Εύλυρος ο Πυλαρεύς ή το χρονικό μιας φιλολογικής απάτης...

Ο μέγας γεωγράφος Εύλυρος ο Πυλαρεύς γεννήθηκε, σύμφωνα με τους επίδοξους βιογράφους του[1], το 376 μ.Χ. στην κωμόπολη των Πυλάρων της Κεφαλληνίας, τη σημερινή Πύλαρο δηλαδή. Ο πατέρας του λεγόταν Ερμόλαος και η μητέρα του Ελπινίκη. Σπούδασε στην Απολλωνιάδα Σχολή της Σύμης, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη απ’ όπου, κατόπιν διαταγής του ίδιου του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, που επανειλημμένα τον είχε τιμήσει, ταξίδεψε για οκτώ χρόνια σε ολόκληρη την Ασία, συγγράφοντας τα περιώνυμα «ΕΘΝΙΚΑ» του, έργο αποτελούμενο από εικοσιτέσσερα βιβλία. Γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου, όντας ανήσυχο κεφαλονίτικο πνεύμα, έφυγε μετά το θάνατο του Αυτοκράτορα, και ταξίδεψε για εικοσιτρία ακόμη χρόνια σε Ασία, Αραβία, Λιβύη, Αίγυπτο, Ευρώπη και νησιά. Ύστερα, επέστρεψε στην Κεφαλονιά, όπου, μέχρι το θάνατό του σε βαθιά γεράματα το 484 μ.Χ. έγραψε το δεύτερο μνημειώδες έργο του, τα «ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ», αποτελούμενο από τριάντα δύο βιβλία. Ένα πολύ μικρό μέρος απ’ αυτό το ογκώδες έργο του Ευλύρου δημοσιεύθηκε το 1850 (Αθήνα: τύποις Φ. Καραμπίνου – Κ. Βάφα), σε ένα μικρό φυλλάδιο που έφερε τον τίτλο «Γεωγραφικά τε και Νομικά την Κεφαλληνίαν αφορώντα, αποσπασθέντα τα μεν εκ των ΕΘΝΙΚΩΝ, τα δε εκ των ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ Ευλύρου Κεφαλλήνος του Πυλαρέως [...] δημοσιευθέντα πρώτον ήδη υπό Κ. Σιμωνίδου». Το φυλλάδιο αυτό, αποτελούμενο από ιε+29 σελίδες, σώζεται σε δύο αντίτυπα στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου...

Ας μην σπεύσουν, προς Θεού, οι ιστορικοί και οι φιλόλογοι να ανατρέξουν στις πηγές τους. Ας μη σπεύσουν οι δήμαρχοι και οι τοπικοί άρχοντες να ονομάσουν δρόμους και να στήσουν ανδριάντες του μεγάλου αυτού τέκνου της Κεφαλληνίας. Δε θα βρουν τον Εύλυρο σε καμμία γραμματολογία[2]. Γιατί ο μέγας γεωγράφος Εύλυρος ο Πυλαρεύς αποτελεί, όπως τουλάχιστον έχει δείξει η μέχρι τώρα φιλολογική έρευνα, ένα κεφάλαιο, ή αν θέλετε ένα από τα προσωπεία της μεγαλύτερης φιλολογικής απάτης που συνέβη στα ελληνικά γράμματα του 19ου αιώνα, και προκάλεσε σάλο στην αναπτυσσόμενη πνευματική ζωή του νεοπαγούς ελληνικού κράτους.

Η ιστορία που θ’ ακολουθήσει, και στην οποία χαριτωμένα, πλην διόλου αθώα, όπως θα δούμε εμπλέκεται η Κεφαλονιά και ειδικότερα η Πύλαρος, έχει ως εξής: Πίσω από τον Εύλυρο, και όχι μόνο απ’ αυτόν, βρίσκεται ο διαβόητος πλαστογράφος χειρογράφων του 19ου αιώνα Κωνσταντίνος Σιμωνίδης[3]: Μια σατανικώς ευφυής φυσιογνωμία, που έκανε άνω-κάτω όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη τη φιλολογική Ευρώπη του καιρού του.

Ο Σιμωνίδης γεννήθηκε το 1820 στη Σύμη των Δωδεκανήσων. Από μικρός έδειξε τις περίεργες ροπές του, όταν αποπειράθηκε να δηλητηριάσει τους γονείς του. Λίγο αργότερα εγκατέλειψε το νησί και κατέφυγε στο Άγιον Όρος, περί το 1845, στο πλευρό κάποιου γέροντα μοναχού. Εκεί, έχοντας από μικρό παιδί κλίση στη ζωγραφική, έμαθε να διαβάζει, να αντιγράφει, και, όπως αποδείχτηκε, να απομιμείται παλιά χειρόγραφα, τέχνες τις οποίες αποφάσισε να εκμεταλλευθεί δεόντως επιστρέφοντας στα εγκόσμια.

Με μια αγκαλιά υποτιθέμενα άγνωστα χειρόγραφα και αντιγραφές χειρογράφων (ορισμένες ενδεχομένως γνήσιες) υπό μάλης, περιόδευσε ανά τα κυριότερα πνευματικά κέντρα του ελληνισμού, και παρουσίαζε στους κατά τόπους λογίους τα έργα αυτά ως δήθεν ανακαλύψεις κολοσσιαίων διαστάσεων, εξηγώντας την απίστευτη τύχη του με τον εξής, απίστευτο επίσης, τρόπο[4]: Ισχυρίστηκε ότι, πηγαίνοντας στο Άγιον Όρος, πληροφορήθηκε την ύπαρξη παλαιών χειρογράφων. Προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση σ’ αυτά, μεθόδευσε τον ορισμό του ως αντικαταστάτη του Γραμματέα του Κοινού. Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, κατά τον ίδιο πάντα, ανακάλυψε ένα κουτί με πολλές κλειδαριές, το οποίο περιείχε τον «Τράγο», έναν τεράστιο κύλινδρο μεμβράνης, που περιελάμβανε πάμπολλα άγνωστα χειρόγραφα. Κατόρθωσε να παραβιάσει το κιβώτιο, να αντιγράψει όσα χειρόγραφα μπορούσε και να επιστρέψει το πρωτότυπο στη θέση του.

Ο Σιμωνίδης κατόρθωσε να ξεγελάσει πολλούς και επιφανείς λογίους της εποχής του με τις τρομακτικές αυτές δήθεν ανακαλύψεις του. Ακόμη και οι σημαντικότεροι επικριτές του φθάνουν στο σημείο να παραδεχθούν ότι ενδέχεται ορισμένα από τα χειρόγραφα που κατά καιρούς δημοσίευε ή ισχυριζόταν ότι κατείχε να ήταν γνήσια αντίγραφα. Ωστόσο, φαίνεται πως ακόμη και σ’ εκείνα που ήταν γνήσια, ο Σιμωνίδης παρενέβαλλε αποσπάσματα δικής του εμπνεύσεως και συνθέσεως, ή, τις περισσότερες φορές, επινοούσε και συνέθετε πλαστές δήθεν αντιγραφές ή χειρόγραφα γνωστών ή επινοημένων από τον ίδιο συγγραφέων, και προσπαθούσε να τα πουλήσει, συχνά επιτυχώς. Το 1849, εκδίδει στην Αθήνα τη ναυαρχίδα των πλαστογραφιών του, την «Συμαϊδα[5]», την ιστορία της «Απολλωνιάδος Σχολής» της Σύμης, που φέρεται να είχε γράψει ο χιώτης ιερομόναχος Μελέτιος. Όπως αποδείχθηκε από την κριτική της εποχής του, η «Συμαϊς» ήταν απλώς μια προσπάθεια να προσδώσει ο Σιμωνίδης αρχαίο κλέος στον τόπο καταγωγής του, αφού, όπως φαίνεται, ουδέποτε πρέπει να υπήρξε τέτοια σχολή, τέτοιο χειρόγραφο ή τέτοιος συγγραφέας[6].

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σιμωνίδης είχε βρει στην αρχή υποστήριξη από κάποια έντυπα της εποχής, που έσπευσαν να επιδείξουν την αμέριστη υπεράσπισή τους προς αυτό που εκ πρώτης όψεως φαινόταν η φιλολογική ανακάλυψη του αιώνος. Ο «Αιών», η «Ελπίς» και η «Μνημοσύνη» τάχθηκαν υπέρ του, αλλά δεν άργησε να έρθει και η αυστηρή κριτική από έντυπα όπως η «Νέα Ελλάς» και η «Πανδώρα». Οι αντιπαραθέσεις του Σιμωνίδη με όσους τόλμησαν να ασκήσουν κριτική εναντίον του ήταν οξύτατες[7]. Μετά την αποκάλυψη της απάτης, στην οποία πρωτοστάτησε ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής και το περιοδικό «Πανδώρα»[8], αλλά και ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Σιμωνίδης φεύγει για τη Γερμανία, όπου κατορθώνει να ξεγελάσει τον φημισμένο παλαιογράφο της εποχής Tischendorf, πουλώντας του δήθεν «χειρόγραφο» του «Ουρανίου». Όταν το ποιόν του αποκαλύφθηκε και εκεί, από τον πρώην φίλο του και μετέπειτα Επίσκοπο Σύρου Αλέξανδρο Λυκούργο, έφυγε για τη Ρωσία, κι έπειτα για την Αγγλία, όπου επιδόθηκε εκ νέου στην προσφιλή του τακτική, κατάφερε να αποσπάσει αρκετά χρήματα από επιφανείς ομογενείς, και τελικά αποκαλύφθηκε ξανά, ενώ είχε εν τω μεταξύ πετύχει να εκδοθεί ακόμη και μελέτη υπέρ του (1860)[9]! Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Αλεξάνδρεια, πουλώντας χειρόγραφα σε περιηγητές, και προσπαθώντας μάταια να χειροτονηθεί επίσκοπος Αιθιοπίας, μέχρι το θάνατό του, το 1867.

Ο Βουτυράς[10] απαριθμεί 43 εκδόσεις με την υπογραφή του Σιμωνίδη, που έχουν αφετηρία το 1842 στη Μόσχα (από Πανεπιστήμιο της οποίας ο Σιμωνίδης ισχυριζόταν ότι είχε αποκτήσει διδακτορικό δίπλωμα), και τέλος το 1865 στο Λονδίνο. Τα περισσότερα από τα έργα του έχουν χαρακτηριστεί ως προϊόν της λαβυρινθώδους φαντασίας του, ενώ κάποια από αυτά είναι απαντήσεις στους επικριτές του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σιμωνίδης, παρά τις επανειλημμένες προς αυτόν οχλήσεις, δεν επεδείκνυε ποτέ προς απόδειξη των ισχυρισμών του τα δημοσιευόμενα από αυτόν χειρόγραφα, ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, έδειχνε μερικές μόνο σελίδες, ενώ ο Σπ. Λάμπρος[11] φαίνεται πως είχε ξεκινήσει να γράφει μια μονογραφία για την υπόθεση Σιμωνίδη, έχοντας διαπιστώσει τη σπουδαιότητα του θέματος.

Ας επιστρέψουμε όμως στον Εύλυρο... Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής[12], την ίδια χρονιά (1850) της δημοσίευσης του φυλλαδίου των «Γεωγραφικών τε και Νομικών[...]» του Ευλύρου, αναφέρεται σε μια προδημοσίευση περικοπής χειρογράφου του Ευλύρου στον αριθμό 504 της «Ελπίδος» από λόγιο της εποχής που υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Ευθύφρων», ο οποίος φαίνεται πως ήταν πεπεισμένος για τη γνησιότητα του χειρογράφου, αφού, όπως ανέφερε, ο Σιμωνίδης του είχε δείξει τρεις σελίδες από αυτό, και μάλιστα του είχε διαβάσει κάποια αποσπάσματα. Ο «Ευθύφρων» κατά τον Ραγκαβή, θεωρούσε ως απόδειξη της γνησιότητας το γεγονός ότι ο Σιμωνίδης δυσκολευόταν κατά την ανάγνωση, πράγμα που σήμαινε (για τον «Ευθύφρονα») ότι μάλλον η γραφή δεν ήταν δική του. Κατά τον Σιμωνίδη, ολόκληρο το χειρόγραφο που είχε στα χέρια του αποτελείτο από τουλάχιστον πεντακόσια φύλλα, και ο αντιγραφέας του ήταν κάποιος Νικηφόρος Δαιδάλου και Ευφροσύνης εκ Κερκύρας. Ο Ραγκαβής δεν δυσκολεύεται καθόλου να κάνει «φύλλο και φτερό» τα συγκεκριμένα αποσπάσματα του Ευλύρου, καθώς και τις πλουσιότατες γραμματολογικές παραπομπές του Σιμωνίδη, ο οποίος, κατά το Ραγκαβή, με μαεστρία κατασκεύαζε, εκτός από τα χειρόγραφα, και αλληλοδιαπλεκόμενες βιβλιογραφικές παραπομπές: Σε όλους τους ευφάνταστους τίτλους και συγγραφείς του, σε όλες τις πλαστογραφημένες εκδόσεις του, υπήρχαν παραπομπές από τη μία στην άλλη, έτσι ώστε να κατασκευάζεται ένα τέλειο δίκτυο μιας εκ πρώτης όψεως εντυπωσιακής αλληλοτεκμηρίωσης, που στην πραγματικότητα ήταν όχι απλά απολύτως ανύπαρκτη (ή έστω με κάποια ελάχιστα ψήγματα αλήθειας) αλλά και απολύτως κατασκευασμένη.

Ο Ραγκαβής καταλήγει ότι πρόκειται για «καρύκη ωνθυλευμένη με ονόματα», συμπεραίνοντας ότι ο Σιμωνίδης ανακάτεψε γνήσια τοπωνύμια και στοιχεία (ίσως από τον Στέφανο τον Βυζάντιο) με παράδοξα ονόματα δικής του επινοήσεως, και, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα που εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να θυμίζει την εποχή του Ευλύρου (ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια γλώσσα τεχνητή και γεμάτη σολοικισμούς και βαρβαρισμούς), κατασκεύασε ολόκληρο το χειρόγραφο. Πρόκειται για μια «θαυματοποιία» που, όπως λέει, ήταν δυνατόν να ολοκληρωθεί μέσα σε μια εβδομάδα. Θεωρεί δε τη γλώσσα του κειμένου ως βασική αιτία απόδειξης της πλαστότητας. Και, ολοκληρώνοντας την ανασκευή του στον επόμενο τόμο της «Πανδώρας»[13], καταλήγει ότι ο Εύλυρος είναι 100% κατασκευασμένος – τόσο ο ίδιος όσο και το χειρόγραφό του.

Ο Σιμωνίδης όμως δεν φαίνεται να το βάζει κάτω τόσο εύκολα, αφού με το φυλλάδιό του «Γεωγραφικά τε και Νομικά την Κεφαλληνίαν αφορώντα», και ενώ μαίνεται ο σάλος εναντίον του, απευθύνεται, σ’ έναν μακροσκελέστατο πρόλογο (σ. α΄- ις΄ του φυλλαδίου), στους συντάκτες των Κεφαλληνιακών εφημερίδων - που είχαν μόλις πριν ένα χρόνο αρχίσει να εκδίδονται στο αγγλοκρατούμενο νησί, μετά την παροχή του δικαιώματος ελευθεροτυπίας από την Προστασία – και μάλιστα στον Ηλία Ζερβό Ιακωβάτο, εκδότη του «Φιλελεύθερου». Αφού ο Σιμωνίδης διπλωματικά δηλώνει τη συμπαράστασή του στον αγώνα για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού, προσπαθεί, με ομολογουμένως πολύ έξυπνο τρόπο, αφ’ ενός να διαψεύσει τους επικριτές του για την ανυπαρξία του Ευλύρου (παραθέτοντας σωρεία ψευδοπαραπομπών), και αφ’ ετέρου να εξασφαλίσει χορηγούς για την μελλοντική έκδοση του μεγαλειώδους έργου του Κεφαλλήνος γεωγράφου (του οποίου έργου το εν λόγω φυλλάδιο αποτελεί απλώς ένα δείγμα). Στις σελίδες 28-29 των «Γεωγραφικών τε και Νομικών», ο Σιμωνίδης πετάει το γάντι (και τείνει την χείρα της ελεημοσύνης) προαναγγέλλοντας την έκδοση των «Εθνικών» του Ευλύρου και ζητώντας την προεγγραφή συνδρομητών. Έκδοση που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Ο Σιμωνίδης επιλέγει να δημοσιεύσει αποσπάσματα από τα «ΕΘΝΙΚΑ» του Ευλύρου, που αφορούν την Κεφαλονιά (σελ. 1-23 του φυλλαδίου), ενώ στη συνέχεια παραθέτει ένα απόσπασμα από τα «ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ» που επιγράφεται «Νομικά ή Δίκαιον Κεφαλληνιακόν» (σ. 24-27 του φυλλαδίου), παραθέτοντας ουκ ολίγες λεπτομέρειες περί των σχετικών «χειρογράφων».

Τα δύο αποσπάσματα είναι εξίσου απολαυστικά (έως και ...σπαρταριστά) και μας δίνουν ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο εργαζόταν ο Σιμωνίδης, το alter ego του Ευλύρου.

Τα «ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΚΑ» (απόσπασμα εκ των Εθνικών) περιέχουν αλφαβητικά ταξινομημένα πάρα πολλά τοπωνύμια και μυθολογικά-πραγματολογικά στοιχεία που όντως συναντώνται στην Κεφαλονιά μέχρι και σήμερα (π.χ. αναφορές στον Αίνο, την Πάλη, την Πυλάρα –αλίμονο αν ο Εύλυρος δεν αναφερόταν στον τόπο καταγωγής του, έστω και σε τρίτο πρόσωπο(!) -, τους Πρόννους, τη Σάμη, την Πάνορμο κλπ.) που θα μπορούσαν να πείσουν τον ανυποψίαστο αναγνώστη για την ενδεχόμενη γνησιότητα του κειμένου, ως ονόματα και μόνον, αφού είναι μάταιο και ατελέσφορο ν’ αποτολμήσει κανείς ακόμη και να ελέγξει τη γνησιότητα –μυθολογική ή γεωγραφική- του περιεχομένου εκάστου λήμματος. Ανάμεσα στα κάποια φαινομενικά γνήσια στοιχεία όμως θα συναντήσει κανείς ένα συνονθύλευμα από τοπωνύμια τόσο παράδοξα και πρωτάκουστα, που εισάγουν σε λήμματα με περιεχόμενο τόσο απίθανο, που είναι πραγματικά να θαυμάζει κανείς τον συγγραφέα για τη μαεστρία του να επινοεί και να συνθέτει τέτοιους λεκτικούς και νοηματικούς λαβυρίνθους. Η σύγχυση που προκαλείται στον αναγνώστη που αποπειράται να εμβαθύνει είναι τέτοια που κάνει τον έλεγχο της γνησιότητας ή ακόμη και της λογικής των λημμάτων αδύνατο, αν όχι περιττό. Η γλώσσα του δε, θυμίζει περισσότερο αυτήν του Λογιώτατου στη «Βαβυλωνία του Βυζάντιου» ή των ηρώων των «Κορακιστικών» του Ιακωβάκη Ρίζου-Νερουλού.

Αξίζει να αναφέρουμε μερικά τέτοια τοπωνύμια: Δίπλα στο λήμμα «Κράνοι» υπάρχει το λήμμα «Κτεινοκέρδαλος»[14] – πρόκειται για «παράλιον πόλισμα» κοντά στη Σάμη. Το λιμάνι «Ομβριμόθυμος»[15], η ακτή «Χείμετλον», το άλσος «Γιγαντοδέντωρ», το όρος «Γλαδάμων»[16], είναι μερικά χαρακτηριστικά τέτοια δείγματα γραφής.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην πόλη «Πικρογάμια»[17] και τη δραματική ιστορία της ονοματοδοσίας της: Κατά τον Εύλυρο-Σιμωνίδη πήρε το όνομά της από την άτυχη Τηλεβοϊδα, Πέμπτη στη σειρά γυναίκα του Χρυσίππου, ο οποίος ήταν «Πρίαπος το αιδοίον», και ως εκ τούτου, μετά την πρώτη νύχτα του γάμου έμενε κατ’ εξακολούθησιν χήρος. Η Τηλεβοϊδα τη γλίτωσε μεν κατά τη δοκιμασία της πρώτης νύχτας, ωστόσο είχε την ατυχία να ερωτευτεί τον Ευρυμέδοντα, αδελφικό φίλο του Χρυσίππου. Ο τελευταίος, τους έπιασε, κατά το συνήθως συμβαίνον «στα πράσα», και, αφού σκότωσε τον Ευρυμέδοντα, βασάνισε με φρικτό τρόπο και θανάτωσε τη μοιχαλίδα. Οι θρήνοι του πατέρα της, που απεγνωσμένα ζητούσε τη σορό της κόρης του, μαλάκωσαν την καρδιά του Χρυσίππου, που ονόμασε την πόλη «Πικρογάμια» και εις μνήμην της Τηλεβοϊδας θεσμοθέτησε και ειδική γιορτή ονόματι «Πικρογάμια». Σε αντίστοιχα τραυματικά γεγονότα στηρίχτηκε και η ονοματοδοσία μιας άλλης πόλης, της «Μυχιοτόκης[18]». Σε όλες τις περιπτώσεις που ο Εύλυρος-Σιμωνίδης επιλέγει να γίνει πιο αναλυτικός, δεν φείδεται αναλόγων «μυθολογικών» ή «ιστορικών» λεπτομερειών.

Στα «ΝΟΜΙΚΑ (΄Η ΔΙΚΑΙΟΝ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΚΟΝ)», που καταλαμβάνουν, όπως είπαμε, πολύ μικρό μέρος του φυλλαδίου, γίνεται πολύ πιο συνοπτικός (προς το τέλος, η έμπνευση φαίνεται να στερεύει, ακόμη και για τον καλύτερο πλαστογράφο). Ας μην θεωρήσουμε όμως ότι τα «Νομικά» στερούνται πρωτοτυπίας. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για παράθεση κανόνων δικαίου, αλλά για παράθεση τελετουργιών (οι περισσότερες από τις οποίες περιλαμβάνουν και αιματηρές θυσίες ζώων, κατά προτίμηση πτηνών). Το γονιμοποιητικό – σεξουαλικό – παγανιστικό στοιχείο είναι εκείνο που κυριαρχεί στις περισσότερες από τις περιγραφόμενες «τελετές», με αποκορύφωμα τα «Γαμαστόλεμα». Για να μη νομίζετε ότι και οι άλλες τελετές των Κεφαλλήνων στερούνταν πρωτοτύπων ονομάτων, παραθέτουμε μερικές: «Τοξοδάμνεια», «Ομβριμόθυμα», «Βαρυμάχεια», «Σελασφόρα», και, τέλος, μια γιορτή που προσιδιάζει απολύτως στο ύφος του Ευλύρου-Σιμωνίδη: Τα «Μηκώνια και Αλλοπρόσαλλα».

Μπορεί εμείς, σήμερα, ελαφρά τη καρδία, να αντιμετωπίζουμε με χιούμορ την περίπτωση του Σιμωνίδη – ωστόσο το φαινόμενο της φιλολογικής πλαστογραφίας δεν είναι κάτι σπάνιο στην επιστήμη. Ο Melvil Dewey, δημιουργός του ταξινομικού συστήματος που χρησιμοποιούν οι περισσότερες βιβλιοθήκες παγκοσμίως, έχει προβλέψει μια ειδική ταξινομική κατηγορία γι’ αυτού του είδους τα έργα. Επιπλέον, στη σημερινή εποχή γνωρίζει άνθηση ένα είδος (δεδηλωμένης εκ των προτέρων και ως εκ τούτου αθώας) απομίμησης επιστημονικοφανών μελετών, βιογραφιών ή ταινιών ντοκυμανταίρ, ένα είδος τεχνηέντως συγκεκαλυμμένης παρωδίας (το επονομαζόμενο “mockumentary” – ας θυμηθούμε τις δύο συνέχειες της πρόσφατης ψευδο-ντοκυμαντέρ ταινίας “The Blair Witch Project”), ή το πρόσφατο Ανθολόγιο (ανύπαρκτων) Ρώσων Πεζογράφων, πίσω από το οποίο βρίσκονταν κείμενα του Φίλιππου Δρακονταειδή. Ωστόσο, όλα αυτά τα είδη είναι δεδηλωμένα fiction (ουσιαστικά ένα κινηματογραφικό ή φιλολογικό παιχνίδι), προβάλλονται ως τέτοια και δεν έχουν πρόθεση να εξαπατήσουν (Όλη η λογοτεχνία, άλλωστε, όπως και η τέχνη, είναι ένα μεγάλο αληθινό ψέμα). Ο Σιμωνίδης είχε σίγουρα τα φόντα για μεγάλη καριέρα στον τομέα αυτό – επέλεξε όμως το δρόμο της απάτης.

Ίσως δεν θα μάθουμε ποτέ αν οι τρεις σελίδες του Ευλύρου που ο «Ευθύφρων» της «Ελπίδος» ισχυριζόταν πως είχε δει ήταν αληθινές, αν δηλαδή υπάρχει έστω και μια ελαφρά υπόνοια υπέρ της ύπαρξης του Ευλύρου. Το πιο πιθανό, και με βάση τα σημερινά δεδομένα, είναι ότι ο Εύλυρος ήταν 100% απάτη – όσο κι αν το αντίθετο θα μας κολάκευε. Και τώρα που καταλήξαμε σε μια κάποια «δικανική πεποίθηση», μπορούμε να χαμογελάσουμε σκεπτόμενοι πως σε 50, 100, 200, μπορεί ν’ αποκαλυφθούν αίφνης τα 500 φύλλα των χειρογράφων του Ευλύρου και οι αναγνώστες του μέλλοντος να γελούν μ’ αυτό εδώ το κείμενο όπως ο γράφων γέλασε μ’ εκείνο το φθαρμένο φυλλαδιάκι του 1850...

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



[1] Βλ. τη διθυραμβική βιογραφία του Ευλύρου από τον Ανδρέα Χ. Καλογηρά στο «Η Κεφαλληνία ή Κεφαλονιά», Αθήναι: χ.ο., 1954, σελ. 37-39, που ουσιαστικά μεταφράζει τη «βιογραφία» του Ευλύρου από τον «Νικηφόρο Κερκυραίο» (βλ. τις σελ. η΄ επ. της έκδοσης αποσπασμάτων «Γεωγραφικά τε και Νομικά την Κεφαλληνίαν αφορώντα, αποσπασθέντα τα μεν εκ των ΕΘΝΙΚΩΝ, τα Δε εκ των ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ Ευλύρου Κεφαλλήνος του Πυλαρέως [...] δημοσιευθέντα πρώτον ήδη υπό Κ. Σιμωνίδου», Αθήναι, 1850.

[2] Ο εξαιρετικά προσεκτικός Ηλίας Τσιτσέλης, βιογραφεί στον πρώτο τόμο των «Κεφαλληνιακών Συμμίκτων» του (Αθήναι, 1904, σελ. 140-142) τον Εύλυρο, παρουσιάζοντας ουσιαστικά το ιστορικό της απάτης εν συντομία.

[3] Βλ. Βιογραφία του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη από τον Τρ. Ε. Ευαγγελίδη στο οικείο λήμμα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» (Δρανδάκη), Τόμ. ΚΑ΄, σελ. 853, καθώς και στον Ζ τόμο του «Λεξικού Ιστορίας και Γεωγραφίας» του Σ. Ι. Βουτυρά, Κων/πολη 1889, σ. 580-582.

[4] Βλ. τη γλαφυρότατη σχετική εξιστόρηση στην σχετική με τις φιλολογικές απάτες του Σιμωνίδη μελέτη του Α.Ρ. Ραγκαβή, που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στο περιοδικό ΠΑΝΔΩΡΑ.

[5] «Συμαϊς ή Ιστορία της εν Σύμη Απολλωνιάδος Σχολής, ιδίως Δε της αγιογραφικής καθέδρας και πρόδρομος των ανεκδότων ελληνικών χειρογράφων, [...] συγγραφείσα υπό Μελετίου ιερομονάχου του εκ Χίου[...]» Αθήνησι, 1849.

[6] Βλ. αναλυτική κριτική για τη γνησιότητα της «Συμαϊδος» από τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή στο περιοδικό «ΠΑΝΔΩΡΑ» τόμος Β, Αθήνησι 1851, σελ. 595-601.

[7] Είναι χαρακτηριστική η ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει τους επικριτές του στον πρόλογο αλλά και στο τέλος κάθε υποκεφαλαίου του φυλλαδίου «Γεωγραφικά τε και Νομικά [...]» (ο.π.) του Ευλύρου, διερωτώμενος, αν είναι δυνατόν όλα αυτά θα μπορούσε να τα επινοήσει και να τα γράψει ο ίδιος. (βλ. ενδεικτικά σ. 23, 27 του φυλλαδίου).

[8] Βλέπε την αναλυτική κρίση στα άρθρα του Α.Ρ. Ραγκαβή στην «Πανδώρα» τόμος Α(1850) σελ. 551-555, 565-573 και τόμος Β (1851), σελ. 595-602.

[9] Η μελέτη αυτή, από τον Charles Stewart, είναι ενδεχόμενο να γράφτηκε κι αυτή καθ’ υπαγόρευσιν του Σιμωνίδη.

[10] Βλ. αναλυτικό κατάλογο των εκδόσεων του Σιμωνίδη στον Βουτυρά, ο.π., σελ. 582-583.

[11] Βλ. το κεφάλαιο «Σιμωνίδεια» στο περιοδικό «ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΟΜΝΗΜΩΝ» των καταλοίπων του Σπ. Λάμπρου (τόμος ΙΖ, 1923, σ. 40-52) και τις σχετικές αναφορές του στον τόμο Δ (1907) σελ. 249 επ. του ίδιου περιοδικού, καθώς και τις εκεί παραπομπές.

[12] Βλ. ΠΑΝΔΩΡΑ, τ. Α (1850) σ. 568-570.

[13] Βλ. ΠΑΝΔΩΡΑ, τ. Β (1851), σ. 602.

[14] Βλ. Ευλύρου «Γεωγραφικά τε και Νομικά [...]»(ο.π.) σ. 29

[15] Βλ. Ευλύρου, ο.π., σ. 14.

[16] Βλ. Ευλύρου, ο.π., σ. 5

[17] Βλ. Ευλύρου, ο.π. σ. 14.

[18] Βλ. Ευλύρου, ο.π., σ. 13.

Πρωτοδημοσιεύτηκε στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ Κεφαλλονιάς - Ιθάκης. 2003, σελ. 69-73

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα