Ακόμα κι αν φύγεις...




[Για όσους κατά καιρούς έχουν δηλώσει: «Αγαπώ τόσο αυτή τη δουλειά, που αν φύγω, θα πεθάνω…»]

Τώρα, τώρα θα πεθάνεις… 1, 2, 3… μπα! Ζεις.  Λες; 1… 2… 3…  Τσιμπιέσαι. Όχι. Δεν πέθανες. Εδώ είσαι ακόμα.

Πολλές φορές εκείνη τη μέρα είχε αρχίσει να μετράει… 1, 2, 3, προχώραγε έως ενός ανεκτού ορίου, άντε μέχρι το 20. Τίποτα. Ήταν σίγουρος ότι εκείνη τη μέρα θα πεθάνει. Αλλά τίποτα. Ακόμα ήταν ζωντανός. Και τώρα. Τώρα που έβγαλε τα κλειδιά από το δικό του το μπρελόκ και τα άφησε πάνω στο τραπέζι… Και που κατέβηκε εκείνα τα πολλά σκαλιά… Και που περπατάει προς το σπίτι ξέροντας ότι πάει, τέλειωσε κι αυτό.

Έχει κατηφορίσει προς την παραλία, Αύγουστος είναι, ντάλα καλοκαίρι, η ζέστη πολλή, κι όμως, ο κόσμος στέκεται ακόμα όρθιος. Όλα κυλούν απολύτως φυσιολογικά, κι εκείνος ακόμα αναπνέει. Ήταν σίγουρος ότι θα πέθαινε τη μέρα, τη στιγμή που θα έφευγε από κει.  Αλλά γι’ αυτό ο θεός σου δίνει τη σιγουριά. Για να διαψεύδεσαι και κατόπιν να γελάτε κι οι δυο μαζί σου.

Πάντως ζει. Αυτό είναι το σίγουρο. Όλες εκείνες τις τελευταίες μέρες βασανιζόταν με την αγωνία: Θ’ αντέξει μακριά από αυτές τις σκάλες; Θ’ αντέξει μακριά απ’ αυτόν τον χώρο; Δέκα χρόνια δούλευε εκεί. Ήρθε νέος, στα εικοσιέξι. Φεύγει γκριζαρισμένος. Κι όμως ήταν σαν χθες που πρωτόπιανε δουλειά εκεί. Που γύριζε πίσω από τη μεγάλη πόλη, με ελαφρώς κουτσουρεμένα όνειρα, αλλά με τρομακτική όρεξη για δουλειά… Για μια δουλειά που δεν ήξερε, αλλά που αγαπούσε πολύ, μια και την είχε γνωρίσει ως «πελάτης».

Κι ήρθε και κατοικοέδρευσε σ’ εκείνο το μεγάλο, κρύο κτίριο, με τη μεγάλη αίθουσα γεμάτη ράφια, και τα ράφια γεμάτα βιβλία, παντού, ολοτρίγυρα, ως τον ουρανό. Πάντα λάτρευε τα βιβλία κι ούτε στον ύπνο του δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι ξαφνικά βρισκόταν περικυκλωμένος από βιβλία – από τυπωμένες με μελάνι φωνές ανθρώπων που τοποθετήθηκαν με σύστημα στα ράφια – κι ας μην είχε γνωρίσει ποτέ κανείς τον διπλανό του από κοντά, κι ας είχαν ζήσει αιώνες και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Ήταν όλοι εκεί – και εκείνος, μόλις έμαθε τα κατατόπια, ήξερε πού θα έβρισκε τον καθένα.

Τις πιο πολλές φορές δεν προλάβαινε να βρει αυτούς που αναζητούσε εκείνος. Γιατί η «δουλειά» ήταν να βρίσκεις εκείνους που αναζητούσαν οι άλλοι – ο καθένας με το δικό του ερώτημα, μικροί, μεγάλοι, μαθητευόμενοι και λόγιοι, σχολαστικοί ερευνητές και νοικοκυρές που ήθελαν να διαβάσουν μια ρομαντική ιστορία. Και εκείνος, όταν τα βιβλία κατέβαιναν από τα ράφια, ένιωθε σαν μπάτλερ. «Από δω, ο κύριος Παπαδιαμάντης».  Ήταν περίεργο πώς μπερδεύονταν εκεί μέσα άνθρωποι, γλώσσες, εποχές, ζωντανοί και από πολύ καιρό πεθαμένοι, επικοινωνούσαν, κι ας μην ήταν ούτε μία στο εκατομμύριο πιθανό να συναντηθούν, μέσα από χαρτιά με τυπωμένα σύμβολα. Λάθος. Δεν ήταν περίεργο. Ήταν απλά μαγικό.

Και πάνω στη μαγεία, την είχε πει τη μεγάλη κουβέντα: «Εδώ μέσα θέλω να πεθάνω». Μεγάλη μπουκιά φάε…

Και τώρα, νάτη η ώρα που ήρθε. Τέλος. Δεν θα τα ξανάβλεπε όλα αυτά. Ούτε τους πιτσιρίκους να ανοίγουνε με όλη τους τη δύναμη τη βαριά σιδερένια πόρτα, φορτωμένοι με ακόμα πιο βαριές τσάντες. Δεν θα ξανακατέβαζε βιβλία. Δεν θα ξανακολλούσε ετικέτες. Ποτέ πια. Τα κλειδιά ήταν πάνω στο στρογγυλό ξύλινο γραφείο. Εκεί πάνω, μαζί τους, ήταν τα ξενύχτια στη δουλειά, οι χαμένες άδειες, γιορτές και αργίες, η φοβερή γραφειοκρατία, τα άγχη για τις προθεσμίες, οι στενοχώριες, οι δυσκολίες - όλα όσα προσπαθούσαν με αξιώσεις να μουτζουρώσουν τα άλλα, εκείνα που θα έμεναν κλειδωμένα στη μεγάλη αίθουσα με τα βιβλία: Τους ψιθύρους των αναγνωστών και εκείνους τους άλλους, άλλου ηχητικού φάσματος ψιθύρους που ακούγονταν μέσα από τα βιβλία, τις φωνές από τις σχολικές γιορτές και τα συνέδρια, ακόμα και τα βήματα από τους τουρίστες που περιεργάζονταν με περιέργεια τον χώρο το καλοκαίρι…

Τέλος, όλα αυτά, τέλος. Αν τα άθροιζε όλα αυτά, θα ήταν όλος, όλος, όλος ο χρόνος του. Δεν είχε άλλο, εκτός από τη μεγάλη αίθουσα τη γεμάτη βιβλία. Στο σπίτι έτρωγε μονάχα και κοιμόταν. Στη δουλειά, βρισκόταν ό,τι δικό του είχε ζωντανό, άρα, με το εξ αντιδιαστολής επιχείρημα εκεί είχε καταλήξει: Αφού εκεί μέσα ήταν για δέκα χρόνια όλη η ζωή του, τώρα, που κατέβηκε τα σκαλιά, δεν έμενε τίποτα. Οπότε, ναι, τώρα θα πέθαινε… 1… 2…. 3…, μπα. Ζει ακόμα.

Πώς μπόρεσε κι έφυγε από κει; Και γιατί, αφού ήξερε πως κατόπιν θα πέθαινε;

Από κει που αγαπάς, όσες δυσκολίες και θυσίες κι αν έχει αυτό, αν βέβαια το αγαπάς πραγματικά, φεύγεις μονάχα αν κάποιος σου δείξει, με τον τρόπο του, την πόρτα. Κι ο χρόνος εκείνος, που μεσολαβεί από το αόρατο εκείνο νεύμα μέχρι την τελική έξοδο είναι πολύ σκληρός και για τους δυο. Τρέχει βασανιστικά γρήγορα για σένα, που λαχταράς πραγματικά να ζήσεις μερικές στιγμές ακόμα εκεί που αφιερώθηκες ολόκληρος. Αλλά τρέχει και βασανιστικά αργά για τον άλλον, που περιμένει κι εκείνος με λαχτάρα τη στιγμή που θα σε χαιρετήσει με λόγια ευγενικά στο στόμα, κι ένα απελευθερωτικό «ουφ» μέσα στην ψυχή του.

Έτσι κι εκείνος, με μια λαχτάρα του ανολοκλήρωτου εντός του, και ένα «ουφ» να αντηχεί από την κορυφή της σκάλας, πήρε το δρόμο πια, περιέργως ζωντανός ακόμα, για πού άραγε; Για κάπου που δεν ξέρει τίποτα, που πρέπει να τα αρχίσει όλα από την αρχή. Που ό,τι κι αν έκανε στη μεγάλη αίθουσα γύρω από τα βιβλία δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, είναι σαν να μην έγινε ποτέ. Σαν δέκα ολόκληρα χρόνια να σβήστηκαν – μα τι περίμενε; Σβήστηκαν. Αέρας είναι ο χρόνος.

Και μοιραία μπαίνει το ερώτημα. Μα άφησε άραγε τίποτε εκεί πίσω; Τους ανθρώπους, τους συνεργάτες, όχι, αυτούς δεν τους άφηνε πίσω.  Αυτούς τους είχε πάρει μαζί, στη ψυχή, δέκα χρόνια κοντά είχανε γίνει οικογένεια, κι αυτό δεν θα το άλλαζαν οι παραδόσεις και οι παραλαβές, ούτε οι καινούριες δουλειές.

Αλλά, πέρα από τους ανθρώπους; Εκεί μέσα, στη μεγάλη αίθουσα, άφησε κάτι; Ή στ’ αλήθεια ήτανε όλα αέρας;

Χρειάστηκε μερικές εβδομάδες για να το καταλάβει. Στο μεταξύ, ξανανέβηκε, σαν επισκέπτης, εκείνα τα σκαλιά «για να διεκπεραιωθούν τα απαραίτητα» κάμποσες φορές – μα δεν ήταν πια το ίδιο… Όσο τα απαραίτητα διεκπεραιώνονταν, τόσο αραίωναν και οι επισκέψεις. Ώσπου, ήρθε κι ένα τηλεφώνημα, μετά το πέρας της διεκπεραίωσης. Έπρεπε να ξανανεβεί τη μεγάλη σκάλα. Εκεί τον περίμενε ένα κουτί.

Ήταν προσωπικά αντικείμενα, τα οποία, σύμφωνα με το τηλεφώνημα, έπρεπε να τα πάρει στο σπίτι. «Να λοιπόν που κάτι άφησα πίσω». Ήταν μερικά βιβλία, με αφιερώσεις, και μερικά μπιχλιμπίδια, δωράκια από συναδέλφους και συνεργάτες: Ένα γυάλινο αρκουδάκι με σπασμένο πόδι, ένα αεροπλανάκι, μια ξανθιά κυρία της μπελ-επόκ ξαπλωμένη (ευπρεπώς ενδεδυμένη), δυο αγγελούδια που κάνουν κούνια, και μια πέτρα «Από τη Μονεμβασιά με αγάπη», ένα φλιτζάνι από τη Ρωσία, ένα δεντράκι, ένα πετραδάκι με σταυρό, ένα στυλό με κεφαλάκι μάπετ.

«Να λοιπόν που κάτι άφησα πίσω». Βαριά κι ασήκωτα φανήκανε όταν τα φόρτωσε στο αμάξι. Σαν να κουβαλούσε ολόκληρο το κτίριο, μάρμαρα ντουλάπια, βιβλία, κειμήλια, όλα, μέσα σ’ εκείνο το κουτί, σαν να είχανε κρυφτεί εκεί μέσα όλα τα χρόνια, όλα τα καλά και τα κακά, και οι αγωνίες και οι χαρές…

Έφυγε, και μέτρησε για τελευταία φορά… Αυτή τη φορά το τράβηξε, μέχρι να φτάσει στο σπίτι… 1, 2, 3…. Πολλή ώρα. Τίποτα.

Όπως φαίνεται, μάλλον η ειμαρμένη ήταν ανένδοτη: θα ζούσε κι άλλο. Αν ήτανε να είχε πεθάνει, όπως νόμιζε με βάση τις παλαιότερες δηλώσεις του, τώρα πια θα είχε συμβεί αυτό που είχε προβλέψει.. Αλλά, μπα! Τόσα μετρήματα και χτυποκάρδια στο βρόντο…

Στην καινούρια του δουλειά έπρεπε ν’ αρχίσει από την αρχή. Και άρχισε. Και βρήκε καινούρια οικογένεια. Μεγάλη. Πολύ μεγάλη. Μόνο που τώρα έχει φροντίσει να λάβει από νωρίς τα μέτρα του:

Καθόλου προσωπικά αντικείμενα στη δουλειά. Γιατί εκείνο το τελευταίο κουτί με τα μπιχλιμπίδια είναι, το άτιμο, ασήκωτο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα