Η απομυθοποίηση της ενοχής

"Η εντολή της αρμονίας"
της Αναστασίας Κουρουπού. (εκδ. "Πύρινος Κόσμος")

Κεραμειές, Λυκιαρδοπούλειο Πνευμ. Κέντρο, 12-2-2005

"Η πύλη έκλεισε πίσω μας!" Αυτή η φράση από το επιλογικό κεφάλαιο του βιβλίου της Αναστασίας Κουρουπού, για το οποίο συναντηθήκαμε εδώ, απόψε, συσσωρεύει όλη τη δυναμική της κινηματογραφικής αφήγησης του βιβλίου. Διαβάζοντας δυνατά τον αόριστο έκλεισε - έναν αόριστο που δηλώνει ένα οριστικό και αμετάκλητο γεγονός- και τα δύο "πι", νιώθουμε δυο δυνατά κλεισίματα των χειλιών. "Η πύλη έκλεισε πίσω μας". Όμως, αντίθετα μ' αυτό που θα περίμενε κανείς, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ.

Για την ακρίβεια, η Ιστορία, η άλλη Ιστορία, αυτή με το κεφαλαίο "Ι" αρχίζει σ' αυτό ακριβώς το σημείο. Σ' αυτό, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η πρώτη γονική τιμωρία ή η πρώτη καταδίκη, αν το δούμε από την πλευρά του Δημιουργού - Πατέρα - Νομοθέτη. Αν πάλι το δούμε από τη μεριά του ανθρώπου, του δημιουργήματος, του παιδιού, του υπηκόου, η έξοδος από τον Παράδεισο είναι η πρώτη απώλεια. Η πρώτη ποινή. Οριστική και αμετάκλητη.

Νομίζω ότι δεν είμαι σε θέση ούτε είναι της παρούσης να προσεγγίσω θεολογικά το προπατορικό αμάρτημα, ούτε να μιλήσω για τη θεολογία της συγγραφέως. Η ίδια άλλωστε συνθέτει τη θεολογία της μέσα από αυτό το αφηγηματικό της δοκίμιο. Επειδή όμως η συγγραφέας βλέπει τη Γένεση από την πλευρά του νεογέννητου κι ανακαλύπτει τον παράδεισο και την τιμωρία μέσα από τα μάτια και την ψυχή της πρώτης γυναίκας, αισθάνομαι κι εγώ την ανάγκη να μιλήσω για κάτι πιο ταπεινό, πιο καθημερινό. Εξάλλου, αν η έξοδος από τον παράδεισο είναι οριστική, ένα βιβλίο δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι' αυτό.

Μπορεί όμως ένα βιβλίο που αναφέρεται σ' ένα αγαπημένο θέμα της παγκόσμιας λογοτεχνικής και πνευματικής παραγωγής να μας πει κάτι παραπάνω για τη ζωή μας; Εννοούμε, τη σημερινή μα ζωή.

Οι εικόνες των πρωτόπλαστων που φεύγουν τιμωρημένοι από τον παράδεισο που θυμόμαστε από τα σχολικά μας χρόνια έχουν μελανά χρώματα: Σκυφτά και τρομαγμένα γυμνά πλάσματα που ξέρουν πως δεν υπάρχει επιστροφή. Πορεύονται σ' έναν αχανή, άγριο κόσμο με μοναδική αποσκευή τις ενοχές τους. Οι ενοχές είναι, σ' αυτή τη σχέση δημιουργού - δημιουργήματος το "αντίδωρο" για την ηδονική γεύση του απαγορευμένου καρπού.

Ίσως αυτό το αίσθημα της ενοχής είναι και το μοναδικό στοιχείο που νιώθουμε, μέσα από αυτές τις σχολικές αφηγήσεις, να μας ενώνει με τους πρωτόπλαστους. Η ενοχή είναι το αίσθημα που ακολουθεί την απώλεια (απώλεια είτε με την κυριολεκτική της έννοια είτε με την έννοια της αποτυχίας). Η απώλεια είναι κάτι στιγμιαίο. Ο πόνος της είναι οπωσδήποτε παροδικός. Η ενοχή όμως μπορεί να κρατήσει για πάντα. Έτσι τουλάχιστο έχουμε μάθει να τη βιώνουμε.

Ένα από τα συμπτώματα που εμφανίζουν τα άτομα που πάσχουν από χρόνια κατάθλιψη είναι τα αδικαιολόγητα και ατέρμονα αισθήματα ενοχής. Οι καταθλιπτικοί άνθρωποι υποφέρουν επειδή κατηγορούν τους εαυτούς τους για ό,τι συμβαίνει γύρω τους, για τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους, γι' αυτά που έχασαν και γι' αυτά που δεν κέρδισαν. Κάθε απώλεια είναι γι' αυτούς αβάσταχτη επειδή οι ίδιοι αισθάνονται υπεύθυνοι γι' αυτήν. Πορεύονται στη ζωή με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο είδαμε ότι συνηθίσαμε να σκεφτόμαστε τους αποδιωγμένους από τον παράδεισο. Σκυφτοί, ολομόναχοι και με παρέα τις ενοχές τους. Και, επιπλέον, με καρφωμένο στο μυαλό τους ένα διαρκές ερώτημα: "Τι θα γινόταν αν δεν…"

Αυτό το "τι θα γινόταν αν δεν…" είναι και ο χαμένος τους παράδεισος. Μόνο που εκεί δεν βρέθηκαν ποτέ, και το μόνο σίγουρο είναι ότι, αντίθετα με τους πρωτόπλαστους, δεν θα ταξιδέψουν ποτέ σ' αυτή τη χώρα του "ποτέ ποτέ".

Το βέβαιο είναι ότι οι ενοχές προϋποθέτουν συνείδηση. Προϋποθέτουν επίγνωση της απώλειας ή της αποτυχίας. Προϋποθέτουν ότι ο άνθρωπος αποστασιοποιείται από τον εαυτό του, αντικρίζει το είδωλό του με τα μάτια της ψυχής του, και, σαν άλλος δημιουργός, το δικάζει. Στο βιβλίο της Αναστασίας Κουρουπού οι πρωτόπλαστοι είναι "λευκά χαρτιά". Η συνείδηση του κόσμου γίνεται με τις αισθήσεις. Οι αισθήσεις γεννούν αισθήματα, τα οποία η σκέψη έρχεται να επεξεργαστεί πολύ αργότερα από τη γέννησή τους. Οι πράξεις των πρωτόπλαστων είναι προϊόντα της απόλυτης ελευθερίας τους, την οποία όμως δεν έχουν συνειδητοποιήσει. Η ελευθερία δεν είναι προϊόν εμπεδωμένης γνώσης. Τα νέα πλάσματα γυρίζουν ελεύθερα παντού και χαίρονται με όλες τις αισθήσεις τους κάθε σπιθαμή του κήπου της Εδέμ. Δεν γνωρίζουν καν τι εστί τιμωρία, γιατί δεν την έχουν ξαναζήσει. Για την ακρίβεια, κάθε αίσθηση, και κατ' επέκταση κάθε αίσθημα, είναι καινούριο, γιατί το βιώνουν για πρώτη, παρθενική φορά.

Σ' αυτόν τον κήπο της Εδέμ οι ενοχές δεν χωρούν. Γιατί όταν το ανθρώπινο πλάσμα κοιτά στο κρυστάλλινο νερό κατάματα τον εαυτό του, απλά νιώθει την ανείπωτη χαρά του καινούριου γι' αυτό που βλέπει.

Η θεϊκή απαγόρευση μοιάζει παράταιρη σ' αυτό το κλίμα απόλυτης ελευθερίας. Είναι ο πρώτος περιορισμός. Από κει και πέρα, οι άνθρωποι θα διδαχθούν ότι η δικιά τους ελευθερία είναι ουσιαστικά το δικαίωμα στον αυτοπεριορισμό. Εκείνη την παρθενική στιγμή της ύπαρξής τους όμως, είναι αδύνατο να εννοήσουν και να αποδεχτούν οποιοδήποτε εμπόδιο στην πορεία τους στην πλάση. Κι όταν παραβαίνουν την απαγόρευση το τίμημα είναι βαρύ και ο πόνος είναι μεγάλος. Είναι άραγε περισσότερο ο πόνος της απώλειας, ο φόβος της οργής του δημιουργού και των συνεπειών της όταν ξεσπά ή μήπως ο τρόμος για το άγνωστο καινούριο;

Έχουμε όλοι μας ακούσει συχνά να μιλούν για την πρώτη πόρτα που κλείνει πίσω από τους ανθρώπους: την πρώτη αποπομπή από τον πρώτο παράδεισο που κανείς μας δεν μπορεί να αποφύγει. Κι αυτή η αποπομπή συμβαίνει τη στιγμή που ο άνθρωπος γεννιέται. Όταν το νεογέννητο αποκόπτεται βίαια από τη θαλπωρή της μητέρας και δύο χέρια το φέρνουν βίαια σ' έναν εκτυφλωτικά φωτεινό κόσμο. Η σκηνή αυτή περιγράφεται ως ο απόλυτος τρόμος. Εξίσου απόλυτος τρόμος με τη στιγμή που η πόρτα έκλεισε πίσω από τους Πρωτόπλαστους. Μόνο που, και στις δυο περιπτώσεις, μετά τον τρόμο, κάτι καινούριο ξεκινά…

Κι αυτό το καινούριο είναι η ζωή. Η πραγματική ζωή, μακριά από την ασφάλεια του παραδείσου ή της μήτρας. Με πολλούς πόνους, δυσκολίες, αλλά και μια ολόκληρη αχανή έκταση χρόνου, χώρου, αισθημάτων, διαθέσιμη για να περιπλανηθεί μέσα της η ανθρώπινη περιέργεια. Η ανθρώπινη δίψα να γνωρίσει το καινούριο. Η ίδια εκείνη δίψα που πλημμυρίζει το ανθρώπινο ον και το κάνει, πριν την έξοδο, να ψάχνει κάθε γωνιά του παραδείσου - ή να κινείται διαρκώς μέσα στη μήτρα.

Η φυγή από τον παράδεισο, όπως την βλέπει η Αναστασία Κουρουπού, έχει και κάτι ακόμη κοινό με την γέννηση του ανθρώπου: Και τα δύο γίνονται νομοτελειακά. Δεν είναι μοιραίο να συμβούν, είναι φυσικό να συμβούν. Ο άνθρωπος δεν είναι καταδικασμένος να φύγει από τον παράδεισο, είναι προορισμένος γι' αυτό, όπως είναι προορισμένος να φύγει από τη μήτρα, να γεννηθεί και να ζήσει.

Ποια είναι όμως, για να μην ξεχνιόμαστε, η θέση της ενοχής σ' αυτή την εικόνα; Πού μπορούμε ν' ανακαλύψουμε τους σκυφτούς, φοβισμένους, τιμωρημένους ανθρώπους;

Ας επιστρέψουμε, αναζητώντας τα ίχνη της ενοχής, στο σήμερα, και στην κατεξοχήν ενοχική ψυχική κατάσταση του ανθρώπου, την κατάθλιψη. Οι υπέρμετρες ενοχές που χαρακτηρίζουν συχνά την αρρώστια αυτή συνδέονται ουσιαστικά με ένα χάσμα: το χάσμα ανάμεσα στο εξιδανικευμένο παρελθόν και το λιμνάζον, στάσιμο παρόν του ασθενή. Στην κατάθλιψη υπάρχει πάντα κάτι από το χθες που, όταν συγκρίνεται με το παρόν το κάνει να μοιάζει απόλυτα άχρηστο και μουντό: Κι αυτό το κάτι είναι οι αναμνήσεις.

Ενοχές δεν γίνονται δίχως την ανάμνηση - όχι όμως οποιαδήποτε ανάμνηση, αλλά την ανάμνηση που είναι πιο ισχυρή από το παρόν. Για σύγκριση με το μέλλον δεν μπορεί να γίνει λόγος, καθώς στο νου του καταθλιπτικού ασθενή δεν υπάρχει μέλλον. Υπάρχει ένα μακρόσυρτο παρόν, κι έτσι ο πόνος για ό,τι χάθηκε ή για ό,τι δεν κερδήθηκε δεν μπορεί να υπερκαλυφθεί από τη χαρά του καινούριου ή την ελπίδα για ό,τι καλύτερο έρχεται.

Υπάρχει όμως μια διαφορά: Στην κατάθλιψη, το βασίλειο των ενοχών, η κλειστή τεράστια πόρτα, δεν βρίσκεται πίσω μας, αλλά μπροστά μας.

Οι πρωτόπλαστοι, αντίθετα, εξόριστοι από τον παράδεισο, δεν κλείνονται σε μια φυλακή, αλλά αφήνονται σε ολόκληρη την πλάση. Το νεογέννητο βρέφος επίσης, αφήνεται να ζήσει μια ολόκληρη ζωή. Η ζωή βρίσκεται μπροστά. Και η ανάμνηση του παραδείσου δεν είναι ισχυρότερη από την πρόκληση αυτού που έρχεται. Κι αυτό που έρχεται μπορεί να μας φοβίζει, μπορεί να είναι αβέβαιο, μπορεί να είναι και λιγάκι σκοτεινό, αλλά υπάρχει. Υπάρχει και είναι μπροστά μας. Και μαζί του υπάρχει και μια προσδοκία. Μια ελπίδα ότι θα έρθουν καλύτερες στιγμές, ότι οι άνθρωποι θα ξαναβρούν τη χαρά.

Η πόρτα μπορεί να έκλεισε. Το κλειδί μπορεί να έσπασε. Όμως εμείς δεν είμαστε κλεισμένοι μέσα. Είμαστε έξω. Και ο έξω κόσμος είναι απέραντος. Κι από δω και πέρα, νομοτελειακά αρχίζει η δική μας ελευθερία. Ελευθερία που κρύβεται πίσω από δυσκολίες και πόνους, και πολλές ακόμη πόρτες που ανοιγοκλείνουν πίσω μας σαν συμπληγάδες. Από δω και πέρα, μετά την πρώτη τιμωρία, όπως μετά την πρώτη ξυλιά στο ποδαράκι του μωρού μας, το ανθρώπινο ον γνωρίζει ότι κάθε πράξη της ελεύθερής του βούλησης έχει και το ανάλογο τίμημα. Μόνο που δεν είναι πια νομοτελειακή η τήρηση ή η παράβαση. Κάθε διαδρομή του ανθρώπου στον γενναίο νέο κόσμο του έχει το εισιτήριό της. Το αντίτιμο συχνά το ξέρουμε από πριν, άλλοτε όμως, προχωρώντας, αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να το πληρώσουμε.

Γι' αυτή τη διαδρομή της εξελικτικής πορείας του ανθρώπου η Αναστασία Κουρουπού έχει διαμορφώσει στο λογοτεχνικής υφής δοκίμιό της μια αισιόδοξη προοπτική: Κοιτώντας την πορεία των πρωτοπλάστων αντίστροφα, δηλαδή προς το μέλλον και όχι προς την κλειστή πόρτα του παραδείσου, ξορκίζει και απομυθοποιεί την ενοχή της εξορίας, όχι μόνο ως παθολογία, αλλά και γενικότερα ως στάση ζωής.

Όσο κοιτά κανείς μπροστά, προς το μέλλον, και όσο ελπίζει, δεν υπάρχει χώρος για ενοχές. Όσο ο άνθρωπος πορεύεται δημιουργώντας δεν υπάρχει χώρος για να τύπτεται, ούτε να αυτομαστιγώνεται. Γιατί η πρώτη και μεγαλύτερη πρόκληση με την οποία ο άνθρωπος μετά την έξοδο από τον παράδεισο βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο ήταν να μιμηθεί ο ίδιος τον δημιουργό του, να αφήσει κι εκείνος το στίγμα του στον καινούριο, με σοβαρές ατέλειες, κήπο που του δόθηκε. Έναν κήπο που ακόμη μοιάζει με δάσος. Έναν κήπο απέραντο, όπου πρέπει να μοχθήσει πολύ για να αντικρίσει τη γραμμή ενός καινούριου ορίζοντα.

Στην προοπτική της αναζήτησης καινούριων οριζόντων, ο άνθρωπος μπορεί να νικήσει το παρελθόν των αναμνήσεων και να υπερσκελίσει τις φωνές των ενοχών. Όχι για να κυνηγήσει τη χαμένη αρμονία - ο παράδεισος, για ετούτη τη ζωή τουλάχιστον, έχει κλειδαριές ασφαλείας - αλλά για να κατασκευάσει μια καινούρια, δικιά του αρμονία.

Τα μικρά παιδιά χρησιμοποιούν σύμβολα και ατελή υλικά στα παιχνίδια τους για να κατασκευάσουν τους μικρούς τους κόσμους. Οι κόσμοι αυτοί του παιχνιδιού είναι στα μάτια τους τέλειοι και αρμονικοί, και πλημμυρίζουν τα παιδιά με ανείπωτη χαρά.

Έτσι και ο άνθρωπος φτιάχνει τον κόσμο του, τη δικιά του αρμονία, με τα πάσης φύσεως υλικά που βρίσκονται στην πλάση. Η ίδια του η ζωή είναι μια αρμονία φτιαγμένη από ετερόκλητα πράγματα. Μα και σ' αυτήν ακόμη την ετερόκλητη αρμονία της ανθρώπινης δημιουργίας είναι που επιβεβαιώνεται πανηγυρικά η απομυθοποίηση της ενοχής. Δεν φταίω για τον κόσμο μου, που έφτιαξα με μέτριο τρόπο, χρησιμοποιώντας μέτρια υλικά. Ζω τον κόσμο μου, αναζητώντας την ομορφιά του.

Ανάλογη είναι η αρμονία που παράγεται όταν ο άνθρωπος δημιουργεί κόσμους μέσα από την τέχνη. Τα υλικά της τέχνης είναι φτηνά (μπογιές, ήχοι, λέξεις και μελάνια), μα τα μικρά σύμπαντα που φτιάχνονται με αυτά τα υλικά έχουν κι εκείνα τη δική τους τελειότητα. Η τέχνη είναι ίσως η απόλυτη απομυθοποίηση της ενοχής. Γιατί η τέχνη ακόμη και την ανάμνηση της απώλειας, ακόμη και την τύψη της αποτυχίας, την καθαγιάζει, την καταργεί και την ξαναγεννά. Η τέχνη είναι το μοναδικό αντικλείδι που έχουμε για την κλειστή πόρτα του παραδείσου. Μόνο που κι εκείνη, όπως και ο έρωτας, μας δίνουν απλά το δικαίωμα μιας στιγμιαίας επιστροφής στα παλιά λημέρια. Σύντομης, αλλά αρκετής για να παίρνουμε δυνάμεις για το μακρύ δρόμο ης ζωής.

Ζωή, τέχνη και έρωτας είναι νοητά μονάχα έξω από την Εδέμ. Κι αν εδώ, στον κόσμο αυτό, η απόλυτη ομορφιά έχει χαθεί, οι ενοχές, ακριβώς έξω από την κλειστή πόρτα του Παραδείσου, μπορούν να πάψουν να λέγονται Ερινύες και να γίνουν Ευμενίδες, μονάχα με έναν τρόπο: Αν η ζωή, η τέχνη και ο έρωτας μας οδηγούν να ανακαλύπτουμε και να γευόμαστε κάθε στιγμή την αρμονία που κρύβεται στα μικρά, τα απλά πράγματα. Κι αυτή η γεύση της αρμονίας μπορεί να ξεπεράσει την ανάμνηση της γεύσης του απαγορευμένου καρπού. Και με την αίσθηση αυτής της γεύσης, ο παράδεισος μπορεί να περιμένει. Γιατί αυτή η γεύση λέγεται χαρά.

Ηλίας Τουμασάτος

Φεβρουάριος 2005

Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα ΛΟΓΟΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΙΘΑΚΗΣΙΩΝ της Αδελφότητας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιά το 2005.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα