Είναι νύχτα έξω

V. Van Gogh - Έναστρη νύχτα

«Είναι νύχτα έξω»... Αυτή την πρόταση άκουγε κανείς απ’ όπου κι αν περνούσε. Γη, θάλασσα, ουρανός, παντού το ίδιο ακουγόταν. Παιδιά, μεγάλοι, ζώα, φυλλωσιές που θρόιζαν, ακόμη κι ο βραχνιασμένος απ’ την άμμο άνεμος της ερήμου, πουλιά και ψάρια – ακόμη κι αυτά είχαν ξεπεράσει τη ντροπή τους και μιλούσαν – όλοι έλεγαν τις ίδιες λέξεις. «Είναι νύχτα έξω...» Νύχτα σκοτεινή; Όχι σκοτεινή. Νύχτα χωρίς αστέρια, χωρίς φεγγάρι, μα όχι σκοτεινή.

Στη μεγάλη ζωγραφιά του ουράνιου θόλου, κάποιοι είχαν βαλθεί με πολλή δύναμη, πείσμα και μανία να σβήσουν όλα τ’ αστέρια από τον ουρανό. Με τεράστιες γομολάστιχες είχαν σαρώσει τα πάντα εκεί πάνω – αφήνοντας κάπου κάπου μικρές τρυπούλες απ’ την απροσεξία τους. Έσβηναν, έσβηναν χωρίς σταματημό ό,τι έλαμπε εκεί ψηλά, γρατζουνώντας τα σύννεφα και διώχνοντας τα πουλιά. Έσβηναν, και λέρωναν τη βροχή με τα τρίμματα απ’ τις γόμες.

Ήθελαν να ξεκάνουν τ’ αστέρια μια για πάντα. Ν’ αφήσουν τη νύχτα νύχτα, μα να τη φωτίσουν έτσι όπως ήθελαν εκείνοι. Κι επειδή οι άνθρωποι δεν ξέρουν να φτιάχνουν δικά τους αστέρια, σκέφτηκαν μια λύση που και βόλευε και ήταν του χεριού τους: Θα γέμιζαν τον ουρανό μικρές μικρές φωτιές (μόνο φωτιές ξέρανε να βάζουν οι άνθρωποι) και θά ‘καναν όλους τους άλλους εκεί κάτω να πιστέψουν πως, να, τώρα ολόκληρο το σύμπαν δεν είναι τίποτ’ άλλο εκτός από τις μικρές φωτίτσες τους. Κι επειδή και η γη είναι κι εκείνη ένα ψιχουλάκι απ’ αυτό το απέραντο σύμπαν, πρέπει κι εκείνη ολόκληρη να γίνει μια φωτιά. Κατά βάθος πίστευαν πως η γη, η δικιά τους γη, έπρεπε να γίνει πιο λαμπρή κι απ’ τον ήλιο. Έπρεπε να καεί – κι η λάμψη της να φωτίσει ολάκερη την πλάση.

Μα πού να τολμήσει κανείς μια τέτοια κόντρα στο φως της ημέρας, όταν ο ήλιος λάμπει εκεί ψηλά και κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί από τις ζεστές του αχτίδες; Είπαν λοιπόν να δράσουν νύχτα. Ο ήλιος (νόμιζαν) κοιμάται τότε, και μέχρι να ξημερώσει εκείνοι θα είχαν κάνει μια χαρά τη δουλίτσα τους – η γη θα γινόταν ένα φλεγόμενο άστρο (το μοναδικό, αφού όλα τ’ άλλα θά ‘χαν σβήσει), κι ο ήλιος θα θάμπωνε και θά ‘σβηνε σιγά σιγά μέσα στην κάπνα της καμμένης γης.

«Είναι νύχτα έξω». Κι όμως, πάνω απ’ τον πλανήτη είχε απλωθεί ένα αργόσυρτο μουρμουρητό, μια μελωδία γεμάτη αγωνία, που άλλους ξυπνούσε από το βαθύ τους ύπνο κι άλλους τους εκνεύριζε τόσο πολύ που στην αρχή απειλούσαν ότι θα καλέσουν την αστυνομία γιατί δεν είναι πράγματα αυτά βραδιάτικα, κι έπειτα γύριζαν από τ’ άλλο τους πλευρό και ροχάλιζαν τόσο δυνατά, που δεν μπορούσαν καν ν’ ακούσουν τις πρώτες σπίθες από τη φωτιά που άρχιζε να χαϊδεύει το ίδιο τους το σπίτι!

Οι γομολάστιχες είχαν πια τελειώσει το έργο τους. Τώρα έπρεπε να γεμίσει φωτιές ο ουρανός πριν κανείς πάρει χαμπάρι το σκοτάδι πού ‘χε πλακώσει τα πάντα. Έτσι κι έγινε: Ο θόλος δεν άργησε να πιτσιλιστεί από φώτα, κόκκινα άσκημα μπιμπίκια, χειροποίητους φλεγόμενους κομήτες που έπεφταν στη γη για να την κάνουν να τους μοιάσει.

Κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι μαρτύρησαν πως η ουρά αυτών των κομητών ήταν αλλιώτικα κόκκινη από το κεφάλι τους: Το κεφάλι είχε το κόκκινο της φωτιάς. Η ουρά, το κόκκινο του αίματος.

Κάποιοι άλλοι είπαν πως το αίμα ήταν ανακατεμένο με κραυγές, δάκρυα και πόνο. Οι κουτοί! Και το μουρμουρητό «είναι νύχτα έξω» μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε, μα κανείς δεν ήξερε αν ήταν απορία, κατάπληξη ή λυγμός.

Η έρημος είχε πάρει φωτιά. Στα δυο μεγάλα ποτάμια της το νερό μάταια πάσχιζε να σβήσει τις φλόγες, να ξεδιψάσει τους ανθρώπους, να ξεπλύνει το αίμα. Αργούσε, αργούσε πολύ το ξημέρωμα, μα κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Μαζί με τ’ αστέρια στον ουρανό, οι γομολάστιχες ήθελαν να σβήσουν και τα όνειρα των ανθρώπων. Γιατί τα όνειρα φτιάχνονται απ’ τη σκόνη που πέφτει από τ’ αστέρια όταν τρέχουν να κρυφτούν το ξημέρωμα. Τέλος τα άστρα, τέλος και τα όνειρα, λοιπόν. Αυτό θέλανε.

Τα παιδιά (γιατί κάτω απ’ όλες τις γωνιές τ’ ουρανού υπάρχουνε παιδιά) τρόμαξαν στην ιδέα πως ξαφνικά ήθελαν περισσότερο να κλάψουν παρά να ονειρευτούν. Οι καπνοί, το αίμα, η στάχτη, φέρνουν δάκρυα, όχι όνειρα. Κι έτσι, ξάγρυπνα, χωρίς όνειρα, βγήκαν στους δρόμους τρέχοντας, ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρουν μια γωνίτσα που δεν θά ‘ταν σκεπασμένη από εκείνο το φοβερό κόκκινο που ερχόταν από παντού: απ’ τη γη, απ’ τον αέρα, απ’ τη θάλασσα.

Ένας άνεμος φύσηξε ξαφνικά μέσα στο χαλασμό κι ένα παιδί –κανείς δεν έμαθε ποτέ τ’ όνομά του – πάνω στο τρέξιμο έκανε να κρύψει το πρόσωπό του και... πάρ’ τον κάτω!

Τ’ άλλα παιδιά σταμάτησαν να του δώσουν ένα χέρι, καθώς η φωτιά τους κύκλωνε από παντού – έπρεπε να βιαστούν, μα πώς να φύγουν χωρίς να σώσουν τον καλό τους φίλο; Μέσα στη συμφορά βρίσκει κανείς πιο πολλούς φίλους απ’ ό,τι στη γαλήνη.

Η φωτιά ήταν πολύ κοντά – μα ο μικρός είχε ξαπλώσει μπρούμυτα στο χώμα και περιεργαζόταν εκείνο που τον είχε κάνει να σκοντάψει τόσο άτσαλα. Μάταια οι άλλοι τον τραβολογούσαν με παρακάλια για να σηκωθεί. Μάταια! Κάποια στιγμή, σταμάτησαν να φωνάζουν, και τον άκουσαν να λέει φωναχτά:

«... Έτσι ο Άλη Μπάμπα κι οι δικοί του έζησαν όλη τους τη ζωή μέσα σε άφθονα πλούτη και με χαρά κι ευφροσύνη, σ’ εκείνη την πόλη, όπου μια φορά ήτανε φτωχός, και με τη βοήθεια του μυστικού αυτού θησαυρού ανέβηκε σε ψηλό βαθμό μέσα στην κοινωνία...»

Έσκυψαν από πάνω του – και τότε κατάλαβαν: Μέσα στην τόση κοκκινάδα, το βλέμμα του μικρού είχε καρφωθεί στις ασπρόμαυρες σελίδες ενός μισοσκισμένου βιβλίου... Τί έλεγε απ’ έξω; «Χίλιες... και... μια... Νύχτες!»

Η Χαλιμά, η μεγαλύτερη και πιο τσαχπίνα παραμυθού που είχε γνωρίσει ο κόσμος όλος, είχε κάνει το θαύμα της.

«ΣΟΥΣΑΜΙ ΑΝΟΙΞΕ!» φώναξαν όλα μαζί τα παιδιά, και ξαφνικά, σβήστηκαν όλες οι φωτιές από τον ουρανό! Νά ‘σου τα πάλι τ’ αστέρια (τζάμπα πήγανε τόσες γομολάστιχες)! Νά ‘σου πάλι και το φεγγάρι (εκεί λένε πως πήγε και κρύφτηκε η Χαλιμά όταν βαρέθηκε να λέει παραμύθια)!

Σήκωσαν το βιβλίο από το χώμα – κι έφυγαν – το παιδί που πάνω του είχε σκοντάψει το κρατούσε σφιχτά, στο μέρος της καρδιάς. Κι έτρεχαν, έτρεχαν, έτρεχαν, καθώς η γη καιγόταν ακόμα κάτω απ’ τ’ αστέρια. Μονάχα που, κάτω από κει που ήταν πεταμένο το μυστηριώδες εκείνο βιβλίο, αν τα παιδιά είχαν έστω και μια σταγονίτσα χρόνο για να κοιτάξουν πίσω τους, θά ‘ βλεπαν κάτι να ξεφυτρώνει γρήγορα γρήγορα μέσα απ’ το καμμένο χώμα.

Ναι, καλά καταλάβατε. Ήταν το ρόδο της ερήμου.

(Η μετάφραση του αποσπάσματος από τις Χίλιες και Μια Νύχτες είναι του Κώστα Τρικογλίδη – από το βιβλίο «Ο Άλη Μπάμπα και οι Σαράντα Κλέφτες», Αθήνα: Ύψιλον, 1988)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα