"Παράπλευρες καθημερινές απώλειες" - Περικλής Κοροβέσης



Παράπλευρες καθημερινές απώλειες
Περικλής Κοροβέσης, Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2013

Κείμενο από την παρουσίαση του βιβλίου στον "Αστραίο" (Κάστρο Αγ. Γεωργίου, Κεφαλονιά, 21-12-2013)

«Μη μου λες ότι λάμπει το φεγγάρι. Δείξε μου τη λάμψη του φεγγαριού πάνω στο σπασμένο γυαλί»,  είχε πει ο Τσέχωφ… Έχει γίνει χίλια κομμάτια ο κόσμος μας, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Η πραγματικότητά μας, τόσο η πραγματική, όσο και το παράλληλο σύμπαν της ψηφιακής μας ζωής έχουν θρυμματιστεί, σαν σπασμένος καθρέφτης. Η παγκοσμιοποιημένη μας κοινωνία είναι θρυμματισμένη σε μικρόκοσμους,συναισθηματικά απομονωμένους, αλλά οικονομικά τόσο εξαρτημένους μεταξύ τους. 
Ο πραγματικός και ο ψηφιακός κόσμος, έχουν κι αυτοί περιπλακεί μεταξύ τους σαν δυο κισσούς, που αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον. Δεν είμαστε πολύ σίγουροι ποια είναι η πραγματική πραγματικότητα και ποιο είναι το ψηφιακό της μετείκασμα. Μπορούμε να επικοινωνήσουμε πολύ εύκολα, αλλά μαθαίνουμε πολύ λιγότερα. Η επικοινωνία μας έχει γεμίσει «θορύβους» και οι φωνές μας, που μπορούν να φτάσουν παντού, δεν ακούγονται από κανέναν.
Σε έναν τέτοιο κόσμο έρχονται να κατοικήσουν οι «Παράπλευρες καθημερινές απώλειες» του Περικλή Κοροβέση. Σ’ έναν κόσμο που όλα κυλούν πολύ γρήγορα, που είναι σχεδόν αδύνατο να δούμε ολόκληρο το είδωλό μας στον σπασμένο καθρέφτη του κόσμου. Κείμενα γραμμένα από το 1995 έως το 2012 σε διάφορα σημεία, κείμενα που γράφτηκαν κυριολεκτικά για να σώσουν τη στιγμή, αλλά που φαίνεται ότι κατάφεραν να κάνουν τη στιγμή να ταξιδέψει στο χρόνο, και να φτάσει ως τα χέρια μας ζωντανή, παρελθούσα και παρούσα ταυτοχρόνως. Κείμενα μικρά, απ’ αυτά που ίσα ίσα χωρούν σ’ ένα σκισμένο κομμάτι χαρτιού, σε μια χαρτοπετσέτα, απ’ αυτά που δεν θα σώζονταν ποτέ αν εκείνη τη στιγμή δεν έκανες τον κόπο να τα γράψεις. Στοχασμοί και σκέψεις, αλλά και μικρές ιστορίες από  την καθημερινότητα, από την ιστορία, από την πολιτική, που διατρέχουν τον χώρο και το χρόνο με την ίδια ευκολία που οι σκέψεις κυκλοφορούν καταιγιστικά στο μυαλό μας σε ώρες αγρύπνιας. Κείμενα νυχτερινά, εκείνης της ώρας που καταλαγιάζουν, χωρίς να σβήνουν, οι θόρυβοι του εξωτερικού κόσμου, κι εσύ ακούς  στο βάθος τους όλες εκείνες τις κοσμικές, εσωτερικές φωνές, μελωδίες και κρότους, που έρχονται και «επικάθονται» πάνω στην ψυχή, την κουρασμένη από την καθημερινότητα. Έρχονται να σου θυμίσουν ότι αυτά που ζεις δεν είναι πρωτόγνωρα. Ότι τα έχουν ξαναζήσει κι άλλοι, ίσως να τα έχεις ξαναζήσει κι εσύ ο ίδιος.
Ο νους μας τη νύχτα μοιάζει μ’ ένα μεγάλο πάρτι, με πολλούς και ετερόκλητους καλεσμένους. Τα αισθήματά μας, που για τις ανάγκες της βραδιάς αποκτούν ανθρώπινη μορφή, ο ίδιος μας ο εαυτός σε διάφορες στιγμές της ζωής του, μόνος του ή με παρέα, σε στιγμές «έρωτα – νοσταλγίας – μοναξιάς». Άνθρωποι ανώνυμοι και επώνυμοι, από διαφορετικές στιγμές της ιστορίας, άνθρωποι που η μοίρα ή οι συνάνθρωποί τους φρόντισαν ώστε να μείνουν «ξεχασμένοι» σε όλοι τη ζωή τους.  Ανθρώπινοι χαρακτήρες χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα, αλλά και πρόσωπα της πρόσφατης και παλαιότερης ιστορίας, παλιοί συμμαθητές, ηλίθιοι δάσκαλοι, τρομοκράτες και ιεροεξεταστές. Γυναίκες, αυτοκράτειρες, Παναγίες και πόρνες. Στην άτυπη λίστα των αυθόρμητων καλεσμένων περιλαμβάνονται και μορφές της εξουσίας. Ο Χίτλερ και ο Στάλιν, ο λόρδος Έλγιν, ο Χριστοφορος Κολόμβος, Αρχαίοι Σπαρτιάτες. Αλλά και πολιτισμοί και κοσμοθεωρίες συμμετέχουν κι αυτές σε αυτή τη μεγάλη σύναξη. Ο Βορράς και ο Νότος, οι χώρες-καπιταλιστές και οι χώρες-προλετάριοι. Όλοι αυτοί, στο τέλος της μέρας, έρχονται, παρατακτικά, με τις σύντομες παρουσίες, να γεμίσουν τις σελίδες του βιβλίου με «Παράπλευρες καθημερινές απώλειες». 
Κείμενα σύντομα, αλλά και κείμενα βασανισμένα, κείμενα που κλείνουν μέσα τους στιγμιότυπα, αλλά ταυτόχρονα περιέχουν αποστάγματα από την εμπειρία της ανθρώπινης ιστορίας  αιώνων. Κείμενα που κλείνουν μέσα τους εκείνο τον αυθόρμητο συλλογισμό που έρχεται τις ώρες που διαβάζεις ένα βιβλίο που σε συναρπάζει. Εκείνο το «δεύτερο κείμενο» που σχηματίζεται μπροστά στα μάτια σου όταν αρχίζουν να θολώνουν οι γραμμές του βιβλίου. Αυτό που συνήθως χάνεται, αν δεν το καταγράψεις εκείνη τη στιγμή. Ο Περικλής Κοροβέσης σώζει αυτές τις μοναδικές συνομιλίες με τις αναγνώσεις του και τις μοιράζεται μαζί μας, όχι για να μας δώσει ένα συστηματικό εγχειρίδιο πολιτικής θεωρίας για την κατάσταση των πραγμάτων στην εποχή μας – είπαμε, ο καθρέφτης του κόσμου είναι σπασμένος- αλλά να  δώσει τροφή για σκέψη, να δώσει αφορμές για συλλογισμό… Αυτό  που κρατάει τους ανθρώπους ζωντανούς, που τους δίνει λόγο όχι απλά να υπάρχουν, αλλά να συνυπάρχουν, να επικοινωνούν, να αντιλαμβάνονται την ιστορία τους ως παρούσα στην καθημερινότητά τους, να ανησυχούν.
Η ιστορία και η καθημερινότητα - οι εσωτερικές μάχες και οι εξωτερικοί πόλεμοι, οι προσωπικές εκτιμήσεις και τα συλλογικά οράματα, δεν έρχονται στο πάρτι ατάκτως. Μοιάζουν να συνδέονται μεταξύ τους με έναν μερικώς αόρατο ιστό. Μερικώς αόρατο, γιατί ορισμένα τμήματά του είναι ορατά, σε κάποια από τα κείμενα που έχουν αποφθεγματικό χαρακτήρα. Εκείνα που τα διαβάζει κανείς και νιώθει ότι γράφτηκαν γι’ αυτόν, εκείνα που σε κάνουν να νιώθεις για μια στιγμή την ψυχή σου πιο ελαφριά, επειδή αυτά κουβαλούν πάνω τους αρκετό από το βάρος του κόσμου, αρκετό για να σε κάνουν να πιστέψεις ότι αν οι λέξεις μπορούν να σηκώσουν τέτοιο βάρος, τότε ο άνθρωπος μπορεί να σηκώσει πολύ περισσότερο. Σκέψεις που θα ήθελες κι εσύ να κάνεις, ή που ασυναίσθητα σκέφτεσαι ότι συμφωνείς μαζί τους, όχι όμως σκέψεις σκόρπιες, αλλά σκέψεις ελεύθερες, όχι σκέψεις σκλαβωμένες στα στερεότυπα μιας απόλυτα αληθούς ιδεολογίας, αλλά  σκέψεις συντονισμένες με την αγωνία των ανθρώπων να αντικρίσουν το φως μέσα στον ζόφο, που εκάστοτε περιβάλλεται πολλές μορφές.
Οι παράπλευρες καθημερινές απώλειες λοιπόν είναι στην πραγματικότητα ωφέλειες. Δεν είναι κέρδη, είναι καρποί. Είναι οι σπόροι που η ιστορία και η καθημερινότητα έχουν φυτέψει στη διάρκεια της μέρας, και που τη νύχτα φυτρώνουν και γεμίζουν την ψυχή του ανθρώπου με ελπίδα. Μια ελπίδα που δεν γεννιέται από την επικείμενη εμφάνιση κάποιου από μηχανής θεού ή κάποιας χειρουργικής λύσης που διά μιάς θα μεταφέρει την ανθρωπότητα εν τόπω φωτεινώ. Μια ελπίδα που γεννιέται από την ουσία των πραγμάτων, που για τον συγγραφέα μοιάζει να είναι το «μαζί». Η συνύπαρξη των ανθρώπων. Η συνειδητοποίηση ότι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας αυτό που πηγαίνει τα πράγματα μπροστά δεν είναι αναγκαστικά η επανάσταση, αλλά κάτι που την προϋποθέτει και συνακόλουθα την περιέχει: Είναι η συνομιλία. Με την ευρύτερη έννοια του όρου. Συνομιλώ σημαίνει πρωτίστως συνυπάρχω. Ακούω τον διπλανό μου, αισθάνομαι την ύπαρξή του, ακούω και τους ήχους που φτάνουν από το παρελθόν στο αυτί μου. Μία είναι αυτή η μουσική που φτιάχνουν οι ήχοι τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος, και δεν έχει νόημα να απομονώνει κανείς τις νότες του – ο κόσμος μας έχει ενορχηστρωθεί με ήχους που ξεπηδούν τώρα από κάποιες πηγές, και με ήχους που αντηχούν από το παρελθόν. Ο Στάλιν και ο ξεχασμένος μουσικός, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα και ο χαμάλης που σπάει τη μέση του στο αμερικάνικο πολυκατάστημα ακούγονται ως τα αυτιά μας, όσο μακρινή κι αν είναι η χρονική ή η γεωγραφική τους απόσταση – ίσως οι φωνές σε άγνωστες γλώσσες από τα διαμερίσματα που κατοικούν μετανάστες στο κέντρο της Αθήνας να ακούγονται πιο δυνατές, ίσως να νομίζουμε ότι ο ήχος από τις παγερές φωνές των τηλεσχολιαστών δημοσιογράφων κυριαρχεί μέσα στο σπίτι μας, υπάρχουν όμως και όλοι εκείνοι οι ήχοι που δεν μπορεί να τους νικήσει καμία μόνωση.
Ίσως, όχι καμία. Ίσως, τελικά, μία μόνωση είναι πραγματικά επικίνδυνη. Αυτή από το περιβάλλον σου. Από τους ανθρώπους που είναι γύρω σου. Αυτή η μόνωση από τον πολίτη εαυτό σου. Σ’ ένα θρυμματισμένο κόσμο είναι αδύνατο να αντικρίσεις το ίδιο σου το είδωλο, αν δεν προσπαθήσεις να το συναρμολογήσεις στρέφοντας το βλέμμα σου στους άλλους ανθρώπους.
Ο Περικλής Κοροβέσης γνωρίζει ότι κατοικούμε σ’ έναν κόσμο γεμάτο θορύβους, και ταυτόχρονα γεμάτο εφησυχασμένους, ναρκωμένους ανθρώπους. Γιατί οι θόρυβοι έχουν γίνει νανούρισμα στα αυτιά μας και πολλοί από μας έχουμε παραιτηθεί από την προσπάθεια να ακούμε. Κατασκευάζουμε ασφαλή καταφύγια για τον εαυτό μας αποφασίζοντας ότι είναι ατελέσφορο να προσπαθήσουμε καν να διακρίνουμε, πίσω από την οχλαγωγία, ή, ενίοτε, πίσω από την εκκωφαντική σιωπή, μια φωνή που μας λέει να προχωρήσουμε… να προσπαθήσουμε…  να βρούμε τη δικιά μας διαδρομή προς το φως.
Αυτή η διαδρομή δεν μπορεί να περάσει μέσα από ερημιές. Χρειαζόμαστε συντροφιά. Χρειαζόμαστε ανθρώπους μαζί μας, και χρειαζόμαστε ψυχή που μπορεί να πιστέψει ότι αυτό που έρχεται, δεν έρχεται από μόνο του. Εμείς πηγαίνουμε προς το μέρος του. Εμείς, επί της ουσίας, το δημιουργούμε. Και καμιά φορά πηγαίνουμε καταπάνω του στα τυφλά, χωρίς να νιώθουμε ότι έχουμε άλλη επιλογή.
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, πετώντας, με ταχύτητα γρηγορότερη από το κλικ ενός υπολογιστή, από τη μια γειτονιά στην άλλη, από τη μια ιστορική περίοδο την άλλη, από το ένα συναίσθημα στο άλλο, ένιωσα ότι άκουσα (και λέω άκουσα και όχι διάβασα επίτηδες, επειδή προηγουμένως είπα ότι ξεχάσαμε πια να ακούμε) πράγματα που είχα απίστευτα ανάγκη να ακούσω. Και αισθάνθηκα ότι κάποιος μου δίνει το χέρι του και μου λέει «Κοίταξε να δεις, δε βαδίζεις μέσα στο σκοτάδι, άνοιξε τα μάτια σου και θα δεις ότι είναι κι άλλοι τριγύρω σου. Κι άλλοι που νομίζουνε πως είναι τυφλοί. Τράβα και μίλα μαζί τους…και ίσως αυτό που βλέπεις εκεί μπροστά σου να μην είναι τοίχος. Να είναι πόρτα προς το αύριο.»
Ύστερα, σκέφτηκα αμέσως ότι κάτι απ’ όλα αυτά που διάβασα πρέπει να το μοιραστώ…  Τι νόημα έχει να χαίρεσαι κάτι και να μην μπορείς να το μοιραστείς: Και, βρήκα ένα πολύ ωραίο κομμάτι από το βιβλίο, το πληκτρολόγησα στον υπολογιστή και το έστειλα σε έναν αγαπημένο μου μαθητή.. «Άκου να δεις τώρα τι διάβασα». Αν και ο φιλαράκος αυτός δεν διαβάζει βιβλία, μου απάντησε ηλεκτρονικά, με ένα χαμόγελο και ένα «Πολύ ωραίο». Επειδή χάρηκα πολύ μ’ αυτή την απάντηση, λέω να τελειώσω μ’ αυτό που μοιράστηκα, μ’ αυτό το απόσπασμα:
«Δεν υπάρχει κελί που να μην τρυπιέται. Δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις. Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου. Όλα είναι στο κεφάλι σου. Σπάσ’ το και πέτα. Ο ουρανός είναι απέραντος. Υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει. Βρες την».
Ηλίας Τουμασάτος
Δεκέμβριος 2013

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα