[15 Οκτωβρίου 2008]
Το ομολογώ. Ένας από τους λόγους που έφυγα από την Αθήνα ήταν ότι δεν μπορούσα να αντέξω την εικόνα της δυστυχίας. Τους ανθρώπους που έψαχναν στα σκουπίδια ή που κοιμούνταν στα χαρτοκιβώτια ή τις μάνες με τα αποκοιμισμένα παιδάκια στη χλαλοή των κεντρικών πεζοδρομίων. Ήρθα στο νησί, που συγκριτικά είναι πιο καλοζωισμένο (ή τουλάχιστον δεν έχει τόσο τεράστιες αντιθέσεις), μα οι εικόνες που ήθελα να ξεχάσω τρύπωσαν εντός μου, σαν αποσκευές.
Η ξιπασμένη νιότη μου δεν μπορούσε στην αρχή να αποδεχτεί την έννοια της φτώχειας, στα τέλη του 20ού αιώνος. Ακόμα κι όταν, μπατίρης φοιτητής, ένα μεσημέρι μέτρησα ακριβώς 75 δραχμές να έχουν απομείνει στην τσέπη μου, ένιωσα ανακούφιση. Γιατί μ' αυτές τις 75 δραχμές μπορούσα να πάρω εισιτήριο για να πάω σπίτι. Γιατί εγώ είχα ένα σπίτι για να πάω. Είχα - κι έχω, ανθρώπους πλάι μου. Αυτό αυτομάτως μ' έκανε πλούσιο. Μονάχα εμένα, όμως. Εγώ πάντα ήμουν ασφαλής, αλλά η φτώχεια κι η δυστυχία δεν έφευγαν από τη φωτογραφία.
Όταν έβλεπα τη φτώχεια να περνά, ή να κείτεται δίπλα μου, αναρωτιόμουν γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν κανέναν να τους νοιάζεται, την ίδια στιγμή που κι εγώ ο ίδιος τους προσπερνούσα.
Μια φορά πήγαινα να δώσω εξετάσεις. Ξενυχτισμένος, νηστικός και υστερικός όπως ήμουν, έπεσα ξερός στα σκαλιά του ηλεκτρικού, στην Ομόνοια. Όταν άρχισα να συνέρχομαι, ανήμπορος να σταθώ και καθισμένος σε ένα σκαλί, με το κεφάλι μου μέσα στα γόνατα, άκουγα το βουητό από τα βήματα και τις φωνές των ανθρώπων που ανέβαιναν τα σκαλιά, πολλή ώρα - αιώνες μού φάνηκαν... Ήταν εφιαλτικό... Κάποιος σταμάτησε και με έπιασε από τον ώμο. Με ρώτησε αν είμαι καλά. Αν χρειάζομαι κάτι. Αν έχω χρήματα.
Ντράπηκα, που με πέρασε για έναν από «εκείνους». Και μετά ντράπηκα που ντράπηκα. Σηκώθηκα, πήγα κι έδωσα εξετάσεις. Κοινοτικό Δίκαιο. Πού είναι το δίκαιο; Πού είναι η κοινότητα;
Η παγκόσμια κοινότητα θυσιάζει δισεκατομμύρια για να σώσει τους τραπεζικούς κολοσσούς-γαργαντούες, που φάγανε μέχρι σκασμού (και κατ' επέκτασιν κι εμάς τους μικροκαταθέτες). Αναρωτιέμαι γιατί ποτέ η υφήλιος, οι μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη, δεν ένωσαν ποτέ με τέτοιο ζήλο τις δυνάμεις τους για να σώσουν όλους εκείνους που δεν έχουν καταθέσεις, δεν έχουν δουλειά, δεν έχουν σπίτι, δεν έχουν φαΐ... Εκείνους, που παλεύουν για να ζήσουνε μ' αυτά που πετάμε εμείς...Εκείνους που μαζεύουν από το δρόμο ό,τι μείνει από τις λαϊκές;... Η αδελφή μου με επανέφερε χθες στην τάξη όταν της έλεγα πόσο κρίσιμη είναι η διεθνής συγκυρία, πόσα λεφτά χάθηκαν. «Στο χρηματιστήριο δεν χάνονται λεφτά. Αλλάζουν χέρια».
Κι εκείνα τα χέρια που είναι μόνιμα απλωμένα; Στο νου μου ήρθανε τα λόγια του Μακήθ, του αρχιερέα των ζητιάνων στην «Όπερα της Πεντάρας» του Μπρεχτ, λίγο πριν τον οδηγήσουν στο ικρίωμα:
«Κυρίες και κύριοι, βλέπετε να γκρεμίζεται ένας εκπρόσωπος μιας κοινωνικής δομής που γκρεμίζεται η ίδια. Διότι, τι είναι ένα αντικλείδι μπροστά στα χρεώγραφα; Τι είναι η διάρρηξη μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας; Και τι σημαίνει ο φόνος ενός ανθρώπου μπροστά στην καταβύθιση του ανθρώπου μέσα στις κοινωνικές ιεραρχίες; Μ' αυτά τα λόγια σας αποχαιρετώ».
Τελικά, ο Μακήθ τη σκαπουλάρισε...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου