Στιγμές υπό τον ήλιο 1: Οδός Τεράτων


Είμαι ο νονός της. Έχει ένα κανονικό όνομα, δεν το ξέρω… Μεγάλος δρόμος, μερικά χιλιόμετρα, όμορφος, με πεύκα, θάλασσα στο βάθος, μάντρες με πρασινάδες, χωράφια και λιοστάσια, μικρές κι απόκρημνες, περιφρονημένες παραλίες με βοτσαλάκια, σπίτια μοναχικά και ξενοδοχεία κλειστά, ποικίλων αισθητικών και αντικειμενικών αξιών. Σπάνια θα συναντήσεις άνθρωπο σ’ όλο το μήκος της. Κι αν τύχει και συναντήσεις, θα τρέχει με τ’ αμάξι του, θα κάνει βιαστικός τζόγκινγκ, θα τον σέρνει ο σκύλος του περισσότερο απ’ όσο αντέχει, θα σπριντάρει πάνω στο ποδήλατό του. Κουβέντα δεν θ’ ακούσεις ανθρώπινη στην οδό Τεράτων τον χειμώνα. Μονάχα το σφύριγμα του αέρα στις πευκοβελόνες, εκεί, στο σημείο που τα πεύκα ένθεν κι ένθεν του δρόμου σου ζητούν το παρασύνθημα της αναγνώρισης για να περάσεις ανάμεσα από την αψίδα σου. Ή τις βροντές, που σου λένε να επιταχύνεις αν δεν θες να καταλήξεις στο σπίτι σου το λιγότερο μούσκεμα και το χειρότερο με βρογχοπνευμονία.

Το καλοκαίρι θα δεις που και που να τη διαβαίνουν αμέριμνα ζευγάρια τουρίστες. Εκείνοι μιλούν, ναι μιλούν, γλώσσες επί το πλείστον άγνωστες σε σένα. Συναντιέστε κι εσύ στρίβεις προς τη μέση του δρόμου, γνήσιον τέκνον του Ξενίου Διός, αν περάσει κανένα μοτοσακό με ταχύτητα να πατήσει εσένα κι όχι το τουριστικό συνάλλαγμα.  Και μετά, ξανά στην άκρη του δρόμου, περπατάς, πάνω κάτω την οδό Τεράτων, μέσα στα χοντρά σου αθλητικά παπούτσια.

Στα σύνορα της οδού Τεράτων όλα ξαναγίνονται φυσιολογικά: Από τη μια μεριά, στη θάλασσα, περαντζάρουνε πολλοί άνθρωποι, ακούς κουβέντες, γέλια, καβγάδες ενίοτε, οικογένειες τσαλαβουτάνε στα ρηχά της μικρής παραλίας ή κοντά στα βραχάκια, παιδάκια τρέχουνε στην άμμο – ζωή. Από την άλλη πάλι, μια μεγάλη δημοσιά ενώνει την πόλη, τις κοσμικές παραλίες του νησιού και το αεροδρόμιο. Αμάξια πολλά, κόσμος πολύς, το καλοκαίρι λεφούσια, το χειμώνα, όσοι ανεβοκατεβαίνουν στην πόλη για να ταξιδέψουν, ή από τα παραπέρα χωριά για γιατρούς, ψώνια και φροντιστήρια. Στη μέση απ’ όλο αυτό, προς άλλη κατεύθυνση, η οδός Τεράτων. Που δεν πάει πουθενά συγκεκριμένα. Και πάει παντού, ταυτοχρόνως.

Μέσα στην ομορφιά της οδού Τεράτων το μάτι του άπειρου περαστικού δεν θα πέσει εύκολα στους τακτικούς διαβάτες της, εκείνους που της έχουν δώσει τ’ όνομά της: Τα φίδια και τα αρούρια  θα τα πετύχεις μονάχα τέζα, πατημένα από κανένα αυτοκίνητο, αλλιώς, ούτε που θα σε πλησιάσουν. Αυτούς φίλους σου δεν τους λες, πώς να σου δώσουν σημασία στην κατάστασή τους; Υπάρχουν όμως κι άλλοι διαβάτες: Τα αδέσποτα σκυλιά θα κολλήσουν πάνω σε σένα, τον όμοια αδέσποτο, τα λυπημένα τους μάτια, εσύ από τη μία θα παρακαλάς να φύγουν κι από την άλλη να σου κάνουν παρέα για λίγο, και τελικά θα σ’ ακολουθήσουν, μπορεί και για χιλιόμετρα, μέχρι που θα σε παρατήσουν για να κυνηγήσουν κάποιο αμάξι ή κάποιον άλλο περαστικό. Τα φαντάσματα των Ιταλών φαντάρων, που νομίζεις πως τους ακούς όταν περνάς κάθε φορά από τον λάκκο που τους εκτέλεσαν χωρίς δισταγμό οι Γερμανοί τον Σεπτέμβρη του ’43, κι ας ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Οι δικοί σου αιχμάλωτοι, οι άνθρωποι  που στοιχειώνουν εσένα και μέσα στην ησυχία της οδού Τεράτων ακούς καμιά φορά τις φωνές τους. Κι εσύ ο ίδιος, που όλους αυτούς τους νιώθεις φίλους σου και τους πονάς, γιατί τους μοιάζεις.

Κι εκεί που νομίζεις ότι έχεις αποτυπώσει με εντυπωσιακή ακρίβεια την τερατογεωγραφία (όπως αλλού θα έλεγε κανείς ανθρωπογεωγραφία) του δρόμου, έρχεται ξάφνου αυτό που όλες οι ιστορίες που σέβονται τον εαυτό τους έχουν στο τέλος τους. Η ανατροπή. Στην οδό Τεράτων η ανατροπή ήρθε μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, οχτώ και κάτι, μέσα στον ήλιο, τότε που μόνο εσύ, ο τακτικός διαβάτης, με βήμα ταχύ την κατηφόριζες, έχοντας μόλις προσπεράσει μια ξανθιά, που αποκλείεται κι αυτή να είναι τέρας, αποκλείεται να ξέρει όλους εκείνους που ξέρεις εσύ.

Κάτω από ένα δέντρο, αφού η ξανθιά είναι πίσω πενήντα μέτρα, βλέπεις ένα αμάξι. Με μια κορδέλα άσπρη δεμένη στην κεραία του ραδιοφώνου. «Κοίτα να δεις, έφερε και το αμάξι της» σκέφτεσαι. Δεν είναι δικό της. Παρακάτω, ακούς φωνές. Προχωράς, παίρνεις τη στροφή, κόβεις άξαφνα.

Ένας γαμπρός και μια νύφη φωτογραφίζονται μπροστά σε μια λιθιά, για την ακρίβεια, μπροστά στην μπουμπουκιασμένη πρασινάδα μιας λιθιάς. Ο φωτογράφος τραβάει, πιο πέρα η κουμπάρα, μάλλον έχει ψιλοσκάσει από τη ζέστη.

Σταματάς για λίγο. Θα φύγουνε, θα πάνε παρακάτω. Δε φεύγουνε. Έρχονται. Προς το μέρος σου. Γαμπρός, νύφη (κι αυτοί αναψοκοκκινισμένοι από τους 38 Κελσίου), ακάθεκτος ο φωτογράφος και η κουμπάρα σε οριακό σημείο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.

Προχωράς. (Ακολουθεί και η ξανθιά από πίσω, βρε μπας είναι κι αυτή δικιά μας;)… Προχωράς… Προχωράς… Τους συναντάς. Κοιτάς το γαμπρό και τη νύφη. Σε κοιτάνε. Ο φωτογράφος, προχωρεί. Η κουμπάρα σίγουρα μέσα της έχει κατεβάσει όλα τα καντήλια του Αγίου Γερασίμου.

Κόβεις. Κόβουνε κι αυτοί.

«Γεια σας παιδιά. Να ζήσετε!» Σκας κι ένα χαμόγελο.

«Ευχαριστούμε. Να ‘σαι καλά!». Και προχωράνε για το επόμενο ενσταντανέ. Και προχωράς αντίθετα κι εσύ, στο δρόμο σου, κρατώντας το χαμόγελο πλατύ (ο επόμενος που θα συναντήσεις είναι βέβαιο ότι θα σε θεωρήσει τουλάχιστον βλαμμένο).

Προς τί η έξτρα διάρκεια του χαμόγελου; Μα είναι κάτι που πρέπει να γιορτάσει κανείς. Είναι οι πρώτες κουβέντες που αντάλλαξες τόσα χρόνια στην οδό Τεράτων. Όχι με τους προαναφερθέντες ιδιαίτερους διαβάτες της, αλλά με κανονικούς ανθρώπους.

Νομίζω, ένας γάμος στην οδό Τεράτων είναι ένας καλός λόγος για ν’ αλλάξει όνομα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα