Αθήνα 1896: Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες, το λεύκωμά τους και... ένας Κεφαλονίτης
Εξώφυλλο του λευκώματος των Ολυμπιακών Αγώνων 1896 [Βιβλ. Παν. Κρήτης - Ανέμη] |
[Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά με τον τίτλο: «Ένα μεγάλο θέαμα με τα μάτια ενός θεατρικού συγγραφέα: Οι
Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας (1896) και ο Χαραλάμπης Άννινος», στο περιοδικό Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 12 (2010) - αφιέρωμα στον Σπύρο Αντ. Ευαγγελάτο,
σσ. 503-522]
Οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί
Αγώνες[1]
που διεξήχθησαν στην Αθήνα το 1896 ήταν γεγονός μείζονος σημασίας για την
Ελλάδα, που, μετά τις τρικουπικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1880,
προσπαθούσε να πείσει την παγκόσμια κοινότητα ότι δεν ήταν απλά ένα μικρό
κρατίδιο που οι Δυνάμεις είχαν τοποθετήσει στο μαλακό υπογάστριο της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, αλλά μια υπολογίσιμη δύναμη στη σκακιέρα του Ανατολικού
Ζητήματος. Παρά το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος, μετά την πτώχευση του 1893
ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί στα έξοδα που απαιτούνταν για την υλοποίηση της
διοργάνωσης, πράγμα που επέτεινε τις δημοσιονομικές του δυσχέρειες, παρά την
ενεργό ανάμιξη των ξένων επιτροπών στη διοργάνωση και τη διαδικασία, οι
Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν για την μόλις έξι δεκαετιών Ελλάδα μια ευκαιρία για
«ποιοτικό άλμα» τουλάχιστον σε επίπεδο πρεστίζ, στη διεθνή πολιτική και
διπλωματική σκηνή.
Για το ελληνικό έθνος
(ακόμα μοιρασμένο στο Ελληνικό Βασίλειο και τις ελληνικές παροικίες του
μείζονος Ελληνισμού), η αναβίωση των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων είχε ασφαλώς και
τη διάσταση της αδιάσπαστης συνέχειας και αναγέννησης, σε μια μακροσκοπική,
παγκόσμια κλίμακα. «Ολυμπιάδες» είχαν επιχειρηθεί και στις παρελθούσες
δεκαετίες, η διοργάνωσή τους σε διεθνές επίπεδο, ωστόσο, για τους Έλληνες ήταν
ένα είδος καταξίωσης της προσφοράς του Ελληνισμού στον παγκόσμιο πολιτισμό, που
γεννούσε και άλλες προσδοκίες: Όπως οι φιλέλληνες ρομαντικοί περιηγητές,
ερωτευμένοι με την αρχαία λογοτεχνία και τα μάρμαρα είχαν πρωταγωνιστήσει στην
καλλιέργεια ενός θετικού κλίματος στον ευρωπαϊκό χώρο για την εθνική
απελευθέρωση των Ελλήνων, έτσι και τώρα, η διευρυμένη παγκόσμια κοινότητα, ένας
καινούριος φιλελληνισμός, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παρείχε τις κατάλληλες
προϋποθέσεις ενός νέου κύματος συμπαράστασης, αυτή τη φορά για την εθνική
ολοκλήρωση, με δεδομένη και την επικαιρότητα του Ανατολικού Ζητήματος.
Στον μικρόκοσμο της
αθηναϊκής πραγματικότητας είναι δεδομένο ότι, πέρα από την αμιγώς αθλητική και
γεωπολιτική διάσταση της διοργάνωσης, η Ολυμπιάδα αποτελούσε και πεδίο
εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά και καλλιτεχνικής και πνευματικής
άμιλλας. Οι πνευματικές δυνάμεις του τόπου αναζητούσαν κι αυτές τον ρόλο τους
σε ένα γεγονός διεθνούς εμβέλειας που έβγαζε την Ελλάδα από την εσωστρεφή
πνευματική και πολιτιστική της δραστηριότητα και έστρεφε τα βλέμματα του ξένου
τύπου μοιραία, ανάμεσα στα άλλα, και στην εσωτερική πνευματική δημιουργία. Το
καλλιτεχνικό πρόγραμμα που θα πλαισίωνε τους αγώνες καλλιεργούσε την προσδοκία
του εφαλτηρίου για όσους ήθελαν να διεκδικήσουν κάποια διεθνή καταξίωση,
ιδιαίτερα αν λάβουμε υπ’ όψιν μας και το γεγονός ότι ένα τέτοιο διεθνές γεγονός
συνέβαινε για πρώτη φορά, θυμίζοντας τις πρώτες μεγάλες διεθνείς εκθέσεις, και
δεν υπήρχε κάποιο προηγούμενο για να γίνουν συγκρίσεις. Στην ατμόσφαιρα του fin de siécle,
η Ολυμπιάδα ήταν ένα προμήνυμα του καλύτερου κόσμου που διαφαινόταν στον 20ο
αιώνα να φέρνει η τεράστια τεχνολογική εξέλιξη που είχε επέλθει με τη
βιομηχανική επανάσταση, η μεγάλη εξέλιξη του εμπορίου λόγω της συντόμευσης των
θαλάσσιων δρόμων και του σιδηροδρόμου, αλλά και η «διεθνοποίηση» της οικονομίας
με την άνδρωση μεγάλων εμπορικών και βιομηχανικών εταιρειών που σταδιακά
αρχίζουν να αποκτούν παγκόσμια δύναμη και να επηρεάζουν τις εσωτερικές
εξελίξεις. Στην πνευματική ζωή αυτές οι ωφέλειες είναι παράπλευρες: η
διεθνοποίηση της οικονομίας και του εμπορίου αρχίζει σταδιακά να επιφέρει τη διεθνοποίηση
της κουλτούρας, αλλά και της διασκέδασης. Και οι Ολυμπιακοί είναι ακριβώς αυτό:
ένα γεγονός που θα παρακολουθήσει από τις εφημερίδες της εποχής ολόκληρος ο
κόσμος – μια παγκοσμίου ενδιαφέροντος ατραξιόν για την οποία θα ενδιαφερθεί να
μάθει όλη η ανθρωπότητα – το πρώτο και μεγαλύτερο παγκόσμιο υπερθέαμα, το οποίο
θα γνωρίσει μεγαλύτερη απήχηση από κάθε λογοτεχνικό ή θεατρικό ή εικαστικό έργο
της εποχής του. Απήχηση που δεν περιορίζεται στους πνευματικούς και
καλλιτεχνικούς κύκλους αλλά είναι μαζικότερη – και διευρύνεται ολοένα από τα
δίκτυα των μέσων μαζικής επικοινωνίας.
Ως
ιδανικός αγγελιοφόρος της Μεγάλης Ιδέας, αλλά και ως εφαλτήριο για το
λανσάρισμα μιας καινούριας Ελλάδας, πλήρως ενσωματωμένης στον δυτικό κόσμο και
στο μέτρο του δυνατού απαλλαγμένης από τα κατάλοιπα της οθωμανικής κυριαρχίας
που διαφοροποιούσαν την καθ’ ημάς Ανατολή από την καπιταλιστική και βιομηχανική
Ευρώπη, οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας ήταν ασφαλώς περισσότερο μεταμφίεση
παρά πραγματικότητα. Ήταν ένα επικοινωνιακό γεγονός που προσπαθούσε να
αναδείξει μια ελάχιστα κοντινή στην αλήθεια εικόνα «δυτικοποίησης» της Ελλάδας:
πίσω από τους Αγώνες κρύβονταν τεράστια οικονομικά προβλήματα[2],
ένα πτωχευμένο κράτος που αδυνατούσε να χρηματοδοτήσει το εγχείρημα, όπως
άλλωστε αδυνατούσε να στηρίξει οικονομικά την παιδεία, την υγεία, την πρόνοια,
μια πολιτική κατάσταση με εξαιρετική πολιτική αστάθεια, μια οικονομία που
προσπαθούσε να κάνει τα πρώτα δειλά της βήματα προς την εκβιομηχάνιση χωρίς
ουσιαστικά δικές της δυνάμεις, ενώ είχε να αντιμετωπίσει, στον πρωτογενή τομέα
και τα κατάλοιπα των ιδιοκτησιακών σχέσεων της γης που τής είχε κληροδοτήσει το
οθωμανικό παρελθόν. Και, τέλος, που προσέφευγε στα «πλαίσια στήριξης» της
εποχής, δηλαδή τα κεφάλαια των ευεργετών, Ελλήνων του μείζονος ελληνισμού από
τα ισχυρά οικονομικά κέντρα εκτός Ελληνικού Βασιλείου. Οι ευεργέτες ήταν αυτοί
που πρωτοστάτησαν στη χρηματοδότηση των υποδομών και των αγώνων και, παρά τις
περικοπές που έγιναν στο πρόγραμμα, αθλητικό και καλλιτεχνικό, οι αγώνες
πραγματοποιήθηκαν με επιτυχία, μεταξύ 25 Μαρτίου (δεν είναι τυχαίος ο
συμβολισμός της ημερομηνίας) και 5 Απριλίου 1896.
Πέρα
από όλα τα παραπάνω, οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν και για το αθηναϊκό κοινό ένα
μεγάλο θέαμα, μια τεράστια γιορτή, που το Ελληνικό κράτος δεν είχε ποτέ
ξαναζήσει, παρά μόνον μέσα από τις σελίδες του τύπου: από τις περιγραφές των
μεγάλων διεθνών γεγονότων (ιδίως των εμπορικών εκθέσεων) του τέλους του 19ου
αιώνα που διεξάγονταν στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική. Αυτού του είδους τα
κοσμοπολίτικα γεγονότα, απόγονοι των μεσαιωνικών μεγάλων εμποροπανηγύρεων στη
Δυτική Ευρώπη, ήταν ασυνήθιστα στην Ανατολή. Οι Έλληνες που ζούσαν ή ταξίδευαν
στα κέντρα του μείζονος Ελληνισμού της Ανατολής, όπως την Πόλη, τη Σμύρνη ή την
Αλεξάνδρεια, ήταν εξοικειωμένοι με ένα αλλιώτικο είδος κοσμοπολιτισμού: είχαν
μάθει περισσότερο να ταξιδεύουν οι ίδιοι στα κέντρα των εξελίξεων παρά να
φιλοξενούν τέτοια μεγάλα γεγονότα. Όλες οι προσπάθειες για να διοργανωθούν
κάποιας κλίμακας εκθέσεις ή πολιτιστικές - αθλητικές συναντήσεις (όπως οι Ζάππειες
Ολυμπιάδες)[3] δεν
είχαν παρά τοπική εμβέλεια. Τώρα, η ίδια η πόλη θα μεταμορφωνόταν σε τεράστια
σκηνή, στην οποία θα πρωταγωνιστούσαν αθλητές και επίσημα πρόσωπα από πολλές
χώρες του κόσμου.
Η κουλτούρα της μαζικής ψυχαγωγίας και διασκέδασης
μόλις εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να ανδρώνεται στην Αθήνα. Η εμφάνιση νέων
πνευματικών δυνάμεων ήδη από τη δεκαετία του 1880, σε συνδυασμό με το
ανανεωτικό κλίμα της εποχής του Τρικούπη είχε προετοιμάσει το έδαφος ώστε στη
δεκαετία του 1890 η πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα να γνωρίζει
άνθηση: εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία εκδίδονταν και κυκλοφορούσαν με
μεγαλύτερη συχνότητα αλλά και απήχηση σε όλα τα κέντρα του Ελληνισμού, ενώ και
επί σκηνής, από τις αρχές της δεκαετίας, είχε αρχίσει να διαφαίνεται ισχυρότερο
ένα κύμα θεατρικών επιτυχιών, που συνδεόταν κυρίως με το κωμειδύλλιο, πολύ
παρεξηγημένο από την κριτική αλλά με καθοριστική συμβολή στη διαμόρφωση του
αθηναϊκού θεατρικού στερεώματος στο γύρισμα του αιώνα.
Ο Χαραλάμπης Άννινος[4]
(1852-1934), γεννημένος στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς και μόνιμα εγκατεστημένος
ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1870 στην Αθήνα, έχει καταλάβει ήδη τη θέση
του στον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο της Αθήνας την εποχή που διεξάγονται
οι Ολυμπιακοί Αγώνες: έχει αρθρογραφήσει σε μεγάλες εφημερίδες της Αθήνας (με
σημαντικότερες στιγμές την Εφημερίδα του
Δημητρίου Κορομηλά, το Άστυ το οποίο
εξέδιδε μαζί με τον γελοιογράφο Θέμο Άννινο και την Καθημερινή του Μιχαήλ Λάμπρου), έχει αρθρογραφήσει σε πολύ σημαντικά
περιοδικά της εποχής, ενίοτε με κείμενα ιστορικού περιεχομένου (Εστία, Εβδομάς, Εκλεκτά Μυθιστορήματα)
και σε ημερολόγια (Εθνικόν Ημερολόγιον του
Κωνσταντίνου Σκόκου), ενώ έχει διατελέσει για μία τριετία διευθυντής του Παρνασσού, περιοδικού του ομώνυμου φιλολογικού
συλλόγου.[5]
Έχει ήδη εκδώσει δύο βιβλία (Εδώ κ’ εκεί
το 1884[6] και Αττικαί
Ημέραι το 1894[7]) ενώ
έχει γνωρίσει και σκηνικές επιτυχίες με
την κωμωδία του Ζητείται Υπηρέτης
(που ανεβαίνει για πρώτη φορά το 1891) αλλά
και με μεταφράσεις θεατρικών έργων του. Γαλλομαθής και ο ίδιος, είχε στενή
επαφή με τη γαλλική λογοτεχνία και τον γαλλικό τύπο, απ’ όπου αντλούσε πολλά
από τα κείμενα που μετέφραζε για λογαριασμό των περιοδικών με τα οποία
συνεργαζόταν. Στην περιορισμένη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της αθηναϊκής ψυχαγωγίας
(που ταυτιζόταν σε μεγάλο βαθμό με τη λογοτεχνική και πνευματική παραγωγή) ο
Άννινος είχε ήδη κατακτήσει σημαντική θέση.
Ο
Άννινος είχε ήδη εμπλακεί στην ατμόσφαιρα των Ολυμπιακών Αγώνων από τα τέλη του
1895, συμμετέχοντας στην έκδοση του περιοδικού Τα Ολύμπια.[8]
Αυτή η «εβδομαδιαία αθηναϊκή επιθεώρησις εικονογραφημένη» ήταν ένα
περιοδικό ποικίλης ύλης, του οποίου σημαντικό μέρος της ύλης καταλάμβαναν και
άρθρα αφιερωμένα στην επικείμενη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, που όπως
φαίνεται, προκαλούσαν το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.
Ο
Άννινος ήταν ήδη καταξιωμένος ως δημοσιογράφος και «μεθυγράφος» της αθηναϊκής
καθημερινότητας. Ήταν και άνθρωπος του θεάτρου, όπου πάλι η καθημερινότητα
πρωταγωνιστούσε, οπότε μπορούσε να αποτιμήσει ένα μεγάλο θέαμα. Επιπλέον, η
γραφή του ήταν χαριτωμένη, εύληπτη, στέρεα δομημένη αλλά οπωσδήποτε όχι
«ενοχλητική». Οι ιστορικές του πραγματείες που είχαν ως τότε δημοσιευθεί[9]
είχαν κερδίσει το αναγνωστικό κοινό αλλά και το ακροατήριο του φιλολογικού
συλλόγου «Παρνασσός» όπου εκφωνούσε ομιλίες, άρα είχε δοκιμαστεί στην συγγραφή
καλοφτιαγμένων ιστορικών περιγραφών. Επιπλέον, οι σχέσεις του με το παλάτι, που
πρωτοστατούσε στη διοργάνωση των αγώνων, ήταν καλές, όπως μαρτυρείται από
δημοσιεύσεις του.[10]
Κυρίως, ο Άννινος διαδραμάτιζε στην εποχή του με εξαιρετικό ομολογουμένως τρόπο
τον ρόλο του έμπειρου «λογογράφου». Μπορούσε να συνθέσει με πολύ επιτυχημένο
τρόπο ένα κείμενο με οποιοδήποτε θέμα, αφού είχε μεγάλη ευχέρεια να
επεξεργάζεται και να αξιοποιεί συνδυαστικά την ελληνική και ξένη βιβλιογραφία.
Ένας καλός επαγγελματίας λογογράφος, γνώστης του θεάματος, γνώστης των μέσων
μαζικής επικοινωνίας, ήταν ο ιδανικός άνθρωπος για να κάνει αυτό που θα
κρατούσε τις λιγοστές μέρες των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας στην αιωνιότητα:
να καταγράψει το χρονικό των Αγώνων στο επίσημο λεύκωμά τους.
Το
λεύκωμα Οι Ολυμπιακοί Αγώνες 776 π.Χ.
1896 / Les Jeux Olympiques 776 av.J.-C. -1896 κυκλοφόρησε, σε δύο μέρη, το 1896
με εκδότη στην Αθήνα τον Σαρλ Μπεκ (Charles Beck)
και στο Παρίσι τον εκδοτικό οίκο Η. Le Soudier. Η γαλλική μετάφραση ήταν του Leon Olivier.[11] Ήταν το επίσημο
αναμνηστικό λεύκωμα των Αγώνων, καθώς στην σελίδα τίτλου του λευκώματος
αναφέρεται ότι έχει την έγκριση και υποστήριξη του Κεντρικού Συμβουλίου
διεξαγωγής των αγώνων. Μια αναδρομή στους βιβλιογραφικούς καταλόγους καθιστά
σαφές ότι είχαν κυκλοφορήσει και άλλες εκδόσεις σχετικές με τους Ολυμπιακούς
Αγώνες.[12]
Το πρώτο μέρος του λευκώματος, το οποίο προλόγιζε ο Τιμολέων Φιλήμων, γενικός
γραμματέας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, αφορούσε στην ιστορία των
Ολυμπιακών Αγώνων από το 776 π.Χ., και είχαν επιμεληθεί οι Σπυρίδων Λάμπρος και
Νικόλαος Πολίτης, με τους οποίους ο Άννινος συνδεόταν με φιλικές και
πνευματικές σχέσεις, μέσα από τον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσό», αλλά και το
περιοδικό Εστία. Το πολυσυλλεκτικό
αυτό λεύκωμα αναφέρεται συχνά στα εκδοτικά χρονικά με το όνομα του εκδότη του
(«Λεύκωμα Μπεκ»).
Ο Άννινος συμμετέχει
συγγραφικά στο δεύτερο μέρος του λευκώματος, το οποίο αναφέρεται στην Ολυμπιάδα
του 1896, από κοινού με τους βαρώνο Πιερ Ντε Κουμπερτέν (πρωταγωνιστή της
προσπάθειας για αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων), Τιμολέοντα Φιλήμονα και
Νικόλαο Γ. Πολίτη (που συμμετείχαν και στο πρώτο μέρος του Λευκώματος).
Ο
Βαρώνος Πιερ ντε Κουμπερτέν στο κείμενό του[13]
αναφέρεται στο χρονικό των πολύχρονων προσπαθειών για την αναβίωση των Αγώνων,
ενώ ο Τιμολέων Φιλήμων, σε ένα αναλυτικό χρονικό αναφέρεται στα interna corporis της διοργάνωσης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις
δυσκολίες που αυτή αντιμετώπισε κυρίως λόγω τα έλλειψης πόρων και της αδυναμίας
της ελληνικής Πολιτείας να στηριξει οικονομικά το εγχείρημα, με σαφείς αιχμές
κατά της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς και στο σημαντικό ρόλο των ευεργετών,
ιδίως του Γεωργίου Αβέρωφ, για τη δημιουργία υποδομών και τη συμμετοχή του
ελληνικού λαού, μέσα από διαδικασία εσωτερικού δανεισμού, αλλά και στον
πρωταγωνιστικό ρόλο του διαδόχου Κωνσταντίνου, ο οποίος είχε αναλάβει την
προεδρία της Επιτροπής, και την αποφασιστικότητά του να υλοποιηθεί το
εγχείρημα.[14] Ο
Φιλήμων παρουσιάζει τον Κωνσταντίνο ως κινητήριο μοχλό του εγχειρήματος,
προσθέτοντας ένα ακόμη πλεονέκτημα στην επί δεκαετίες διελκυστίνδα ανάμεσα στον
κληρονομικό μονάρχη και τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Ο
βασιλιάς, με τη στήριξη του λαού, εμφανίζεται να υλοποιεί ένα εγχείρημα που οι
κυβερνώντες (εκλεγμένοι από το λαό) δεν μπορούν αλλά καθώς φαίνεται δεν έχουν
τη διάθεση να υλοποιήσουν.
Χαρακτηρίζεται μάλιστα ο βασιλιάς «ελευθέρα ψήφω των Ελλήνων
ανακεκηρυγμένος Αντιπρόσωπος του Έθνους»[15],
φανερώνοντας απροκάλυπτα σχεδόν και έναν δεύτερο επικοινωνιακό στόχο του
λευκώματος: την ανάδειξη του διαδόχου Κωνσταντίνου στην παγκόσμια κοινή γνώμη
ως προσωπικότητας που παρά τις αξεπέραστες δυσκολίες ανέλαβε και έφερε σε πέρας
μια λαμπρή διοργάνωση. «Ουχί εν υπερβολή εχαρακτηρίσθη το συντελεσθέν έργον ως
θαύμα» αποφαίνεται ο Φιλήμων,[16]
θυμίζοντάς μας τους αντίστοιχους χαρακτηρισμούς των Ολυμπιακών έργων της
επόμενης Ολυμπιάδας που διοργανώθηκε στην Αθήνα, αυτής του 2004, και του
αντίστοιχου κλίματος αισιοδοξίας και εθνικής ανάτασης που είχε επικρατήσει
τότε. Εξαίρεται επίσης η άψογη συμπεριφορά του λαού της Αθήνας, που επέδειξε
εξαιρετική φιλοξενία και συμμετείχε με θέρμη στη διοργάνωση με αποτέλεσμα τις
ημέρες εκείνες να μην εμφανιστεί συνωστισμός στους αθλητικούς χώρους και να μην
χαθεί ούτε μαντήλι από τους επισκέπτες.
Το
κείμενο του καθηγητή Λαογραφίας Νικολάου
Πολίτη[17]
που αφορά στον χώρο διεξαγωγής των περισσότερων αγωνισμάτων του 1896, το
Παναθηναϊκό Στάδιο, είναι κείμενο αυστηρά επιστημονικό, χωρίς πολιτικές
προεκτάσεις.
Ο
Άννινος με το κείμενό του[18]
καταλαμβάνει το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του λευκώματος. Είναι
χαρακτηριστικό ότι παρά την ήδη εκδηλωθείσα ενασχόλησή του με την Ιστορία, μέσα
από τις κατά καιρούς δημοσιευμένες ιστορικές του μελέτες, εδώ εμφανίζεται με
την δημοσιογραφική του ιδιότητα, και, για να ακριβολογούμε, με την ιδιότητα της
«ισχυρής υπογραφής» στη δημοσιογραφία, μια και ήδη από τα τέλη της δεκαετίας
του 1880 έχει αφήσει την «σύνταξη» των εφημερίδων και λειτουργεί περισσότερο ως
αρθρογράφος (columnist) και συνεργάτης, έχει ήδη δε πρόσφατη την σύντομη
εμπειρία του ως υπεύθυνου εκδότη του Παρνασσού.
Εδώ ο Άννινος καλείται να περιγράψει τους Αγώνες, να δώσει ουσιαστικά ένα
χρονικό της αγωνιστικής και παράλληλης δραστηριότητας εκείνων των ημερών.
Ο Άννινος
στο κείμενό του, το οποίο επικουρείται από εικονογράφηση και φωτογραφικό υλικό
από τους αγώνες, επιχειρεί ουσιαστικά δύο πράγματα: Από τη μία, να δώσει ένα
όσο το δυνατόν πληρέστερο, ακριβέστερο αλλά και εναργέστερο χρονικό των αγώνων,
πράγμα που ανταποκρίνεται στη διαμορφωμένη εθνική του συνείδηση, να
διαχειριστεί δηλαδή τους αγώνες ως γεγονός που πρόκειται να απασχολήσει τη
μελλοντική ιστοριογραφία και το κείμενό του ως πηγή της μελλοντικής
ιστοριογραφίας, καθώς ο ίδιος έχει επωμιστεί το βάρος της καταγραφής του ίδιου
του γεγονότος. Από την άλλη, υπάρχει και ο πιο βραχυπρόθεσμος στόχος: η
διαχείριση του επικοινωνιακού γεγονότος όπως περιγράφηκε στις προηγούμενες
παραγράφους ως συνισταμένη πολλών προσδοκιών: των προσδοκιών της Ελλάδας ως
αναδυόμενης δύναμης στη διεθνή κονίστρα, αλλά και ως αδιάσπαστης συνέχειας του
αρχαίου κλέους, αλλά και εκείνων του Διαδόχου Κωνσταντίνου ως ανερχόμενης
προσωπικότητας διεθνούς πλέον κύρους. Τέλος, ο Άννινος μοιραία θέλει να
διαχειριστεί και τη δική του σύνδεση με το ιστορικό αυτό γεγονός, ως απόδειξη
της καταξίωσής του στον πνευματικό στίβο.
Το
πρώτο μέρος του κειμένου[19] αναφέρεται στα
αποκαλυπτήρια του αγάλματος του Γεωργίου Αβέρωφ, που χρηματοδότησε την
ανακατασκευή του σταδίου,που έγιναν υπό βροχήν την παραμονή έναρξης των Αγώνων.
Ο Άννινος εδώ βρίσκει την ευκαιρία να πλέξει το εγκώμιο του μεγάλου ευεργέτη, ο
οποίος ωστόσο απουσίαζε από την τελετή, και να προβάλλει τον διάδοχο,
παραθέτοντας το κείμενο της ομιλίας του.
Ανάλογη προβολή
επιφυλάσσεται στον διάδοχο Κωνσταντίνο και σε ολόκληρη τη βασιλική οικογένεια
και κατά την περιγραφή της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Άννινος, κι εδώ με
τρόπο κινηματογραφικό προσπαθεί να αποτυπώσει αυτό που εκείνη τη στιγμή
θεωρείται η πιο ένδοξη στιγμή του Νέου Ελληνικού Κράτους. Πέρα από το αυστηρώς
τελετουργικό μέρος της έναρξης, που συμβολικά συνέπιπτε με τον εορτασμό της
επετείου της εθνικής παλιγγενεσίας, καθώς γίνεται στις 25 Μαρτίου, ο Άννινος
περιγράφει με απίστευτες λεπτομέρειες το γεγονός και από τη σκοπιά των θεατών:
τον ενθουσιασμό και τη συρροή του πλήθους στο στάδιο, σε συνδυασμό με τα μέτρα
που είχε λάβει η οργανωτική επιτροπή για την αποτροπή του συνωστισμού κατά τη
διεξαγωγή των αγώνων – δεν παραλείπει δε να αναφερθεί και στους άνευ εισιτηρίου
θεατές που είχαν καταλάβει τον λοφίσκο
γύρω από το Παναθηναϊκό στάδιο. Μεγάλο βάρος δίνεται στην ενθουσιώδη,
όπως την περιγράφει ο Άννινος, υποδοχή της βασιλικής οικογένειας, στην
προσφώνηση του διαδόχου Κωνσταντίνου προς τον Βασιλιά λίγο πριν την κήρυξη της
έναρξης, η οποία δημοσιεύεται αυτούσια, αλλά και στο καλλιτεχνικό πρόγραμμα, με
ιδιαίτερη αναφορά στον Ολυμπιακό Ύμνο του Κωστή Παλαμά, το κείμενο του οποίου
δημοσιεύεται επίσης αυτούσιο.[20]
Ο Άννινος δεν σχολιάζει το ίδιο το ποίημα του Παλαμά, τον οποίο περιορίζεται να
χαρακτηρίσει «εμπνευσμένο ποιητή» (να υποθέσουμε επειδή ο Ολυμπιακός Ύμνος ήταν
γραμμένος στη δημοτική), παραδέχεται ωστόσο ότι η εκτέλεσή του από τις χορωδίες
έχει «τι το εξόχως αρχαιοπρεπές». Θα περίμενε κανείς, σ’ ένα λεύκωμα το οποίο
προοριζόταν να διαιωνίσει την αίγλη των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων, και από ένα
χρονικό το οποίο γραφόταν από έναν κορυφαίο πνευματικό άνθρωπο της εποχής του
να γινόταν μεγαλύτερη αναφορά στον Ολυμπιακό ύμνο (που εκτελείται μέχρι σήμερα
κατά τις τελετές έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων όπου γης), τουλάχιστον αν
λάβουμε υπ’ όψιν την έκταση του κειμένου που αφορά την οργάνωση της τάξης στο
στάδιο. Ίσως να μην είναι τυχαίο ότι την τελευταία είχε αναλάβει ένας
επτανήσιος, ο στρατιωτικός Νικόλαος Μεταξάς.
Αντιθέτως, ο
Άννινος αναφέρεται περιφραστικότερα στη
μελοποίηση του Ύμνου από τον (επίσης επτανήσιο) Σπύρο Σαμάρα:
«Η μουσική σύνθεσις του
κ. Σαμάρα κρίνεται γενικώς ως επιτυχεστάτη. Το μέλος ήπιον και ήρεμον εν αρχή
εμψυχούται βαθμηδόν και ανέρχεται εις τόνους ζωηροτέρους, απολήγει δε εις
ηχηροτάτην έντασιν, εις συναυλίαν φωνώ και ήχων θριαμβευτικήν και μεγαλοπρεπή,
εμποιούσαν ζωηροτάτην αίσθησιν. Οι αναρίθμητοι ακροαταί ενθουσιώντες καλύπτουσι
δια παταγωδών χειροκροτημάτων το τέλος του ύμνου, πάντες δε, πρωτοστατούντος
του Βασιλέως, ζητούσι την επανάληψιν αυτού, ήτις και εκτελείται υπό τας αυτάς
ενθουσιώδεις ενδείξεις της αποδοκιμασίας»[21]
Η περιγραφή της πρώτης μέρας των Αγώνων[22]
είναι μια αναλυτική δημοσιογραφική περιγραφή των αγωνισμάτων, με έμφαση στις
ενθουσιώδεις (ή λιγότερο ενθουσιώδεις προς το τέλος της μέρας) αντιδράσεις του
κόσμου, στην με διάφορους τρόπους προβολή της βασιλικής οικογένειας και στη
συμμετοχή των ελλήνων αθλητών. Ο Άννινος δεν κρίνει σκόπιμο να αναφερθεί σε
όλους τους συμμετέχοντες αθλητές, παρά μόνον σε εκείνους που διεκδικούν κάποια
διάκριση, πάντοτε όμως εξαίρει τους Ολυμπιονίκες, το φυσικό κάλλος και τη
σωματική τους διάπλαση και πάντοτε αναφέρει τις επιδόσεις τους στο εκάστοτε
άθλημα ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί στις εκδηλώσεις που ακολουθούν το
αγωνιστικό μέρος, προσπαθώντας να δείξει ότι η διεξαγωγή των Αγώνων ήταν
υπόθεση ολόκληρης της πόλης, αν όχι ολόκληρου του Έθνους.
Ο Άννινος επιχειρεί, σε
ό,τι αφορά την περιγραφή των εξωαγωνιστικών γεγονότων να είναι εξίσου ακριβής
όσο και στην περιγραφή του αγωνιστικού μέρους. Τη δεύτερη μέρα των αγώνων,
διαπιστώνει ότι στο Παναθηναϊκό Στάδιο το ενδιαφέρον του κοινού είναι
περιορισμένο, ενώ ένας ενοχλητικός κονιορτός σκόνης έχει σηκωθεί από τους
δρόμους της Αθήνας και προκαλεί δυσφορία σε αθλητές και κοινό, που δυσφορεί
επίσης για το υπερβολικό τίμημα του εισιτηρίου,[23]
ενώ την τρίτη μέρα το δριμύ ψύχος μειώνει το ενδιαφέρον στους θεατές της
ποδηλατοδρομίας.[24] Η
βασιλική οικογένεια είναι πανταχού παρούσα και δεν χάνει καμμία από τις
αθλοπαιδιές, είτε διοργανώνονται στο Παναθηναϊκό Στάδιο, είτε στο Ζάππειο, είτε
στο Σκοπευτήριο της Καλλιθέας, είτε στο Φάληρο: Ο αθλητικός πρίγκηψ Γεώργιος
μετακινεί ένα τεράστιο βάρος, βοηθώντας στη διεξαγωγή της άρσης βαρών, αλλά όχι
συμμετέχοντας, και το βράδυ η Ακρόπολη φωταγωγείται – το μήνυμα που πρέπει να
δοθεί διατυπώνεται καθαρά από τον Άννινο:
«… Ως να εμαρτυρείτο δια
του φωτεινού τούτου συμβολισμού η αναβιούσα της Αρχαίας Ελλάδος εύκλεια δια των
νεωτέρων Ολυμπιακών Αγώνων».[25]
Η
Αρχαία Ελλάδα ξαναγεννιέται, χρειάζεται προς τούτο και ολυμπιονίκες από τη
διοργανώτρια χώρα: Η ανάρρηση της Ελληνικής σημαίας στον ιστό του Παναθηναϊκού
Σταδίου χάρη στη νίκη του νεαρού Μητρόπουλου στο άθλημα των κρίκων όπως
περιγράφεται από τον Άννινο, δίνει μια χαρακτηριστική διάσταση της εθνικής
προσπάθειας σε όλες τις διαστάσεις της: Η κραυγή «Ζήτω η Ελλάς» ακούγεται
γαλλιστί από την ελλανόδικο επιτροπή, ενώ ασφαλώς το σύνθημα για τα
χειροκροτήματα τα δίνει η βασιλική οικογένεια, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης στο
πλήθος που επιπλέον κουνάει μαντήλια και πετάει ψηλά τα καπέλα του.[26]
Επιπλέον, οι ελληνικές νίκες και η βελτίωση του καιρού αναζωπυρώνουν το
ενδιαφέρον του κοινού.
Ο
Άννινος περιγράφει με ιδιαίτερα χαριτωμένο τρόπο την εντέχνως καλλιεργημένη
προσδοκία των θεατών για νίκη στο άθλημα του Μαραθωνίου και τους sui generis χορηγούς που υπόσχονταν στο νικητή δωρεάν
υπηρεσίες (κουρείς, ξενοδόχους, ράφτες).[27]
Θεωρώντας την περιγραφή των αγώνων ιδιότυπο αφήγημα, και το γεγονός της νίκης
του Σπύρου Λούη ίσως την κορυφαία στιγμή των Αγώνων για την οποία το αναγνωστικό
κοινό θα επεδείκνυε ανάλογο ενδιαφέρον, ο Άννινος φροντίζει, μέσα από τη
γραμμική ροή της περιγραφής των γεγονότων να καλλιεργήσει το κατάλληλο suspense. Πρώτα οι προσδοκίες, μετά η αθρόα προσέλευση του πλήθους που περίμενε
κάτι σπουδαίο, παρουσιάζονται στο κείμενο κλιμακωτά ενώ ανάμεσά τους
παρεμβάλλονται οι περιγραφές άλλων αγωνισμάτων – σαν ο αναγνώστης – και το μάτι
αυτού που περιγράφει, να βρίσκεται στο Παναθηναϊκό Στάδιο, να βλέπει άλλες
εικόνες μπροστά του να περνούν, αλλά να προσδοκά μία άλλη εικόνα, για την
πραγμάτωση της οποίας η δράση εκτυλίσσεται σε άλλο σκηνικό. Ένα ιδιότυπο in medias res πριν από την περιγραφή
του Μαραθωνίου καθαυτή.
Η περιγραφή αυτή[28]
είναι ίσως και η πιο συναισθηματικά φορτισμένη στιγμή μιας σε γενικές γραμμές
αυστηρής δημοσιογραφικής περιγραφής, αλλά και η μακροσκελέστερη και
αναλυτικότερη περιγραφή αγωνίσματος στο σύνολο του τόμου αυτού, πράγμα που
ασφαλώς δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι οι δρομείς στον Μαραθώνιο διήνυσαν
τη μεγαλύτερη απόσταση. Ξαφνικά τα ζευγάρια μάτια που περιγράφουν γίνονται
διπλά: Εξακολουθεί να υπάρχει η ματιά στο Στάδιο, προστίθεται όμως επιπλέον και
μια ματιά που παρακολουθεί τη διαδρομή από την αφετηρία μέχρι το τέρμα, με όλες
τις συναρπαστικές εναλλαγές, την εσφαλμένη πρώτη είδηση περί της νίκης άλλου
αθλητή, την αναγγελία της νίκης του Λούη πριν ο ίδιος φτάσει στο Στάδιο, την
ενθουσιώδη αντίδραση του κοινού, τους έξαλλους πανηγυρισμούς που ακολούθησαν
την άφιξη του Λούη (δεν παραλείπεται να σημειωθεί ότι μέλη της βασιλικής
οικογένειας έκαναν μαζί του τον γύρο του θριάμβου στο Στάδιο), αλλά και όσους
ακολούθησαν τη λήξη του αγωνιστικού προγράμματος. Ο Άννινος χειρίζεται έξυπνα
την αποστασιοποίηση της νίκης του Λούη από το στενά αγωνιστικό πλαίσιό της (ας
μην ξεχνάμε ότι δεν ήταν ο πρώτος Έλληνας Ολυμπιονίκης, καθώς και το γεγονός
ότι στη δεύτερη και τρίτη θέση τερμάτισαν επίσης Έλληνες) την αντιμετωπίζει ως
επικοινωνιακό γεγονός – το μέγεθος που καταλαμβάνει στην αφήγησή του
προσδιορίζεται τόσο από την ενθουσιώδη πρόσληψη του γεγονότος από την κοινή
γνώμη της εποχής, αλλά και από την βαθύτερη ίσως αιτία της: την κατασκευασμένη
από τις ελίτ της εποχής, στις οποίες ανήκε και ο Άννινος προσδοκία μιας μεγάλης
νίκης που θα συμπλήρωνε το γεγονός της ίδιας της διοργάνωσης και θα υπογράμμιζε
την ιστορική συνέχεια του Έθνους. Το τέλος του Μαραθωνίου, με αρχαίες αναφορές
και τη φράση νενικήκαμεν συνδέεται με τη νίκη ενός Έλληνα – την επιβεβαίωση
κυρίως σε εθνικό επίπεδο, για εσωτερική κατανάλωση, και δευτερευόντως σε
διεθνές, της αναγέννησης του έθνους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Άννινος αναφέρεται
(για μοναδική φορά) στον απόηχο της νίκης του Λούη στον αθηναϊκό τύπο, την
επόμενη μέρα, [29]κάνοντας
μια παρέκβαση από την περιγραφή της αγωνιστικής δραστηριότητας. Αυτή η
παρέκβαση ασφαλώς συμβάλλει στην πιστή αποτύπωση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας
των αγώνων, αλλά και στην ανάδειξη του επικοινωνιακού στόχου. Πέρα από αυτόν,
αποτυπώνεται και καθαυτό το γεγονός της νίκης ως γενεσιουργός παράγοντας
εμπορικής δραστηριότητας: λιθογραφίες και φυλλάδια για τον Λούη κυκλοφορούν, ο
ίδιος ο αθλητής απολαμβάνει προνομίων και τιμών, επιχειρήσεις παίρνουν το όνομά
του προκειμένου να προσελκύσουν πελατεία. Ο Λούης δεν γίνεται μόνο ο καινούριος
ήρωας – σύμβολο που διακαώς επιζητούσαν οι ελίτ και ευχαρίστως αποδέχτηκε το
κοινό των αγώνων αλλά και κατ’ επέκτασιν ολόκληρος ο ελληνισμός. Είναι
περισσότερο ένα «ποπ» (popular, λαϊκό) μαζικό είδωλο,
μιας νεοπαγούς για την Ελλάδα κουλτούρας, ένα πασίγνωστο άτομο που η φήμη του
ξεπερνά κάθε άλλον Έλληνα – ο Άννινος, ήδη ενταγμένος στη μαζική κουλτούρα της
εποχής γνωρίζει και αναδεικνύει αυτό τον επικοινωνιακό μηχανισμό, παραθέτοντας
λεπτομέρειες που συμβάλλουν ακόμη περισσότερο στην αποθέωση του Λούη ως έλληνα
νικητή: είναι ένας φτωχός κατοικος του Αμαρουσίου, ένα παιδί του λαού, το βράδυ
πριν τον αγώνα έλαβε τη θεία κοινωνία, στο δείπνο που παρατέθηκε από τον
Βασιλιά εμφανίστηκε φορώντας φουστανέλα, την εθνική ενδυμασία, και
συνοδευόμενος από τον γέρο πατέρα του, έναν απλό χωρικό.[30]
Κατά την απονομή των επάθλων δε, ο Λούης αποθεώνεται φορώντας και πάλι την
εθνική ενδυμασία, ενώ χιλιάδες σημαιάκια κυμάτιζαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο.[31]
Ο Άννινος δεν παραλείπει να παραθέσει
πλήρη κατάλογο των νικητών όλων των αθλημάτων με το πλήρες όνομα και την
εθνικότητά τους, καθώς και να περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια τις τελετές λήξης
και όλες τις παράλληλες εκδηλώσεις που πλαισίωσαν το δεκαήμερο των αγώνων.
Πιστός στην λογική του αλμανάκ, δεν παραλείπει να αναφερθεί στις κακές καιρικές
συνθήκες ή άλλες τεχνικής και πρακτικής φύσεως αντιξοότητες οι οποίες ματαίωσαν
ή ανέβαλαν ορισμένες εκδηλώσεις ή αγωνίσματα. Δε χάνει ούτε για μια στιγμή την
ευκαιρία όμως να υπογραμμίσει τη συμβολή των πραγματικών πρωταγωνιστών των
αγώνων.
Ποιο
ήταν το πιθανό αναγνωστικό κοινό του λευκώματος; Σ’ αυτό το ερώτημα θα πρέπει
να απαντήσουμε για να κατανοήσουμε ποιοι ήταν οι πραγματικοί πρωταγωνιστές των
Αγώνων. Μπορούμε να διακρίνουμε διάφορες ομάδες στις οποίες επικοινωνιακά
απευθύνεται το λεύκωμα:
- Στο κοινό των Αγώνων (δηλαδή τους κατοίκους Αθηνών, Πειραιώς και περιχώρων) που γέμισε το Στάδιο και ένα μέρος του οποίου θα επιθυμούσε και θα μπορούσε οικονομικά να αποκτήσει ένα αναμνηστικό αυτών των Αγώνων. Το κοινό που θα ένιωθε περήφανο γι’ αυτό που συνέβη στην πόλη του και που το ηθικό του φρόνημα θα ανέβαινε κατακόρυφα.
- Στις ελίτ των Αθηνών που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ενεπλάκησαν στη διαδικασία και επιθυμούσαν να δουν το όνομά τους ταυτισμένο με ένα τόσο μεγάλο γεγονός. Ο Άννινος εδώ τίμησε περισσότερο τους διοργανωτές των Αγώνων και λιγότερο τους πνευματικούς ανθρώπους που με το έργο τους συνέβαλαν στις παράλληλες εκδηλώσεις, εκτός ίσως του Σαμάρα.
- Στο κοινό του Ελληνισμού, ελεύθερου και μείζονος, που θα επιθυμούσε να πληροφορηθεί γι’ αυτά που δεν έζησε από κοντά και συνέβησαν στην πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Που θα ένιωθε περηφάνεια και συγκίνηση για το επίτευγμα του νεοπαγούς ελληνικού κράτους και, όπως και το κοινό των Αθηνών, θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη του προς το Ελληνικό Βασίλειο και την ηγεσία του ως του φορέα που ήταν αποδεδειγμένα σε θέση να ενώσει και να χαρίσει νίκες στον Ελληνισμό.
- Στη διεθνή κοινότητα, μέσω της γαλλικής μετάφρασης, που θα διέκρινε το επίτευγμα της Ελλάδας, και των ηγετών της, ως διαπιστευτήριο της Ελλάδας στα σαλόνια των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ως υπολογίσιμης δύναμης που μπορούσε να φέρει εις πέρας ένα γεγονός αντάξιο, αν όχι ανώτερο, των μεγάλων διεθνών εκθέσεων που διοργανώνονταν στο πλαίσιο της νέας, βιομηχανικής εποχής.
- Τέλος, στις επερχόμενες γενιές, ως ιστορικό ντοκουμέντο- - καταγραφή μιας ένδοξης στιγμής. Υπό αυτή την έννοια το κείμενο ξεφεύγει από την επικαιρικότητα και τον πρόσκαιρο χαρακτήρα ενός δημοσιογραφικού κειμένου και μεταμορφώνεται (εν τη γενέσει του) ως δυνητική (και αυθεντική, εφ’ όσον έχει την έγκριση της επιτροπής των Αγώνων) ιστορική πηγή για την περίοδο.
- Έχοντας όλα αυτά κατά νου ο Άννινος, στο μέρος που του αναλογεί, δηλαδή στην περιγραφή των Αγώνων, αναδεικνύει τρεις πρωταγωνιστές:
- Πρώτα απ’ όλα, την ίδια την Ελλάδα ως αδιάσπαστη συνέχεια με την αρχαιότητα και ως φορέα υλοποίησης του οράματος της Μεγάλης Ιδέας.
- Έπειτα, τον λαϊκό ήρωα – τον Σπύρο Λούη, με τις διαστάσεις του ποπ ειδώλου που περιγράψαμε, ως σύμβολο του ελληνικού λαού και
- Τέλος, τον διάδοχο Κωνσταντίνο, ψυχή και διοργανωτή των Αγώνων (υπέρ του οποίου αυθορμήτως ζητωκραύγασε το πλήθος), ως σύμβολο της βασιλείας στην Ελλάδα, αλλά και ως προσωπικότητας διεθνούς κύρους, ως τον ιδανικό ηγέτη που θα οδηγήσει τους άλλους δύο πρωταγωνιστές (την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό) στην πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας. Ο ηγέτης προβάλλεται διαρκώς ως λαοπρόβλητος, και οι Αγώνες μοιάζουν σαν να έχουν υλοποιηθεί από αυτόν γι’ αυτόν.
- Υπάρχει και ένας αρνητικός πρωταγωνιστής στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων όπως αποτυπώνεται στο λεύκωμα, ο οποίος αμυδρά εμφανίζεται στο κείμενο του Άννινου, για την ακρίβεια η παρουσία του παρουσιάζεται ως περιθωριακή, ενώ καταγγέλλεται ουσιαστικά στο κείμενο του Τιμολέοντος Φιλήμονος: αυτός είναι η πολιτική ηγεσία του τόπου, η κυβέρνηση, οι υπουργοί, οι πολιτικοί. Η συμβολή τους εμφανίζεται από ελάχιστη έως αρνητική, σε αντίθεση με τις κοπιώδεις προσπάθειες του διαδόχου.
Για να κατανοήσουμε τη
φιλοσοφία της ανάδειξης του διαδόχου σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων, την οποία
διαχειρίζεται με αξιοζήλευτη επιτυχία ο Άννινος, αρκεί να προστρέξουμε σε ένα
απόσπασμα από την προσφώνηση του Ούγου Λερού, Γάλλου δημοσιογράφου, προς τον
Βασιλιά στο ίδιο εκείνο δείπνο των Ανακτόρων στο οποίο ο Λούης εμφανίστηκε με
τη φουστανέλα:
«Αλλ’ όταν είδομεν εις
την αρχήν του Σταδίου εμφανιζόμενον τον αγρότην εκείνον, όστις κατέφθασε
πρώτος, ουδείς εξ ημών, οιαςδήποτε εθνικότητος, υπήρξεν ο μη καταληφθείς υπό
χαράς. Ησθανόμεθα ότι η ελληνική γη θα έτρεχεν υπό τους πόδας αυτού του τέκνου
της δια να του δώση την νίκην. ‘Επρεπε Έλλην να έλθη δια να είπη: Λησμονήσατε
τας διχονοίας σας. Οι βάρβαροι ηττήθησαν. Ο πολιτισμός θριαμβεύει το δεύτερον
ήδη. Κατά την στιγμήν εκείνην ότε τα δύο Υμών τέκνα ανεσήκωσαν το τέκνον τούτο
της Ελλάδος και το επαρουσίασαν εις Υμάς, δεν υπήρχον πλέον εν τω Σταδίω ούτε
ξένοι ούτε Έλληνες, δεν υπήρχον παρά υπήκοοί σας».[32]
Η Ευρώπη δείχνει να συνηγορεί υπέρ της αποστολής του
Βασιλέως των Ελλήνων – και οι «βάρβαροι» τους οποίους εννοεί ο Λερού μάλλον δεν
είναι οι Αμερικανοί, οι Άγγλοι, οι Ούγγροι ή οι Δανοί και οι Γερμανοί που
αγωνίστηκαν στην Ολυμπιάδα. Το στεφάνι του Λούη είναι το εισιτήριο της Ελλάδας
για αυτό που νομίζει ότι θα είναι από εδώ και πέρα: μια επίδοξη ολυμπιονίκης
του Ανατολικού ζητήματος, με τον βασιλιά
και το διάδοχο στο τιμόνι και με το Λαό στο πλευρό της. Ο Άννινος είναι από τα
νιάτα του οπαδός της Μεγάλης Ιδέας, αλλά το σίγουρο είναι ότι εδώ δεν εκφράζει προσωπικές
απόψεις. Είναι διαχειριστής, επιτυχέστατος, μιας επικοινωνιακής στρατηγικής
αποθέωσης της Ελλάδας, δια του βασιλιά της, ως αποφασιστικού παράγοντα στη
σκακιέρα του Ανατολικού Ζητήματος.
Δεν μπορούμε να
κατηγορήσουμε τον Άννινο για στρατευμένη δημοσιογραφία – ο ίδιος, ενταγμένος
πλήρως στην αθηναϊκή πραγματικότητα, σ’ ένα σύστημα πνευματικής ζωής όχι άσχετο
με την δημόσια ζωή (με κοινό παρονομαστή τη λειτουργία του τύπου), «σαρξ εκ της
σαρκός» του συστήματος, υλοποιεί αυτό που το σύστημα επιθυμεί κάνοντας, και
απολαμβάνοντας, κάτι που ο ίδιος ξέρει πάρα πολύ καλά: δίνοντας μια γλαφυρή
περιγραφή του σπουδαιότερου γεγονότος της νεότερης Ελληνικής ιστορίας.
Ένα χρόνο μετά, με την εξευτελιστική
ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και την επιβολή, λίγο
αργότερα, του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου αυτό το λαμπερό πρόσωπο της Ελλάδας
που με ολύμπιες (ή μάλλον ολυμπιακές) προσπάθειες οικοδομήθηκε θα κηλιδωθεί σχεδόν ανεπανόρθωτα. Η Μεγάλη Ιδέα όμως έχει
ακόμα μέρες, για την ακρίβεια, σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα ακόμη, εντός του
οποίου δύο βαλκανικοί πόλεμοι, ένας παγκόσμιος, η εδαφική γιγάντωση της Ελλάδας
και το οδυνηρό τέλος της Μικρασιατικής Καταστροφής, θα αποτελέσουν τα επόμενα
επεισόδια αυτής της περιπέτειας, στην οποία οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν ίσως το
πιο λαμπερό, ευχάριστο ιντερμέδιο: μια μεταμφίεση, μια «ονειροφαντασία» ένθετη
στη δύσκολη, γεμάτη εσωτερικές έριδες και διεθνείς συμπληγάδες πορεία του
ελληνικού κράτους. Πάνω απ’ όλα, ένα γιγαντιαίο θέαμα που η Ελλάδα δεν είχε
ξαναζήσει. Ο Χαραλάμπης Άννινος έδωσε μια εξαιρετική περιγραφή των ημερών
εκφράζοντας τον κρυφό πόθο που είχε κάθε Έλληνας τις ημέρες των Ολυμπιακών
Αγώνων του 1896, τον ίδιο πόθο που εκφράστηκε και έναν και πλέον αιώνα
αργότερα, κατά τις ημέρες των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, και πάλι στην Αθήνα:
ότι η Ελλάδα είναι μια διεθνώς υπολογίσιμη δύναμη που μπορεί να προσφέρει στην
ανθρωπότητα ένα μεγαλειώδες θέαμα, αντάξιο του παρελθόντος της, αλλά και
τροχιοδεικτικό του δυνητικού μέλλοντός της. Μια Ελλάδα αισιόδοξη, δυναμική,
ενωμένη, σύγχρονη, οικουμενική, ανεπτυγμένη, ισχυρή.
Η διάψευση των πόθων του
Άννινου (αλλά, ίσως, και των αντίστοιχων πόθων των Ελλήνων στη νεότερη
Ολυμπιάδα) δεν καταργεί, ωστόσο, τη λάμψη και τη χαρά που προσφέρει τον άνθρωπο
κάθε θέαμα – και που καθιστά τόσο αναγκαίο για την ανθρώπινη ύπαρξη το θέατρο
με την ευρύτερη έννοιά του, από τις πρώτες στιγμές της έλλογης πορείας του
ανθρώπου πάνω στη γη. Ο άνθρωπος πάντοτε θα έχει ανάγκη από φωτεινές «παρενθέσεις»
λάμψης και χαράς σε μια ιστορική πραγματικότητα που συνεχώς θα προχωρά «με
φωτιά και με μαχαίρι». Και όσο υπάρχει αυτή η ανάγκη, πάντα θα χρειάζονται και
οι «λογογράφοι» εκείνοι, σαν και τον Άννινο που θα απαθανατίζουν εκείνες τις
πολύτιμες στιγμές καταγράφοντας το χρονικό τους.
Ηλίας Α. Τουμασάτος
[1] Η βιβλιογραφία για την αναβίωση
των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 είναι ευρύτατη σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο.
Αναφέρουμε εντελώς ενδεικτικά: Βασίλης Α. Καρδάσης, Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα 1896-1906, Αθήνα: Οργανωτική
Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004, 2004· Αικατερίνη Κορδούλη (επιμ.), Πρώτοι διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες, Αθήναι
1896 – Ενθυμήματα = First International Olympic Games, Athens 1896 –
Memorabilia, [Αθήνα]: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, 2004· Αλίκη Σολωμού –
Προκοπίου, Ιφιγένεια Βογιατζή (επιμ.), Η
Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα: Οι πρώτοι διεθνείς ολυμπιακοί αγώνες, Αθήνα:
Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, 2004· Βαλεντίνη Τσελίκα, Ολυμπιακοί Αγώνες 1896: Το λεύκωμα του
Άλμπερτ Μάγιερ, Αθήνα: Εξάντας, 1995· Νίκος Ε. Πολίτης, Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896, όπως τους έζησαν
τότε οι Έλληνες και οι ξένοι, Πάτρα: Αχαϊκές Εκδόσεις, 1996· Charles Maurras, Αθήνα 1896: οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες, μφρ. Παναγιώτα Πανταζή,
Αθήνα: Ωκεανίδα, 2000· Ευθυμία Παπασπύρου – Καραδημητρίου, Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896: Ειδήσεις από την εφημερίδα Το Άστυ (Ιούλιος 1894 - Απρίλιος 1896), Αθήνα:
Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, 2002· Ευθυμία Παπασπύρου –
Καραδημητρίου, Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του
1896: Ειδήσεις από την εφημερίδα Ακρόπολις (Ιούνιος 1894 - Απρίλιος 1896), Αθήνα: Ιστορική και Εθνολογική
Εταιρεία της Ελλάδος, 2002· Ευθυμία Παπασπύρου – Καραδημητρίου, Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 και θεατρικές
παραστάσεις: ειδήσεις από αθηναϊκές εφημερίδες, Πειραιάς: Τζέι και Τζέι,
2004· Ζαχαρούλα Μαρκοπούλου, Αθήνα η
Κοσμόπολις: Η Αθήνα του 1896 από το γαλλικό τύπο, Αθήνα: Δωδώνη, 2004· Αλέξανδρος Καποσδίστριας, Η οργάνωση και η επιτέλεση των Ολυμπιακών
Αγώνων του 1896, Αθήνα: χ.ε., 2005· Michael Llewellyn Smith, Οι Ολυμπιακοί του 1896 στην Αθήνα: η γένεση των σύγχρονων Ολυμπιακών
Αγώνων, μφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Αθήνα: Εστία, 2004.
[2] Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο
Τιμολέων Φιλήμων ([κείμενο χωρίς τίτλο], στο Οι Ολυμπιακοί Αγώνες 776 π.Χ. – 1896, Μέρος Β: «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες
1896 υπό βαρώνου δε Κουμπερτέν, Τιμολέοντος Φιλήμονος, Ν. Γ. Πολίτου και
Χαραλάμπου Αννίνου, γαλλική μετάφραση Leon Olivier, Αθήναι: Κάρολος Μπεκ, 1896 και Paris: H. Le Soudier, 1896, σσ. 8-34) αναφέρεται αναλυτικά στο ιστορικό χρηματοδότησης των Αγώνων από
ιδιωτικά συμφέροντα και από εσωτερικό δανεισμό, αφού το κράτος είναι
πτωχευμένο. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα (ό.π., σ. 18: «Άπαξ
δεκτού γενομένου, ότι, ένεκα των δυσχερειών, εις ας προήλθεν, απέναντι των
αλλοδαπών πιστωτών του κράτους, το Δημόσιον Ταμείον έπρεπε ν’ αποστή πάσης
χρηματικής αρωγής υπέρ του Ταμείου των Ολυμπιακών Αγώνων, εις απέμεινε τρόπος
προς πορισμόν του αναγκαίου χρήματος, η έκκλησις εις ατομικήν εισφοράν προς
τους Έλληνας, τους εντός και τους εκτός της Ελλάδος». Υπογραμμίζεται δε, με
ιδιαίτερα ειρωνικό τόνο, ότι το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να διαθέσει ένα
μέρος των απαιτούμενων εξόδων για τη διεξαγωγή της Ολυμπιάδας, ενώ ούτε την
ηθική στήριξη δεν παρείχε στην οργανωτική επιτροπή.
[3] Για τις τέσσερις Ζάππειες Ολυμπιάδες
(1859, 1870, 1875 και 1888-1889) βλ. ενδεικτικά Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης, Η θρυλική Ολυμπιάδα του Σπύρου Λούη: Φως
στις άγνωστες «Ολυμπιάδες» του Ζάππα και στα παρασκήνια των αγώνων της Αθήνας
του 1896, Αθήνα: Άγκυρα, 2004.
[4] Για τον Χαραλάμπη Άννινο βλ. εντελώς ενδεικτικά Κυριακή Πετράκου, «Ο Μπάμπης Άννινος ως θεατρικός
συγγραφέας», Κεφαλληνιακά Χρονικά,
τόμ. 9, (2003), σσ. 343-356· Ηλίας Τουμασάτος, «Το Αρχείο του Χαραλάμπη
(Μπάμπη) Άννινου, ευρισκόμενο στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου», Πρακτικά του Η΄ Διεθνούς Πανιονίου
Συνεδρίου, τόμ. IVB, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, 2009, σσ. 442-466·
Λεύκωμα επί τη συμπληρώσει της
τριακονταετηρίδος του φιλολογικού σταδίου του Χαραλάμπους Αννίνου 1869-1899.
Εν Αθήναις: Γεώργ. Κασδόνης – Εστία, 1900· Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί
περίπατοι, δεύτερος κύκλος, Εισαγωγή-επιμέλεια Αλέξης Ζήρας, Αθήνα:
Καστανιώτης, 2002, σσ. 243-244· Ν. Π. Αποστολόπουλος, «Ο Μπάμπης Άννινος ως
σατυρικός», Νέοι δρόμοι, αρ. φ. 6,
Ιούν. 1938, σσ. 5-15· Γεράσιμος Άννινος, «Μπάμπης Άννινος». Παγκεφαλληνιακόν Ημερολόγιον, αρ. 3
(1939), σσ. 253-257, κ.ά.
[5] Για την παρουσία του Άννινου στον φιλολογικό
σύλλογο «Παρνασσός» βλ. Ηλίας Α. Τουμασάτος, «Ο Χαραλάμπης Άννινος και ο
Φιλολογικός Σύλλογος "Παρνασσός": Μια διάσταση της αθηναϊκής
πνευματικής ζωής στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα», Κυμοθόη, αρ. 17 (2007), σσ. 183-195.
[6] Χ. Άννινος, Εδώ
κ’ εκεί, Εν Αθήναις: τυπ. Α. Κορομηλά, 1884.
[7] Χ. Άννινος, Αττικαί
Ημέραι, Αθήναι: χ.ό., 1894.
[8] Το πρώτο φύλλο των Ολυμπίων κυκλοφορεί την 11-11-1895 με εκδότες τους Χ. Άννινο,
Νικόλαο Λάσκαρη, Ν. Ιγγλέση, ως συνέχεια της διακοπείσας Εικονογραφημένης Εστίας. Κάθε τεύχος, εκτός από την κανονική ύλη,
συνοδεύεται και από «δελτίο», στο οποίο υπάρχουν σελίδες επικαιρότητας και
διαφημίσεις. Στο περιοδικό συνεργάζονται πολλοί από τον κύκλο της Εστίας (Ν. Λάσκαρης, Γ. Τσοκόπουλος, Γ.
Ξενόπουλος, Θ. Βελλιανίτης, Γ. Σουρής κ.ά.), ωστόσο μεγάλο μέρος της ύλης
καλύπτει θέματα επικαιρότητας γύρω από τους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες (τόσο
πριν όσο και μετά τη διοργάνωσή τους), καθώς και ιστορικές αναφορές σε αθλητικά
γεγονότα του παρελθόντος, ενώ επιχειρεί στη θεματολογία του να συνδέσει την
Ολυμπιάδα με ποικίλες εκφάνσεις της αθηναϊκής ζωής.
[9] Αναφέρουμε ενδεικτικά δημοσιευμένες ιστορικές
πραγματείες του Χ. Άννινου πριν το 1896: «Ουίγοι και Τόρεις», Εστία, τόμ. ΚΖ΄, αριθ. 682, 22 Ιαν.
1889, σσ. 49-54, «Χρονικά της Βασιλείας του Όθωνος – Ο Παπουλάκης», Εστία, τόμ. ΚΖ, αρ. 684, 5 Φεβρ. 1889.
σσ. 81-84, φ. 685 (12 Φεβ. 1889, σσ. 97-99),
686 (19 Φεβρ. 1889, σσ. 113-116), 688 (5 Μαρ. 1889), σσ. 245-248, 689
(12 Μαρ. 1889), σσ. 261-264, 690 (19
Μαρ. 1889), σσ. 281-285, 691 (26 Μαρ. 1889, σσ. 293-298), φ. 701 (1889), σσ.
460-464, 702 (1889), σσ. 477-483, 703 (1889), σσ. 496-500 και 704 (1889), σσ.
508-512, «Το έτος 1000 μ.Χ.», Εδώ κ’
εκεί, ό.π., σσ. 164-248, «Έλλην
θαλασσοπόρος», Παρνασσός, τόμος
ΙΔ (1891-1892), σσ. 15-27 κ.λπ.
[10] Χαρακτηριστικό είναι το υμνητικό για τη βασιλική
οικογένεια κείμενό του Άννινου «Δύο νύμφαι», Εστία, τόμ. ΚΣΤ’, αρ. 665, 25 Σεπ. 1888, σσ. 609-613.
[11] Οι
Ολυμπιακοί Αγώνες 776 π.Χ. - 1896. Τη εγκρίσει και υποστηρίξει του εν Αθήναις
Κεντρικού Συμβουλίου των διεθνών Ολυμπιακών αγώνων, του προεδρευομένου υπό της
Α.Β.Υψηλότητος του Διαδόχου Κωνσταντίνου / Les
Jeux
Olympiques 776 av.J.-C. 1896. Honoré
d’ une souscription du Comité central d’Athènes presidé par S.A.R. le Prince
Héritier de Grèce. Μέρος Α΄: «Οι
αγώνες εν τη αρχαιότητι», υπό Σπ. Γ.
Λάμπρου και Ν. Γ. Πολίτου, μετά προλόγου υπό Τιμολέοντος Φιλήμονος, γενικού
Γραμματέως των διεθνών Ολυμπιακών αγώνων. Μέρος Β: «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες 1896
υπό βαρώνου δε Κουμπερτέν, Τιμολέοντος Φιλήμονος, Ν. Γ. Πολίτου και Χαραλάμπου
Αννίνου, γαλλική μετάφραση Leon
Olivier, Αθήναι:
Κάρολος Μπεκ, 1896 και Paris: H. Le
Soudier, 1896.
[12] Αναφέρουμε ενδεικτικά άλλες εκδόσεις της εποχής
για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896: Ολυμπιακοί
Αγώνες εν Αθήναις, Μάρτιος – Απρίλιος 1896, πανηγυρικόν τεύχος της Εστίας, Αθήναι: Εστία, 1896· Το δεκαήμερον
των ολυμπιακών αγώνων εν τω λεπτομερών και κατά χρονολογικήν τάξιν
περιγράφονται οι ολυμπιακοί αγώνες, Αθήναι: χ.ο. 1896· Η Ελλάς
κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνας του 1896, Πανελλήνιον εικονογραφημένον λεύκωμα, Αθήναι:
Ακροπολις, 1896· Μ. Ν.de
Neufville, Esquisses
et
souvenirs: La
Grèce et les
Jeux
Olympiques 1896, Paris, A. Pedone, 1897.
[13] Πέτρος Κουμπερτέν (Pierre de Coubertin),
[κείμενο χωρίς τίτλο], Οι Ολυμπιακοί
Αγώνες 776 π.Χ. – 1896, μέρος Β’ Οι Ολυμπιακοί Αγώνες 1896, ό.π., σσ. 1-7.
[14] Τιμολέων Φιλήμων, [κείμενο χωρίς τίτλο], Οι Ολυμπιακοί Αγώνες 776 π.Χ. – 1896, μέρος
Β’ Οι Ολυμπιακοί Αγώνες 1896, ό.π., σσ. 8-28
[15] Τιμολέων Φιλήμων, ό.π., σ. 22.
[17] Νικόλαος Γ. Πολίτης, «Το Παναθηναϊκόν Στάδιον / Stade Panathenaique», Οι
Ολυμπιακοί Αγώνες 776 π.Χ. – 1896, μέρος Β’ Οι Ολυμπιακοί Αγώνες 1896,
ό.π., σσ. 29- 46.
[18] Χαραλάμπης Άννινος, «Περιγραφή των Αγώνων / Description des Jeux», Οι Ολυμπιακοί Αγώνες 776 π.Χ. – 1896, μέρος
Β’ Οι Ολυμπιακοί Αγώνες 1896, ό.π., σσ. 47-109.
[19] Χαραλάμπης Άννινος, «Περιγραφή των Αγώνων / Description des Jeux», στο
λεύκωμα Οι Ολυμπιακοί Αγώνες 776 π.Χ. –
1896, μέρος Β’ Οι Ολυμπιακοί Αγώνες 1896, ό.π., σσ. 47-50.
[30] Χαραλάμπης Άννινος, «Περιγραφή των Αγώνων / Description des Jeux», ό.π.,
σ. 98. Ακόμα και η παρουσία του πατέρα του Λούη σχολιάζεται από τον Άννινο προσανατολισμένη στο αρχαίο κλέος:
Παρομοιάζεται με τον ρόδιο Διαγόρα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου