Ξόρκια, βότανα και βιζικατόρια


Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε ως πρόλογος στο βιβλίο της Σωτηρούλας Γονατά-Μουστάκη Βότανα και πρακτική ιατρική (εκδ. Φανάρι, Κεφαλονιά 2008)

Σήμερα, σ’ έναν κόσμο όπου μικροχειρουργικές επεμβάσεις πραγματοποιούνται με τη βοήθεια της ρομποτικής τεχνολογίας, και που η γνώση και η πληροφορία μεταδίδονται με ένα δεξί ή αριστερό κλικ στο ποντίκι του υπολογιστή μας, μοιάζει με παραμύθι η αναδρομή σε μια εποχή κατά την οποία την ιατρική ασκούσαν πρακτικοί γιατροί με ξόρκια και βότανα και που τα κορίτσια περίμεναν τον κλήδονα για να μάθουν ποιος θα είναι ο καλός τους αντί να τον αναζητήσουν στο Διαδίκτυο. Κι όμως, εκείνος ο κόσμος είναι μόλις χθεσινός. Η απόσταση δεν είναι μεγαλύτερη από μια σταγόνα μέσα στο χρόνο: Δεν είναι και τόσο μακριά εξήντα, πενήντα, σαράντα, ή ακόμα και πολύ λιγότερα χρόνια πριν. Κι εγώ ακόμα θυμάμαι τους γονείς μου να ρίχνουν βεντούζες, να μού βάζουν κομπρέσα με οινόπνευμα ή και «βύσαλο» από τη σόμπα – θυμάμαι επίσης πόσο προσπαθούσα να θυμηθώ το περιεχόμενο διάφορων ξορκιών που έλεγαν η γιαγιά μου και η μάνα μου, η οποία εξακολουθεί σημειωτέον να με ξεματιάζει με κάθε ευκαιρία.

Αύριο – μεθαύριο τα παιδιά μου, όλα αυτά, που κι εγώ τις τελευταίες αναλαμπές τους έζησα, ίσως θα τα βλέπουν σαν μια ακόμη από τις περιπέτειες του Χάρι Πότερ, του μικρού μάγου. Ωστόσο, όλα αυτά που σε τούτο το βιβλίο συγκέντρωσε και μας διασώζει η Σωτηρούλα Γονατά-Μουστάκη δεν είναι προϊόν λογοτεχνικής φαντασίας – είναι μέθοδοι, πρακτικές και αντιλήψεις που ακολουθούνταν στην κοινωνία της Πυλάρου, αλλά και της Κεφαλονιάς γενικότερα, για αιώνες. Βότανα, ξόρκια και θεραπείες που από τα χρόνια της αρχαιότητας ως σήμερα επιστρατεύονταν από πρακτικούς γιατρούς, με την άδεια της λαϊκής σοφίας και υπό το κράτος της ανάγκης να δοθεί ανακούφιση στην αρρώστεια, τον πόνο και το κακό, όλα συγκεντρωμένα από μαρτυρίες ανθρώπων, κυρίως γυναικών, που έζησαν από κοντά την εφαρμογή τους ή οι ίδιες τα εφάρμοσαν.

Δυο δεκαετίες μετά την «Μαγική Ιατρική στην Κεφαλονιά» του Αγγελοδιονύση Δεμπόνου, το βιβλίο τούτο κομίζει στη διάθεση της έρευνας καινούριο υλικό, από έναν γεωγραφικό χώρο ανεξερεύνητο ως τώρα στον τομέα αυτό. Υλικό που είναι πολύ χρήσιμο τόσο για τους ιστορικούς της Ιατρικής, όσο και για τους λαογράφους και ανθρωπολόγους . Υλικό που είναι ευτύχημα που συγκεντρώθηκε από τη συγγραφέα, κυρίως μέσα από προφορικές συνεντεύξεις (καθώς τα βοτάνια, τα ξόρκια και τα μυστικά τους διαδίδονταν από στόμα σε στόμα, και δεν υπάρχουν γραπτές πηγές) μια και οι μαρτυρίες για την άσκηση της λαϊκής ιατρικής χάνονται μαζί με τους ανθρώπους που σιγά σιγά φεύγουν από κοντά μας.

Η σύνθεση όλων αυτών των αναμνήσεων μας φέρνει μπροστά στην εικόνα ενός κόσμου, που για να τον κατανοήσουμε πρέπει να βγάλουμε από το μυαλό μας κάποια πράγματα που σήμερα θεωρούμε αυτονόητα. Πρέπει να μεταφερθούμε νοητά σε εποχές πολύ δύσκολες, με μεγάλη φτώχεια, υποσιτισμό, αντίξοες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, και πολλές αρρώστειες. Σε εποχές με μεγάλη βρεφική θνησιμότητα, κατά τις οποίες ήταν σχεδόν αδύνατο να διαγνωστεί ακόμα και η αιτία του θανάτου (τον απέδιδαν συνήθως σε «κόρπο» (καρδιά) ή «συφόρεση» (εγκεφαλικό), ενώ υπήρχαν άνθρωποι που πέθαιναν από ένα απλό συνάχι που γύρισε σε «πλεμονία», επειδή πάτησαν ένα καρφί, ή από «παπουτσοφάωμα»). Εποχές κατά τις οποίες δεν υπήρχαν οι έννοιες της κοινωνικής πρόνοιας, της περίθαλψης, της ασφάλισης, που οι λιγοστοί γιατροί στην καλύτερη περίπτωση χρειάζονταν ώρες με το γαϊδουράκι για να μετακινηθούν από χωριό σε χωριό. Εποχές που το νοσοκομείο, ήταν στην καλύτερη περίπτωση δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, ενώ στη χειρότερη απλώς μια άγνωστη λέξη. Εποχές, που το φάρμακο όπως το γνωρίζουμε σήμερα ήταν επίσης άγνωστη λέξη, που ακόμα και η γάζα ή το οινόπνευμα ή το βαμβάκι που σήμερα έχουμε σε αφθονία στα φαρμακεία μας ήταν είδη πολυτελείας.

Οι άνθρωποι δεν είχαν τότε ούτε τους γιατρούς, ούτε τα φάρμακα, ούτε τα μέσα. Οι κίνδυνοι όμως ήταν παρόντες. Μια οποιαδήποτε αρρώστεια, όσο ελαφριά κι αν ήταν, έστω και μια μέρα να έριχνε κάποιον στο κρεβάτι μπορούσε να καταστρέψει όλη την οικιακή οικονομία. Γιατί σε εκείνες τις κοινωνίες ο καθένας είχε το ρόλο του και ήταν αναντικατάστατος. Ποιος θα έφερνε το μεροκάματο, τον άρτον τον επιούσιον; Ποιος θα φύλαγε το κοπάδι ή ποιος θα όργωνε τα χωράφια; Και ποιος θα έμενε μαζί με τον άρρωστο για να τον φροντίσει, αφού και οι γυναίκες πέρα από το σπίτι είχαν χωράφια, ελιές, αμπέλια, κοπάδια; Οι άνθρωποι, στην γεωργική και κτηνοτροφική κοινωνία της Πυλάρου βρίσκονταν σε ένα διαρκές δούναι και λαβείν με τη φύση. Κάθε μέρα για να ζήσεις έπρεπε να παλέψεις με τα στοιχεία της – με τον κακό καιρό, αλλά και με την κακή σοδειά, με την υπερβολική σωματική κόπωση. Οι άνθρωποι ήταν πιο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο, και ταυτόχρονα πιο απροστάτευτοι. Η ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι μικροί και μεγάλοι κίνδυνοι ήταν αδήριτη.

Και μαζί με τους κινδύνους και τις αρρώστιες, οι άνθρωποι είχαν κι άλλες ανάγκες, λιγότερο επιτακτικές, ωστόσο απαραίτητες για να γλυκάνουν τη σκληρή καθημερινότητα. Οι γυναίκες είχαν ανάγκη να αισθανθούν, μέσα στις κακουχίες που περνούσαν, όμορφες. Να έχουν λαμπερά μαλλιά, απαλό δέρμα (που τόσο ταλαιπωρούσαν μέσα κι έξω από το σπίτι).

Δεν είχαν άλλη επιλογή οι άνθρωποι από το να στραφούν στο φυσικό τους περιβάλλον. Να αναζητήσουν, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο αποτελεσματικά, τη λύση σε αυτά που προσέφερε η μητέρα φύση: βότανα από τους αγρούς, σπόρους και μέρη από καρπούς που οι ίδιοι καλλιεργούσαν, ζωϊκές πρώτες ύλες, ακόμη και σωματικά υγρά. Ό,τι είχαν στη διάθεσή τους και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Ό,τι μπορούσαν να εξοικονομήσουν ακόμα και από τη βασική τροφή (π.χ. τις φλούδες του κρεμμυδιού ή του λεμονιού). Ακολουθούσαν μια μακραίωνη παράδοση που μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά – είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ανακαλύπτει κανείς συνδέσμους με τα ιατρικά εγχειρίδια των μεγάλων αρχαιοελληνικών μορφών της ιατρικής επιστήμης. Μια παράδοση που βασιζόταν κυρίως στην παρατήρηση (ακόμη και των ζώων) – στην επανάληψη και την εφαρμογή. Μια παράδοση που εμπλουτιζόταν μέσα από νέα παρατήρηση, με αναμίξεις στοιχείων που η δοκιμή τους έδειχνε ότι μπορεί και να έχουν αποτέλεσμα. Αιώνες οι άνθρωποι αξιοποιούσαν στο έπακρο αυτά τα μέσα, πριν η σύγχρονη επιστήμη μας δώσει φάρμακα που παρασκευάζονται στο εργαστήριο. Δεν είναι λίγες οι φορές βέβαια που η Φαρμακολογία έχει ανατρέξει σε αυτήν τη λαϊκή ιατρική για να βρει την πρώτη ύλη για την παρασκευή φαρμάκων… Μια μακραίωνη πρακτική που απέδιδε μπορεί να μην είναι απόδειξη, αλλά είναι ασφαλώς ένδειξη για τον εντοπισμό της ουσίας που μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση μιας ασθένειας. Κι αυτό στην πράξη το έχουμε δει να συμβαίνει άπειρες φορές.

Πλάι στα αγνά, φυσικά υλικά, τα ξόρκια (ακολουθούμενα και από προλήψεις και δεισιδαιμονίες) ήταν η προσπάθεια του ανθρώπου, που βρίσκεται στη δίνη ανεξήγητων φυσικών φαινομένων και συχνά συγκυριών που θεωρούνταν θεόσταλτες, να αντιμετωπίσει με τρόπο «υπεράνθρωπο», υπερφυσικό, τον υπεράνθρωπο και υπερφυσικό κίνδυνο που έρχεται κατά πάνω του. Μαζί με τα βοτάνια, και το ξόρκι. Η αρρώστια δεν είναι μόνο το σύμπτωμα, ο σωματικός πόνος, είναι και μια αόρατη, απειλητική μορφή του κακού που έρχεται και σε βρίσκει άδικα και ανεξήγητα. Για να την αντιμετωπίσει λοιπόν ο άνθρωπος χρειάζεται και τη δύναμη που του δίνουν τα φυσικά φάρμακα, αλλά και τη μεταφυσική δύναμη που του δίνει το ξόρκι. Διπλά αρματωμένος, παλεύει σ’ έναν αγώνα απόλυτα άνισο…

Οι γυναίκες, όπως υπονοήσαμε, είναι οι φορείς αυτής της «ιατρικής» φροντίδας κατά κύριο λόγο. Εκείνες ξέρουν καλύτερα τα βοτάνια και τα ξόρκια, εκείνες αναλαμβάνουν και στην πράξη την ιατρική φροντίδα του ανθρώπου από τη γέννηση ως το θάνατό του. Γυναίκα (η μάνα, αλλά και επίκουρός της η μαμή) φέρνει στον κόσμο τον άνθρωπο, γυναίκα τον νεκροστολίζει και τον μοιρολογάει. Γυναίκα μαζεύει τα βοτάνια και παρασκευάζει τα αφεψήματα, τις αλοιφές, τα καταπλάσματα, τα καλλυντικά. Γυναίκα περιποιείται τον άρρωστο και τις πληγές του. Στο μεταίχμιο ανάμεσα στον φυσικό και τον μεταφυσικό κόσμο, η γυναίκα είναι εκείνη που κυρίως μετέρχεται τα ξόρκια (ας μην ξεχνάμε πόσες γυναίκες κάηκαν ως μάγισσες κατά την πρώιμη νεότερη περίοδο στην χριστιανική δυτική Ευρώπη). Υπάρχουν και άντρες πρακτικοί, αλλά οι γυναίκες είναι αυτές που χειρίζονται με την ίδια ευκολία και τον κόσμο της φύσης και τον κόσμο των πνευμάτων.

Αυτό το βιβλίο δεν έχει βέβαια σκοπό να μας κάνει να ξαναγυρίσουμε σε πρακτικές μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Αυτό που πετυχαίνει είναι να μας κάνει να γνωρίσουμε από πιο κοντά αυτή την εποχή μέσα από μια διάστασή της άκρως ενδιαφέρουσα: την άμυνα που ανέπτυσσαν οι άνθρωποι, στηριγμένοι αποκλειστικά σχεδόν στα ελάχιστα που παρείχε η φύση, απέναντι σ’ έναν κόσμο γεμάτο αρρώστειες και δυσκολίες. Άμυνα που τους έκανε, ίσως, να είναι περισσότερο έτοιμοι από εμάς για να αντιμετωπίσουν το κακό που τους έβρισκε ανεξάρτητα από το αν θα τα κατάφερναν ή όχι στο τέλος. Μπορεί οι τρόποι τους να μην ήταν αποτελεσματικοί πάντα, ωστόσο είχαν τρόπους. Και μπορεί εμείς σήμερα να έχουμε όλα τα μέσα στη διάθεσή μας για να αντιμετωπίσουμε κάθε αρρώστια, ωστόσο επί της ουσίας είμαστε πιο αδύναμοι, οι ίδιοι, ως άτομα, να αμυνθούμε. Χωρίς το στήριγμα της επιστήμης εμείς σηκώνουμε τα χέρια ψηλά. Εκείνοι είχαν κάτι, ένα βιζικατόρι, ένα ξόρκι, ένα βοτάνι. Με τις λιγοστές τους γνώσεις (και την πολλή απόγνωση) οι άνθρωποι της Πυλάρου, εκείνα τα χρόνια ίσως ήταν περισσότερο αυτάρκεις από εμάς σήμερα.

Δεν εννοώ, ασφαλώς, ότι πρέπει να ξαναγυρίσουμε σε βότανα και ξόρκια. Απλά, ίσως πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με τη φύση. Να κατανοήσουμε ότι είμαστε κι εμείς ένα από τα στοιχεία της, που οφείλει να βρίσκεται σε αρμονία με τα υπόλοιπα, κι όλα μαζί να αλληλοσυμπληρώνονται.

Αν συνειδητοποιήσουμε ότι ένα βοτάνι ήταν αρκετό (και ίσως είναι ακόμα) για να σώσει μια ζωή, θα μπορέσουμε να αντιμετωπίζουμε από δω και πέρα τη φύση με μεγαλύτερο σεβασμό. Και ίσως αυτό το τελευταίο, πέρα από τη συμβολή στη διάσωση ενός πολύτιμου κομματιού της παράδοσης της Πυλάρου, να είναι και το σημαντικότερο μήνυμα του βιβλίου αυτού που με τόσο μεράκι συνέθεσε η κ. Σωτηρούλα Γονατά-Μουστάκη.

Ας ξανακοιτάξουμε λοιπόν τη φύση, με άλλο μάτι. Και θα μάθουμε πολλά.

Ηλίας Τουμασάτος

Άνοιξη 2008

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα