Το μαγικό μπλε βανάκι του θείου Χρήστου

Για τα παιδιά κάποια πρόσωπα και πράγματα υπήρχαν ανέκαθεν, και υπάρχουν για πάντα. Επειδή, όσο (λίγο) θυμούνται τον εαυτό τους βρίσκονταν πάντοτε εδώ, μαζί με τα δέντρα, τα βουνά, το παιδικό δωμάτιο, τη θάλασσα. Και αυτά τα «ανέκαθεν εδώ», ακόμα κι όταν δεν είναι πια εδώ, κατά έναν περίεργο τρόπο καταλαμβάνουν έναν χώρο στο υπαρκτό σύμπαν, ακριβώς για τον λόγο ότι περιέχονται στις πρώτες μας αναμνήσεις.

Το μπλε Volkswagen βανάκι του θείου Χρήστου είναι ένα από αυτά τα «ανέκαθεν εδώ». Μια μπλε κλούβα, που ο θείος την ονόμαζε «Ο Καραμπέας» και τη χρησιμοποιούσε στην Αθήνα για να μεταφέρει τρόφιμα από και προς το παντοπωλείο του. Ζόρικη δουλειά, από πρωίας μέχρι νυκτός το μαγαζί ανοιχτό, μόνοι τους το κρατάγανε ο θείος με τη θεία… Το βανάκι, γκραν-γκρουν, έκανε τα δρομολόγιά του στους πελάτες, στους προμηθευτές, πέρα-δώθε υπομονετικά. 

Αυτό, έντεκα μήνες τον χρόνο. Γιατί τον εναπομείναντα ένα μήνα το βανάκι μεταμορφωνόταν. Δεν κουβαλούσε πια κούτες, σφουγγαρίστρες και καρτέλες με αυγά. Το πίσω μέρος του διαμορφωνόταν ειδικά με ψάθινες ή πάνινες καρέκλες πρόχειρα στηριγμένες, για να μεταφέρει όλη την οικογένεια του θείου, μαζί με τον γάτο Επαμεινώντα και τις καλοκαιρινές τους αποσκευές στο νησί. Όλον το χρόνο την περίμενε εκείνη τη στιγμή ο θείος Χρήστος – τη στιγμή που το βανάκι, σαν άλλη Σταχτοπούτα, θα μεταμορφωνόταν σ’ ένα μαγικό αυτοσχέδιο λεωφορείο για το αγαπημένο του νησί, το πατρικό του σπίτι, στην Άσσο. Εκεί, που το βανάκι δεν θα έκανε πια δρομολόγια στην πολύβουη πόλη, αλλά ονειρεμένες βόλτες στο κακοτράχαλο, λατρεμένο «κουρλονήσι» μας…

Εμείς έτσι το είχαμε γνωρίσει το βανάκι – ως μαγικό λεωφορείο διακοπών, που ερχόταν, μαζί με τον θείο και τη θεία και τα ξαδέρφια τα καλοκαίρια – και που με τον δικό του τρόπο μπορούσε να μαγέψει και τις δικές μας διακοπές…. Ο θείος με το που ερχόταν στο νησί γινόταν άλλος άνθρωπος. Ξεχνούσε τα βάσανα του χειμώνα και ακούραστος το καλοκαίρι όργωνε το νησί, με την οικογένεια και, βεβαίως, το βανάκι. Που χώραγε πολύ περισσότερο κόσμο απ’ όσο μπορεί να νομίζει κανείς. Που χώραγε κι εμάς,  και τους δικούς μας γονείς, καμιά φορά και τα ξαδέρφια μας, μα πόσες καρέκλες Χριστούλη μου μπορούσε να χωρέσει; Λες και το πίσω μέρος του μεγάλωνε (το πιστεύω, με τρόπο μαγικό, επαναλαμβάνω) για να μπορούμε να μπούμε όλοι. Και να μη νιώθουμε ποτέ στριμωγμένοι, πάντα μέσα στην άνεση – κυρίως πάντα μέσα στην τρελή χαρά μιας καλοκαιρινής εκδρομής.

Όλο το καλοκαίρι εμείς, στο δικό μας το χωριό, καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα από εκείνο του θείου, ήμασταν πάντα σε μια περίεργη επιφυλακή. Το είχαμε μάθει απέξω το ιδιότυπο γκραν-γκρουν, κάθε φορά που το βανάκι του θείου σταματούσε και πάρκαρε στη σκιά, κάτω από μια ελιά, και με το που ακουγόταν,  πριν καλά καλά το μπλε βανάκι φανεί στη στροφή, αρχίζαμε να τρέχουμε προς το πορτόνι, με μια γλυκιά και βασανιστική απορία για τα σχέδια που έκανε ο θείος εκείνη την ημέρα. Κι εκείνος ανέβαινε το ανηφοράκι, ψηλός, με τα μάγουλά του ήδη κοκκινισμένα από τον ήλιο, το περιποιημένο του μουστάκι και το μισάνοιχτο πουκάμισό του και γελαστός – είχε βγάλει πρόγραμμα.

Συνήθως, σύμφωνα με το πρόγραμμα, μας έπαιρνε, μαζί με τη μάνα μας ή και μόνους μας, στην Άσσο, και μας φιλοξενούσε πολλές φορές στο μακρόστενο σπίτι του με τα πράσινα παράθυρα ακριβώς πάνω από τη θάλασσα. Όχι μόνο εμάς, αλλά ενίοτε και τα ξαδέρφια μας. Και το σπίτι είχε τις ίδιες, θαρρείς, ιδιότητες με το βανάκι. Μεγάλωνε, διαστελλόταν, όταν έπρεπε να φιλοξενήσει κι άλλους ανθρώπους – παρ' όσα τραβούσαν ο θείος και η θεία όλο το χειμώνα, είχανε τόση χαρά όταν φιλοξενούσανε, στη λιγοστή τους σχόλη, όλα εκείνα τα παιδόπουλα.

 Άλλες φορές μέναμε στο σπίτι της γιαγιάς, αλλά μ’ έναν περίεργο τρόπο, ο θείος Χρήστος ήταν εκεί. Σ’ ένα μεγάλο ξύλινο κουτί, στο δωμάτιο της γιαγιάς, ήταν φυλαγμένες όλες οι καρτ-ποστάλ που έστελνε απ’ όλα εκείνα τα μέρη που είχε ταξιδέψει, κι εμείς τις διαβάζαμε και τις ξαναδιαβάζαμε, όπως και το πίσω μέρος, γραμμένο με τα καλλιγραφικά γράμματα του θείου, που είχε γυρίσει όλον τον κόσμο ως ναυτικός, αλλά πάντα η καρδιά του λαχταρούσε εκείνο το μακρουλό πράσινο σπίτι πάνω απ’ τη θάλασσα στην Άσσο.

Άλλες φορές το πρόγραμμα είχε διαφορετικούς προορισμούς, όλους συναρπαστικούς στα μάτια μας. Το μαγικό βανάκι μας ανέβαζε στον Αίνο και τρέχαμε μέσα στα έλατα. Μας πήγαινε στον Άγιο Γεράσιμο, κι εγώ τα βράδυα ξαγρυπνούσα σκιαγμένος από τις φωνές των αρρώστων που είχαν έρθει για να θεραπευτούν. Μας πήγαινε στο Αργοστόλι, την πρωτεύουσα του νησιού (κι ήταν τόσο αλλιώτικη η διαδρομή απ’ όταν πηγαίναμε με το λεωφορείο ή με ταξί, γιατί ο δρόμος ήταν γεμάτος από τα καλαμπούρια του θείου Χρήστου και τις αστείες του ιστορίες, που ο θεός ξέρει πώς τις ανακαλούσε πάντα στην κατάλληλη στιγμή). Μας πήγαινε στο Ληξούρι, τραγουδώντας «Αργοστολάκι μου έμορφο, Ληξούρι ξακουστό» και εμείς τσαλαβουτούσαμε στα ρηχά νερά και θαβόμασταν στην άμμο των Λεπέδων. Μας πήγαινε στη Σάμη, στην Αγία Ευφημία, ακόμα και μέχρι τη Σκάλα είχε φτάσει η χάρη μας, στην άλλη άκρη του νησιού, με ταπεράκια και παγουρίνα. Μεχρι και στην Αθήνα είχα ταξιδέψει μια φορά πάνω στην πρόχειρη καρέκλα με το μαγικό βανάκι, και ορκίζομαι ότι όσα ταξίδια κι αν έχω κάνει στη μεγάλη πόλη έκτοτε, ποτέ δεν έχω ξαναπεράσει από τα ίδια μέρη που πέρασα ταξιδεύοντας με το βανάκι, που σε κάθε διαδρομή το μπλε του κουβούκλι έμοιαζε να γινόταν διάφανο και εμείς αίφνης μπορούσαμε να δούμε πανοραμικά όλο το σύμπαν. Αλλιώτικο. Λίγο πιο μπλε.

Μέσα στο βανάκι με τις πρόχειρα στηριγμένες καρέκλες πάντα γινόταν ένα πανηγύρι, τόσο πιο θορυβώδες όσο μεγαλύτερος ήταν ο πληθυσμός του. Ο θείος δεν αρνιόταν ποτέ να μας βάλει στο κασετόφωνο την κασέτα που θέλαμε, και να τη δυναμώσει όσο θέλουμε για να ακούνε καλά και οι «πισινοί» - καμιά φορά, όταν στέρευε το δικό μας ρεπερτόριο, τραγουδούσε κι ο ίδιος… Και το μαγικό μπλε βανάκι του θείου Χρήστου, που δεν έτρεχε ποτέ με πάνω από 60 χιλιόμετρα, πορευόταν μακαρίως (με το χαρακτηριστικό του γκραν-γκρουν και το «μπαμπά μην τρέχεις» σετάκι με το κασετόφωνο) σκιτσάροντας  για μας, που δεν είχαμε αυτοκίνητο στο δικό μας σπίτι, το χάρτη των μοναδικών και ανεπανάληπτων καλοκαιρινών μας εκδρομών, ασφαλώς με χρώμα μπλε, πάνω στο νησί μας. Κι εμείς μεγαλώναμε, σιγά σιγά, κι όμως όλως περιέργως, πάλι χωρούσαμε όλοι εκεί μέσα (έχετε κουραστεί να ακούτε ότι το βανάκι είχε μαγικές ιδιότητες, το ξέρω, αλλά πώς να το κάνουμε; Είχε).

Μεγάλωσα κι εγώ, και ήρθε η ώρα, καλοκαίρι ήτανε πάλι, να βγουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων για το Πανεπιστήμιο. Δίπλα στο όνομά μου έγραφε «Νομικής Αθήνας» - κι ο θείος και η θεία, χωρίς να το σκεφτούν στιγμή και παρά την τόση δουλειά που είχαν με το μαγαζί, μας είπαν την απόφασή τους: «Θα μείνεις μαζί μας»…Κι εγώ, ενθουσιασμένος που εκείνη τη φορά το βανάκι φαινόταν ότι θα με πήγαινε σε πολύ πιο μακρινό προορισμό, άρχισα να ετοιμάζω τη φοιτητική μου βαλίτσα. «Είναι τα προικιά μου θείε», χαριτολογούσα, αλλά ο θείος φαινόταν ότι το είχε πάρει πολύ στα σοβαρά. Μία μέρα πριν φύγουν με τη θεία για την Αθήνα ήρθε να παραλάβει «τα προικιά» - εγώ έπρεπε να περιμένω κάποια χαρτιά και θα ταξίδευα αργότερα… Ο θείος μας ανακοίνωσε και τις αποφάσεις του: Θα έδινε το μαγαζί ώστε να μπορεί να έχει πιο πολύ χρόνο για το εγγονάκι του, που είχε έρθει εν τω μεταξύ, αλλά και για το αγαπημένο του νησί, και το αγαπημένο του σπίτι. Φορτώσαμε τη βαλίτσα στο μαγικό μπλε βανάκι, χαιρετηθήκαμε, κι εκείνο έφυγε κορνάροντας ρυθμικά, όπως κάνουν τ’ αμάξια που κουβαλούν τα προικιά.

Αυτό ήταν και το κορνάρισμα του αποχαιρετισμού. Εκείνο το φθινόπωρο, ο θείος ταξίδεψε πολύ πιο μακριά, όχι με το μπλε βανάκι. Μια αρρώστια ήρθε και τον πήρε, έτσι ξαφνικά, μέσα σε δύο μήνες.

Το μπλε μαγικό βανάκι του θείου Χρήστου όμως ήταν εκεί, παρκαρισμένο κάτω από τα δέντρα, έξω από το μαγαζί. Και για χρόνια ακόμα άκουγα εκείνο το μοναδικό του «γκραν-γκρουν», όταν ο ξάδελφός μου το έβαζε μπροστά. Για κάμποσα χρόνια. Ώσπου, μια μέρα, κι εκείνο έφυγε από το πεζοδρόμιο – αυτή τη φορά για πάντα.

Δεν το έχω πει σε κανέναν, γιατί θα με πουν αλαφροΐσκιωτο. Αλλά εγώ το ακούω ακόμα εκείνο το γκραν-γκρουν. Στον ύπνο μου. Και πάντα, όταν το ακούω, εμφανίζεται το μαγικό μπλε βανάκι. Κι από μέσα κατεβαίνει ο θείος Χρήστος. Και λέμε πάλι αστεία, όπως τότε. Και πριν προλάβει να βγάλει πρόγραμμα για καινούριες εκδρομές, εγώ του λέω πως θα ‘θελα τόσο, μα τόσο πολύ, όποτε μπορεί, να τον πάω κι εγώ μια βόλτα με το δικό μου σαραβαλάκι.

Ξέρεις τι χρώμα έχει, θείε; Μπλε…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα