.... μ' ένα κρυμμένο τραύμα



Ο καναπές μου είναι η αρμάτα μου, ο φάρος μου, ο ιδανικός τάφος μου. Το ριχτάρι του είναι το πανί της αρμάτας, που δεν σκίζεται ποτέ απ’ τον αέρα (του κλιματιστικού μου) και με ταξιδεύει απαλά και νωχελικά στο πέλαγος των καναλιών... Η τηλεόρασή μου είναι ο πιο μακρινός ορίζοντάς μου. Όχι ότι δεν βγαίνω απ’ το σπίτι. Δόξα τω Θεώ, η δουλειά μου πάει καλά, είμαι απ’ τους τυχερούς που έχουν δουλειά, όχι κουραστική και αρκετά προσοδοφόρα για να μπορώ να πληρώνω τη συνδρομή της δορυφορικής μου, τον παροχέα του Ίντερνετ κατ’ οίκον και τα ντιβιντί που σωρηδόν νοικιάζω κάθε Παρασκευή εφτά με εφτάμισι το βράδυ (τα σαββατοκύριακα προτιμώ να μένω μέσα. Και τις άλλες μέρες δηλαδή, προτιμώ να μένω μέσα, αλλά οι φίλοι μου το κάνουν θέμα μόνο τα σαββατοκύριακα). Οδηγώ δυο ώρες ημερησίως, περπατώ τουλάχιστον άλλη μία – πού να ξεκουνάς τ’ αμάξι στο κέντρο – δόξα τω Θεώ, κάποια στιγμή γυρίζω στο γραφείο κατάκοπος– εκεί έχω άλλο ένα μικρό διθέσιο – χωρίς ριχτάρι (δεν τα σηκώνουν αυτά τα μεσιτικά γραφεία – άντε να πιστέψει ο πελάτης ότι δεν κοιμάσαι εδώ μέσα, και ου μπλέξεις με μεσίτη που κάνει το γραφείο σπίτι) κι απέναντι μια μικρή δεκαεφτάρα (ιντσών εννοώ) – για επαγγελματική ενημέρωση. Δόξα τω Θεώ...

            Τα κατάφερα... Νά ‘χω χρόνο να χαζεύω την οθόνη υγρών κρυστάλλων μου τα βράδια. Να μείνω στην Αθήνα όλο τον Αύγουστο, με το γραφείο κλειστό και τους δύο υπαλλήλους μου σε αναγκαστική άδεια  - η μοίρα μ’ έριξε σε ζώνη ελεγχόμενης πρόσβασης την ώρα που θα μπορούσα να κλείνω συμφωνίες με επισκέπτες των Ολυμπιακών Αγώνων για ακίνητα στην ευρύτερη περιοχή Αττικής, με θέα στη στέγη Καλατράβα (από το ιδιωτικό σου ελικόπτερο)... Φουλ ο κλιματισμός, κι εγώ στην αρμάτα μου με σαγιονάρα και σορτσάκι να χαζεύω Ολυμπιακούς Αγώνες στους υγρούς κρυστάλλους μου των μερικών χιλιάδων ευρώ. Πέντε στάσεις απ’ το σπίτι μου με το τραμ οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις του Αγίου Κοσμά, μα εγώ προτίμησα τα αφρόλουτρά μου απ’ τις πιτσιλιές του Σαρωνικού στα αγωνίσματα του υγρού στίβου. Όχι. Δεν πήγα στους Ολυμπιακούς. Ούτε καν πέρασε από το μυαλό μου. Τους είδα όμως. Άλλοτε λάιβ, άλλοτε μαγνητοσκοπημένους, σε επίπεδη οθόνη με καλή τηλεοπτική σκηνοθεσία, με απόλυτα ελεγχόμενη θερμοκρασία, χωρίς συνωστισμό, με αναψυκτικά και ντρες κόουντ της επιλογής μου. Τους είδα . Δεν ήμουν κι εγώ εκεί. Εγώ εν γένει, δόξα τω Θεώ, δεν ήμουν πουθενά. Είμαι στην αρμάτα μου. Εκεί, αποκλειστικά.

            Κι ο Αύγουστος πέρασε και πήγε στο καλό, κι εγώ δάκρυσα στην τελετή λήξης, όπως όλοι φαντάζομαι, μόνο που εμένα δεν με είδε κανείς, δεν μπόρεσε το δικό μου δάκρυ να προσμετρηθεί στον κορβανά της εθνικής συγκίνησης.  Και μπήκε ο Σεπτέμβρης με ζέστες – το σορτς και οι σαγιονάρες (ο ναυτικός μου εξοπλισμός), έμεναν μόνιμα πάνω στο ριχτάρι της αρμάτας, να με περιμένουν κάθε μεσημέρι για το επόμενο ταξίδι. Κι εγώ φορούσα το κοστούμι μου, σιδερωμένο στην τρίχα κάθε Πέμπτη πρωί (μακάρια τα απανταχού της οικουμένης καθαριστήρια – σιδερωτήρια) και κουρελαρία ως την επόμενη Τετάρτη μεσημέρι, κι έτρεχα στο γραφείο να ταλαιπωρήσω τους υπαλλήλους μου, δυο φερέλπιδες φοιτητές Οικονομικών Επιστημών (δέσμιος της φιλοσοφίας “τον Αύγουστο μου καθόσαστε, τώρα θα πήξετε, αγαρηνά σκυλιά”) και μετά πάλι σπίτι, σορτς, σαγιονάρα και ζάπινγκ, μόνο που πια οι Ολυμπιακοί είχαν τελειώσει κι εγώ αναγκαστικά αναλωνόμουν σ’ επαναλήψεις και απογευματινές σαπουνόπερες , απομνημονεύοντας ατάκες του τύπου “Τα φαρμακερότερα φίδια, οι αδίστακτες κόμπρες και οι ύπουλοι κροταλίες, έχουν αγνότερη καρδιά από σένα, ουτιδανό σκουλήκι!”.

             Δόξα τω Θεώ, η ζωή μου είχε μια σειρά, είχα μάθει πια να περνούν οι μέρες μου και να μην το καταλαβαίνω, να ασπρίζουν και ν΄ αραιώνουν τα μαλλιά μου και να μη με νοιάζει, να καίγεται ο κόσμος κι εγώ μακάριος να περιπλανιέμαι σε επίγειους και δορυφορικούς τηλεοπτικούς διαύλους. Είχα μάθει πια να ζω. Να βλέπω τον κόσμο απ’ την αρμάτα μου. Και, άμα λάχει, να δέομαι να πεθάνω πάνω της μια νύχτα, κατά προτίμηση στη διάρκεια της μετάδοσης των Βραβείων Όσκαρ.

            Έτσι νόμιζα.

            Ήταν δεκαεφτά, κι ήτανε Παρασκευή. Τα πρωτοβρόχια, ακόμη να φανούνε, καίτοι ο Σεπτέμβρης είχε μπει για τα καλά, κάνοντας τη χάρη στους καθυστερημένα αδειούχους. Σοφίας, Πίστεως, Ελπίδας και Αγάπης σήμερα (πώς να ταιριάξουν μαζί όλες αυτές;),  μερικά τηλεφωνήματα σε συνεργάτες και πελάτες, ένα κέρασμα καφέ στο πόδι, ένας λεκές στο παντελόνι ως αποτέλεσμα του κεράσματος, κίνηση μυστήρια στην Κηφισίας για την ώρα και την εποχή – μα τί διάβολο συμβαίνει απόψε; Άφιξη στον Άλιμο ώρα οκτώ και τριανταπέντε – γαμώτο, το σορτς το ξέχασα στο πλυντήριο κι είναι ακόμα μούσκεμα, στη ντουλάπα υπάρχει μόνο ένα παλιό, από τις (απελπιστικά λίγες) παλιές ημέρες της άθλησης, σιγά μη χωράω εκεί μέσα πια, ας είναι, θα μείνω με το σώβρακο.

            Οι σαγιονάρες; Πού είναι οι σαγιονάρες μου; Είχα πλύνει μ’ αυτές το μπαλκόνι... Βγαίνω έξω, μόνο μία μισοκρεμασμένη απ΄ τα κάγκελα. Η μέγαιρα η γάτα της από κάτω θα ξαναμπούκαρε, φαίνεται... Ελπίζω να μη μπήκε μέσα – το παραθυράκι του μπάνιου είναι μόνιμα  ανοιχτό – και το κεφάλι της χωράει από το κάγκελο...

            Όχι, Θεέ μου, όχι το πανί της αρμάτας! Όχι αυτό! Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Λολίτα (το όνομα του κτήνους) προτιμούσε να μη χρησιμοποιήσει την άμμο που η «μαμά» της είχε επιμελώς τοποθετήσει στο αποκάτω μπαλκόνι – ήταν όμως η πρεμιέρα της ανακούφισής της στο δικό μου άβατο... Με φρίκη άρπαξα το ριχτάρι – πανί μου και ψιθυρίζοντας οικείες βλαστήμιες έτρεξα να το πετάξω στα σκουπίδια, μα πάτησα πάνω σε κάτι, ένα «κρατς» ακούστηκε κι εγώ βρέθηκα ξάπλα στο πάτωμα – ψαροκόκαλο με τη μούρη μου χωμένη στο πρώην πανί της αρμάτας – ευτυχώς όχι στο σημείο που είχε συμβεί η ανόσια πράξη της Λολίτας! Το αίτιο της πτώσης (και θύμα της) ήταν το τηλεκοντρόλ μου (4 σε 1, κλιματιστικό, ντιβιντί, τηλεόραση, στέρεο) που έγινε φιρφίρια, (κι ας έλεγε «άθραυστο» η διαφήμιση του τηλεμάρκετινγκ), μαζί με τη ζωή μου, έτσι όπως την είχα μάθει, ολόκληρη...

            Αφού πέταξα το πανί και το τιμόνι μου (το ριχτάρι και το τηλεκοντρόλ μου) στα σκουπίδια, κοίταξα με πόνο το ρημαγμένο μου σκαρί, άχρηστο πια, να χάσκει ξεσκέπαστο,  καθώς δεν μπορούσα να χαρώ πάνω του τους πλόες στα απέραντα βάθη των καναλιών (το δέρμα του μου έκανε και κάτι αναφυλαξίες). Σα ναυαγός, σα Ροβινσώνας, ξυπόλητος, με το σώβρακο, κάθισα στο κρύο πάτωμα κι άνοιξα (απ’ το κουμπί της – τί κατάντια!) την τηλεόρασή μου.

            Η σούπερ συσκευή δεν άλλαζε κανάλια παρά μόνον με το σούπερ τηλεχειριστήριο – δεν είχα άλλη επιλογή εκτός από το κρατικό κανάλι που ήταν πρώτο στη μνήμη της καλής μου. Η εικόνα, λιγουλάκι μυστήρια, περίεργη. Ένα πράσινο δέντρο στη μέση ενός μεγάλου σταδίου. Τεράστιο, εκ πρώτης όψεως, πράσινο και το σκηνικό, και το στάδιο γεμάτο από κόσμο.

       "Κυρίες και κύριοι, η Αθήνα σας καλωσορίζει στην τελετή έναρξης των Παραολυμπιακών Αγώνων 2004!» Η φωνή, ενθουσιώδης, λιγάκι μ΄  ανατρίχιασε. Είχα ξεχάσει τους παραολυμπιακούς – γι’ αυτό είχε τόση κίνηση η Κηφισίας! Καίτοι χορτασμένος από τις τελετές των Ολυμπιακών, καίτοι πικραμένος από την ανίερη διασάλευση της σπιτικής μου ισορροπίας, δεν είχα άλλη επιλογή. Βούτηξα μια μεγάλη σακούλα με πατατάκια, υπεύθυνη εν πολλοίς για το σωσιβιάκι που διαγραφόταν εμφανώς πια γύρω από τη μέση μου, και κάθισα, στο πάτωμα πάλι...

            «Η παρέλαση των χωρών αρχίζει!» Νά ‘μαστε πάλι στα ίδια και τα ίδια... Η Ελλάδα θα περάσει πρώτη, μόνο με τη σημαία, και τελευταία, ως διοργανώτρια... Νάτοι κι οι πρώτοι αθλητές, να περνούν και να παίρνουν θέση γύρω απ’ το δέντρο («το δέντρο της ζωής» είπε ο ένας παρουσιαστής, «ο πλάτανος του Ιπποκράτη» είπε ο άλλος, τέλος πάντων, το δέντρο)...

            Στην αρχή, ήθελα να κλείσω την τηλεόραση – μα δεν μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο, σ΄ αυτή την κατάσταση ανάγκης. Είχα από καιρό ξεκαθαρίσει μέσα μου ότι θα πρέπει να αποφεύγω πράγματα που μου προκαλούν, ή έστω ενδέχεται να μου προκαλέσουν, συγκινήσεις, κατσουφιά, ψιλομελαγχολία που μπορεί να σου χαλάσει το βράδυ αλλά και τις επόμενες ημέρες... Δεν είχα την παραμικρή επιθυμία να δω αγωνίσματα των Παραολυμπιακών, ομολογώ... Σαν όλους όσοι προσπαθούν να ξορκίσουν την αδυναμία, την ανημπόρια, την αρρώστια, με το ν’ αποστρέφουν το βλέμμα. Κι ο ίδιος είχα συλλάβει τον εαυτό μου να κοιτάει ψηλά όταν περνούσα πλάι από ανάπηρους που ζητιάνευαν στο δρόμο. Και ένιωθα καλά κοιτώντας ψηλά. Αλήθεια. Γιατί ό,τι δεν βλέπεις δεν υπάρχει. Κι ό,τι κάνεις πως δεν είδες, υπακούει μοιραία στην ίδια νομοτέλεια: Κάνεις πως δεν υπάρχει.

            Μα τώρα όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν μπει μέσα στο σπίτι μου. Κουβαλούσαν τις σημαίες τους με κομμένα χέρια, κινούσαν τα καροτσάκια τους, προχωρούσαν πάνω στις πατερίτσες τους με ζέση – ο κόσμος από πάνω παραληρούσε, περισσότερο ίσως κι απ’ την έναρξη των «κανονικών» Αγώνων. Άλλοι ακολουθούσαν υπομονετικά τα σκυλιά τους – τα μάτια τους. Μα όλοι ήταν χαρούμενοι. Το ένιωθα, και ανατρίχιαζα περισσότερο. Όλοι ήταν ενθουσιασμένοι μ’ αυτό που ζούσαν. Όχι γιατί, όπως τα παλιά χρόνια, κάποιοι τους εξέθεσαν στην αρένα ενός τσίρκου για να τους εμφανίσουν ως ατραξιόν του τύπου «δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας». Όχι γιατί κάποιος τους έκανε χάρη κι έφτιαξε μια γιορτούλα για εκείνους, τους «παραπεταμένους της ζωής». Όχι γιατί κάποιος θυσίασε κάποια εκατομμύρια για να έχει ήσυχη τη συνείδησή του ότι εφαρμόζει τάχα μου πολιτικές ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό.

            Ανακάθισα στο πάτωμά μου και τους κοιτούσα έναν έναν. Και νόμιζα πως η χαρά τους, ντυμένη με όλα τα χρώματα της γης, θα πλημμύριζε τους υγρούς κρυστάλλους της οθόνης μου κι ό,τι όλα εκείνα τα παιδιά, μικρότερα, μεγαλύτερα, ηλικιωμένοι, όλα θα ξεχύνονταν από κει μέσα και θα μπαίνανε στο δωμάτιό μου, κι εγώ θα ήμουν μισόγυμνος, ξυπόλητος, ανέτοιμος να δεχτώ την ορμή απ’ τα χαμόγελά τους. Σαν άλλοι Παρασκευάδες θα εισέβαλλαν στο σαλόνι μου και θα το κάνανε πιο φωτεινό – με τα χαμόγελά τους. Ήταν χαρούμενοι γιατί ήταν εκεί. Και το όποιο πρόβλημά τους δεν ήταν ούτε σημαία, ούτε λόγος για να κρυφτούν. Το διαφορετικό δεν υπάρχει, αν δεν το βλέπεις εσύ νά ‘ναι διαφορετικό. Εκείνοι δεν ένιωθαν διαφορετικοί – γιατί να κρυφτούν, λοιπόν;

            Σηκώθηκα κι έκλεισα την κουρτίνα του μπαλκονιού – να μη με βλέπουν οι απέναντι να κυκλοφορώ έτσι. Να κρυφτώ.

            Είχα πάντα χαραγμένη μια γραμμή. Από δω κι από κει. Η ζωή, η κανονική ζωή, η ζωή των κανονικών ανθρώπων. Και το «έχω μάθει πια να ζω». Το δικό μου. Κι εκείνες κι εκείνους μέσα από την οθόνη τους έβλεπα να περνούν τη γραμμή, τη δικιά μου γραμμή, χωρίς να τη βλέπουν. Οι γραμμές υπάρχουν όταν θέλεις να τις βλέπεις εκεί, απέναντί σου. Όταν εσύ φοβάσαι να περάσεις απέναντι.

            Ήμουνα κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Ένας από εκείνους που έβλεπαν κι έφτιαχναν γραμμές, για να έχουν λόγο να μην τις διαβαίνουν. Που οριοθετούσαν το σύμπαν τους με πτολεμαϊκές συντεταγμένες. Που κατασκεύαζαν τον κόσμο τους με τις δομές μιας λογικής – ορθής γωνίας. 90 μοίρες – αλλιώς, κοίτα ν’ αλλάξεις μοιρογνωμόνιο. Που, κατασκευάστηκαν ορθογώνια τρίγωνα, μα, φευ, στην πορεία έγιναν σκαληνά.
            Είμαι κι εγώ "σκαληνός". Ή, μάλλον, έγινα. Ξέφυγαν λίγο οι γωνίες.
            Θα μπορούσα να είμαι κι εγώ ανάμεσά τους. Δεν είμαι.

            Γιατί εγώ, το μόνο που ήθελα είναι να κρυφτώ.

            Τρέχουνε τα μάτια μου τώρα, ναι, τρέμω, κι η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα, όπως κάθε φορά κάτι πάει να διαψεύσει ότι «έμαθα πια να ζω». Τους έβλεπα να προχωρούν. Η παρέλαση είχε φθάσει στο γράμμα «Ι» - Ισημερινός, Ισπανία, υπάρχει άλλη χώρα από «Ι». Ναι, Ιταλία... Σε λίγο θα περάσει η Ιταλία...

            Εγώ, το μόνο που ήθελα, ήτανε να κρυφτώ.

            Είχα διαχωρίσει το ρόλο μου. Εγώ δεν ήμουν κανονικός άνθρωπος. Εγώ «είχα πρόβλημα» που οι δικοί μου, ο πολύ στενός κύκλος, και φυσικά οι γιατροί μου, όφειλαν να σέβονται και να κατανοούν, και οι άλλοι, οι απέξω, έπρεπε να αγνοούν. Η οικογένεια έπρεπε να προσέχει το ασθενικό βλαστάρι της, για να μην ξεραθεί. Οι άλλοι ας έκαναν ό,τι ήθελαν, φτάνει να μη γνώριζαν. Να μη γνώριζαν ότι εγώ δεν ήμουν ίδιος. Πράγμα εύκολο, όταν αυτό που έχεις δεν φαίνεται, είναι μέσα σου, και σε τρώει σιγά σιγά κάτω απ’ τη μύτη όλων.

            Και μ’ έφτιαξα τέτοιον που να μη φαίνεται.  Έφτιαξα έναν άλλον εαυτό, κι έμαθα να κατοικώ μέσα του ησύχως και αόπλως. Έμαθα καλά το ρόλο μου, αυτού που δεν πρέπει να φαίνεται, και μέχρι τώρα τον παίζω με μεγάλη επιτυχία.  Έφτιαξα τη δουλειά μου και μπήκα στο κοστούμι της – ενώ το μόνο που άξιζα κι άντεχα ήταν οι σαγιονάρες και το σορτς μου.  Έμαθα πια να αντέχω τις δυστροπίες του καινούριου μου ρόλου. Φτάνει κανείς να μη μάθαινε. Φτάνει κανείς να μην με κοίταζε με οίκτο. Ούτε με συμπόνοια.

            Η παρέλαση έχει φτάσει στο «Π».Παραγουάη, Πολωνία, Παναμάς... Κι άλλα πρόσωπα. Κι άλλη χαρά. Το πρόβλημα δεν υπάρχει όταν δεν το βλέπεις εσύ. Υπάρχει όταν το βλέπεις εσύ, ακόμη κι αν δεν το βλέπει κανένας άλλος.

            Θα μπορούσα να είμαι ανάμεσά τους. Και να είμαι εγώ.

            Μα έγινα κάποιος άλλος. Και είμαι εδώ.

            Δε μίλησα ποτέ σε κανένα φίλο μου γι’ «αυτό». Οι σχέσεις μου δεν έμαθαν τίποτε – και μοιραία τέλειωναν, πριν γίνουν τόσο στενές ώστε να καταστεί αναγκαίο να μάθουν. Στη δουλειά με ξέρουν σαν σκληρό επαγγελματία. Μα, μέσα μου, το νιώθω, κάποιοι μπορεί να καταλαβαίνουν. Κάποιοι μπορεί να ξέρουν, νά ‘χουν ακούσει κάτι, να υποψιάζονται κάτι, κι ας έχω προσπαθήσει τόσα χρόνια να το κρύψω, και να με κοιτούν με λύπηση.

            Κι ας έγινα κάποιος άλλος. Γιατί ούτε κι έτσι μπόρεσα ν’ αποφύγω να είμαι εγώ.

            Γράμμα «Τ». Ταϋλάνδη, Τουρκία, Τυνησία... Τρέμω και πάλι – νομίζω τρέχουν και τα μάτια μου. Κι εκείνοι μου γελούν, κάνουν χειρονομίες, κουνάνε σημαιούλες πάνω απ’ τα καροτσάκια, κι άλλοι, κι άλλοι, δεν θα μάθω ποτέ τα ονόματα όλων τους. Θα μπορούσα να είμαι κι εγώ ανάμεσά τους. Εγώ.

            Όχι επειδή δεν κατάφερα, με πολύ κόπο, ομολογώ, να ζω σαν κανονικός άνθρωπος. Όχι επειδή μπόρεσα και τους ξεγέλασα όλους. Όχι επειδή κατά βάθος απεχθανόμουν να είμαι διαφορετικός. Όχι επειδή μισούσα να κοιτιέμαι στον καθρέφτη, επειδή δεν έδειχνε πως δεν είμαι σαν τους άλλους.

            Απλά, επειδή ήθελα να είμαι σαν κι εκείνους που κλείνουν τώρα την παρέλαση. Χιλή, Χονγκ Κονγκ, Ελλάδα. Όχι για να καμαρώσουν το θάρρος μου και τη δίψα μου για ζωή οι άλλοι. Απλά για να νιώσω εγώ μέσα μου το ίδιο θάρρος και την ίδια δίψα, χωρίς ταυτόχρονα να νιώθω καμμιά ντροπή.

            Θα μπορούσα να είμαι ανάμεσά τους. Θα τό ‘θελα.

            Η παρέλαση τέλειωσε, η σημαία των παραολυμπιακών υψώθηκε, και μια εκπληκτική παράσταση με χορευτικά ξεκίνησε. Το πράσινο δέντρο της ζωής (αυτή η ερμηνευτική εκδοχή μου αρέσει καλύτερα), άλλαξε χρώματα, παίρνοντας φαντασμαγορικά τη μορφή των στοιχείων της φύσης: φωτιά, γη, νερό, αέρας. Ο κόσμος συνέχιζε να παραληρεί, χαιρόταν με μια αποκάλυψη που, σε μια χώρα που δεν έχει ράμπες και διαβάσεις τυφλών, ήταν πρωτόγνωρη: Αυτοί οι άνθρωποι δεν θέλουν αναπηρική σύνταξη. Ούτε κι εγώ θέλω. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν σαν κι εμάς. Κι εγώ θέλω. Και το κατάφερα, ως ένα βαθμό. Αυτοί οι άνθρωποι δεν βλέπουν γραμμές. Εγώ; Αυτοί οι άνθρωποι δεν θέλουν να κρυφτούν. Εγώ; Αυτοί οι άνθρωποι ισορροπούν κι ας μην φτιάχτηκε η βάση τους σε ορθή γωνία. Εγώ;

            Αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν τα κλασικά αγάλματα. Δε χρειάζονται βάθρο για να σταθούν όρθιοι.

            Κι εγώ;

            Η ώρα που θ’ άναβε η φλόγα των παραολυμπιακών αγώνων πλησίαζε. Το κέφι στο στάδιο είχε φτάσει στο αποκορύφωμα... Ήχοι από τύμπανα έδιναν μια διάσταση βακχική στην τελετή. Όλοι έμοιαζαν να ζουν μια αλλιώτικη έκσταση – να βγαίνουν απ’ το καβούκι τους και να χαίρονται αυτό που είναι πιο φανερό από κάθε σωματική ατέλεια: την ομορφιά της ψυχής τους.

            Κι εγώ;

            Έβλεπα τους αθλητές με τα καροτσάκια να μεταλαμπαδεύουν τη φλόγα. Είδα και τον τελευταίο αθλητή να στρέφει τη δάδα κάτω, στη γη, και ένας ουρανός από πυροτεχνήματα ξαφνικά φώτισε ολόκληρο το στάδιο – μια φωτεινή πανδαισία που, καθώς ολοκληρώθηκε, έκανε ξαφνικά τη φλόγα ν’ ανάψει πάνω από το στάδιο, με τον κόσμο να χειροκροτεί μ’ ενθουσιασμό, μαζί, ένα με τους αθλητές, να τρελλαίνεται  από χαρά...

            Από χαρά. Ναι. Από χαρά.

            Εγώ; Εγώ ακόμη ήμουν κάτω στη γη. Ήμουν ακόμη κρυμμένος. Στο ίδιο σημείο, από τότε που «αρρώστησα». Σε μια κρυψώνα που είχα φτιάξει με καταδικά μου, αγνά υλικά.

            Ως πότε;

            Σηκώθηκα απ΄ το πάτωμα... Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα, άνοιξα τη ντουλάπα και βρήκα την ποδηλατική μου στολή.  Ήταν παρατημένη στο ίδιο σημείο, από τότε που «αρρώστησα», μα η εμμονή μου με τη λεβάντα την είχε σώσει από το σκώρο. Κοίτα να δεις, αν ρουφήξω λίγο το σωσίβιο... Ναι, είναι γεγονός: μου κάνει ακόμα, ρε, κοίτα να δεις!

            Θά ‘θελα να βρεθώ κι εγώ εκεί. Κάποτε. Να δω κι εγώ μια φλόγα ν’ ανάβει. Βρήκα και το κράνος μου (κι αυτό σε καλή κατάσταση, σαν να μην πέρασε μια μέρα). Τί περιμένεις;  Ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια που είχα; Νάτο, στριμωγμένο στο πίσω μέρος της παπουτσοθήκης. Άνοιξα και το μικρό αποθηκάκι. Το ποδήλατο χρόνια εκεί παρατημένο.  Άθικτο. Τίποτα από την παλιά μου ζωή δεν είχε αλλάξει, απλώς εγώ τα είχα κλειδώσει όλα σε ντουλάπες, ράφια, αποθηκάκια...

            Είχα κλειδωθεί κι εγώ κάπου ανάμεσα σ’ όλα.  Και κατοικούσε εδώ μέσα ο άλλος. Ο πειρατής του καναπέ.

            Μα πάει, αυτός, ναυάγησε πια (νά ‘σαι καλά, Λολίτα!). Κι εγώ;

            Πρέπει να τρέξω, για να προλάβω. Ναι. Ίσως και το χαμένο χρόνο. Γιατί όχι;

            Δεν ξέρω για πόσο κατέβηκα τις σκάλες (είχα χρόνια να κατεβώ με τα πόδια απ’ τον έκτο!). Η τηλεόραση πρέπει να έμεινε ανοιχτή, και η πόρτα μου το ίδιο. Σιγά...

            Να σας πω, για Ολυμπιακό στάδιο καλά πάω από δω;

Ηλίας Τουμασάτος
18-9-2004
Μια μέρα μετά την έναρξη των Παραολυμπιακών Αγώνων.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα