Τα πρώτα τους Χριστούγεννα! [Χρόνια πολλά!]




 ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ

Μπέμπα, 11 μηνών: «Θέλω να ορμήξω στο χριστoυγεννιάτικο δέντρο!»

Αυτό που συμβαίνει στο σπίτι μας είναι ανήκουστο. Μέσα σ’ εκείνο το μεγάλο δωμάτιο, εκεί που παίζω και κυλιέμαι όλη μέρα, εκεί που έμαθα να περπατάω και πιάνομαι σιγά σιγά από καρέκλα σε καρέκλα, η μαμά, ο μπαμπάς και ο αδελφούλης μου έφτιαξαν ένα τεράστιο δέντρο.

Δεν έχω δει κανένα δέντρο μέσα σε σπίτι μέχρι τώρα. Αναρωτιέμαι πώς τους ήρθε αυτή η ιδέα. Έχω δει πολλά δέντρα στο πάρκο, στο βουνό, στην αυλή μας, αλλά μέσα στο σπίτι ποτέ. Ποιος τους είπε να το φέρουν εδώ μέσα;… Τα άλλα δέντρα έχουν πουλάκια, και επίσης ωραία στρογγυλά φρούτα που καμιά φορά τα τρώμε. Αυτό το δέντρο δεν έχει πουλάκια. Υπάρχουν δέντρα χωρίς πουλάκια, πέστε μου, γιατί όταν τους είδα να το βάζουν μέσα στο σπίτι ένιωσα πάρα πολύ θυμωμένη. Και το φοβάμαι λίγο. Μπορεί και να το φοβάμαι πολύ. Λέω να βάλω τα κλάματα, όχι τώρα, σε λίγο, να δω τι θα απογίνει με αυτό το θέμα. Θεέ μου, γιατί με εκνευρίζουν τόσο αυτοί οι γονείς;

Κοίτα να δεις. Το δέντρο μας δεν έχει πουλάκια, αλλά του κρεμούν πάνω του κάτι ωραία παιχνιδάκια… Γιατί τα κρεμούν εκεί και δεν μου τα δίνουν;  Είναι δικά μου. Κοίτα! Του βάζουν και κάτι άλλα πράγματα… Α! Ο μπαμπάς έκανε κάτι και πάνω στο δέντρο μας άναψαν πάρα πολλά φωτάκια.  Ανάβουν. Σβήνουν. Ανάβουν. Σβήνουν. Μια φορά κι εγώ πάτησα ένα κουμπάκι και το έκανα αυτό και η μαμά φώναζε. Και τώρα γελάνε… Χμ… Ανάβουν. Σβήνουν! Και βγάζουν μουσική! Μ’ αρέσουνε πολύ. Πάρα πολύ. Δεν υπάρχει αμφιβολία: Κι αυτά είναι δικά μου. Είναι πολύ όμορφα. Τα θέλω… Εκείνες τις μπαλίτσες θέλω να τις δαγκώσω, γιατί βαρέθηκα πια αυτή την πιπίλα. Τα θέλω. Είναι δικά μου! Τώρα να δεις, θα σηκωθώ… θα πιαστώ από την καρέκλα  ή θα μπουσουλήσω προς τα κει.

Κοίταξέ το, τελικά είναι πολύ ωραίο όλο αυτό… Είναι πιο ωραίο από κείνα τα δεντράκια που είναι εκεί έξω. Τελικά δεν το φοβάμαι. Τελικά είναι μάλλον κι αυτό δικό μου. Το θέλω. Όλο αυτό το δέντρο είναι δικό μου. Τώρα θα πάω προς τα κει, και θα ξεκρεμάσω εκείνο το κουκλάκι με τα φτερά.

Μα… μαμά, τί κάνεις εκεί; Γιατί βάζεις τα κουτιά που φυλάς τα παιχνίδια μου μπροστά από το δέντρο; Γιατί με κοιτάς πονηρά και μου στέλνεις φιλί; Τώρα πρέπει να προσπαθήσω πολύ, πάρα πολύ για να φτάσω εκεί…Πρέπει να βρω άλλη διαδρομή. Κατάλαβα, μαμά. Το έκανες επίτηδες, για να μ’ εμποδίσεις. Για να μην μπορέσω να φτάσω μέχρι εκεί και να πάρω αυτά που θέλω από το δέντρο μου… Ώστε έτσι, μαμά! Εσείς μπορείτε να βάζετε ό,τι θέλετε μέσα στο σπίτι και να βάζετε πάνω του ό,τι πράγματα θέλετε κι εγώ απαγορεύεται να πλησιάσω! Είναι άδικο! Επειδή είμαι μικρή και ακόμα δεν περπατάω όπως εσείς και δεν είμαι τόσο ψηλή όπως εσείς, δεν θέλετε να με αφήσετε να πιάσω το δέντρο. Να πάρω τις μπαλίτσες και να τις δαγκώσω, να τις δαγκώσω, να τις δαγκώσω. Να παίξω με τα φωτάκια! Είναι δικά μου, δικά μου, δικά μου!

Δεν θα σας περάσει! Όχι, δεν θα κλάψω!!! Ούτε θα πάω να φάω τα μούτρα μου πάνω στα εμπόδια που βάλατε στο πέρασμά μου. Όχι… Μόλις ανοίξετε εκείνο το μεγάλο κουτί που δείχνει πολλές εικόνες και ανθρώπους και καθίσετε στον καναπέ, σιγά σιγά και αθόρυβα θα μπουσουλήσω γύρω γύρω. Χαμπάρι δεν θα πάρετε. Με τον ποπό μου θα σπρώξω τα κουτιά από τα παιχνίδια, θα περάσω… και επιτέλους θα καταφέρω να φτάσω!!!! Θα σηκωθώ τότε όρθια και… ΕΠΙΘΕΣΗ!!!!


ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

Μπέμπης, 6 μηνών: Με βάλανε στην κάλτσα του Άγιου Βασίλη!


Σήμερα η μαμά και ο μπαμπάς με έβαλαν σε μια μεγάλη κάλτσα. Είναι πολύ μεγαλύτερη από όλες τις κάλτσες που έχω δει. Είναι πάρα πολύ μεγαλύτερη από τις δικές μου κάλτσες. Είναι κόκκινη και τεράστια, την είδα από μακριά. Είναι πολύ πολύ μεγαλύτερη και από τις κάλτσες του μπαμπά. Ο μπαμπάς είναι πάρα πολύ ψηλός, δεν μπορεί να υπάρχει κάποιος πιο ψηλός, για να έχει πιο μεγάλη κάλτσα. Μα ποιανού είναι αυτή η μεγάλη κάλτσα και γιατί με βάλανε μέσα; Και αν έρθει αυτός που είναι δικιά του και θέλει να τη φορέσει;  Τέλος πάντων, ας καθήσω εδώ λίγο ήσυχος να δω τι θα γίνει και το πολύ πολύ σε λίγο να τσιρίξω…

Το ήξερα. Ο μπαμπάς έρχεται με αυτό που η μαμά το λέει «κάμερα» και όταν το βάζει μπροστά στο πρόσωπό του μου λένε να κοιτάξω το πουλάκι. Κανένα πουλάκι δεν βλέπω, αλλά ο μπαμπάς και η μαμά είναι χαρούμενοι, και βλέπω τα πρόσωπά τους χαμογελαστά, οπότε λέω να κάνω κι εγώ το ίδιο. Όταν είμαστε χαμογελαστοί, είναι πολύ ωραία, αυτό έχω καταλάβει μέχρι τώρα… Οπότε δεν πειράζει που είμαι μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη κόκκινη κάλτσα. Η μαμά είπε ότι είναι του «Άγιου Βασίλη» μα κανείς δεν έχει έρθει σπίτι μας με τέτοιο όνομα και τόσο μεγάλο πόδι. Αλλά πρέπει να έχει έρθει εδώ και να ξέχασε την κάλτσα του, δηλαδή να φόρεσε μόνο μία όταν έφυγε.

 Η μαμά με δείχνει και λέει στον μπαμπά «Αυτό είναι το δώρο μας. Είναι το καλύτερο δώρο του κόσμου!». Άρα εμένα με λένε Δώρο. Αλλά τί είναι δώρο και γιατί το βάζουν μέσα στην κάλτσα ενός γίγαντα;  Ωραία είναι μάλλον να έχεις ένα δώρο, τους βλέπω να γελάνε, λέω να γελάσω κι εγώ (αν και πεινάω λιγάκι). Είναι ωραίο να σε λένε Δώρο, αλλά μέχρι τώρα με φωνάζανε μπέμπη. Ποιος είμαι από τους δύο; Εξάλλου, κάτω από το μεγάλο δέντρο με τα στολίδια και τα φωτάκια υπάρχουν κάποια κουτιά. Ο μπαμπάς είπε στην μαμά προχθές «Βάλτο αυτό μαζί με τα άλλα δώρα, κάτω από το δέντρο». Δηλαδή, εκεί μέσα έχει κι άλλα μωράκια… Και πού είναι; Εγώ μόνο ένα έχω δει μέσα στο σπίτι. Πήγα να το πιάσω αλλά το χεράκι μου ακούμπησε σε κάτι κρύο και σκληρό. Κοίταξα καλά απέναντί μου και τί να δω; Η μαμά μου, η δικιά μου η μαμά κρατούσε το ξένο μωράκι! Μετά κοίταξα πάνω και η μαμά μου κρατούσε κι εμένα. Άρα υπάρχουν δύο μαμάδες – ίδιες! - και δύο μωράκια μέσα στο σπίτι, χώρια αυτά που είναι μέσα στα κουτιά. Τι κρίμα που δεν μπορώ να πάω εκεί να δω τι έχουν μέσα.

Στο δωμάτιο ακούγεται μια ωραία μουσική, σαν αυτή που μου βάζουν στο κρεβάτι μου για να κοιμηθώ το βράδυ, αλλά τώρα την ακούμε όλη μέρα. Η μαμά τραγουδάει σύμφωνα με την ωραία μουσική και ακολουθεί και ο μπαμπάς. Λέω να τραγουδήσω κι εγώ μαζί, μια και δεν πολυνυστάζω. Τα άλλα Δώρα δεν τραγουδάνε. Ποτέ. Αυτά μάλλον συνέχεια κοιμούνται. Ενώ εγώ ξυπνάω πολλές φορές τη μαμά και το μπαμπά.  Ούτε το μωρό που κρατάει η μαμά η ίδια με τη δικιά μου και το βλέπω καμιά φορά τραγουδάει. Μόνο ανοιγοκλείνει το στόμα του όταν μιλάω εγώ. Με κοροϊδεύει; Εμένα μ’ αρέσει να τραγουδάω, και η μαμά με τον μπαμπά μου δίνουν φιλί. Όταν σου δίνουν φιλί είναι καλό, οπότε, ας τραγουδήσω κι άλλω, κι ας πεινάω πιο πολύ…

Η μαμά είναι συνέχεια στην κουζίνα – έτσι λένε το δωμάτιο που βγάζει φαγητά… αχ, είπα πάλι φαγητό και ξαναθυμήθηκα ότι πεινάω…. Η μαμά βγάζει διάφορα περίεργα φαγητά από την κουζίνα και τα δοκιμάζει και είναι πολύ χαρούμενη και λέει «Τέλειο είναι!» αλλά εμένα μου δίνουν μόνο αυτή τη χάλια κρέμα που θέλω να τη φτύσω. Φαίνεται πως τα Δώρα τρώνε μόνο κρέμα και τα βάζουν σε κόκκινες κάλτσες, ενώ οι μαμάδες και οι μπαμπάδες τρώνε όλα αυτά τα τέλεια και κρατάνε αυτά τα μικρά τετράγωνα πράγματα που τα λένε κάμερες και λένε ψέματα ότι έχουν μέσα τους πουλάκια.

Τελικά μάλλον είναι καλό να είσαι Δώρο. Τραγουδάς, γελάς, παίρνεις φιλάκια. Μόνο το φαΐ είναι λίγο χάλια. Και πεινάω.. Λέω τώρα να τσιρίξω… Καλά Χριστούγεννα!!!





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα