Σατιρικός τύπος στην Κεφαλονιά τον 19ο αιώνα: Περί σάτιρας και άλλων "Ζιζανίων"

Μια επισκόπηση του σατιρικού τύπου στην Κεφαλονιά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μόνο αποσπασματική εικόνα μπορεί να δώσει για την «αποτύπωση» της σατιρικής κεφαλονίτικης ιδιοσυγκρασίας. Αφ’ ενός, επειδή οι σατιρικές αναφορές δεν περιορίζονται μόνο στον αμιγώς σατιρικό τύπο, αλλά πάντοτε βρίσκουν χώρο και στον πολιτικό τύπο της εποχής. Αφ’ ετέρου, γιατί πέρα από τον τακτικά εκδιδόμενο τύπο στην Κεφαλονιά της εποχής κυκλοφορούν πολλά σατιρικά (και όχι μόνο) μονόφυλλα, ανώνυμα τα περισσότερα, τα οποία έχουν κυρίως πολιτικό περιεχόμενο – είναι ένας τρόπος «αρνητικής διαφήμισης» των υποψηφίων που ανθεί σε περιόδους τοπικών και βουλευτικών εκλογών. Επιπλέον, η τυπωμένη σάτιρα στο σύνολό της είναι ένα πολύ μικρό (και λόγω της χρονικής απόστασης αποξενωμένο από το φυσικό του περιβάλλον, τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της εποχής) κομμάτι του συνόλου της σατιρικής παραγωγής. Ένα μεγάλο μέρος της που παρήχθη προφορικά σε γειτονιές, χωριά και πανηγύρια έχει χαθεί οριστικά.
            Στη σημερινή σύντομη παρουσίαση θα επιχειρήσουμε μια περιήγηση σε ορισμένα από τα σατιρικά φύλλα που κυκλοφόρησαν στην Κεφαλονιά από το 1848, οπότε παραχωρήθηκε στους Επτανήσιους από την αγγλική προστασία το δικαίωμα της ελευθεροτυπίας. 

            Υπάρχουν δύο ισχυροί πόλοι σε αυτό το διάστημα περίπου μισού αιώνα, που ταυτίζονται με δύο κορυφαίους σατιρικούς λογοτέχνες της Κεφαλονιάς. Ο πρώτος πόλος είναι ο Ανδρέας Λασκαράτος και η εφημερίδα του Ο Λύχνος που μετονομάζεται σε Λυχνιές, εφημερίδα όχι αμιγώς σατιρική, αλλά, όπως χαρακτηρίζεται «οικογενειακή», που κυκλοφορεί με διαλείμματα και εν μέσω πολλών διώξεων από το 1859 έως το 1868 και εκδίδεται σε διάφορες τοποθεσίες κάθε φορά, ανάλογα με τις μετακινήσεις του Λασκαράτου. Ο Λασκαράτος βέβαια δεν δημοσιεύει τα κείμενά του μόνο στον Λύχνο αλλά και σε πολλά κεφαλληνιακά και αθηναϊκά έντυπα της εποχής του, καθώς και σε αυτοτελείς εκδόσεις και φυλλάδια. Ο Λύχνος όμως είναι βασικό όχημα της σατιρικής πολεμικής του Λασκαράτου: Ο ίδιος, μόνος εναντίον όλων, εκπροσωπεί τη σάτιρα εκείνη που είναι φύσει και θέσει έξω από το σύστημα, που πυροβολεί προς πάσα κατεύθυνση με πρόθεση να αναμορφώσει την κοινωνία.



  
 Ο δεύτερος ισχυρός πόλος εστιάζεται στο τέλος του αιώνα και είναι το γνωστό στους μελετητές της τοπικής ιστορίας Ζιζάνιον, του Γεωργίου Μολφέτα, η μακροβιότερη και πιο πετυχημένη σατιρική εφημερίδα, η οποία κυκλοφορεί από το 1892 έως το 1916. Κυριολεκτικά έργο ζωής για τον Μολφέτα, αφού κυκλοφόρησε όταν ο ποιητής ήταν μόλις 21 ετών και μέχρι τον θάνατό του, το Ζιζάνιον (που κυκλοφορεί και ορισμένα φύλλα με διαφορετική ύλη και τίτλο Το Κόκκινο Ζιζάνιο),  είναι στην πραγματικότητα μια σατιρική ορχήστρα από πολλούς Κεφαλονίτες ποιητές της εποχής που παρακολουθούν την επικαιρότητα με έμμετρο και πεζό σατιρικό λόγο – με πρωταγωνιστικό ρόλο στην εφημερίδα στους διαλόγους Γιάννη και Μαρή. 






Ο Γεώργιος Μολφέτας, πριν από το Ζιζάνιον, είχε επιχειρήσει να εκδώσει και άλλο ένα σατιρικό έντυπο: Ο Αίσωπος, εφημερίς τερπνή και αστειοτάτη, είχε εκδοθεί στην Αθήνα το 1891, σε πολύ λίγα φύλλα και είναι ο πρόδρομος του Ζιζανίου, ένα χρόνο πριν την κεφαλληνιακή του κυκλοφορία. Η πολυσυλλεκτικότητα των συνεργατών του Ζιζανίου δείχνει και τον ασφαλέστερο χιουμοριστικό δρόμο που χρησιμοποιεί ο Μολφέτας: Μακριά από την τακτική της επίθεσης, εδώ η σάτιρα γίνεται μέσα στο ίδιο το σύστημα, από ανθρώπους που είναι ενεργά μέλη της κοινωνίας την οποία στηλιτεύουν. Περισσότερο στρογγυλεμένο, εστέτ και ανώδυνο από την τραχύτητα του Λασκαράτου, το χιούμορ του Ζιζανίου, ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί, ούτε να αποσυνδεθεί από τον Λασκαράτο ως πρότυπο.
            Ανάμεσα στον Λύχνο και το Ζιζάνιον, γνωστά στους περισσότερους ερευνητές, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην Κεφαλονιά κυκλοφορούν και άλλα σατιρικά έντυπα, σχεδόν ολότελα ξεχασμένα και άγνωστα, τα περισσότερα βραχύβια, που δίνουν όμως μια ενδιαφέρουσα διάσταση της δυναμικής που είχε αναπτυχθεί στον τόπο γύρω από την υπόθεση της σάτιρας. Θα πρέπει να επισημάνουμε εκ προοιμίου ότι σε όλα τα σατιρικά έντυπα κυριαρχεί η ανωνυμογραφία ή ψευδωνυμογραφία, πράγμα που συμβαίνει και στις αθηναϊκές σατιρικές εφημερίδες της εποχής. Ακόμη θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ορισμένα από τα ονόματα που εμφανίζονται στις εφημερίδες αυτές ως υπεύθυνοι έκδοσης είναι ψευδώνυμα που κρύβουν από πίσω τους το όνομα κάποιου άλλου εκδότη.
             

Η παλαιότερη από αυτές, ήδη από τα χρόνια της αγγλοκρατίας, είναι ο Κυκεών που μετονομάστηκε σε Αποθήκη Διαβόλου και σύντομα σε Διαολαποθήκη, μια ιδιόρρυθμη σατιρική εφημερίδα που εκδίδεται από τον Φερδινάνδο Όδδη από το 1860 ως το 1864. Η εφημερίδα χρησιμοποιεί και έμμετρη και πεζή σάτιρα, σε καθαρεύουσα ελληνική γλώσσα και σε ορισμένες περιπτώσεις και σε ιταλική γλώσσα.  Η χρήση της ιταλικής γλώσσας στον σατιρικό τύπο και τα σατιρικά μονόφυλλα γινόταν κυρίως όταν πραγματοποιούνταν στο θέατρο του Αργοστολίου «Ο Κέφαλος» παραστάσεις ιταλικών θεάτρων όπερας, για να σχολιαστούν οι παραστάσεις. 
[Βλ. αναλυτική παρουσίαση της Διαολαποθήκης εδώ: http://eliaswords.blogspot.gr/2012/06/1860-1864.html
            




 Εκ των συνεργατών της Διαολαποθήκης, καθώς φαίνεται, και ο γνωστός μας Παναγιώτης Πανάς, εκδίδει μια ολόκληρη εφημερίδα την πρωτοχρονιά του 1862 αφιερωμένη στη Διαολαποθήκη. Τίτλος της Ο Λύχνος του Διογένους – είναι ένα παιχνίδι σε μορφή εφημερίδας – μόλις ένα φύλλο της θα κυκλοφορήσει.
             


Αλλά και μετά την Ένωση δεν έπαψε η ανάγκη των Κεφαλλήνων να εκφραστούν μέσα από τον σατιρικό τύπο.
          

   

Πολύ κοντά στην παράδοση του Λασκαράτου, της χρησιμοποίησης δηλαδή του χιούμορ και της σάτιρας για την ανάδειξη κοινωνικών θεμάτων είναι, σε μια περίοδο της κυκλοφορίας της, η Σφήκα, που κυκλοφορεί από το 1867 έως το 1876 με συντάκτη και πάλι τον Παναγιώτη Πανά – ως το 1868, αργότερα η εφημερίδα θα υποστεί πολλές αλλαγές, θα γίνει μέχρι και «δικαστική», ενώ συχνότατα δημοσιεύουν συνεργασίες σ’ αυτήν τόσο ο Πανάς όσο και ο Ανδρέας Λασκαράτος, παρά τις διαφορετικές τους ιδεολογικές καταβολές. Πολιτική κριτική μέσα από πεζά (αλλά και ποιητικά κείμενα) είναι το περιεχόμενο της Σφήκας, που με την παραμορφωτική ματιά της σάτιρας επιχειρεί να αποκαλύψει την πολιτική πραγματικότητα.





Στα μέσα της δεκαετίας του 1870 (1876)  κυκλοφορεί μία βραχύβια σατιρική εφημερίδα υπό τον τίτλο Γλώσσα, ελάχιστα φύλλα της οποίας σώζονται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Ως εκδότης της αναφέρεται κάποιος Γ. Μεταξάς, όμως ο Ηλίας Τσιτσέλης μας αποκαλύπτει ότι ο πραγματικός εκδότης ήταν ο παιδικός του φίλος Μπάμπης Άννινος. Η Γλώσσα μάλλον θα αποτύχει, μια και μόλις 5 φύλλα της σώζονται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Ο Άννινος, ωστόσο, φαίνεται ότι δεν πτοήθηκε από αυτή την αποτυχία: στα τέλη της δεκαετίας αυτής θα μεταβεί στην Αθήνα και θα αρχίσει λαμπρή δημοσιογραφική καριέρα, κάνοντας τα πρώτα του δημοσιογραφικά βήματα σε σατιρικές αθηναϊκές εφημερίδες.
             

 Την Πρωτοχρονιά του 1888 κυκλοφορεί στην Κεφαλονιά άλλη μία σατιρική εφημερίδα, με τον τίτλο Πυξ-Λαξ (με μπουνιές και με κλωτσιές), δεκαπενθήμερη. Τυπώνεται στο τυπογραφείο του Εμπρός, ειδησεογραφικής εφημερίδας της Κεφαλονιάς, και όνομα εκδότη δεν αναφέρεται. Από τα φύλλα που σώζονται ακόμα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι κυκλοφορούσε τουλάχιστον έως και το 1890.  Η πρωτοπορία του Πυξ-Λαξ σε σχέση με τις άλλες σατιρικές εφημερίδες της Κεφαλονιάς είναι η πλούσια εικονογράφησή της με γελοιογραφικές συνθέσεις, συχνά ολοσέλιδες ή δισέλιδες – ας μην ξεχνάμε ότι από την Κεφαλονιά κατάγεται και ο γελοιογράφος Θέμος Άννινος ο οποίος είχε εμπλακεί σε πολλές σατιρικές εφημερίδες των Αθηνών της δεκαετίας του 1880, όπως ο Ασμοδαίος και το Άστυ. Με τον τίτλο Πυξ-Λαξ κυκλοφορούσε στις αρχές του εικοστού αιώνα εφημερίδα και στην Κύπρο.
           







 Το 1889 ο Β. Γ. Μακρής κυκλοφορεί την εφημερίδα «Η Ψαλλίδα» βασισμένη κυρίως σε πεζά χιουμοριστικά και σατιρικά κείμενα. Ο τίτλος επανεμφανίζεται το 1894 με εκδότη ονόματι Α. Μακρή, χωρίς όμως να έχουμε κανένα στοιχείο για κυκλοφορία της εφημερίδας  μετά το 1894.
           







  




Το 1890 κυκλοφορεί η «πολιτικοσατυρική» εφημερίδα Ρομφαία, σε εβδομαδιαία βάση, με εκδότη, στα πρώτα φύλλα της τον, και πάλι τον Β. Γ. Μακρή και αργότερα τον Κωνσταντίνο Δαυή Χριστοδουλάτο.  Είναι βέβαιο ότι η εφημερίδα κυκλοφόρησε για περίπου 2 χρόνια,  καθώς το τελευταίο σωζόμενο φύλλο της χρονολογείται τον Μάρτιο του 1891.
           











 Την ίδια χρονιά (1890) κάνει αισθητή την παρουσία της και άλλη μία σατιρική εφημερίδα, η Κάλπη, με εκδότη τον Γ. Κατσούρη, η οποία κυκλοφορεί ως τον Δεκέμβριο του 1891 και επαμεμφανίζεται μια δεκαετία μετά, το 1902,ως  «εφημερίς κοινωνική» με πιο «σοβαρό» περιεχόμενο.








          



  Το 1891 εμφανίζεται ο Κολόμπος, ο (ανώνυμος) εκδότης του οποίου αναφέρει στην έμμετρη αγγελία της εφημερίδας τον καημό του Κεφαλονίτη ερασιτέχνη δημοσιογράφου: «Αφού έγεινε για ψωμί το μάτι μου γαρίδα / και είδα πως στον άμμο χτηώ με της δουλειές που κάνω /έτσι απεφάσισα κι’ εγώ να βγάνω εφημερίδα / προτού της πίνας φίλοι μου στους δρόμος αποθάνω.» Το εγχείρημα βραχυπρόθεσμα φαίνεται πως απέδωσε, αφού ο Κολόμπος κυκλοφόρησε τουλάχιστον για δύο χρόνια (το τελευταίο σωζόμενο φύλλο χρονολογείται τον Ιανουάριο του 1893).
             





Το 1893 κυκλοφορεί η εφημερίδα Κακόμοιρος με έδρα το Ληξούρι. Σώζεται μόνον ένα φύλλο της, στο οποίο δεν φαίνεται να υπάρχει υπεύθυνος έκδοσης ή τυπογραφείο. Η εφημερίδα θυμίζει αρκετά το Ζιζάνιον, αφού κεντρικό της θέμα είναι ο σατιρικός διάλογος ανάμεσα στον Γιάννη και το Θοδωρή, ενώ σημειώνει στους τίτλους της το ερασιτεχνικόν του εγχειρήματος «Τον Κακομοίρην φίλοι μου εκτάκτως θα τον βγάζω / όποτε έχω τίποτε νόστιμον να σας βάζω. / Ποιήσεις δεν θα δέχομαι σας  λέγω φαναιρά/ εκτός αν συνοδεύωνται με τίποτε ψυλά.» Φαίνεται ότι το ενδιαφέρον των συνδρομητών και των υποψηφίων ποιητών ήταν μικρό και ο τίτλος της εφημερίδας ήταν προφητικός για την τύχη της.
            










 Στο Ληξούρι φαίνεται να επικεντρώνει το ενδιαφέρον της και η εφημερίδα Το Σπαθί, της οποίας διασώζεται μόνον ένα φύλλο, που κυκλοφόρησε το 1893. Ως εκδότης του Σπαθιού αναφέρεται ο Πέτρος Δρακόπουλος. Εδώ έχουμε άλλο πρωταγωνιστικό ντουέτο: Ο Σάββας ο Κορδάτος και ο Γιάννης ο Βαρβάτος. Φαίνεται ότι η επιτυχία του Ζιζανίου, που είχε κυκλοφορήσει μόλις έναν χρόνο πριν, είχε δημιουργήσει τάσεις μιμητισμού σε μια κοινωνία που η σάτιρα και το χιούμορ ήταν στοιχείο της καθημερινότητας.
             








Αλλά και ο εικοστός αιώνας, στην πρώτη εικοσαετία του οποίου είχε συνεχιστεί η επιτυχία του Ζιζανίου, θα συνεχίσει την παράδοση στον σατιρικό τύπο. Το 1905 θα ιδρυθεί το Τελώνιον του Ανδρέα Σάρλου, η τελευταία μακρόβια σατιρική εφημερίδα της Κεφαλονιάς, αφού θα δίνει το παρών στον τοπικό τύπο για τρεις δεκαετίες, με πρωταγωνιστικό δίδυμο στους διαλόγους τον Γιάννη και τον Μαρή. 







Ο Σάτυρος κυκλοφορεί το 1911 από τον δικηγόρο Δημήτριο Σάρλο – στους διαλόγους της πρώτης σελίδας εδώ πρωταγωνιστές είναι ο Σάτυρος και ο Σιληνός. Αλλά ακόμη και όταν λείπει κάποιο σατιρικό έντυπο, πράγμα που θα συμβαίνει όλο και πιο συχνά καθώς προχωράει ο αιώνας, οι σατιρικοί στίχοι θα δημοσιεύονται ακόμα και από αμιγώς ειδησεογραφικές εφημερίδες, όπως η Εληά και Τα Νέα. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να λείπει από τον Κεφαλονίτη το σατιρικό στοιχείο;
            Η σύντομη περιήγησή μας στους ευφάνταστους τίτλους των σατιρικών εφημερίδων της Κεφαλονιάς δεν μας επιτρέπει να τις προσεγγίσουμε με πιο πολλές λεπτομέρειες – κάτι τέτοιο άλλωστε απαιτεί επίπονη έρευνα προκειμένου να αποκαλυφθούν όλα τα επίπεδα του χιούμορ και της σάτιρας, κυρίως αναφορικά με το πώς λειτουργούσαν τότε, μια και σήμερα τα ίδια κείμενα δεν μπορούν να παράγουν την ίδια λειτουργία του κωμικού – σατιρικού μέσα σε μια ολότελα άλλη κοινωνία. Ο σατιρικός τύπος, είτε ασχολούμενος με τοπικά είτε με πανελλήνιας ή διεθνούς εμβέλειας θέματα, είτε εστιάζοντας στην «καλόπιστη κοινωνική κριτική» ή περνώντας πολιτική γραμμή διά της σάτιρας, είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο, άλλωστε, για όλες τις εποχές. Η σάτιρα, εκτός από εργαλείο εναντίον του συστήματος, όπως την χρησιμοποίησαν κατά κόρον ο Λασκαράτος και ο Άβλιχος, καμιά φορά μπορεί, λιγότερο ή περισσότερο τεχνηέντως, να λειτουργεί ως βαλβίδα ασφαλείας για το σύστημα, εκτονώνοντας τον θυμό της κοινωνίας σε μια επιφανειακή γελοιοποίηση των πάντων. Και σήμερα μπορούμε να δούμε αντίστοιχα παραδείγματα, όπως μπορούμε να εντοπίσουμε και στην κεφαλονίτικη σάτιρα. Όμως, ακόμα και στις πιο ανώδυνες για το σύστημα εκδοχές εκείνων των εφημερίδων, δεν μπορούμε να μην διακρίνουμε εκείνη τη λεπτή γραμμή που συνδέει είτε ως επίδραση είτε ως αναφορά είτε ως κληρονομιά όλες αυτές τις εφημερίδες με τον λασκαρατικό λόγο – ουσιαστικά τον ανατρεπτικό δημόσιο κοινωνικό, και ασφαλώς και πολιτικό λόγο. Μια γραμμή που κατεβαίνει πιο βαθιά διαχρονικά, στην ιδιότυπη και ποικιλόμορφη σχέση του Κεφαλονίτη με τον κωμικό του εαυτό. Έναν εαυτό διπολικό. Λίγο θεϊκό, αλλά και λίγο διαβολικό.
             


Παρουσιάστηκε στην Ημερίδα για τη σάτιρα του ΤΕΙ Ιονίων Νήσων
Αργοστόλι, Θέατρο «Ο Κέφαλος», 17-5-2012

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα