Άσσος και Φρούριο: ταξίδι στον χρόνο


Άσσος, εκδήλωση Συλλόγων «Άσσος» και "Αστερίς", 15-7-2011

Ένα ταξίδι στον χρόνο έχει πάντα λιγοστές αποσκευές… Τις ψηφίδες που ο ίδιος ο χρόνος, ή η τύχη, επέλεξε να περισώσει, τις ιστορικές δηλαδή πηγές… Που δεν έρχονται στο φως την ίδια στιγμή, και πάντα κάπου ξέρουμε πως υπάρχουν και κάποιες άλλες «κρυμμένες»… Γι’ αυτό και κάθε τέτοιο ταξίδι δεν είναι ποτέ ίδιο. Κι αυτή είναι η γοητεία της ιστορίας. Νέα πράγματα έρχονται στο φως, μέσα από τις αρχειακές πηγές – και για το σημερινό μας ταξίδι στην Ιστορία της Άσσου και του Φρουρίου έχουμε ως αποσκευές τις μέχρι τώρα δημοσιευμένες μελέτες (κυρίως του Νίκου Μοσχονά και του Γεώργιου Μοσχόπουλου)– είναι βέβαιο ότι πολλά ακόμα θα έρθουν στο φως και πολλά ακόμα απομένουν να μελετηθούν… Όσο περισσότερες γίνονται οι ψηφίδες που ανακαλύπτουμε, τόσο περισσότερες γίνονται και οι ερωτήσεις μας.

Η δική μας ιστορία ξεκινά από το έτος 1576, στα χρόνια που η Κεφαλονιά βρισκόταν (ήδη από το 1500) υπό την κυριαρχία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Η παρουσία ανοιχτά της Άσσου μιας αρματωμένης βάρκας που προερχόταν από την Λευκάδα, η οποία βρισκόταν τότε υπό Οθωμανική κατοχή, θορύβησε τον Διοικητή (Προβλεπτή) της Βενετίας στην Κεφαλονιά Φραγκίσκο Τιέπολο. Η τότε πρωτεύουσα της Κεφαλονιάς, το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στη Λειβαθώ δεν μπορούσε να προστατέψει την Κεφαλονιά από το βορρά. Η Λευκάδα ήταν ορμητήριο όχι μόνο των Τούρκων, με τους οποίους η Βενετία βρισκόταν σε διαρκή αντιπαράθεση έχοντας ήδη διεξάγει τέσσερις πολέμους, αλλά και των πειρατών, που με τις επιδρομές τους καταλήστευαν το νησί και αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό. Η χερσόνησος της Άσσου ήταν το ιδανικό μέρος για να κατασκευαστεί ένα απόρθητο φρούριο ενταγμένο στο μεγάλο οχυρωματικό δίκτυο της Βενετίας, που κάλυπτε όλες τις κτήσεις της στην Αδριατική, το Ιόνιο, την Πελοπόννησο και την Κρήτη και, ελέγχοντας ουσιαστικά όλο το κεντρικό Ιόνιο, θα αποτελούσε ασπίδα προστασίας των κτήσεών της έναντι των Τούρκων και των πειρατικών επιδρομών αλλά και γέφυρα – αλυσίδα διακίνησης των προϊόντων της προς τη Μέση Ανατολή, από την οποία είχε χαθεί ο κρίκος της Κύπρου.

Η αναφορά του Τιέπολο στάλθηκε στη Βενετία το 1577, χωρίς ανταπόκριση. Εφτά χρόνια μετά, το 1584, το Συμβούλιο των Ευγενών της Κεφαλονιάς, επανέρχεται με το αίτημα της κατασκευής του νέου Φρουρίου. Η απάντηση αυτή τη φορά είναι θετική, αλλά με μία προϋπόθεση: καθώς το έργο απαιτούσε τεράστια ποσά, οι κάτοικοι του νησιού θα έπρεπε να συμμετέχουν στα έξοδα. Χρειάστηκαν άλλα δέκα χρόνια, η δέσμευση ότι οι κάτοικοι θα συνεισφέρουν με τριάντα χιλιάδες ημερομίσθια και αλλεπάλληλες επαφές μεταξύ αξιωματούχων, για να αποφασιστεί τελικά η ανέγερση του Φρουρίου.

Η τελική έγκριση δίνεται το 1593 και τότε, στην απόκρημνη χερσόνησο της Άσου, όπου μαρτυρείται πως υπήρχαν και παλαιότερα ερείπια, αρχίζει ένα τεράστιο έργο για την εποχή, όσον αφορά τόσο τον όγκο των υλικών, τα εργατικά χέρια και το κόστος, υπό την επίβλεψη του στρατιωτικού Ραφαέλο Ρασπόνι υπό τις τεχνικές οδηγίες του μηχανικού Μαρίνο Τζεντιλίνι. Οι πρώτες οχυρωματικές εργασίες ολοκληρώθηκαν μέσα σε δύο χρόνια – είναι όμως βέβαιο ότι τα έργα θα πρέπει να συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια μετά – και οι Κεφαλονίτες θα πρέπει να πλήρωναν το αντίτιμο αυτής της προστασίας για πολύ περισσότερα. Οι διαστάσεις του μνημείου όπως το βλέπουμε σήμερα, με έκταση τειχών περίπου 3.000 μέτρα, τέσσερις πύλες και πέντε προμαχώνες, αλλά και η συνολική έκταση του χώρου που έπρεπε να διαμορφωθεί στο εσωτερικό του κάστρου (έκταση 440 στρέμματα) μας μαρτυρούν το μέγεθος του εγχειρήματος.

Όπως φαίνεται και από την κτητορική επιγραφή στο εξωτερικό της κύριας πύλης του Κάστρου, ο στόχος της Βενετίας τελικά ήταν πολύ πιο φιλόδοξος από τη δημιουργία ενός αμυντικού έργου. Εδώ θα χτιζόταν μια καινούρια πολιτεία, η οποία δυνητικά θα γινόταν η καινούρια πρωτεύουσα του νησιού. Η Βενετία διορίζει διοικητή (Προβλεπτή) στο Φρούριο, οικοδομεί δημόσια κτίρια εντός του Φρουρίου, για τις ανάγκες της διοίκησης και της στρατιωτικής δύναμης που φιλοξενούνταν εκεί και καλεί τους κατοίκους του νησιού, ιδίως της βόρειας περιοχής, να εποικίσουν την καινούρια πόλη.

Αλίμονο όμως, οι Κεφαλονίτες δεν ανταποκρίνονται εύκολα στο κάλεσμα των Βενετών. Το οροπέδιο εντός του Φρουρίου είναι επίπεδο, τα γεωτεμάχια που χωρίζονται για εποικισμό είναι μεγάλα, αλλά ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα επιλέξουν να κατοικήσουν στην καινούρια πόλη. Ο βασικός λόγος ήταν ότι το Φρούριο δεν είχε νερό. Όποιος επέλεγε να ζήσει εκεί λοιπόν, ήταν υποχρεωμένος να ανοίξει στο χώρο του μια μεγάλη δεξαμενή για τα όμβρια ύδατα. Αντίστοιχα προβλήματα είχε και η φρουρά – που έγινε απόπειρα να επιλυθούν με μεγάλες ομβροδεξαμενές. Η πόλη φαίνεται λοιπόν να έχει όλες τις προδιαγραφές, εκτός από ικανό αριθμό πολιτών.

Επιπλέον, τα έργα ανοικοδόμησης είχαν αχρηστεύσει ουσιαστικά το λιμενίσκο της Άσσου, που είχε γίνει πολύ ρηχός από τις προσχώσεις και δεν μπορούσε να αποτελεί καταφύγιο για τα βενετικά πλοία. Τέλος, η δύσκολη οδική συγκοινωνία της Άσσου με την υπόλοιπη Βόρεια Κεφαλονιά δημιουργούσε κι άλλα προβλήματα: μέχρι να επέμβουν οι στρατιωτικές δυνάμεις του Κάστρου σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της βόρειας Κεφαλονιάς, οι τυχόν επιδρομείς προλάβαιναν άνετα να ολοκληρώσουν το έργο τους.

Και επιπλέον, τα προβλήματα για τη Βενετία μεγαλώνουν. Το 1669 οι Βενετοί χάνουν τον Ε΄ Ενετοτουρκικό Πόλεμο και μαζί του την Κρήτη. Η Γαληνοτάτη αρχίζει να παρακμάζει σιγά σιγά. Σε μια τελευταία αναλαμπή, στον 6ο Ενετοτουρκικό Πόλεμο, η Λευκάδα περνά στα χέρια της Βενετίας. Το Ιόνιο γίνεται ξανά βενετική λίμνη και το Φρούριο της Άσσου χάνει τη στρατηγική του σημασία.

Για το πότε αρχίζει η ύπαρξη του οικισμού της Άσσου, έξω από το Κάστρο, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια δημιουργίας της καινούριας πόλης του Φρουρίου, οι μέχρι τώρα ειδήσεις που έχουμε από τις ιστορικές πηγές είναι ότι εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 17ο αιώνα, οπότε διακρίνεται στα κρατικά έγγραφα από την Fortezza d’ Asso και αναγράφεται ως Stretto sive Borgho d’ Asso, ή «Προάστειον Άσσου». Πάντως το 1682 ο οικισμός της Άσσου πρέπει ήδη να είναι πολύ ανεπτυγμένος, καθώς σε κατάλογο των φορολογουμένων εκείνης της χρονιάς φαίνεται ότι μόλις 39 οικογένειες διαμένουν στο Φρούριο και 121 στον οικισμό της Άσσου – φαίνεται πως οι κάτοικοι επιλέγουν να μείνουν στα παράλια, καθώς ο φόβος της πειρατείας έχει εξαλειφθεί, ενώ δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι μετά την άλωση του Χάνδακα το 1669 μαρτυρείται η μετάβαση Κρητικών στην Άσσο, μεταξύ των οποίων και καλλιτεχνών, όπως ο Δημήτριος ο Κρης.

Η φιλοδοξία να δημιουργηθεί μια μεγάλη πόλη δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ – η εποχή των καστροπολιτειών και της πειρατείας σιγά σιγά περνάει στο παρελθόν κι έτσι το Κάστρο της Άσσου δεν θα γίνει ποτέ πρωτεύουσα του νησιού. Ένα τεράστιο και δαπανηρότατο έργο αποδείχτηκε σχεδόν άχρηστο… Το 1757 η Βενετική Διοίκηση μεταφέρει την πρωτεύουσα όχι στην Άσσο, αλλά στο Αργοστόλι, το επίνειο του Φρουρίου του Αγίου Γεωργίου – η πρωτεύουσα δε φοβάται πια να βρίσκεται στα παράλια. Σαράντα χρόνια μετά οι Βενετοί θα φύγουν οριστικά, και τη θέση τους θα πάρουν οι Δημοκρατικοί Γάλλοι, που θα μείνουν για μόλις δύο χρόνια, στη διάρκεια των οποίων θα επιχειρήσουν έργα συντήρησης των δημόσιων κτιρίων κα και θα προγραμματίσουν τη διάνοιξη θαλάσσιας τάφρου στον ισθμό – έργο που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Εκείνη την εποχή το Κάστρο έχει την αντιφατική εικόνα ενός μικρού χωριού με μεγάλα δημόσια κτίρια, απομεινάρια της βενετικής διοίκησης (στρατώνες, κατοικία του Προβλεπτή και άλλα). Στην περίοδο της Αγγλοκρατίας η βελτίωση του οδικού δικτύου όλου του νησιού που επιχείρησαν οι Άγγλοι υπήρξε ιδιαίτερα ωφέλιμη για την Άσσο, που έγινε πιο εύκολα προσπελάσιμη από την υπόλοιπη Κεφαλονιά, καθώς κατασκευάστηκε ο δρόμος Άσσου- Φισκάρδου και ο δρόμος της Φάλαρης, υπερνικώντας μάλλον καθυστερημένα ένα εμπόδιο που απέτρεψε το Φρούριο από το να γίνει πρωτεύουσα του νησιού…

Δύο χρόνια μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, το 1866, και στο πλαίσιο της διαδικασίας ενσωμάτωσης των νησιών στο Ελληνικό Βασίλειο, η Νομαρχία Κεφαλονιάς διαιρείται σε Δήμους, ένας από τους οποίους είναι και ο Δήμος Άσου, με συνολικό πληθυσμό 4794 κατοίκους και έδρα την Άσσο, τον οποίο συναποτελούσαν οι οικισμοί Άσσος και Φρούριο (που είχαν τότε μαζί 1190 κατοίκους), Δεφαρανάτα, Κοκολάτα, Κοθρέας, Πατρικάτα, Καρυά, Βαρύ, Κομιτάτα, Νεοχώριον, Πλαγιά και Πύργος. Το έμβλημα του Δήμου ήταν ένα κριάρι (ενώ το αντίστοιχο έμβλημα του γειτονικού Δήμου Δολιχίου ήταν η πρώρα). Το 1892 ο Αντώνιος Μηλιαράκης δίνει πληθυσμό για την Άσσο 670 κατοίκους, ενώ στο φρούριο συναντά μόλις 20 οικίσκους.

Το 1912, ο Δήμος Άσσου χωρίζεται σε κοινότητες, μία από τις οποίες ήταν η Κοινότητα Άσου, αποτελούμενη από τους οικισμούς Άσσος, Φρούριο, Δεφαρανάτα και Πατρικάτα, ενώ στην απογραφή του 1920 η κοινότητα αποτελείται μόνο από την Άσσο, με πληθυσμό 378 κατοίκους, και το Φρούριο, με πληθυσμό 54 κατοίκους. Στις δύο επόμενες απογραφές ο πληθυσμός της Άσσου μειώνεται (347 κάτοικοι το 1928 και 299 το 1940), ενώ του Φρουρίου αυξάνεται, εξαιτίας της ίδρυσης και λειτουργίας σε αυτό των αγροτικών φυλακών (93 κάτοικοι το 1928, 136 το 1940). Πάνω από 50 διαφορετικά επίθετα συναντάμε στην Άσσο στους εκλογικούς καταλόγους του 1910,[1] και γύρω στα 15 στο Φρούριο.[2]

Χωροταξικά ο οικισμός της Άσου ήταν οργανωμένος σε δύο βασικές συνοικίες, το Ξυλιέρι και το Κουτσοχώρι, οι οποίες εκτείνονται στους δύο λοφίσκους που περιβάλλουν την παραλία. Στην μεταξύ των λοφίσκων μικρή πεδινή έκταση, τα «Περιβόλια» βρίσκονταν λίγα σπίτια και περισσότεροι κήποι, ενώ ο Ρύακας, ο χείμαρρος που κατέβαινε από τους λόφους προς το λιμάνι και συχνά όταν πλημμύριζε προκαλούσε ζημιές στα σπίτια του χωριού δημιουργούσε επίσης μια οικιστική γραμμή και οριοθετούσε και την αγορά της Άσσου: Ο «Φόρος» (από το λατινικό forum = αγορά) είναι χώρος περιπάτου και συνάντησης των κατοίκων όλων των επιμέρους συνοικιών. Η άλλη νοητή οικιστική γραμμή ήταν η ακτογραμμή, γύρω από την οποία κτίζονται κατοικίες.

Η οικονομία της Άσσου στα χρόνια πριν τους σεισμούς στηρίζεται κυρίως στην καλλιέργεια της γης. Στον εκλογικό κατάλογο του Δήμου Άσσου του 1910, οι περισσότεροι άρρενες κάτοικοι του οικισμού της Άσσου αλλά και εκείνου του Φρουρίου αναφέρονται ως γεωργοκτηματίες (μικροκαλλιεργητές, σε αντίθεση με μικρή μερίδα πληθυσμού που αναφέρεται ως κτηματίες – ιδιοκτήτες που δεν καλλιεργούν οι ίδιοι τη γη που τους ανήκει). Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις άλλωστε δεν ήταν μεγάλες στο ορεινό ανάγλυφο της Άσσου: Τα «περιβόλια» στην παραλία, το Φρούριο, εντός και εκτός, αλλά και οι λοφίσκοι γύρω από τον οικισμό στους οποίους μέχρι σήμερα σώζονται οι αναβαθμίδες που είχαν κατασκευάσει οι Ασιώτες προκειμένου να μεγιστοποιήσουν την διαθέσιμη προς καλλιέργεια έκταση. Τα βασικά προϊόντα είναι η σταφίδα, το κρασί και το λάδι – τουλάχιστον τέσσερα ελαιοτριβεία λειτουργούσαν στην Άσσο αλλά και στο Φρούριο. Λιγότεροι αριθμητικά χαρακτηρίζονται «γεωργοποιμένες», πράγμα που δείχνει ότι η κτηνοτροφία ήταν λιγότερο ανεπτυγμένη, ελλείψει εκτάσεων, και λιγότεροι ακόμη αλιείς. Μικρός αριθμός κατοίκων έχει το επάγγελμα του ναυτικού – ωστόσο στη ναυτιλία θα στραφούν οι περισσότεροι νέοι της Άσσου μετά τους σεισμούς του 1953. Σ’ αυτή τη στροφή αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζει η άνθηση των εφοπλιστικών οικογενειών της Άσσου, που από τα χρόνια του κριμαϊκού πολέμου και μετά έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας: πρόκειται για τις οικογένειες Δεστούνη, Γιαννουλάτου και Αγγελάτου.

Στη μικρή κοινωνία της Άσσου και του Φρουρίου συναντάμε και άλλα επαγγέλματα: έμποροι και εμποροϋπάλληλοι, αρτοποιός, παντοπώλης, κρεοπώλης, υποδηματοποιός, αμαξηλάτης, ζαχαροπλάστης, φυστικοπώλης, καπνέμπορος, ράφτης, κτίστης, εργάτης, ξυλουργός, υπηρέτες, αλλά και γιατροί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, γραμματείς, δημοδιδάσκαλοι. Το 1892 συναντάμε στην Άσσο δύο δημοτικά σχολεία, ένα αρρένων και ένα θηλέων, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσε και Σχολαρχείο.

Τα παραπάνω στοιχεία μας δίνουν την εικόνα μιας κοινωνίας η οποία στηρίζεται στη γεωργία, ωστόσο έχει και χαρακτηριστικά «αστικοποίησης». Η κοινωνική διαστρωμάτωση, υποδηλώνεται και από τις αισθητές διαφορές στην αρχιτεκτονική των κατοικιών ιδίως στην Άσσο: Το Κουτσοχώρι είναι η λαϊκότερη συνοικία του χωριού, ενώ τα περισσότερα αρχοντικά βρίσκονται κυρίως κατά μήκος του Ρύακα, στην παραλία, και λιγότερα στο Ξυλιέρι. Όπως συμβαίνει και στις κοινωνίες που ξεφεύγουν μερικά ή σταδιακά από την πρωτογενή παραγωγή σε ολόκληρη την Ευρώπη, η παλιά αριστοκρατία των γαιοκτημόνων και η τάξη των γεωργών συνυπάρχουν με διακριτό τρόπο, και μεταξύ τους αναπτύσσεται σταδιακά η μεσοαστική τάξη των εμπόρων και των επαγγελματιών.

Και στην κοινωνία της Άσσου υπάρχουν, ωστόσο, οι χώροι και οι περιστάσεις όπου οι κοινωνικές τάξεις συναντιούνται και αναπτύσσονται κοινωνικές σχέσεις: Η εκκλησία και οι σχετιζόμενες γιορτές της είναι ένας τέτοιος χώρος. Στην Άσσο, οι ναοί που συναντάμε προσεισμικά είναι πολλοί και ανισομερώς γεωγραφικά κατανεμημένοι: Στο Ξυλιέρι υπάρχει μόνο ένας ναός, αυτός της Αναλήψεως. Στο Φρούριο, υπάρχει και σώζεται μέχρι ένας ορθόδοξος ναός, αυτός του Προφήτη Ηλία, ενώ υπήρχε και εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, αλλά και τρεις καθολικοί ναοί, η «Φραγκόκλησσα», ο ναός του Αγίου Μάρκου και της Παναγίας στης «Σπιταλιόρας», που πρέπει να ήταν το ναΐδριο του βενετικού νοσοκομείου. Πάνω στη χερσόνησο του Κάστρου υπάρχει η εκκλησία της Παναγίας του Ακαθίστου, της Πλακούλας, που ανήκε στην οικογένεια Αντίπα, η οποία μάλιστα είχε οικοδομήσει και την μικρή εκκλησία της Ευαγγελίστριας κοντά στο σπίτι της στον οικισμό της Άσσου. Στην ίδια ευθεία, στο Κουτσοχώρι, υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, της οποίας σώζεται σήμερα μόνο το κοιμητήριο, ενώ ψηλότερα ακόμη, χτισμένη στο βράχο από την πλευρά του κόλπου του Μύρτου υπήρχε η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Λίγο ψηλότερα, ο σωζόμενος σήμερα ναός του Αγίου Γεωργίου, και ακόμη πιο ψηλά και απόμερα από το χωριό ο παλαιότερος κατά τις μαρτυρίες προσεισμικός ναός της Άσσου, ο Άγιος Σπυρίδων. Ο κατάλογος των ναών της Άσσου και του Κάστρου συμπληρώνεται από το ναό της Παναγίας στα Περιβόλια, που βρίσκεται σήμερα κοντά στην πλατεία του χωριού.

Με τις θρησκευτικές γιορτές συνδέονται και τα πανηγύρια του χωριού: Του Αγίου Γεωργίου, τον Απρίλιο, όπου ελάμβανε χώρα χορός, όπως, παλαιότερα και σε εκείνο του Προφήτη Ηλία στο Φρούριο, τον Ιούλιο, αλλά και της Παναγίας στα Περιβόλια το δεκαπενταύγουστο και των Αγίων Αναργύρων τον Νοέμβριο.

Μάσκαρες, χοροί, ακόμη και με στολισμένα άρματα, με επίκεντρο το σχολείο του χωριού που βρισκόταν στη θέση του σημερινού τουριστικού περιπτέρου, διοργανώνονταν και κατά τη διάρκεια των Αποκριών. Οι γιορτές περιελάμβαναν μποτέγα (δηλαδή μπουφέ στον οποίο συνεισέφεραν όλοι οι χωριανοί), καντρίλιες και τραγούδια με μαντολίνα. Αντίστοιχα γιορταζόταν και η Πρωτομαγιά, αυτή τη φορά στο Κάστρο, με φαγητό και χορό.

Σημαντικό ρόλο στη μεσοπολεμική ιστορία της Άσσου αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία των αγροτικών φυλακών στο Φρούριο. Οι φυλακές λειτούργησαν από το 1927 ως τους σεισμούς του 1953. Η παρουσία των φυλακών, που για πολλά χρόνια «φιλοξενούσαν» και πολιτικούς κρατούμενους, για την απάνθρωπη μεταχείριση των οποίων υπάρχουν δημοσιευμένες μαρτυρίες άλλαξε τη δημογραφία του οικισμού του Φρουρίου καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι το εγκατέλειψαν για να εγκατασταθούν οριστικά στην Άσσο, ενώ τόσο στην Άσσο όσο και στο Κάστρο εγκαταστάθηκαν οι φύλακες και οι διοικητικοί υπάλληλοι με τις οικογένειές τους.

Οι σεισμοί του 1953 ήταν καθοριστικοί για την τύχη της Άσσου. Παρά το γεγονός ότι ο οικισμός δεν καταστράφηκε ολοσχερώς, όπως και ολόκληρη η Έρισος, λόγω της απόστασης από το επίκεντρο του τρίτου μεγάλου σεισμού αλλά και της γεωλογικής δομής της Ερίσου, οι ζημιές ήταν πολύ μεγάλες και πολλοί από τους κατοίκους εγκατέλειψαν την Άσσο. Στην απογραφή του 1951 η ΄Ασσος έχει 207 κατοίκους και το Φρούριο (μαζί με τους κρατουμένους, τους φύλακες και τους ντόπιους 189). Δέκα χρόνια μετά, και αφού έχει μεσολαβήσει ο σεισμός, στην απογραφή του 1961 η Άσσος εμφανίζεται με 144 κατοίκους και το Φρούριο μόλις με 6. Το 1968 οι τελευταίοι κάτοικοι του Κάστρου μετακομίζουν στην Άσσο και τελειώνει μια ιστορία σχεδόν τεσσάρων αιώνων κατοίκησης του Κάστρου.

Ο πληθυσμός της Άσσου θα συνεχίσει να μειώνεται και στις επόμενες δεκαετίες. Το 1981 απογράφονται 72 κάτοικοι – ο σημερινός μόνιμος πληθυσμός του οικισμού, είναι μικρότερος από τον αναφερόμενο στις απογραφές και δεν ξεπερνάει τους 40. Από τη δεκαετία του 1960 ο τουρισμός, η ανάπτυξη του οποίου επιταχύνθηκε ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1990, αλλά και οι ασιώτες που επιστρέφουν στο χωριό τους το καλοκαίρι δημιουργούν μια καινούρια δυναμική και μια καινούρια πραγματικότητα: μια εξαιρετικά ζωντανή και ακμάζουσα Άσσο το καλοκαίρι, βασισμένη στον τριτογενή τομέα τις τουριστικές υπηρεσίες, και μια έρημη αλλά εξίσου όμορφη Άσσος στη διάρκεια του χειμώνα. Η κοινότητα της Άσσου θα ολοκληρώσει τον κύκλο της το 1998 όταν στο πλαίσιο του σχεδίου «Καποδίστριας», θα ενσωματωθεί από τις αρχές του 1999 στον Δήμο Ερίσου, που θα έχει κι αυτός πολύ σύντομη ιστορία, καθώς από τις αρχές του 2011 θα ενσωματωθεί στον καλλικρατικό Δήμο Κεφαλλονιάς. Και η ιστορία συνεχίζεται…

Η ιστορία ενός τόπου δεν είναι μόνο τα μεγάλα γεγονότα που καταγράφονται στις πηγές και τα επίσημα έγγραφα αλλά και οι μικρές στιγμές της καθημερινότητας των ανθρώπων, οι συνήθειες τους, ο τρόπος ζωής τους, οι μικρές ιστορίες τους, που μοιραία λησμονιούνται στο πέρασμα του χρόνου όταν φεύγουν οι άνθρωποι που τις βίωσαν. Αυτή την «μικροϊστορία» την έχουμε όλοι ιδιαίτερη ανάγκη: όχι μόνο εκείνοι που ασχολούνται με την ιστορική έρευνα, για να μπορέσουν να προσεγγίσουν επιστημονικά την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη ενός τόπου, αλλά και όλοι εμείς – για μας αυτό το παρελθόν είναι σημαντικό και για έναν πιο ουσιαστικό λόγο: Γιατί υπάρχει, ασυνείδητα, μέσα μας, έχει διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό αυτό που είμαστε. Για να γνωρίσουμε αυτό που είμαστε, να καταλάβουμε ποιοι είμαστε, έχουμε ανάγκη να ανακαλύψουμε το παρελθόν μας.

Στο πλαίσιο αυτού του σκεπτικού, ο Σύλλογος «Η Άσσος» έλαβε την πρωτοβουλία για την συλλογή υλικού με στόχο την έκδοση ενός λευκώματος για την Άσσο – όπως αυτή διασώζεται μέσα από φωτογραφικό υλικό, αλλά και τις αναμνήσεις των ανθρώπων της. Ο οικισμός, οι άνθρωποι, τα επαγγέλματά τους, οι γιορτές, οι γεύσεις και τα τραγούδια τους, οι συνήθειες τους, στιγμές της ιστορίας του χωριού, στιγμές από τις ζωές των ανθρώπων θα αποτελέσουν το περιεχόμενο του λευκώματος.

Σ’ αυτή την προσπάθεια είναι αναγκαία αλλά και ουσιαστική η συμβολή όλων των Ασιωτών, όλων εμάς. Ο καθένας μας έχει κάπου στο σπίτι του ένα μικρό άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες, ο καθένας μας έχει αναμνήσεις και θυμάται ιστορίες από την Άσσο. Είναι πολύ σημαντικό να μοιραστούμε μεταξύ μας αυτές τις φωτογραφίες ή και τις αναμνήσεις μας. Μια παλιά φωτογραφία, μια παλιά αστεία ιστορία, ένα σατιρικό στιχάκι, ένα ξόρκι, μια συνταγή, η ανάμνηση ενός πανηγυριού είναι πολύτιμες πληροφορίες που είναι εξαιρετικό να διαφυλαχθούν στη μικρή κιβωτό αυτού του λευκώματος. Κάθε πληροφορία είναι πολύτιμη.

Μια τέτοια προσπάθεια ασφαλώς απαιτεί χρόνο και κόπο, αλλά κυρίως την καλή διάθεση και τη συνεργασία όλων μας για τη συλλογή του υλικού. Ήδη έχει ξεκινήσει η συλλογή πληροφοριών από τη βιβλιογραφία και τον τύπο. Ωστόσο το υλικό που θα συγκεντρωθεί από όλους εμάς θα είναι αυτό που θα δώσει και την ουσιαστική υπόσταση στο λεύκωμα, μια και θα περισώσει στιγμές από τις ζωές και τις αναμνήσεις όλων μας.

Επειδή κάποιοι μπορεί να αισθάνονται ανασφάλεια να μοιραστούν ιδίως φωτογραφικό υλικό από το προσωπικό τους αρχείο, που είναι πολύτιμο και αναντικατάστατο, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι είναι εξαιρετικά εύκολο οι φωτογραφίες σας να αντιγραφούν με σαρωτή ή να φωτογραφηθούν ψηφιακά χωρίς να χρειαστεί να τις αποχωριστείτε. Η σημερινή τεχνολογία, με την ηλεκτρονική αλληλογραφία και τα κοινωνικά δίκτυα, μπορεί να διευκολύνει την επικοινωνία μας και την ανταλλαγή υλικού. Τα μέλη του Δ.Σ. του Συλλόγου θα σας δώσουν τις αναγκαίες πληροφορίες για το πώς μπορείτε να συνεισφέρετε με το υλικό και τις αναμνήσεις σας: μία πρώτη συνάντηση θα γίνει στις αρχές Αυγούστου στον χώρο του Δημοτικού Σχολείου της Άσσου, σε μια πρώτη προσπάθεια επικοινωνίας και εξεύρεσης υλικού. Η ακριβής ημερομηνία θα οριστεί με ανακοίνωση του συλλόγου, και θα γνωστοποιηθεί τόσο στον πίνακα ανακοινώσεων του συλλόγου στην Άσσο, όσο και με ηλεκτρονικά μηνύματα για να ενημερωθούν τα μέλη και οι Ασιώτες γενικότερα που δεν βρίσκονται ακόμη εδώ.

Αυτό το υλικό άλλωστε θα καθορίσει και το περιεχόμενο του λευκώματος, στο στάδιο της σύνθεσής του, που θα γίνει μετά από τη συγκέντρωση του υλικού. Κι είναι ένα σημαντικό στοίχημα αυτό, να ξαναβρούμε τη χαρά μιας συλλογικής προσπάθειας, τη χαρά του «μαζί», ψάχνοντας το κοινό μας παρελθόν. Και το «μαζί» και το παρελθόν μας είναι άλλωστε αυτά που μας ενώνουν στο παρόν, αλλά και στο μέλλον.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

  • Αντωνάτος, Γεράσιμος Γ. Αναμνήσεις από τους λαϊκούς αγώνες Κεφαλονιάς-Θιακιού (περ. 1911-1936), τόμ. Β΄, Αθήνα: χ.ο., 1980.
  • Εκλογικός κατάλογος του Δήμου Άσσου της επαρχίας Σάμμης (sic), του Νομού Κεφαλληνίας καταρτισθείς κατά την εν έτει 1910 γενομένην αναθεώρησιν αυτού, Ναύπλιο: Αφοι Κλεισιούνη, 1910.
  • Ζαφειράτου Θεοδώρα, «Το πέρασμα της Κεφαλονιάς από το Ιόνιο Κράτος στο Ελληνικό Βασίλειο (Η Νομαρχία Κεφαλληνίας – οι Δήμοι – οι πρώτοι δημοτικοί άρχοντες), Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 12 (2009-2010), σσ. 629-660.
  • Κεντρική Ένωσις Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος, Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των Δήμων και Κοινοτήτων, αρ. 24, Νομός Κεφαλληνίας, Αθήναι: ΚΕΔΚΕ, 1962.
  • Κουστουράκης, Γεράσιμος, Δήμος Άσσου Κεφαλληνίας (Έρισος), Αθήνα: Αχαϊκές εκδόσεις, 1990.
  • Μηλιαράκης, Αντώνιος, Γεωγραφία πολιτική, νέα και αρχαία του νομού Κεφαλληνίας, Αθήναι: Περρής, 1890.
  • Μοσχονάς, Νικόλαος Γ. «Έκθεση του Αντιπροβλεπτή Άσου Αμβροσίου Corner (1597)”, ανάτυπο από τον τόμο Μνημόσυνον Σοφίας Αντωνιάδη, Βενετία 1974, σσ. 247-260.
  • Μοσχονάς, Νικόλαος Γ. «Λατινική κτιτορική επιγραφή του Φρουρίου της Άσσου», Σύμμεικτα τόμ. 6, 1985, σσ. 233-249.
  • Μοσχονάς, Νικόλαος Γ., «Άγνωστοι Βενετοί προβλεπτές Άσου». Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 3 (1979), σσ. 287-296.
  • Μοσχονάς, Νικόλαος Γ., «Ειδήσεις περί της ιδρύσεως και οργανώσεως του Φρουρίου Άσου Κεφαλονιάς (1585-1610)», ανάτυπο από τα Πεπραγμένα Η’ Επιστημονικής Συνόδου Διεθνούς Ινστιτούτου Φρουρίων – ΤΕΕ, Αθήναι 1968.
  • Μοσχονάς, Νικόλαος Γ., «Φοροδοτικός πίνακας Κεφαλληνίας του έτους 1678», Δελτίον της Ιονίου Ακαδημίας τόμ. 1, σσ. 85-123.
  • Μοσχόπουλος Γεώργιος Ν., «Ένας κατάλογος των φορολογουμένων του Φρουρίου και της πόλης της Άσου (1682)», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 1 (1975), σσ. 130-143.
  • Μοσχόπουλος, Γεώργιος, Ιστορία της Κεφαλονιάς, τόμ. Α, Αθήνα: Κέφαλος, 1985.
  • Μπαμπούνης, Χάρης, «Δημοτικά σχολεία και εκπαιδευτικό προσωπικό στην Κεφαλονιά το 1892», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 12 (2009-2010), σσ. 661-668.
  • Ρηγάκου, Διαμάντω, «Κάστρο Άσου Κεφαλονιάς», στον τόμο Ενετοί και Ιωαννίτες ιππότες, Δίκτυα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, Αθήνα: ΥΠΠΟ, 2001, σσ. 146-148.
  • Τουμασάτος, Ηλίας, «Φρούριο Άσσου Κεφαλληνίας», Εικόνες Κεφαλονιάς – Ιθάκης, Νοέμβριος 2006.
  • Τσιτσέλης, Ηλίας Α. Συλλογή Ονοματοθεσιών της νήσου Κεφαλληνίας, Αθήναι: Παρνασσός, 1877.


[1] Αγγελάτος, Αντίπας, Αρκαδιανός, Αυγερινός, Αυγουστάτος-Κοκόλης, Βρυώνης, Βανδώρος, Βοντεσιάνος, Γιαννουλάτος, Γκεντιλίνης, Διβάρης, Δεμένικος, Δεστούνης, Δρακόπουλος, Ζαχαράτος, Θεοδοσάτος, Θωμάς, Καββαδίας, Κοψίνης, Κολαΐτης, Κοντογούρης, Κρητικός, Κυπριώτης, Κολόμπος, Κουλουμπής, Κοκόλης, Λυμπίδης, Λαδικός, Λογαράς, Μενεγάτος, Μηλάτος, Μαστρόκαλος, Ματσούκης, Μαυροκέφαλος, Μπένος, Νικολάτος, Πατρίκιος, Παπασπυράτος, Ποταμιάνος, Παπαναστασάτος, Ρόκος, Ραυτόπουλος, Σικελιανός, Στεφανάτος, Ταγκούνος, Τσαγκαράτος, Τσιμάς, Φερδινάλης, Χαροκόπος, Χαλικιάς, Χρυσάφης, Χαϊδεμένος.

[2] Αντίπας, Αντίπας-Μπούλιγας, Βοντεσιάνος, Δεστούνης, Διβάρης, Καββαδίας, Κάκκιας, Κολόμβος, Λαδικός, Μηλέας, Ντονάδος, Ρόκος, Σαλβατώρος, Πατρίκιος Κάκκιας, Φερεντίνος.

Σχόλια

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολύ ωραίο το άρθρο και αν μου επιτρέπετε κάποιες επιπλέων πληροφορίες:
    Από τα Γ.Α.Κ. νομού Κεφαλληνίας ένας κατάλογος των ναών της Άσσου:

    Ληξιαρχικά >> Μονών και Ναών >>

    Άσος
    -Άγιοι Ανάργυροι, 1692-1824
    -Άγιος Γεώργιος, 1687-1789
    -Άγιος Νικόλαος Επάνω, 1766-1841
    -Άγιος Νικόλαο (Παναγία) Περιβόλι, 1763-1874
    -Άγιος Σπυρίδων, 1718-1843
    -Προφήτης Ηλίας, 1750-1839
    -Υ. Θεοτόκος στο Βράχο, 1774-1844
    -Υ. Θεοτόκος Ευαγγελίστρια, 1789-1839

    Υπήρχε λοιπόν και η εκκλησία Υ. Θεοτόκος στο βράχο, (προς την πλευρά του Μύρτου στη μέση του ισθμού πάνω από τη σπηλιά της Παναγιάς).

    Στην εκκλησία αυτή είχαν ενταφιαστεί μερικοί Σουλιώτες που αναγκάστηκαν μετά την αποτυχία της μάχης του Πέτα να συνθηκολογήσουν για δεύτερη φορά (η πρώτη ήταν το 1803), τώρα με τον Ομέρ Βρυώνη και να υπογράψουν στο αγγλικό προξενείο στην Πρέβεζα, στις 28 Ιουλίου 1822, συνθήκη παράδοσης της Κιάφας. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1822, επιβιβάστηκαν σε 27 πλοία και με τη συνοδεία 2 αγγλικών πολεμικών εγκατέλειψαν, αυτή τη φορά οριστικά οι περισσότεροι, τα εδάφη τους. Κατέπλευσαν στο λιμάνι της Άσσου στην Κεφαλληνιά, όπου αποβιβάστηκαν.
    Εγκαταστάθηκαν στα Δυτικά του φρουρίου στα ριζά του προμαχώνα Ρεσπούνα που ενήργησε και σαν λοιμοκαθαρτήριο (τοποθεσία Σουλιώτικα), από όπου αρκετοί μετά πήγαν στη Κέρκυρα, Μεσολόγγι και αλλού.
    Έχει αναφερθεί και κάποια εξαφάνιση χρυσοποίκιλτων όπλων τους τα οποία ποτέ δεν τους επεστράφησαν από τους Άγγλους.
    Επειδή υπάρχουν ληξιαρχικά της εν λόγω εκκλησίας χρονικής περιόδου (1774 – 1839) μάλλον θα αναφέρονται και Σουλιώτικα ονόματα.

    Υπάρχουν επίσης και κατάστιχα:

    Άσος: Υ. Θεοτόκος στην Πλακούλα (κατάστιχο) 1760-1762

    Και κάτι ακόμα: Προς το τέλος της δεκαετίας του 1930, λειτουργούσε στο προάστιο Κουτσοχώρι χα χα, σχολή κοπτοραπτικής με διδάσκουσα την γυναίκα του διευθυντή των φυλακών και καμιά εικοσαριά μαθήτριες.

    Σας χαιρετώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα