή, δεν είχε τίποτα απολύτως. Για την ακρίβεια, είχε μονάχα εκείνο το μικρούλι παιδάκι που από την πρώτη μέρα που ήρθε στον κόσμο φαινόταν ότι κανείς, μα κανείς δεν το ήθελε. Και τώρα… θα το πέταγε κι αυτό κάπου…

«Πώς θα σε αφήσω; Και πώς θα σε ξανακοιτάξω μετά; Θα σε ξαναδώ ποτέ;» Σε λίγο ξημερώνει, πρέπει να προλάβει να γυρίσει στο λιμάνι. Ξημερώνει η πρώτη μέρα του καινούριου χρόνου, η τελευταία μέρα που περνάνε μαζί. Εδώ. Εδώ να το αφήσει; Μα τι είναι εδώ;

Μια μεγάλη μάντρα με υλικά... Τεράστιος χώρος – μια μόνο δρασκελιά και μπαίνει μέσα… Κάπου θα έχει φύλακα, κάπου θα έχει σκύλο, κάπου θα έχει συναγερμό, η καρδιά του χτυπάει πιο δυνατά, βαδίζει καθώς χαράζει η μέρα, τώρα, θα σε δούνε δε γλιτώνεις, ανάμεσα σε μπετονιέρες, πλάκες…  σίδερα, υλικά που όλα μαζί κάποτε μπορούν να φτιάξουν ένα σπίτι, εκείνο το σπίτι που ο ίδιος δεν θα μπορέσει να φτιάξει ποτέ. Δε θα γλιτώσει εδώ μέσα ο μικρός, ποιος θα τον πρωτοκοιτάξει, σιχτιρίζει τον εαυτό του που μάταια σπατάλησε το χρόνο του περιπλανώμενος... Πού να τον αφήσει; Πού να τον αφήσει. Ακούγεται το γάβγισμα ενός σκύλου. Κάπου εδώ κοντά θα είναι, αν είναι λυτός, πάει χαμένο το παιδί, μα είναι αδύνατο να τον πάρει μαζί του.

Σκέφτεται τη στιγμή που τον πρωτοπήρε στα χέρια του. Ούτε δέκα μέρες πριν. Χτύπησε το τηλέφωνο. «Έλα, να πάρεις το παιδί σου».  Ο  πατέρας της. Του κόπηκαν τα πόδια. Καμιά άλλη εξήγηση. Πήγε, στον προκαθορισμένο τόπο και χρόνο. 

Ο πατέρας της πάλι. Εκείνη, πουθενά. Σιωπή. Σαν τελετή παράδοσης-παραλαβής. Νιώθει σαν να παίρνει στα χέρια του ένα πακέτο. Ένα πακέτο ζωντανό, που ανασαίνει και κλαίει. 

«Δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα. Στις αρχές του ένατου μήνα άρχισαν οι επιπλοκές. Της πήραν το παιδί και μπήκε στην εντατική. Εκείνο γλίτωσε στη θερμοκοιτίδα. Εκείνη άντεξε μόλις δέκα μέρες. Τη σκότωσες». Στο άκουσμα της λέξης, το παιδί στα χέρια του γίνεται βαρύ σαν μολύβι. Δεν ξέρει τι να το κάνει, πώς να το κρατήσει. Εκείνοι πάντως δεν μπορούν. Θεωρούν εκείνον, και το μικρό, την αιτία που χάθηκε το παιδί τους. Κι εκείνος παίρνει το παιδί, και γυρίζει στο μικρό φοιτητικό του δωμάτιο. Τόσες μέρες που έχει μαζί του το γιο του, δεν έχει κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Το μωρό κλαίει. Εκείνος θυμάται εκείνη. Οι δικοί του γονείς έχουν εξαγριωθεί. Τον έστειλαν να σπουδάσει κι αυτός έφερε τόσες συμφορές. «Δεν υπάρχεις πια» - η κουβέντα του δικού του πατέρα. Η κάρτα στο μηχάνημα δεν βγάζει πια λεφτά.  Δουλειά δική του δεν μπορεί να βρει μέσα σε τέτοια κρίση, και πού ν’ αφήσει το παιδί; Στην τσέπη του δεν υπάρχει ούτε ένα Ευρώ. Είναι μόνος, σ’ έναν ξένο τόπο, σ’ ένα παγωμένο φοιτητικό δωμάτιο, μ’ ένα μωρό που κλαίει, πεινάει, φωνάζει. 

Είναι απελπισμένος. Σε λίγο ο ήλιος θα ανατείλει. Ψηλά βλέπει τον Αποσπερίτη, το άστρο της αυγής. Καινούρια χρονιά. Θα τον δουν. Πρέπει να τελειώνει. Να τελειώνει.

Να. Εκεί. Σ’ εκείνη τη μεγάλη τετράγωνη τσιμεντένια γλάστρα. Μοιάζει με κούνια. Μοιάζει με κούνια! Είναι κοντά σ’ έναν τοίχο, υπήνεμη. Ναι. Εκεί. Ο σκύλος γαβγίζει πάλι. Πρέπει να τελειώνει. Ψηλαφίζει τη γλάστρα. Είναι στεγνή. Με τα χέρια του βγάζει από μέσα τα σκουπιδάκια που είχε μαζέψει ο αέρας. Στρώνει κάτω τη μια κουβερτούλα. Κοιτάει το γιο του. Βγάζει από την τσέπη του το σημείωμα και το καρφώνει με μια παραμάνα στο ζακετάκι του. «Τον λένε *******. Η μάνα του δε ζει. Σας παρακαλώ, να τον αγαπάτε». Ξανακοιτάει τον μικρούλη. Ούτε ένα δάκρυ στο μάτι του, δεν έχει ούτε ένα δάκρυ που παρατάει το παιδί του. Τον σφίγγει άλλη μια φορά στην αγκαλιά του και τον φιλάει. Ο σκύλος ακούγεται να γαβγίζει πιο δυνατά. Είναι καλύτερο να τρέξει γρήγορα, να κυνηγήσει εκείνον ο σκύλος, να μην πειράξει το παιδί. Ο μικρούλης κοιμάται ακόμα. Τον αφήνει απαλά μέσα στη γλάστρα και αρχίζει να τρέχει. Ακούει τον σκύλο να τρέχει από πίσω του. Ευτυχώς. Τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί, με όση δύναμη έχει, ο σκύλος ακολουθεί – είναι ένα μεγάλο λυκόσκυλο. Πηδάει άτσαλα πάνω από τον εξωτερικό φράχτη…  σωριάζεται κάτω. Ο σκύλος δε φεύγει από τη μάντρα. Κάνε Θεέ μου να μη βρει το μωρό.

Και συνεχίζει να τρέχει. Ανάμεσα σε ψηλά δέντρα, είναι το αλσάκι που χθες πήγε τον μικρό την τελευταία του βόλτα. Τώρα μοιάζει με εφιαλτικό δάσος. Νομίζει πως από κει μέσα θα ξεπηδήσουν όλα τα ξωτικά του κόσμου να τον κατασπαράξουν, που σκότωσε κι εκείνη. Σκότωσε και το μικρό.

Έχει ξημερώσει. Και το λιμάνι είναι μπροστά. Στέκεται λαχανιασμένος. Το παντελόνι του έχει σκιστεί, τα γόνατά του είναι φαγωμένα. Σε μια ώρα θα φύγει το καράβι. Σε μια ώρα. Πονάει. Να ‘το. Το βλέπει το καράβι. Μα όχι. Δεν θα πάει εκεί.

Κοιτάει απέναντι από το λιμάνι. Εκείνο το μεγάλο νταμάρι. Γυρίζει την πλάτη στο λιμάνι και παίρνει τον δρόμο για εκεί. Δεν σκέφτεται τίποτα πια. Δεν θυμάται πώς τον λένε. Δεν θυμάται ότι πριν από λίγο παράτησε το γιο του σε μια γλάστρα. Δε θυμάται πως είναι τρεις μέρες νηστικός γιατί ξόδεψε τα τελευταία του λεφτά για το γάλα του παιδιού. Το τελευταίο. Δεν θυμάται πότε φτάνει στο νταμάρι. Είναι έρημο. Παρατημένο. Δεν θυμάται πότε και πώς σκαρφαλώνει στο πιο ψηλό του σημείο. Από κάτω του, μια ολόκληρη πληγή το βουνό. Πάνω στην κόψη, μια ολόκληρη πληγή, εκείνος. Κοιτάει την πόλη από μακριά, που ακόμα δεν έχει ξυπνήσει ίσως κι ακόμα να μην έχει πάει να κοιμηθεί από την πρωτοχρονιάτικη έξοδο. Κοιτάει, κάτω απ’ τα πόδια του, το χάος. Είναι η πρώτη μέρα του χρόνου κι εκείνος είναι στην άκρη του γκρεμού και δεν έχει να πάει πουθενά. Το καράβι δεν το προλαβαίνει τώρα. Το παιδί του, μπορεί και να το έχει κατασπαράξει ο σκύλος. Εδώ. Εδώ τελειώνουν όλα.

Κοιτάει κάτω, στα νερά της θάλασσας. Πάντα φοβόταν να κοιτάξει από ψηλά. Ζαλίζεται και παραπατάει. Νομίζει πως πάνω στην ήρεμη θάλασσα βλέπει μια εικόνα. Εικόνα ζωντανή. Ένα παιδί. Κοίτα να δεις πόσο του μοιάζει. Είναι μικρούλης, πάει ακόμα Δημοτικό. Ναι, αυτοί είναι οι τοίχοι του σχολείου. Κι άλλα παιδιά τριγύρω του. Κοίτα να δεις. Μα εκείνο το παιδί είναι μόνο του και κλαίει. Κάποιοι τον πλησιάζουν. Τον κοροϊδεύουν. Πώς τολμάνε να τον κοροϊδεύουν; Μα εκείνος κάνει να κουνηθεί, φωνάζει «Σταματήστε», μα εκείνοι δεν σταματάνε! Παραπατάει…  κι η εικόνα αλλάζει. Ο μικρούλης είναι μόνος του το βράδυ. Δεν μπορεί να κοιμηθεί. Κλαίει. Τα χέρια του τρέμουν. Τρέμει ολόκληρος. Φοβάται. Μα εκείνος δεν μπορεί να πάει κοντά του, δεν μπορεί να τον πλησιάσει. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα, μόνο να φύγει από την άκρη του βράχου και να τελειώσουν οι εφιάλτες. Μα δε μπορεί να κλάψει. Είναι τόσο απελπισμένος που δεν μπορεί να κλάψει.

Η εικόνα αλλάζει πάλι. Ο μικρούλης έχει μεγαλώσει. Κοντεύει πια τα δεκαοχτώ. Είναι με μια μεγάλη παρέα, στην πλατεία της μικρής πόλης. Ο νεαρός ξεκόβει από την παρέα κι αρχίζει να τρέχει μέσα στην πλατεία…  Εν ριπή οφθαλμού, αρχίζει να σκαρφαλώνει σ’ ένα από τα πιο ψηλά της δέντρα. Κάνει το παλικαράκι; Θέλει να δει τον κόσμο από ψηλά; Οι άλλοι του φωνάζουν να κατέβει, μα δεν καταλαβαίνει τίποτα. Μπορεί και να πέσει, κοίτα να δεις που θα έχει πιει και τα πρώτα του ποτά… Ανεβαίνει και πιο ψηλά. Όχι, θα πέσει, θα πέσει σίγουρα. Του φωνάζει. «Πρόσεχε! Θα πέσεις! Πρόσεχε!»

Το πρωί της Πρωτοχρονιάς ο ιδιοκτήτης της μάντρας αντίκρισε το πιο περίεργο θέαμα της ζωής του. Όλα είχαν αρχίσει καθώς οδηγούσε προς την πόλη, όταν είδε ξαφνικά από μακριά τον Αποσπερίτη να πέφτει από ψηλά. Δε σκέφτηκε να κάνει ευχή εκείνη την ώρα. Έμοιαζε να πέφτει στη μικρή πόλη – μα καλοτυχία το λες αυτό, να βλέπεις αστέρι να πέφτει την πρώτη του χρόνου.

Μπήκε στη μάντρα και, καθώς ακούστηκε ο ήχος από τα λουκέτα που άνοιγαν, ο πιστός του σκύλος-φύλακας δεν έτρεξε προς το μέρος του. Έχει γούστο να ρίξανε φόλα στο σκυλί. Κοίταξε τριγύρω και καθώς η μέρα είχε χαράξει, τις πλάκες, τα τσιμέντα, τις γλάστρες της μάντρας πασπαλισμένες με μια σκόνη που λαμπύριζε στο φως που ξεπρόβαλλε σιγά σιγά.
Πιο πέρα το φως γινόταν πιο δυνατό. Μα δεν έχει ακόμα ήλιο, για να παίζουν οι αχτίδες τέτοια παιχνίδια. Λες… λες να ήτανε το αστέρι που έπεσε;

Το βλέμμα του έπεσε εκεί που το φως έμοιαζε πολύ δυνατό. Ήταν μια μεγάλη, ορθογώνια γλάστρα. Μπροστά της καθόταν ο σκύλος. Ένα τεράστιο λυκόσκυλο. Τον είδε. Τον γνώρισε. Μα δεν κουνήθηκε. 

Πίσω από το σκυλί, η γλάστρα ήταν τυλιγμένη μ’ ένα παράξενο φως, πιο λαμπερό από εκείνο της ημέρας και μια γλυκιά ζεστασιά ερχόταν για να σπάσει την παγωνιά του πρωινού.

Εκεί, πάνω στη γλάστρα είχε πέσει το άστρο της αυγής.

Ένα κλάμα ακούστηκε. Ο άνθρωπος πλησίασε στη γλάστρα. Ο σκύλος έκανε στην άκρη. Είχε τελειώσει η αποστολή του. Ο μπέμπης είχε ξυπνήσει. Ήταν ζεστά, αλλά πεινούσε.
«Κοίτα να δεις…» Πήρε το παιδί στην αγκαλιά του. Φαινόταν γερό, και ζεστό, σαν να μην είχε περάσει τόση ώρα μέσα στο κρύο. Εκείνο έκλαιγε ακόμα. «Σώπα, κλαψιάρη…  Φτηνά τη γλίτωσες… Αν δεν περνούσα σήμερα, πρωτοχρονιάτικα από δω…»

Κοίταξε ψηλά, τριγύρω, την αστερόσκονη πάνω σ’ όλα του τα εμπορεύματα, ακόμα και στο σκύλο… Ξεκαρφίτσωσε το σημείωμα, το διάβασε. Δεν σκέφτηκε δεύτερη φορά. Πήρε το μικρό. Τράβηξε για το αμάξι. Επιστροφή στο σπίτι.   Θα το φροντίσουν με τη γυναίκα του, θα το ταΐσουν, θα το πλύνουν, και αύριο θα τον πάει στην Αστυνομία. Μια κουβέντα βρήκε να του πει μονάχα: «Πιτσιρίκο, εσύ μάλλον γεννήθηκες με αστέρι».

Η υπόλοιπη μέρα ανήκε στο μωρό της γλάστρας. Όλες οι άλλες ασχολίες της Πρωτοχρονιάς ξεχάστηκαν… Έμοιαζε με δωράκι, ανέλπιστο, που είχε κατεβεί από τον ουρανό, μαζί με τον Αποσπερίτη. Έπρεπε να πάνε στις υπηρεσίες, να τον παραδώσουν, να μη βρουν μπελά, αλλά σήμερα, σήμερα ήταν δικός τους… Κι ακόμα δεν είχαν δικό τους παιδί, να λοιπόν μια πρωτοχρονιά από το μέλλον!

Το βράδυ το κουδούνι χτυπούσε επίμονα. Δεν περίμεναν επισκέψεις. Εκείνος άνοιξε την πόρτα, από πίσω ήταν εκείνη με το μωρό στην αγκαλιά. Όχι και πολύ ευχάριστο θέαμα στο πλατύσκαλο. Ένας νεαρός, με ματωμένα γόνατα και μισοσκισμένα ρούχα. Αδύνατος. Διαλυμένος. Με τα μάτια του κόκκινα. Κατακόκκινα. Και να τρέχουν. Κοιτάζει το μωρό.
«Τι θέλεις στο σπίτι μου;»

Δεν είχε δύναμη να μιλήσει. Μόνο να ξεσπάσει σε λυγμούς.

Στέκεται ακίνητος, τους κοιτάει. Κοιτάει το παιδί. Το παιδί είναι ντυμένο. Έχει φάει. Από την κουζίνα έρχεται το άρωμα του μαγειρεμένου φαγητού. Κλαίει δυνατά. Σκέφτεται ότι εκείνος δεν θα μπορέσει να δώσει ποτέ σ’ εκείνο το παιδί όσα τώρα, μέσα σε μια μέρα, του έδωσαν δυο ξένοι άνθρωποι.  Τα πολύ απλά και στοιχειώδη.  Γάλα. Ζεστασιά. Ένα σπίτι. Εκείνος δεν έχει τίποτα.  Κλαίει ακόμα πιο δυνατά τώρα. Κάνει να φύγει. Θέλει να το βάλει στα πόδια, μα δεν έχει άλλη δύναμη. Όλη μέρα γυρίζει, πονάει, είναι νηστικός. Περπάτησε χιλιόμετρα με τα πόδια για να βρει το σπίτι. Λες και γύρισε ολόκληρη τη γη τρεις φορές.

Θέλει να φύγει. Γυρίζει, δεν ντρέπεται καν για τους λυγμούς του.

«Πού πας;» του φωνάζει ο άντρας. Τον αρπάζει από τον ώμο. Τον γυρίζει προς το μέρος του. «Δικός σου είναι, ρε;»

Τα μάτια του συνεχίζουν να τρέχουν. Τα κλείνει, και τα χαμηλώνει. Δεν έχει τη δύναμη να πει «ναι».

Ο άλλος τον κοιτάει. Η γυναίκα με το παιδί πλησιάζουν. Εκείνη τον ρωτάει. «Πεινάς;»
Κοιτάζει τη γυναίκα και το παιδί. Κουνάει το κεφάλι του αρνητικά. 

Απλώνει τα δυο χέρια του προς το μέρος της. Της ζητάει το παιδί. Χωρίς μιλιά. Εκείνη κοιτάζει το χάλι του, πόσο βρώμικος είναι. Ο άντρας της τής κάνει νόημα.
Του τον δίνει.

Εκείνος παίρνει το γιο του στην αγκαλιά του και τον σφίγγει δυνατά. Ακούει πάλι την καρδούλα του πλάι στη δικιά του. Δεν τον κρατούν άλλο τα πόδια του.

Νιώθει ότι πέφτει. Το παιδί. Όχι, μην κάνει άλλο κακό στο παιδί. Κάθεται κάτω…  Οι άλλοι τρομάζουν, μα εκείνος δεν δεν αφήνει το γιο του από την αγκαλιά του. Κάθεται σταυροπόδι, ακουμπάει την πλάτη του στην εξώπορτα, και κρατάει το παιδί αγκαλιά. 

Ακούει την ανάσα του παιδιού. Και τώρα πια δεν υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο. Είναι πάλι μαζί. Γι’ αυτόν το μικρούλη, πρωτοχρονιάτικα, βούτηξε στη γλάστρα ο Αποσπερίτης.

  Γιατί αυτός ο μικρούλης είναι ο αγαπημένος του γιος, είναι ο πολυτιμότερος θησαυρός του κόσμου.

Και τότε καταφέρνει να πει στο μικρούλη του τα πρώτα λόγια.

«Αστεράκι, δεν θα σ΄αφήσω ποτέ!»

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα