Στο βλέμμα του γιου μου



Ένα τεράστιο δάσος, άγριο και σκοτεινό, κατοικεί στο βλέμμα του γιου μου. Δεν είναι τόσο απλό να μπεις. Δεν έχει εισόδους –αγκαθωτοί κισσοί το κλείνουν ολόγυρα. Δεν ξέρω αν θες καν να μπεις. Πάω στοίχημα πως φοβάσαι, πως τρέμεις. Φοβάσαι τις σκιές που κατοικούν εκεί μέσα. Φοβάσαι τα άγρια πουλιά που θα σε τρομάξουν με το σκούξιμό τους. Φοβάσαι τα ερπετά που θα συναντήσει το μετρημένο σου επόμενο βήμα. Φοβάσαι ακόμα και τις σκιές από τα άγνωστα τέρατα που, δε μπορεί, κάπου θα τριγυρνάνε ανάμεσα στις σκουροπράσινες φυλλωσιές. Όχι, δεν θες να μπεις. Δεν ξέρεις τι σε περιμένει.

Ώρες ώρες αναρωτιέμαι ποια αλλόκοτα πλάσματα κατοικούν εκεί μέσα. Όχι, τα ξωτικά δεν είναι αλλόκοτα στο βλέμμα του γιου μου, ούτε οι νεράιδες. Οι φωνές τους είναι οι φίλοι του, όπως και το σφύριγμα του ανέμου, όπως και το τρίξιμο των κλαδιών τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Σαν να τον έχουνε μεγαλώσει εκείνα, τα ξωτικά, οι νεράιδες, όχι εγώ. Σαν να τον γνώρισα μεγάλο, ορφανό από μένα, γαλουχημένο μονάχα από τα παράξενα νανουρίσματα εκείνων, εκείνα που εμένα με κάνουν να τρέμω, κι εκείνον να χαμογελά. Με πιάνει φόβος καμιά φορά όταν σκέφτομαι πως το μόνο που ξέρω από το γιο μου είναι το δάσος στο βλέμμα του. Δεν ξέρω το παιδικό του κλάμα, δεν ξέρω τα παιχνίδια που έπαιζε μικρός, τα πρώτα του βήματα. Σαν να ζούσε για πάντα σ’ εκείνο το δάσος. Κι αν τον ρωτήσω, ποτέ του δεν θα μου πει.

Στον ουρανό του δάσους του πετούν αστερίες, γοργόνες και ιππόκαμποι, και τα πουλιά χτίζουν φωλιές σε μικρούς πλανήτες μπλεγμένους ανάμεσα στα αγκαθωτά φύλλα κάποιων μυστήριων δέντρων. Τις νύχτες φέγγουν όλοι μαζί, οι μικροί πλανήτες που γίνονται φεγγάρια κι οι κουκουβάγιες που με τα δικά τους μάτια πασχίζουν να ξεπεράσουν τη λάμψη τους. Από τους κορμούς, μέσα από χαραγματιές ανθρώπινες, ραγίσματα στον φλοιό που απεικονίζουν απόκοσμα σύμβολα, κυλούν καταρράκτες με αλμυρό νερό, σημάδι πως με κάποια θάλασσα επικοινωνεί η καρδιά του δάσους. Κι αν κατορθώσει ποτέ κανείς να ψηλαφίσει τον κορμό και να φθάσει ως τη ρίζα κάποιου από εκείνα τα τεράστια θαλασσόδεντρα, κι αν πάρει το θάρρος με το μαχαίρι του να χαράξει τη ρίζα χωρίς να πονέσει το δέντρο, θα δει πως δεν είναι πια θάλασσα, αλλά μέλι αυτό που κυλάει πάνω στο χώμα.

Δεν ήπιε γάλα ποτέ ο γιος μου σ’ εκείνο το δάσος του βλέμματός του. Μεγάλωσε πίνοντας μονάχα τη βροχή, που έπεφτε ασταμάτητα. Τη βροχή που εγώ δεν είδα ποτέ, παρά μόνο ως υπόνοια κάπου να ξεχειλίζει από την άκρη του ματιού. Πάντα χαμογελάει μπροστά μου ο γιος μου και χαμηλώνει τα μάτια. Για να μην προλάβω να δω. Πάντα κρατάει μέσα του φυλαγμένη τη βροχή, το υλικό που τον έπλασε.

Καμιά φορά ακούω τις ιαχές πολλών, εκατοντάδων μικρών πολεμιστών που ξεχύνονται στο δάσος. Ακούω εκρήξεις κι άλλους θορύβους που δηλώνουν πως κάποια φοβερή μάχη γίνεται εκεί μέσα. Ακούω κραυγές των μικρών εκείνων ηρώων, των ηρώων του γιου μου, που φαντάζουν τόσο αλλιώτικοι από τους δικούς μου, που μοιάζουν όλοι τους να έρχονται από κάποια μακρινή χώρα της Ανατολής, που δε λογαριάζουν ζωή, ύπαρξη, γαλήνη μπροστά στη μάχη γι’ αυτό που εκείνοι θεωρούν ιδανικό. Που πολεμούν τέρατα, άλλους υπεράνθρωπους ήρωες, ακόμα και δαίμονες που κατοικούνε μέσα τους. Αδιακρίτως, πολεμούν συνεχώς. Και την ίδια ώρα, διαψεύδοντας εκείνον τον πίνακα της Αναγέννησης με την Αφροδίτη και τον αποκοιμισμένο Άρη, αγαπούν, αισθάνονται και δακρύζουν. Σαν και το γιο μου, οι ήρωές του την ίδια στιγμή είναι σκληροί και δακρυσμένοι, την ίδια στιγμή ουρλιάζουν και σιγοψιθυρίζουν λόγια αγάπης, την ίδια στιγμή χτυπάνε με λύσσα τον εχθρό και κρατάνε μέσα τους τον πόνο. Καμιά φορά τους βλέπω να πετάγονται ψηλότερα απ’ τα δέντρα, να πέφτουν ματωμένοι στο χώμα κι αυτό να ραγίζει από την πτώση τους, μα αυτοί σηκώνονται με δακρυσμένα μάτια όρθιοι και δεν τα παρατάνε ποτέ… και στο ραγισμένο χώμα φυτρώνουν πανέμορφα ανθισμένα αγκάθια, και το δάσος μεγαλώνει κι άλλο, αλώβητο μένει από τις μάχες, πάντα εκεί, πυκνό και δύσβατο.

Δεν έχει πάνω του χαραγματιές από τις μάχες ο γιος μου. Το δάσος στο βλέμμα του μεγαλώνει τόσο γρήγορα που τις κρύβει μονομιάς.

Κι εγώ φοβάμαι, πως αν τον κοιτάξω κατευθείαν στα μάτια θα χάσω την ψυχή μου μέσα σ’ εκείνο το δάσος. Φοβάμαι πως το δάσος στο βλέμμα του γιου μου μπορεί και να είναι στην πραγματικότητα ο δικός μου καθρέφτης. Μια εικόνα που καθρεφτίζεται αενάως και συνεχώς στο δικό του, στο δικό μου, στο δικό του, στο δικό μου βλέμμα, που πολλαπλασιάζεται, μεγαλώνει, γίνεται χοάνη μέσα στα μάτια και των δυο μας. Χοάνη που θα τραβήξει μέσα της, βαθιά στο δάσος, κι εμένα κι εκείνον.

Χιλιάδες ποιήματα, και πολλές θεωρίες της λογοτεχνίας, γράφουν πως μέσα σε κάθε άγριο δάσος βρίσκεται καλά κρυμμένος ένας ανθισμένος κήπος. Ένας κήπος όπου βασιλεύει η γαλήνη κι η αρμονία, το κρυφό μυστικό του δάσους, το έπαθλο της επιτυχημένης πλην ενδελεχούς εξερεύνησής του. Κάπου λοιπόν, δε μπορεί, μέσα σ’ αυτό το δάσος, θα υπάρχει κι ο κήπος του γιου μου. Θα ξεκινήσω λοιπόν, είπα μια μέρα, να τον βρω. Για να μπορώ να τον κοιτάξω κατευθείαν στα μάτια… Και τότε, ας ξαναγίνει η χοάνη, ας μας τραβήξει σ’ εκείνον τον ωραίο κήπο, όπου κανένας δεν θα φοβάται πια.

Κατάφερα με τεράστια δυσκολία να περάσω ανάμεσα στα αγκάθια των κισσών που όσο προχωρούσα με χαράκωναν όλο και πιο βαθιά – από το αίμα μου που έσταζε στο χώμα φύτρωναν παπαρούνες και κόκκινοι κρίνοι. Από κοντά δεν ήταν τόσο τρομακτικό όσο όταν ήμουν απ’ έξω. Για την ακρίβεια, το μόνο τρομακτικό ήταν η απόλυτη σιωπή. Τα ξωτικά δεν τα είδα ποτέ, ούτε τα παράξενα φεγγάρια – τα ερπετά του δάσους πάλι δεν θέλησαν καμία συνάντηση μαζί μου.

Το δάσος έμοιαζε νεκρό, μονάχα ένα παράξενο φως ερχόταν από κάπου ανάμεσα στους κορμούς, τα κλαδιά, τα αγκάθια και τα φύλλα. Ζαλιζόμουν – πίσω μου ένα μακρύ μονοπάτι στρωμένο από παπαρούνες και κόκκινους κρίνους μαρτυρούσαν ότι δεν θ’ άντεχα για πολύ.

Δεν έχω άλλη επιλογή, μονάχα ν’ ακολουθήσω το παράξενο φως. Δεν μπορεί. Εκεί θα είναι ο κήπος.

Έβαλα όση δύναμη μου είχε απομείνει. Ο πόνος είχε φέρει και στα δικά μου μάτια τη βροχή… Πόνος από τα αγκάθια, πόνος επειδή το ένιωθα πια, δεν θα προλάβαινα, δεν θα μάθαινα, δεν θα έφτανα ποτέ.

Δεν μπορεί. Εκεί θα είναι ο κήπος. Βούρκωνα όλο και πιο πολύ και προχωρούσα. Φώναζα, σαν εκείνους τους ήρωες της Ανατολής. «Δεν μπορεί, εκεί θα είναι ο κήπος» και πάσχιζα να μη χάσω τη διαδρομή του παράξενου φωτός ανάμεσα στις φυλλωσιές.

Μα εγώ δεν είμαι σαν εκείνους τους ήρωες. Είμαι δειλός, φοβητσιάρης. Ντράπηκα, δεν θα’ θελα ποτέ μου να με δει έτσι ο γιος μου. Καλύτερα να πεθάνω, παρά να με δει ηττημένο στην προσπάθειά μου να εξερευνήσω το δάσος του. Ένιωσα το δάκρυ να κυλάει από τα μάτια μου, να κατηφορίζει τα γρατσουνισμένα μου μάγουλα, να πέφτει κάτω, στο χώμα.

Μόλις η σταλαματιά συναντήθηκε με το χώμα, το παράξενο φως δυνάμωσε, σχεδόν με τύφλωνε. Τώρα πια βάδιζα χωρίς καλά καλά να βλέπω, τώρα πια ένιωθα τα αγκάθια και τα ξύλα να με χαϊδεύουν χωρίς να πονώ. Όσο προχωρούσα, ένας ήχος, στην αρχή ψιθυριστός, σιγά σιγά δυνάμωνε μέσα στ’ αυτιά μου…

Ένιωσα δυο χέρια να με κρατάνε, και ένα άλλο να μου σκουπίζει τα μάτια. Άρχισα να βλέπω καθαρά, πια. Είχα συνηθίσει το φως.

Όχι, δεν είχε κήπο εκεί που έφτασα. Λάθος, όλα τα ποιήματα και οι θεωρίες. Έμαθα όμως από πού ερχόταν το παράξενο φως.

Τον είδα. Ήταν γαλήνιος, καθιστός πάνω σ’ ένα βράχο, με τα δάχτυλά του να παίζουν ασταμάτητα με τις χορδές της κιθάρας που κρατούσε. Και το τραγούδι του να δυναμώνει στ’ αυτιά μου.

Τριγύρω του ήταν καθισμένος όλος ο πληθυσμός του δάσους, και τον παρακολουθούσε ευλαβικά: Οι γοργόνες, τα ξωτικά, οι νεράιδες, οι αστερίες, οι φωτεινοί πλανήτες, τα τέρατα, τα αγρίμια, τα ερπετά, και οι ήρωές του, όλοι οι μικροί πολεμιστές της Ανατολής, όλοι τους, σαν να είχαν ξεχάσει την ύπαρξή τους και να είχαν παραδοθεί σ’ ένα όνειρο, έβλεπαν εκείνον, ναι, το γιο μου, να τραγουδάει.

Κι όπως τραγουδούσε, τον κοίταξα στα μάτια. Κι είδα από μέσα να ξεπηδούν μεγάλες φωτεινές πεταλούδες, με γραμμένα πάνω στα φτερά τους τα λόγια του τραγουδιού του. Να πετούν ψηλά, ελεύθερες, και το δάσος στο πέρασμά τους ν’ αλλάζει συνέχεια χρώματα, σε κάθε νότα, σε κάθε λέξη, οι κισσοί να κρύβουν τ’ αγκάθια τους από το χάδι του φωτός, ακόμη κι εκείνα τα πανύψηλα δέντρα σαν ηλιοτρόπια να στρέφουν τα φύλλα τους για να δουν τις πεταλούδες με τις λέξεις να πετούν όλο και πιο ψηλά, προς τον ουρανό.

Ναι. Ένα παράξενο φως κατοικεί στο βλέμμα του γιου μου. Παράξενο κι όμορφο σαν δάσος.



[Πηγή εικόνας: www.pxleyes.com]

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα