Η ευτυχία είναι τηγανητές πατάτες



Τα παιδικά μας καλοκαίρια τα περνούσαμε στην Άσσο – το γραφικό χωριό στα βόρεια της Κεφαλονιάς, το οποίο, όπως καταλαβαίνετε, ακόμη και τώρα που κάπως λιγάκι μεγαλώσαμε, εξακολουθεί να είναι για μας ο επίγειος παράδεισος. Η Άσσος είχε τα πάντα. Μια θάλασσα ρηχή, πολύ κοντά μας. Φορούσες μπανιερό, σαγιονάρες, μπρατσάκια, μπαλίτσες, κουβαδάκια και πήγαινες κατευθείαν εκεί.
Είχε το κάστρο της - προορισμό για απίθανες βόλτες, μετά από τη σχετική γκρίνια του πρωινού ξυπνήματος, «για να μη μας βρει ο ήλιος στο γυρισμό», και με την προσδοκία ότι κάπου θα ανακαλύψουμε κρυμμένη μια οικογένεια ξεχασμένων στο χρόνο ιπποτών και θα πιάσουμε φιλίες με τα παιδιά της. Είχε το μπαλκόνι της θείας Χριστίνας (ανυπερθέτως το ωραιότερο μπαλκόνι του κόσμου) όπου πηγαίναμε τα βράδια και ρομαντζάραμε τη θάλασσα κάτω απ’ τα πόδια μας. Είχε παγωτά, είχε ακόμη και το καφέ του Σπύρου, στο οποίο όλοι ανακαλύψαμε με έκσταση το γαστριμαργικό θαύμα που ονομάζεται πίτσα.

Κυρίως, είχε τα ξαδερφάκια μας που έρχονταν από διάφορα σημεία του εσωτερικού και διεθνούς ορίζοντα, και που μετέτρεπαν την αυλή του σπιτιού της γιαγιάς Γιουστίνας σε παράδεισο  - έναν παράδεισο όπου παρεμπιπτόντως είχαν παρεισφρήσει κάμποσα μικρά διαβολάκια (εμείς), που λυσσομανούσαν (φαρομανούσαν το λέμε στα μέρη μας) ασυστόλως και αρειμανίως, αλλά ευτυχώς είχαν τη θάλασσα και τις βόλτες για να εκτονώνονται, σε σημείο που τη νύχτα έπεφταν ξερά (και χωρίς διαμαρτυρίες) στις απίθανες στρωματσάδες που επιστρατεύονταν για να χωρέσουμε όλοι στο μικρό σπιτάκι. Το ωραιότερο κρεβάτι που είχα ποτέ στη ζωή μου ήταν στο πάτωμα, δεν είχε στρώμα αλλά είχε τον μικρό ξαδελφούλη μου Νικολάκη με το μπιμπερό του, τα αρκουδάκια του, τα στρατιωτάκια τα οποία μας τσιμπούσαν την πλάτη με τις ντουφέκες τους όλη τη νύχτα (να γιατί ασπάστηκα τον πασιφιστικό αναρχισμό), και γκεστ σταρ διάφορα κουνούπια και ζουζούνια  που επέδραμαν  από τα ανοιχτά παράθυρα.

 Η καημένη η γιαγιά, ένας άνθρωπος τόσο ήρεμος που νόμιζες ότι κυριολεκτικά περπατούσε στον αέρα, αφού ούτε τα βήματά της δεν ακούγονταν, ποτέ δεν γκρίνιαζε, ποτέ δεν μας φώναζε, αντίθετα, έμοιαζε τρισευτυχισμένη που για λίγο καιρό το σπιτάκι της γινόταν χάβρα όχι Ιουδαίων αλλά εγγονών. Την ομάδα συμπλήρωναν τα μεγαλύτερα εγγόνια, ο Νίκος και η Μαριάνθη – εμείς οι μικροί τους περιμέναμε πώς και πώς και τους υποδεχόμασταν με αλαλαγμούς και άλλες εκδηλώσεις λατρείας, κοινώς δηλαδή τους βγάζαμε το λάδι όλο το καλοκαίρι, μια κι εκείνοι, σαν μεγαλύτεροι, δεν μας χάλαγαν ποτέ χατήρι.

Διάφορα κορυφαία ζητήματα μας βασάνιζαν επί καθημερινής βάσεως: Γιατί γρυλίζουν τα γουρούνια του μπαρμπα-Γαβρίλη στο διπλανό στάβλο (τότε τα γουρούνια ήταν μέρος του φολκλόρ και ουδόλως ενοχλούσαν τους τουρίστες); Προσπαθήσαμε να βρούμε την άκρη αλλά τα γουρούνια έδειξαν μια κάποια επιθετικότητα και εγκαταλείψαμε άρον άρον. Γιατί η θεια-Αθηνά βρίζει συνέχεια το γάιδαρό της λέγοντάς του «που να βγάλεις την κόρυζα ορέ», και γιατί αυτός συνέχεια το σκάει από το σπίτι;  Ποιος σκύλος είναι ωραιότερος: Αυτός της θείας Ωραιάνθης; Αυτός της θείας Πολυξένης; Αυτός της θείας Μαρίκας;  Μπα. Μάλλον εκείνος του κυρίου Σπυράκη, που έμοιαζε με τη Λάσσυ… Πόσες φορές έχει γκρεμιστεί ο Παντελής (ονομαστός μανάβης) με το τρίκυκλό του και γιατί εκείνη την κυρία την φωνάζουν Μπουγιαμπέσα; Γιατί η θεία Λιλία κάνει κάθε πρωί στη θάλασσα την αεροβική γυμναστική της; Γιατί η θεια Αργυρή κυνηγάει όλους τους τουρίστες και τους φωνάζει «ρουμ»-«ρουμ» και μετά γιατί αυτοί έρχονται στο σπίτι μας και μας ρωτάνε «ρουμ»- «ρουμ»;  Τι μαγική λέξη είναι αυτή (αυτό μας το έλυσαν τα ξαδελφάκια από Αμερική); Γιατί η γιαγιά Πόπη, που δεν έλεγε το «ρο» επέμενε να λέει «ΜεΓ-κουΓοχ-Γώμ» (Μερκουροχρώμ) και όχι «κόκκινο ιώδιο» να ξεμπερδεύει; Στ’ αλήθεια, στο γκρεμισμένο από τους σεισμούς ελαιοτριβείο δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς, κατοικούσε η μάγισσα Witchie, όπως έλεγε η θεία Ελένη στον εξάδελφο Νικολάκη για να φάει το φαΐ του; Πώς θα καταφέρουμε να δώσουμε κρυφά στις εξαδέλφες Μαρία και Αννέτα να φάνε γαριδάκια χωρίς να το καταλάβουν οι γονείς τους που τους το έχουν απαγορεύσει; Γιατί αυτοί οι πάμπτωχοι κατακαημένοι Ευρωπαίοι τουρίστες πάνε και μένουν στα αντίσκηνα μέσα στα πεύκα, και ο μικρός Νικολάκης λέει αλήθεια άραγε πως μια μέρα που πηγαίνανε στο Κάστρο είδε έναν «ζόρκο»;

Με όλα αυτά τα ακανθώδη ερωτήματα  να βυσσοδομούν στο παιδικό μας μυαλουδάκι, μία ήταν μονάχα η καταφυγή μας: Οι άλλες δυο γιαγιάδες που είχαμε στην Άσσο. Οι αδελφές της γιαγιάς Γιουστίνας, που ζούσαν στην άλλη άκρη του χωριού, στο επονομαζόμενο Κουτσοχώρι. Η γιαγιά Ρεγγίνα και η γιαγιά Μαργαρίτα. Μετά το απογευματινό μπάνιο, δηλαδή κατά τις οχτώ το βράδυ, παίρναμε τον ανήφορο και τραβούσαμε κατά το σπιτάκι τους – έναν άλλο μαγικό σταθμό των παιδικών διακοπών.

Η Ρεγγίνα παντρεύτηκε, μεγάλωσε προγόνια, όχι παιδιά δικά της, και γύρισε στην Άσσο μετά το θάνατο του αντρός της. Ήσυχη, σαν τη γιαγιά Γιουστίνα, ήταν ένα σπουργιτάκι που κυκλοφορούσε προσπαθώντας καλά καλά να μην ανασαίνει. Η Μαργαρίτα, πνεύμα ανήσυχο, πάντοτε φουριόζα και φυσιογνωμία επαναστατική, ήταν ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός – αν και μικρότερη, και παρότι την ταλαιπωρούσε το ζάχαρο, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της και στο πιτς φιτίλι έστηνε κι έναν καβγά για ζητήματα πάσης φύσεως με κάποιον χωριανό, καβγά τον οποίο τις περισσότερες φορές τερμάτιζε νικηφόρα.

Παρά την όχι και τόσο chic ονομασία «Κουτσοχώρι», το σπίτι των γιαγιάδων Ρεγγίνας και Μαργαρίτας βρισκόταν σε καταπληκτική θέση. Κοιτούσε στην εξωτερική πλευρά του χωριού, ακριβώς πάνω στο γκρεμό. Ήταν ένα προσεισμικό σπίτι, που άντεξε τις δονήσεις του 1953, έχασε μόνο ένα πάτωμα κι έμεινε ισόγειο. Το ωραιότερο κομμάτι του ήταν μια κάμαρα μ’ ένα παράθυρο που ήταν φτιαγμένο ακριβώς πάνω από το βράχο. Κοιτούσες κάτω τη θάλασσα να σκάει στα βράχια μερικές δεκάδες μέτρα ακριβώς κάτω απ’ τα πόδια σου – το χειμώνα γινόταν πιο ονειρεμένο. Τριγύρω του υπήρχαν μικρά σπιτοπουλάκια. Ένα για τον αργαλειό της γιαγιάς Μαργαρίτας, που πέραν του εκρηκτικού της χαρακτήρα ενίοτε μεταμορφωνόταν σε στωικότατη και υπομονετική υφάντρα, ένα σπιτάκι για το κοτέτσι, ένα το μπάνιο, ένα μαγερειό. Το κορυφαίο όμως ήταν αυτό που κρυβόταν πίσω από ένα ξύλινο πορτονάκι.

Άνοιγες το πορτονάκι κι έβγαινες  σ’ έναν ολότελα αλλιώτικο κόσμο… Εκεί ήταν η στέρνα… και το αλωνάκι της, που το χειμώνα μαζευε το νερό. Από κάτω ο κήπος, πάντα περιποιημένος, μικρούλης (λιγοστό και το νερό), αλλά γεμάτος με βλήτρα και κολοκυθάκια. Από κάτω, ο βράχος, και τα κύματα να σκάνε… και πέρα, όσο πήγαινε το μάτι σου, τα βουνά του Χάρακα κι ο κόλπος του Μύρτου ολόκληρος, ίσαμε τα απέναντι ακρωτήρια των Ζόλων και του Αθέρα. Ο κήπος που έμπαινε στη θάλασσα – σαν τον στίχο εκείνο του Ελύτη από τον «Ήλιο τον πρώτο» - στα παιδικά μας μάτια, η ωραιότερη θέα του κόσμου. Στριμωξίδι για να χωρέσουν όλοι στο σιδερένιο ντιβανάκι που είχαν οι γιαγιάδες πλάι στη στέρνα για να ατενίζουν το άπειρο – οι λοιποί να λάβουνε θέση κάτω, γύρω γύρω από τη στέρνα, πού θα χωρέσουνε τόσα παιδοβόλια; Αμ, όλοι χωράνε, και όλοι σε θέση που να έχουν θέα στο πέλαγο… Οι κουρελούδες στρώνονται πάνω στο αλώνι της στέρνας, όλοι οκλαδόν περιμένουν… περιμένουν… περιμένουν… ζουζουνίζουν σαν τις μέλισσες και περιμένουν…

Η γιαγιά Μαργαρίτα είναι εξαφανισμένη στο μαγερειό… Το άβατον. Κανείς δεν επιτρέπεται να μπει, κλεφτές ματιές έχει ρίξει απ’ έξω η πιτσιρικαρία. Στη γωνιά, στα ξύλα, μέσα σε μια κατσαρόλα με λάδι ελιάς που τσιτσιρίζει ετοιμάζεται το ιδανικότερο έδεσμα όλων των εποχών… Τα σάλια μας τρέχουν, καθώς ο ήλιος πέφτει σιγά σιγά και ο ορίζοντας βάφεται κόκκινος… η χλαλοή από το σπίτι της γιαγιάς έχει μεταφερθεί στο Κουτσοχώρι, και όλη η νεολαία (και όχι μόνον) αδημονεί…

Η γιαγια Ρεγγίνα βγάζει φρέσκο νερό με το σίκλο από τη στέρνα και γεμίζει όλων μας τα γυάλινα ποτήρια, μα κανείς δεν θέλει να πιει νερό πριν γευθεί το υπέρτατο, το απόλυτο φαγητό του καλοκαιριού… Η γιαγιά Μαργαρίτα ξεπροβάλλει αγέρωχη και με πονηρό χαμογελάκι από το πορτόνι κρατώντας μια μεγάλη πιατέλα. Το πλήθος των παιδόπουλων παραληρεί. Ήρθανε! Ήρθανε! Πασπαλισμένες με ρίγανη, νάτες οι τηγανητές πατάτες της Μαργαρίτας!!!

Όποιος δεν τις έφαγε, δεν έζησε ποτέ σ’ αυτόν τον πλανήτη που λέγεται παιδικές διακοπές στην Άσσο. Κι όποιος δεν ήπιε το φρέσκο νερό της στέρνας, αμέσως μετά τις πρώτες μπουκιές, και δεν ένιωσε τη βρόχινη υφή του να κατεβαίνει τον ουρανίσκο, αμέσως μετά την καλοτηγανισμένη στο λάδι πατάτα, δεν μπορεί να φανταστεί τί χαρά και αγάπη έκρυβε μέσα του εκείνο το αλωνάκι με τη στέρνα, τις κουρελούδες και τα παιδόπουλα που σαν ακρίδες εξαφάνιζαν το περιεχόμενο της πιατέλας με ταχύτητα μεγαλύτερη και από εκείνη του φωτός, χωρίς καβγάδες για το ποιος θα πάρει πρώτος, ποιος θα πάρει πιο πολλές…  γιατί πάντα η κατσαρόλα της Μαργαρίτας έβγαζε αρκετές πατάτες για όλους.

Το σπιτάκι τώρα στο Κουτσοχώρι είναι έρημο και κλειδωμένο. Ούτε η Ρεγγίνα ούτε η Μαργαρίτα είναι πια εδώ. Τα ξαδελφάκια έχουν μεγαλώσει, οι πιο πολλοί έχουν τις οικογένειες και τα παιδιά τους…  Άνθρωποι έφυγαν, άνθρωποι ήρθαν, μα κανείς απ΄όλους ποτέ δεν συνάντησε ξανά εκείνη τη μαγική γεύση – ίσως επειδή η συνταγή τα περιείχε όλα: τη γωνιά, την κατσαρόλα, την πατάτα, τη ρίγανη, το στερνίσιο νερό, την κουρελού, τη στέρνα, το αλώνι, την παρέα που μαζευόταν απ’ την Αμερική, την Αθήνα, τα Γιάννενα, τον Πειραιά, και τις τρεις γιαγιάδες που καθόντουσαν στο σιδερένιο ντιβάνι και καμάρωναν όλο το σόι να χαίρεται με μια μεγάλη τηγανιά πατάτες - καλύτερο κι απ’ το γάμο της Κανά το λες…

Όταν θυμάμαι τις πατάτες της Μαργαρίτας καταλαβαίνω γιατί δεν ζήλεψα ποτέ στη ζωή μου τίποτα. Ούτε ρούχα, ούτε σπίτια, ούτε αμάξια, ούτε λεφτά, ούτε μεγαλεία. Γιατί, έστω και με λαδωμένα δαχτυλάκια και μουσούδια και χνούδι ρίγανης στο πάνω χείλος εν είδει μύστακος, και μάλλον χωρίς να το πολυθέλω, ανακάλυψα ότι  στο άβατό της, στο μαγερειό της, η Μαργαρίτα έκρυβε το μεγάλο της μυστικό: Ότι η αληθινή ευτυχία είναι τηγανητές πατάτες.



Η φωτογραφία προέρχεται από το vlahatasamis.blogspot.com

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα