Η σκάλα των ονείρων




Τα πιο πολλά από τα μαθητικά χρόνια τα περάσαμε ζώντας σ’ ένα μικροσκοπικό σπιτάκι στην οδό Βύρωνος. Όλο κι όλο ήταν ένα δωμάτιο. Ένα, το ίδιο, για να κοιμόμαστε, να διαβάζουμε, να τρώμε. Μια μικρή κουζίνα, που ίσα χώραγε το νεροχύτη κι ένα φουρνάκι, κι ένα μικροσκοπικό μπάνιο, αυτό ήταν το βασίλειό μας. Δηλαδή, το «Καμαρούλα μια σταλιά» που τραγουδούσε ο Γιάννης Πουλόπουλος επακριβώς. Το πατρικό μας σπίτι ήταν κάμποσα χιλιόμετρα μακριά απ’ το σχολείο, και η ενοικίαση αυτού του «γιαπωνέζικου» καταλύματος ήταν το τίμημα για να μην ξυπνάμε από το χάραμα για το λεωφορείο της γραμμής και να μπορούμε να κάνουμε αγγλικά, το μοναδικό φροντιστήριο που σήκωνε το βαλάντιο της οικογένειας. Ο πατέρας έμενε πίσω στο χωριό, για τους κήπους και τα μεροκάματα, κι εμείς, Δευτέρα πρωί φτάναμε στο σπιτάκι «εκστρατείας», και Παρασκευή μεσημέρι φεύγαμε, πάντα με το λεωφορείο της γραμμής… Το σπίτι είχε τα απολύτως απαραίτητα έπιπλα: Ένα σουμιέ πάνω στον οποίο κοιμόμουνα εγώ, τέσσερα ντέξιον ράφια όπου βάζαμε τα βιβλία μας, ένα κομοδίνο με μια δεκαεφτάρα ασπρόμαυρη τηλεόραση, έναν καλόγερο ακριβώς πάνω στην πόρτα όπου κρεμάγαμε τα ρούχα μας και έπεφτε πάνω σε όποιον άνοιγε την πόρτα, ένα τραπέζι, πτυσσόμενο, τέσσερις καρέκλες, κι ένα καναπέ που γινόταν κρεβάτι – εκεί κοιμούνταν η μάνα και η αδελφή μου – και μια ντιβανοκασέλα για όποτε ερχόταν ο πατέρας (ο οποίος δεν πολυάντεχε αυτό τον συνωστισμό και το απέφευγε, με αποτέλεσμα να κυκλοφορεί στη μικρή μας πόλη η φήμη ότι η μάνα μας είναι είτε χωρισμένη είτε χήρα).

Ένα πορτονάκι κι ένας στενός, σκεπασμένος διάδρομος, τούνελ στα μάτια μας, οδηγούσε στο σπιτάκι μας. Η αλήθεια είναι ότι πάντα είχα μια συστολή να καλέσω τους φίλους μου σ’ αυτό, γιατί ήταν αμφίβολο αν θα χωρούσαμε όλοι μέσα.

Ήταν δύσκολο το διάβασμα σ’ αυτό το σπιτάκι. Η καημένη η μάνα μου έπρεπε να προσποιείται πως δεν υπάρχει, εγώ με την αδελφή μου μαλώναμε συνέχεια σαν τα κοκόρια, και, κάθε τρεις και λίγο, ερχόταν επίσκεψη και η σπιτονοικοκυρά, όταν η μάνα μου δεν προλάβαινε να πάει εκείνη πρώτη στο σπίτι της, ακριβώς δίπλα, προκειμένου να μας αφήσει ελεύθερο χρόνο για να διαβάσουμε ή για να τσακωθούμε. Από το μοναδικό παράθυρο βλέπαμε μόνο τη μικρή αυλή της σπιτονοικοκυράς, και το καλοκαίρι, που τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, ακούγαμε όλα τα κουτσομπολιά της γειτονιάς από τη σπιτονοικοκυρά και τις φιλενάδες της. Ακούγαμε επίσης το σκύλο του γείτονα που τον είχαν δέσει, για να έχει χώρο να κινείται πάνω στο σύρμα του απλωμού, και όταν έτρεχε ακούγαμε επιπλέον κι ένα μεταλλικό σύρσιμο, πράγμα που αρχικώς μας είχε δημιουργήσει την υποψία ότι ο εν λόγω σκύλος είναι κάτι σαν ρόμποκοπ, και, τέλος, τους τουρίστες του ξενοδοχείου, οι οποίοι, παρά το βρετανικό τους φλέγμα, όταν είχαν πιει κάτι παραπάνω, καταλαμβάνονταν από διονυσιακή ευθυμία τις ώρες που θέλαμε να κοιμηθούμε…

Κι εμείς περιμέναμε να περάσουν οι μέρες και να έρθει το σαββατοκύριακο, που θα γυρίζαμε στο χωριό, όπου μας περίμενε το δωμάτιό μας, η αυλή μας, τα παιχνίδια μας, όλα όσα Δευτέρα με Παρασκευή ήταν απαγορευτικό να έχουμε στο μικρό μας σπιτάκι εκστρατείας.

Όλα αυτά, μέχρι που κάποια μέρα, ακούσαμε μεταλλικούς θορύβους στην αυλή. Η αρχική σκέψη ήταν ότι ο σκύλος μεταλλάχθηκε ολοκληρωτικά στον ρόμποκοπ που υποψιαζόμασταν ότι έκρυβε μέσα του. Ανοίγοντας τη στενή πόρτα που οδηγούσε στην αυλή της σπιτονοικοκυράς, διαπιστώσαμε ότι δεν είχαμε δίκιο. Ο ανηψιός της, από τους πρώτους σιδεράδες του Αργοστολιού, συναρμολογούσε μια στριφτή, σιδερένια σκάλα, προορισμένη να οδηγεί στην ταράτσα του διώροφου σπιτιού της σπιτονοικοκυράς μας.

Όταν η σκάλα ήταν έτοιμη και τοποθετήθηκε, και βάφτηκε πρώτα με μίνιο και μετά με μαύρο χρώμα, ήταν πραγματικά πολύ όμορφη – έμοιαζε μ’ εκείνους τους έλικες του DNA για τους οποίους μάθαινα στη Βιολογία. Τις πρώτες μέρες, την κοιτούσαμε σαν χαζοί και αναρωτιόμασταν το αυτονόητο: πώς θα είναι άραγε εκεί πάνω. Τις ίδιες απορίες είχε και μια συμμαθήτριά μας που η σπιτονοικοκυρά τής νοίκιαζε ένα άλλο καμαράκι του σπιτιού. Η μάνα μου γκρίνιαξε αρχικά (κανονίστε να γκρεμοτσακιστείτε, κανονίστε να κάνετε φασαρία και να μας διώξουνε, και πού θα ξαναβρούμε σπίτι), αλλά μετά ζήτησε από τη σπιτονοικοκυρά να μας αφήνει να ανεβαίνουμε στην ταράτσα… Η άδεια εδόθη, με τις σχετικές, βεβαίως, συστάσεις…

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που ανεβήκαμε τη σκάλα, οι τρεις μας (η αδελφή μου, η συμμαθήτρια κι εγώ). Αργά αργά, με φόβο πως θα τσακιστούμε, κρατώντας σφιχτά τη σιδερένια κουπαστή, ακούγοντας τα βήματά μας να αντηχούν πάνω στο σίδερο και νιώθοντας τους κραδασμούς όλου του συστήματος στο στομάχι μας… Μα όταν φτάσαμε πάνω, καταλάβαμε ότι τελικά αυτός ο τύπος, ο Καβάφης είχε άδικο, ο προορισμός είναι το καλύτερο κι όχι το ωραίο ταξίδι.

Από την ταράτσα του σπιτιού, έτσι όπως ήταν ψηλά στην ανηφορική οδό Βύρωνος της αμφιθεατρικά χτισμένης μικρής μας πόλης, βλέπαμε ολόκληρο το Αργοστόλι. Κι όχι μόνο την πολη, αλλά και τη θάλασσα, και τα βουνά, λίγο πιο πέρα. Κεραμιδένιες στέγες, ανοιχτά και κλειστά παντζούρια, μια πόλη άγνωστη στο μικροσκοπικό μας καμαράκι, που το παράθυρό του πια έβλεπε μονάχα ένα κομμάτι αυλή και… τη σκάλα. Από κάτω μας ο δρόμος, κι οι περαστικοί και τα αμάξια, που τους βλέπαμε και δεν μας έβλεπαν, και ο ουρανός, που δε φαινόταν από το τουνελάκι της εισόδου μας, και τα πουλιά, που δεν έφταναν ποτέ μέχρι το παράθυρό μας.

Ξαφνικά ο κόσμος είχε αλλάξει, και το μικροσκοπικό μας σπιτάκι είχε αποκτήσει, χάρη σ’ αυτή τη σκάλα, ένα μεγάλο δωμάτιο χωρίς τοίχους, το μεγαλύτερο δωμάτιο του κόσμου. Κι αυτό το «δωμάτιο» θα ήταν μόνο δικό μας. Η μάνα μας δεν τα είχε πολύ καλά με τις σκάλες, και η σπιτονοικοκυρά είχε ήδη περάσει τα 80 – εγγύηση ότι δεν θα ήταν πολύ συχνοί επισκέπτες.

Από κείνο το σημείο και μετά, το ανεβοκατέβασμα της σκάλας έγινε καθημερινή μας συνήθεια, ή να πω καλύτερα τελετουργία; Παίρναμε εκεί μαζί μας τα βιβλία μας και διαβάζαμε, και κουβεντιάζαμε, και χαζολογούσαμε, και χαζεύαμε τους περαστικούς, και κοιτούσαμε από ψηλά την πόλη, ακούγαμε τους ήχους της, ακόμα κι ο θόρυβος από το σύρμα του σκύλου-ρόμποκοπ και τα ψου-ψου-ψου της σπιτονοικοκυράς με της γειτόνισσες είχαν πάψει να μας απασχολούν, έμοιαζαν πια με ένα μικρό-μικρό κομματάκι σ’ ένα τεράστιο παζλ. Ένα τεράστιο παζλ, το οποίο ήταν μόνο δικό μας. Όλη η πόλη ήταν μόνο δικιά μας. Μεγάλη χαρά. Να φανταστείτε, εκεί πάνω, ουδέποτε τσακωθήκαμε με την αδελφή μου, πράγμα ομολογουμένως αξιοσημείωτο.

Βέβαια αυτή η μαγική μας ανακάλυψη ήταν κάτι σαν «θερινό ανάκτορο». Το χειμώνα με τις βροχές και το κρύο καθόμασταν μελαγχολικοί και κοιτούσαμε από το μοναδικό μας παράθυρο τη σκάλα, προσμένοντας να ανοίξει λίγο ο καιρός και να αρχίσουμε την αναρρίχηση… Ακόμα κι αυτή η προσμονή έκανε το μικρό μας σπιτάκι λιγότερο ανυπόφορο. Ήταν απλά ο προθάλαμος της σκάλας. Πού θα πάει, θα βγάλει ήλιο και μετά, μη μας είδατε!

Στις εξετάσεις του σχολείου τα κορίτσια προτιμούσαν να διαβάζουν μέσα, κι έτσι η σκάλα και η ταράτσα ήταν αποκλειστικά δικές μου. Έτσι κι αλλιώς, όπου αλλού και να ήμουν, μου ήταν αδύνατο να συγκεντρωθώ. Άρπαζα λοιπόν το βιβλίο, ανέβαινα τη σκάλα και, για κάποιον περίεργο λόγο, δεν καθόμουνα στην ταράτσα, αλλά στο κεφαλόσκαλο, κρεμούσα τα πόδια μου στο κενό και άρχιζα το διάβασμα. Συνήθως σε αυτή τη θέση προτιμούσα να διαβάζω άλγεβρα και γεωμετρία (άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου). Κι εκεί, με το βιβλίο της άλγεβρας στο χέρι, αισθανόμουνα ότι είμαι κάτι σαν βασιλιάς, τέλος πάντων κάποιος πολύ δυνατός που έχει στα πόδια του ολόκληρο τον κόσμο… Οι συναρτήσεις της άλγεβρας και όσα βρίσκονταν πέρα από τον ορίζοντα, πέρα απ’ το οπτικό μου πεδίο, ανακατεύονταν γλυκά μέσα στο μυαλό μου, ένιωθα ότι από κει θα απογειωνόμουνα και θα πετούσα μακριά από τη μικρή μας πόλη, όπως τα διαστημόπλοια εκτοξεύονταν από κάτι τεράστιες βάσεις στο ακρωτήριο Κανάβεραλ. Καμιά φορά ο σκύλος-ρόμποκοπ με έβλεπε, μου γάβγιζε και με επανέφερε στην τάξη, όπως και η μάνα μου: «Νύχτωσε, κατέβα από κει πάνω, θα σε κόψει».

Ένα παιδί στα 16 βέβαια έχει κάθε δικαίωμα να νιώθει ότι ανεβασμένος σε μια σκάλα πιλοτάρει διαστημόπλοιο και ετοιμάζεται, με ένα βιβλίο άλγεβρας, για απογείωση. Η μανούλα μου ήξερε κατά βάθος πόσο φαντασιόπληκτο παιδί έχει κι έτσι δεν με πολυπαρεξηγούσε. Κι οι μέρες περνούσαν με το ανεβοκατέβασμα της σκάλας, και, τώρα που μεγάλωσα, σκέφτομαι πόσο πολύτιμο είναι σαν παιδί να είσαι ευτυχισμένος με τέτοια μικροπράγματα, κι αναρωτιέμαι αν και τα σημερινά παιδιά μπορούν να τα χαρούν στ’ αλήθεια όπως κι εμείς…

Ακόμα καμιά φορά περνάω μπροστά από το σπιτάκι εκείνο, κι επίτηδες κοιτάζω μέσα από το πορτόνι. Φαίνεται τόσο σκοτεινό και θλιβερό το τουνελάκι που οδηγεί σ’ αυτό. Και σκέφτομαι, πώς είναι δυνατόν να ζήσαμε εκεί, τόσον καιρό, τόσα από τα ωραιότερά μας χρόνια. Μόνο που από το δρόμο δεν μπορώ να δω πια τη σκάλα των ονείρων. Θά ‘θελα μια μέρα να χτυπήσω το κουδούνι, και να ζητήσω από τον ιδιοκτήτη να μ’ αφήσει ν’ ανεβώ για μια τελευταία φορά στην ταράτσα. Αλλά πάντα φοβάμαι. Φοβάμαι πως η πόλη θα έχει αλλάξει, πως όλα θα μου φαίνονται πιο μικρά, πως κι εγώ ο ίδιος μπορεί να έχω αλλάξει. Πως μπορεί να μην είμαι πια ο καπετάνιος του διαστημόπλοιου που ήμουν τότε. Πως μπορεί να κάτσω στο κεφαλόσκαλο και να μην δω τίποτα απ’ όλα αυτά που έβλεπα μπροστά μου, τότε…

Έτσι, λέω να συνεχίσω να περνάω και πάντα  να κοιτάζω  μονάχα μέσα απ’ το πορτόνι. Και να μην την ξαναδώ, ούτε να την ξανανεβώ τη σκάλα των ονείρων. Μόνο να την ονειρεύομαι.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα