Εφιάλτης στην οδό Μπάμπη Άννινου!




Αφιερωμένο σ' όλα τα πρωτάκια

Αλλιώς τα περίμενα εγώ, όλο το καλοκαίρι. Αλλιώς τα ονειρευόμουν… Και τώρα η καρδιά μου πάει να σπάσει… Οδός Μπάμπη Άννινου 1. Η πρώτη διαδρομή  προς αυτόν τον προορισμό κράτησε αιώνες. Βγαίνουμε από το μικρό δωματιάκι που νοικιάσαμε (με κουδούνι και θερμοσίφωνα παρακαλώ) στη λεωφόρο Βεργωτή. Ανεβαίνουμε τα σκαλάκια. Στρίβουμε τη μεγάλη ανηφοριά της Βύρωνος με προσοχή μη μας κόψει κανένα αυτοκίνητο.
Ευθεία την Ηλία Ζερβού, να μπει πρώτα η μικρή στο Δημοτικό, αφού της αγοράσουμε κουλούρι. Ανεβαίνουμε άλλα σκαλάκια. Νά ’το το «Κοργιαλένειον Γυμνάσιον Αρρένων»… Μικτό πλέον, αλλά ο τίτλος του είχε μείνει αμανάτι.  Για να μπεις πρέπει να ανέβεις λίγο την οδό Λάσης, να στρίψεις αριστερά, και νάτη η οδός Μπάμπη Άννινου 1. Φτάσαμε!

 Την πρώτη φορά είχα και τη μάνα μου συνοδό. «Τώρα που έμαθες το δρόμο, εγώ φεύγω. Αύριο μόνος σου».  Μόνος μου; Πρώτη φορά μόνος μου στο Αργοστόλι. Έντεκα χρονών παλίκαρος. Βλέπουμε τριγύρω κι άλλες μανούλες με τα παιδάκια τους που θα πάνε κι αυτά πρώτη Γυμνασίου. Η μάνα μου πιάνει την κουβέντα και φιλάει ένα παιδάκι με κάπως μακρύ μαλλί. «Μα τι γλυκό κοριτσάκι είσαι εσύ!» του λέει. «Δεν είμαι κοριτσάκι» της απαντά με παρεξηγημένο ύφος. «Είμαι ο Τζώρτζης!». Καλή αρχή κάναμε...

Στο Δημοτικό δεν χρειαζότανε να μάθω κανένα δρόμο. Ένα ανηφόρι ήτανε στο χωριό. Τώρα πού να θυμάμαι τόσα ονόματα για να φτάσω στην οδό Μπάμπη Άννινου 1; Στο Δημοτικό ήμασταν μόνο 12 παιδιά και τώρα βλέπω μιλιούνια να μπαίνουνε από τη σιδερένια πόρτα. Στην έκτη ήμασταν μόνο τρεις και μόνο εγώ πάω Γυμνάσιο… γιατί αυτές ήτανε κορίτσια, και δεν τις αφήσανε οι δικοί τους. Και από το χωριό μόνο εγώ πάω σ’ αυτό το σχολείο, γιατί μέχρι πέρυσι όλα τα υπόλοιπα παιδιά το «Υπουργείο» τα έστελνε στο άλλο σχολείο της μικρής μας πόλης. Με ρώτησε εμένα το Υπουργείο αν θέλω να είμαι ολομόναχος μέσα σε τόσον κόσμο; Τι ωραία που τα σχεδιάζαμε το καλοκαίρι με τις δυο συμμαθήτριες, ότι τάχαμου θα πάμε όλοι στο Γυμνάσιο και θα κάνουμε κι εκεί παρέα, και τώρα, να, σαν τον κούκο είμαι, κι όλο και περισσότερα παιδιά μπαίνουνε μέσα… Μα πόσο κόσμο έχει αυτό το σχολείο; Και, Παναγία μου… Κάτι μαντραχαλάδες! Αυτοί θα είναι του Λυκείου. Είναι τεράστιοι! Και άκου βρισολάσι που πατάνε ο ένας στον άλλον! Το βλέπω, δεν θα περάσω καλά εγώ εδώ. Τι το ήθελα το Γυμνάσιο; Καλά έλεγε ένας χωριανός του πατέρα μου: «Εσύ θα τονε στείλεις να μάθει γράμματα. Εγώ θα του πάρω ένα κοπάδι πρόβατα του γιου μου και θα βγάζει περισσότερα λεφτά από το δικόνε σου». Αχ πατέρα, δεν τον άκουγες το χωριανό, και να τώρα ο γιος σου θα αφήσει εδώ τα κοκαλάκια του. Ώπα… ώπα… Ένας από τους μεγάλους με πλησιάζει. Νάτο. Ήρθε το τέλος μου. Πατέρα, σου πόνεσε η ψυχή να μου πάρεις κι εμένα μια κατσικούλα, όλο κάτι κότες κι ένα γάιδαρο με είχες και τάιζα. Πάει το καμάρι σου τώρα. Κάτι θέλει να μου πει… Τρέμω ολόκληρος. Δεύτε τελευταίον ασπασμόν!

Από το έρκος των οδόντων του μαντράχαλου βγαίνει η υπαρξιακή ερώτηση:
«Τι ομάδα είσαι»;

Αρχίζω να απαντάω με κάτι φωνήεντα και σύμφωνα άσχετα μεταξύ τους, προσπαθώντας να πω τη λέξη «Ολυμπιακός», αλλά έχοντας επίγνωση του κινδύνου ο μαντράχαλος να είναι Παναθηναϊκός. Αυτές οι άναρθρες φράσεις μου ήταν και οι πρώτες που είπα στο σχολείο. Ο μαντράχαλος μάλλον θεώρησε ότι πρόκειται περί κάποιου μόνιμου προβλήματος στην ομιλία και εν τέλει με άφησε να ζήσω. Ωραία, πάμε παραμέσα. Μα τι γίνεται; Πόσος κόσμος, πόσες αίθουσες, αποκλείεται εγώ να βρω άκρη εκεί μέσα.  Εμείς στο δημοτικό μία αίθουσα είχαμε και μοναδική και ένα τεράστιο προαύλιο, αλλά γι’ αυτό θα γράψω κάποτε άλλη ιστορία. Τώρα τι κάνεις, εδώ μέσα στον πύργο της Βαβέλ! Βλέπω και κάτι μεγάλους. Αυτοί θα είναι οι καθηγητές. Πω πω. Αυστηροί μου φαίνονται. Ναι. Το ξέρω. Θα μείνω στην ίδια τάξη. Επιτόπου. Μπορεί στο Δημοτικό να ήμουνα καλός, αλλά στο Γυμνάσιο, μας το ΄λεγε ο δάσκαλος «θα τα βρείτε μπαστούνια» και παρεμπιπτόντως έπαιρνε και τη βέργα στα χέρια του.

Πού θα πάω τώρα; Είναι απολύτως βέβαιο ότι θα χαθώ. Θα μπω σε λάθος αίθουσα. Μα πού θα κάνουμε μάθημα; Χτυπάει το κουδούνι. Πού πάμε τώρα; Όλοι κάτω, στο προαύλιο… Κατεβαίνουνε μιλιούνια τα σκαλιά οι μαθητές, σχεδόν χλιμιντρίζοντας! Χριστέ μου, τελικά εδώ θα πεθάνω. Στη σκάλα που οδηγεί στο προαύλιο. Και καλύτερα να πεθάνω εδώ, γιατί εκεί κάτω που θα πάω δεν θα ξέρω πού να πάω και θα γίνω ρεντίκολο. Μαζί με μένα κατεβαίνει ένα τεράστιο κύμα από παιδιά κάθε μεγέθους και κατασκευής, ακολουθώ κι εγώ, κάτι θα ξέρουνε που πάνε. Και νάμαστε κάτω, όλοι μαζί, Γυμνάσιο και Λύκειο…  Σε μια γωνία βλέπω μαζεμένα όλο κάτι κοντούλικα και σκιαγμένα, περίπου σαν κι εμένα. Αυτή θα είναι η πρώτη Γυμνασίου, γιατί από την άλλη μεριά οι τύποι είναι τεράστιοι… Ούτε που να πλησιάσω. Πάω και χώνομαι εκεί που υποθέτω ότι είναι οι μελλοντικοί συμμαθητές μου. Θέλω να φύγω. Τώρα, αν είναι δυνατόν, θέλω να πάω πίσω στο χωριό μου. Δεν είμαι εγώ για τέτοια. Μέχρι το Δημοτικό, καλά τα έμαθα, εδώ σκούρα τα βλέπω. Αυτός ο κύριος με το καφέ κοστούμι είναι ο Γυμνασιάρχης. Κι αυτός μου φαίνεται αυστηρός. Τελείωσε, το ξαναείπαμε, θα μείνω. Μια ζωή θα είμαι στην πρώτη γυμνασίου, και την πρώτη μέρα κάθε χρόνου όλοι θα προχωράνε λίγο αριστερά κι εγώ θα παραμένω εκεί, σ’ εκείνη τη γωνία. Κάτι λέει ο Γυμνασιάρχης, πού θα πάει κάθε τάξη, τίποτα δεν καταλαβαίνω εγώ… Ναι, τώρα δεν ξέρω πού θα πάω και θα με κοροϊδεύουν όλα τα παιδιά… και θα χάσω την τάξη… και θα μείνω, επειδή δεν ήξερα καν που είναι η τάξη μου! Όχι.. Θα ακολουθήσω όλους αυτούς που έχουμε το ίδιο μπόι, αυτοί θα ξέρουνε…

Ανεβαίνουνε πάλι τα σκαλιά… Στρίβουνε δεξιά, σε κάτι τάξεις που είναι μόνες τους στην άκρη του κτιρίου…  Εκεί θα πάω κι εγώ… Ή να φύγω, να γυρίσω στο χωριό μου…  «Γρήγορα, γρήγορα», φωνάζει ένας καθηγητής. Ας πάω. Είσαι Α1 ή Α2; Με ρωτάει ένα παιδί. Ούτε που ξέρω. Σκέφτομαι πως αφού το όνομά μου είναι από ταυ και μάλλον είμαστε γραμμένοι με αλφαβητική σειρά και απαντώ  «Α2». «Κι εγώ. Εκεί πάμε, στην τελευταία». Ελπίζω, θεέ μου να μην είμαι Α1.

Μπαίνουμε μέσα. 32 παιδιά, αγόρια και κορίτσια κάνουν τον απίστευτο χαλασμό. 32 παιδιά μέσα στην τάξη;  Αυτοί είναι οι συμμαθητές μου; Μα αυτοί σκούζουνε και αλαλάζουνε! Δεν μπορώ… Πώς θα ζήσω εγώ εδώ μέσα… Εμάς ο δάσκαλος, δώδεκα του θεού είμαστε, μας είχε σούζα…  Μέσα στη χλαλοή, πρέπει να βρω ένα θρανίο να κάτσω κι εγώ… Όχι μπροστά. Πίσω. Να, εκεί. Α, έρχεται κι άλλο παιδάκι, πλησιάζει το θρανίο μου. Ώπα. Ποιος νομίζετε ότι είναι; Ο Τζώρτζης, το αγοράκι που η μάνα μου αποκάλεσε κοριτσάκι. Τώρα ήρθε (πάλι) το τέλος μου. Είναι σίγουρο ότι θα με πλακώσει. Θα κάνω πως δεν την ήξερα αυτή τη μάνα, πως είμαι ορφανό. Μα ο Τζώρτζης είναι γελαστός, κάνει αστεία, και κάθεται δίπλα μου. Ουφ. Τη γλίτωσα πάλι. Και τελικά αυτά τα παιδιά φαίνονται καλά παιδιά. Αρχίζω σιγά σιγά να ξεχωρίζω τα πρόσωπά τους, τις φυσιογνωμίες τους. Μπορεί και να περάσουμε καλά. Ένα χρόνο, γιατί εγώ θα μείνω στην πρώτη έτσι κι αλλιώς. Έχει και μερικά ωραία κορίτσια, αλλά σιγά, εγώ είμαι και χοντρούλης και φοράω και γυαλιά – τι τα ήθελα τα γυαλιά; Σώνει και καλά να τα φορέσω από την Πέμπτη δημοτικού. «Μα δε γίνεται παιδάκι μου χωρίς γυαλιά,έχεις πέντε βαθμούς μυωπία» έλεγε η μάνα μου, που πριν λίγο θα απαρνιόμουνα για το ατόπημά της εναντίον του Τζώρτζη.   «Και τότε που δεν ξέραμε πως έχω μυωπία, εγώ έτσι νόμιζα ότι είναι κανονικά ο κόσμος, άρα πού είναι το πρόβλημα;» αντέτεινα με κοσμολογικής υφής επιχειρήματα. Ορίστε μας! Τώρα, καμία δε θα με θέλει. Για να δω, ποια άλλα αγόρια φοράνε γυαλιά; Μονάχα ένα. Ευτυχώς είναι κι αυτός – στο χωριό μόνο εγώ ήμουν ο γυαλάκιας του σχολείου. Ωχ! Έρχεται ο καθηγητής. Σηκώνομαι από την καρέκλα! Τα άλλα παιδιά ησυχάζουν, αλλά μένουν καθιστά και με κοιτάζουν σαν εξωγήινο.

«Κάθισε παιδί μου, δε χρειάζεται να σηκώνεσαι». Ωραία τα κατάφερα… Τώρα να με βλέπουν όλοι. Κάτω γρήγορα. Ο δάσκαλος της έκτης, απαιτούσε να σηκωνόμαστε όταν έμπαινε στην τάξη κι όταν λέγαμε μάθημα… Είχε και μια βεργούλα που έτσουζε. Και τα παιδιά, έπαιρναν την εκδίκησή τους στο διάλειμμα, όταν παίζαμε ποδόσφαιρο. Το τι κλωτσιές στο καλάμι έτρωγε δήθεν κατά τύχη, πιο πολύ αυτόν κλωτσούσαν τα παιδιά παρά τη μπάλα. 

Πίσω στο σπίτι, κλάμα ο μικρός… «Δεν πρόκειται να καταφέρω τίποτα. Ήτανε λάθος να πάω στο Γυμνάσιο». «Μα εσύ το ονειρευόσουνα αυτό». Η μάνα δεν αστειεύεται. «Και άκου να σου πω. Ξεσηκωθήκαμε μέσα από το χωριό, νοικιάσαμε σπίτι, αφήσαμε τον πατέρα σου μονάχο όλες τις μέρες για να μάθετε πέντε γράμματα παραπάνω από μας. Εγώ όταν τέλειωσα το δημοτικό δεν υπήρχε περίπτωση να πάω Γυμνάσιο. Μόλις είχε τελειώσει ο Εμφύλιος, μετά έγινε κι ο σεισμός και τα γκρέμισε όλα. Αποφάσισε. Αν θέλεις, τα παρατάμε… Αλλά σκέψου. Χωράφια δεν έχουμε. Ζώα δεν έχουμε. Ο πατέρας σου δεν έχει δική του δουλειά, θα πάρει σύνταξη. Τι θα κάνεις στο χωριό; Μην τα παρατάς από την αρχή. Προσπάθησε λίγο,  ζωή είναι γεμάτη δυσκολίες».. Πάνε και τα κατσικάκια που θα μου έπαιρνε ο πατέρας, είναι η τελευταία σεναριακή εκδοχή… Λέω να βουβαθώ και να πάω και αύριο σχολείο.

Κι αρχίζουν τα μαθήματα… Αρχαία, Νέα, Μαθηματικά…  τα άκουγα όλα αυτά στην παιδική χαρά από τα μεγαλύτερα παιδιά το καλοκαίρι… και έτρεμα. Φριχτά σπαθιά πάνω από το κεφάλι μου, η λάμα της τετραγωνικής ρίζας, τα μυτερά γράμματα του εξωφύλλου της Ομήρου Οδύσσειας, η κατακόρυφη γραμμή με το μεγάλο περιθώριο στο τετράδιο έκθεσης. Και το χειρότερο όλων, τα αγγλικά.  Την πρώτη μέρα, η καθηγήτρια μας καλημέρισε μιλώντας αγγλικά. Πανικός. Τα πιο πολλά παιδιά που ζούσαν στη μικρή μας πόλη είχαν ξεκινήσει το φροντιστήριο, αλλά εγώ ήμουνα στουρνάρι. Πού να το βρω το φροντιστήριο στο χωριό. Κλάμα ο μικρός το μεσημέρι. «Θα μείνω και στα αγγλικάααα»… Τρέχει η δόλια μάνα να βρει φροντιστήριο, που να μη δουλεύει την Παρασκευή το μεσημέρι. Γιατί Παρασκευή μεσημέρι, μόλις χτύπαγε το κουδούνι, τρέχαμε γρήγορα από την οδό Μπάμπη Άννινου στο σπίτι μας για να πάρουμε τα μπογαλάκια μας και να προλάβουμε το λεωφορείο των δύο για να πάμε στο χωριό, απ’ όπου επιστρέφαμε με το πρώτο λεωφορείο Δευτέρα πρωί πρωί…

Και περνούσαν οι μέρες… Κι εγώ πάντα με δέος διάβαινα τη μεγάλη σιδερένια πόρτα του Κοργιαλενείου Γυμνασίου Αρρένων, στην οδό Μπάμπη Άννινου… κυριευμένος από την απόλυτη βεβαιότητα ότι ναι, θα μείνω… Ακόμα κι όταν τη θέση των απρόσωπων μαθημάτων-απειλών πήραν οι πιο υπέροχες καθηγήτριες του κόσμου, που άνοιξαν στο σκιαγμένο παιδάκι από το σχολείο με τα δώδεκα παιδιά απίστευτους ορίζοντες. Η κ. Ελένη, η κ. Όλγα, η άλλη κ. Ελένη…  και η κ. Αγγιολίνα, η καθηγήτρια της Γεωγραφίας…  Γεωγραφία! Το πρώτο διαγώνισμα τριμήνου… Παναγίτσα μου! Για άλλη μια φορά, η συντέλεια του αιώνος ήταν επί θύραις. Αυτό ήταν. Πριν το διαγώνισμα κοιτούσα όλα τα παιδιά της τάξης. Σίγουρα όλα είναι διαβασμένα, κι εγώ δεν ξέρω τίποτα. Δεν θα γράψω τίποτα. Η ώρα της κρίσεως ήλθε. Μετανοείτε. Ο Άγιος Πέτρος ήταν ντυμένος Γεωγραφία Ηπείρων και θα με έστελνε πολύ πολύ χαμηλότερα από το φλοιό της γης και τις λιθοσφαιρικές πλάκες, εκεί που βράζουν οι χύτρες του Βελζεβούλη, στην εξεταστική του Σεπτεμβρίου.

Όταν η κ. Αγγιολίνα διόρθωσε τα διαγωνίσματα και μας τα έφερε στην τάξη νόμιζα ότι η καρδιά μου θα πάθει κάτι ανάλογο με την έκρηξη κόκκινου ήλιου σουπερνόβα… Εκείνη, με τον χαρακτηριστικά ευγενικό τρόπο της, που ακόμα και τρία να είχες πάρει στο έλεγε σαν να έχεις πάρει άριστα, σχολίαζε τα γραπτά μας – ώσπου έφτασε και στο δικό μου. «Είκοσι», είπε χαμογελαστή – ήταν το πρώτο εικοσάρι που έπαιρνα στο σχολείο – και η πρώτη ένδειξη ότι εντάξει, μπορεί και να μη μείνω στην ίδια τάξη.

Τελικά, έμεινα. Δηλαδή, όχι στην ίδια τάξη. Αλλά στην ίδια αίθουσα. Η τάξη μας έμεινε εκεί τρία χρόνια. Το Α2 έγινε Β2, κι αυτό Γ2. Ακούνητοι. Και έγινε μια πολύ πολύ ωραία παρέα, το μεγαλύτερο κομμάτι της οποίας συνέχισε και στο Λύκειο. Σιγά σιγά γινόμουν, όπως και όλα τα αγόρια της τάξης, ο μαντράχαλος που φοβόμουν ως πρωτάκι, εντάξει, ίσως όχι και τόσο μαντράχαλος, κάτι προς Γκούφυ με γυαλιά – μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι εμένα θα με φοβούνταν τα πρωτάκια του Γυμνασίου.  Κάποια πράγματα παρέμειναν απαράλλαχτα. Τα μονίμως αχτένιστα μαλλιά μου και το ατσούμπαλο ντύσιμο, τα χοντρά μου γυαλιά και η μόνιμη προσδοκία της αποτυχίας.  Οι κατσικούλες ως προοπτική σταδιακά εξαφανίζονταν από το κάδρο… και σιγά σιγά άρχισα να πιστεύω ότι κοίτα να δεις, μπορεί να περάσω και στο πανεπιστήμιο.

Η οδός Μπάμπη Άννινου φιλοξένησε τα όνειρα και τους εφιάλτες μου μέχρι και την αποφοίτησή μου από το Λύκειο…  Λένε πως στο σχολείο περνάς τα καλύτερά σου χρόνια… Δεν ξέρω στ’ αλήθεια αν ήταν. Ξέρω πως είχαν άγχος, αγωνίες, αστεία όλα σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει καθένας μας στη ζωή, για εκείνα τα πρωτάκια όμως ήταν (και είναι, και θα είναι, όσο υπάρχουν πρωτάκια) κολοσσιαίων διαστάσεων. Δεν θα ξαναγύριζα ποτέ σ’ εκείνη την πρώτη μέρα του Γυμνασίου που θεώρησα πως είναι τα ύστερα του κόσμου, ούτε θα ήθελα να είμαι ο χοντρούλης και χαζούλης φυτουλάκος έφηβος με τα γυαλιά (από τα παραπάνω διατηρώ και σήμερα τα πάντα εκτός από το έφηβος). Όμως η συγκίνηση που φέρνουν οι αναμνήσεις αυτών των χρόνων νομίζω ότι είναι από τις πιο πολύτιμες αποσκευές στο βαλιτσάκι της ζωής μας.

Μία ήταν η απορία μου όμως, όταν κατέβηκα για τελευταία φορά τα σκαλιά του κτιρίου της οδού Μπάμπη Άννινου 1. Ποιος στην ευχή ήταν αυτός ο Μπάμπης Άννινος; Τόσα χρόνια δεν του είχα δώσει καμιά σημασία. Τι ήταν; Πολιτικός; Τραγουδιστής; Ευεργέτης; Ποιητής; 

Ο κατεργάρης μου τη φύλαγε. Είκοσι χρόνια απ’ όταν πρωτοδιάβηκα την πόρτα της οδού Μπάμπη Άννινου 1, ένα γράμμα από το Πανεπιστήμιο με ενημέρωνε ότι εγκρίθηκε το θέμα της διδακτορικής διατριβής που έπρεπε να γράψω: «Μπάμπης Άννινος, ένας Επτανήσιος στην Αθήνα». Χρόνια με παίδεψε η αφεντιά του,  για να μάθω τη ζωή του, να διαβάσω τα έργα του, να τα συγκρίνω με άλλους συγγραφείς της εποχής του, σχεδόν όσα ήταν και τα χρόνια που πέρασα στο δρόμο που φέρει τ’ όνομά του, σαν να μου έλεγε ο Μπάμπης: «Παλιομπαγασάκο, τόσα χρόνια δεν σκέφτηκες να ρωτήσεις ποιος είμαι εγώ…  ψάχνε τώρα για να μάθεις!». Εντάξει κύριε Μπάμπη μας, 1200 σελίδες τιμωρία επειδή δεν ήξερα ποιος είσαι, πάει πολύ, πάρα πολύ!



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα