Μαθητευόμενοι μάγοι [με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ποίησης]

Εικόνα: Πωλ Σεζάν, "Ο ποιητής κι η μούσα"

Ήταν έκπληξη το πρώτο κείμενο που ανάρτησαν οι μαθητές μου στη δοκιμαστική έκδοση της ηλεκτρονικής εφημερίδας της τάξης τους – ήταν ένα ποίημα, που «συνομιλούσε» με την «Ιθάκη» του Καβάφη. Το παιδί που το έγραψε δεν ήθελε να δημοσιευτεί το όνομά του… Ένα παιδί σ’ ένα νησί, το 2012, που συνομιλεί με τον Αιγυπτιώτη Κ.Π. Καβάφη, που έζησε αλλού, πριν 100 χρόνια, που με τη σειρά του συνομιλεί με τον Όμηρο και τη διαχρονικά οδυσσειακή φύση του ανθρώπου… Άνθρωποι που δεν συναντήθηκαν ποτέ, που μόνο οι λέξεις της ποίησης τους έκαναν να συνυπάρξουν, να συγκινηθούν για λίγο μαζί. Ωραίο ταξίδι.

Σιγά σιγά ανακαλύπτω πως κι άλλα παιδιά γράφουν – άλλα πιο κρυφά, άλλα αποκαλύπτουν σε κάποιους φίλους το γοητευτικό μυστικό τους. Σ’ ένα σύμπαν ολότελα ηλεκτρονικό, υπάρχουν ακόμα στυλό που ζωγραφίζουν αισθήματα πάνω σε περιθώρια τετραδίων, κάτω από τις ασκήσεις των μαθηματικών, τις μακρόσυρτες απαντήσεις της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας. Τα παιδιά των έξυπνων κινητών και των κοινωνικών δικτύων έχουν κι άλλους τρόπους έκφρασης, πιο ενδιαφέροντες από τους προφανείς, πιο ουσιαστικούς, πιο σημαντικούς, και γι’ αυτό πιο κρυφούς…

Και από τη μία συγκινούμαι, γραφικός καθώς είμαι, μα από την άλλη νιώθω μεγάλη, τεράστια ανακούφιση, παρηγοριά, συνειδητοποιώντας ότι η ποίηση είναι ακόμα ζωντανή. Ότι οι νέοι άνθρωποι νιώθουν ακόμα την ανάγκη να εκφραστούν με τις λέξεις της ποίησης, να φτιάχνουν μικρά, προσωπικά, μυστικά σύμπαντα καμωμένα από λέξεις.

Οι άνθρωποι έχουν ακόμα ανάγκη να στιχουργούν. Αυτό σημαίνει πως ο κόσμος αυτός δεν έχει τελειώσει ακόμα. Σαν το κλειδωμένο πουλί στο κλουβί, που τόσο όμορφα περιέγραψε η Maya Angelou, έχουν ανάγκη τη χαρά του κελαηδίσματος – του ήχου που είναι τραγουδιστός, που ομορφαίνει με την ύπαρξή του τον κόσμο.

Οι περισσότεροι αναγνωρίζουμε σ’ αυτά τα παιδιά τους εαυτούς μας. Νεότεροι, όλο και κάποιο ποιηματάκι θα έχουμε σκαρώσει, όλο και κάποιο θα φυλάμε ακόμα. Νεότεροι. Όσο μεγαλώνουμε, πολλές φορές η ανάγκη να τραγουδήσουμε τις λέξεις γίνεται πιο μικρή – ίσως και να μικραίνει όσο λιγοστεύουν και οι φορές που ονειρευόμαστε ότι πετάμε. Μα όταν συμβαίνει αυτό σ’ έναν «μεγαλύτερο», να σκαρώνει ποιηματάκια ή να ονειρεύεται ότι πετάει, καμιά φορά ξυπνάει πιο ελαφρύς, καθώς ανακαλύπτει μια ξεχασμένη πηγή νιότης στα εντός του βάθη.

Γιατί γράφουν στίχους οι άνθρωποι; Γιατί τους αρέσει να παίζουν με τις λέξεις; Και γιατί μοιάζει σαν η παιδική φύση του ανθρώπου, όση εκάστοτε του έχει απομείνει, να είναι εκείνη που στιχουργεί;

Κάτι μαγικό συμβαίνει όταν ο άνθρωπος πιάνει τις λέξεις και προσπαθεί να τις ενώσει, να τις κάνει στίχους. Αν είναι μάγος πραγματικός, αυτό που θα καταφέρει τελικά είναι να τις μεταμορφώσει. Να τις ελευθερώσει από τη σκλαβιά τους, τη σκλαβιά στην οποία τις έχει καταδικάσει η γλώσσα. Τη σκλαβιά να είναι εκεί για να συμβολίζουν κάτι, να σημαίνουν κάτι. Ο αληθινός ποιητής, που, είπαμε, είναι και μάγος, με τα κόλπα του σπάει αυτή την αλυσίδα. Κι έτσι οι λέξεις ελευθερώνονται από το αφεντικό τους, τη σημασία τους, και παύουν πια να είναι η σκιά της σημασίας τους.

Κι αρχίζουν, οι μαγικές λέξεις, να ΕΙΝΑΙ. Να υπάρχουν μόνες τους. Να έχουν άλλη ζωή, δικιά τους. Να είναι κι αυτές όντα, όχι πια σκιές, και να φτιάχνουν, χέρι χέρι η μία με την άλλη, σύνολα τόσο όμορφα, τόσο παράταιρα καμιά φορά, τόσο μαγεμένα κι αυτά, που νομίζει κανείς ότι ακούει μια άλλη μουσική, μια μουσική δική τους, φτιαγμένη από γράμματα, από φθόγγους, από εικόνες που παράγουν οι ίδιες οι λέξεις.

Κι αυτή η μουσική μοιάζει με την πτήση των παιδικών ονείρων. Σε στέλνει πίσω σ’ έναν παράδεισο που κάποτε θυμάσαι πως έζησες, μα δεν ξέρεις πότε, κανείς δε σε είδε ποτέ εκεί, μα απλά το ξέρεις ότι υπάρχει.

Γι’ αυτό τα παιδιά δοκιμάζονται στην ποίηση. Όχι από την αγωνία τους να μιμηθούν τους μεγάλους ποιητές. Έτσι όπως τους διδάσκουμε, άλλωστε, είναι μάλλον πιθανότερο να τους μισήσουν παρά να τους αγαπήσουν. Αλλά από την αστείρευτη ανάγκη τους να δημιουργήσουν έναν δικό τους, μαγικό, παραμυθένιο κόσμο που είναι φτιαγμένος από τα απλούστερα υλικά – από λέξεις.

Ο ποιητής είναι ένας μικρός, φτωχός θεός, που κατασκευάζει το σύμπαν του με φτωχά υλικά – λέξεις μαγεμένες με τη συγκίνησή του, λέξεις που κεντάει με τη φαντασία του. Καμιά υλική πράξη του κόσμου τούτου δεν χρειάζεται – η ποίηση είναι η οικοδόμηση μιας καινούριας πραγματικότητας που υλικά είναι ανύπαρκτη. Μα συναισθηματικά πηγάζει από τα μεγαλύτερα, τα πιο δυσθεώρητα βάθη της ψυχής του ανθρώπου που επιχειρεί να την δημιουργήσει. Και που δεν ξέρει πού μπορεί να φτάσει για να αντλήσει το άυλο υλικό του, επειδή δεν ξέρει ούτε να μετρήσει, ούτε να περιγράψει το βάθος της ψυχής του.

«Μα μπορούν να γίνουν όλοι ποιητές;» θα ρωτούσε κάποιος…. Όχι. Δεν μπορούν όλοι να γίνουν σημαντικοί ποιητές. Αξίζει όμως να αισθανθούν αυτή την ανάγκη. Αξίζει, είναι πολύτιμο και ζωογόνο, όσοι τελικά την αισθανθούν, να προσπαθήσουν. Πολλές φορές. Και τα μάγια μπορεί να πιάσουν. Μπορεί και όχι.

Όσοι ασχολούμαστε με τα φιλολογικά, πολλές φορές με αρκετή μικροψυχία (αλλά και «ταλαιπωρημένοι» από τον τεράστιο όγκο των ποιητικών συλλογών που κυκλοφορούν αλόγιστα) ανακαλύπτουμε ποιήματα νεαρών ποιητών των προηγούμενων αιώνων που δεν κατάφεραν ποτέ να γίνουν γνωστοί, και σπεύδουμε, κάνοντας τη δουλειά μας, να τους κατατάξουμε στους «ελάσσονες». Κι αυτό είναι άχαρη, πολύ άχαρη και λυπηρή δουλειά, να βλέπεις όνειρα νέων ανθρώπων διαψευσμένα εκ των υστέρων. Μα τις πιο πολλές φορές ξεχνάμε ότι για τη ζωή εκείνων των ανθρώπων δεν έχει τόση αξία αυτό που βλέπουμε εμείς μετά από 100 ή 200 χρόνια, αλλά η έκρηξη που συντελέστηκε μέσα τους τότε, όταν ήταν ακόμη νέοι, όταν πάσχιζαν με μοναδικό όπλο τη φαντασία και τη συγκίνησή τους να απελευθερώσουν τις λέξεις, να απελευθερώσουν και να μοιραστούν ένα κομμάτι από την ψυχή τους.

Ίσως λοιπόν κι εμείς οι φιλολογίζοντες να χρειάζεται να αγκαλιάζουμε εκείνα τα ορφανά ποιήματα, με περισσότερη αγάπη. Και να παρατηρούμε τους νεοσσούς μας που ανοίγουν τα φτερά τους στιχουργώντας με περισσότερο ενδιαφέρον, μ’ εκείνη τη χαρά (παιδί της λαχτάρας) που σου προκαλεί το καινούριο που πάει να γεννηθεί, η ελπίδα ότι κάτι σπουδαίο μπορεί να βγάλει εκείνο το ταξίδι προς την Ιθάκη, την όποια Ιθάκη.

Και η ελπίδα ότι πάντα η συγκίνηση και η φαντασία θα κατοικούν στις ψυχές των μαθητευόμενων μάγων. Και θα τους δίνουν το έναυσμα να δοκιμάζουν μαγικά πάνω στις λέξεις, για να τους δώσουν ζωή, να τις κάνουν φτερά, για να πετάξουν προς το όνειρο.

Ίσως αυτό να εξηγεί ότι οι σπουδαίοι ποιητές δεν μεγαλώνουν στην πραγματικότητα ποτέ. Μένουν πάντα παιδιά. Μαθητευόμενοι μάγοι…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα