Μαρία Βαλσαμάκη: μια Κεφαλονίτισσα σταρ στο Παρίσι
Στη μνήμη του αγαπημένου μου δασκάλου,
Μάριου Πλωρίτη (1919-2006)
Τι κοινό μπορεί να έχουν μια αφιέρωση σ’ ένα βιβλίο, ένας μεσοπολεμικός πίνακας ζωγραφικής σε ένα Μουσείο, ο ελληνισμός της Ρουμανίας, η θεατρική ιστορία του Παρισιού στον 20ό αιώνα, και η Κεφαλονιά; Ας ξεκινήσουμε από το βιβλίο, και την αφιέρωση. Στη γενική συλλογή της Κοργιαλενείου Βιβλιοθήκης βρίσκεται μια φθαρμένη αλλά πολυτελής έκδοση του έργου του μεγάλου Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Εντμόντ Ροστάν «Ο Αετιδεύς» (L’ Aiglon)[1]. Το έργο είχε παιχτεί για πρώτη φορά στις 15 Μαρτίου 1900, στο θέατρο Σάρα Μπερνάρ (πρώην Θέατρο των Εθνών), στο Παρίσι, με την μεγάλη πρωταγωνίστρια του γαλλικού θεάτρου Σάρα Μπερνάρ στον (αντρικό) ρόλο του «Αετιδέα», του Φραντς, δούκα του Ράιχσταντ και γιου του Μεγάλου Ναπολέοντα και της Μαρίας Λουίζας της Αυστρίας: Στα 1830, ο νεαρός «Αετιδεύς» κουβαλάει τη σκιά του ονόματος του πατέρα του – ενώ ο ίδιος θυμίζει τον Άμλετ του Σαίξπηρ. Είναι γεμάτος ανασφάλειες και τον κατατρέχει η ιδέα του θανάτου. Όταν θα πειστεί να εμπλακεί σε ένα κίνημα για να κατακτήσει αυτό που οι άλλοι θεωρούν ως προορισμό του, τον αυτοκρατορικό θώκο, θα καταστραφεί. Το τραγικό τέλος του «Αετιδέα», η μεγάλη ερμηνεία της Σάρα Μπερνάρ, αλλά και οι αναφορές στην ταραγμένη Ιστορία της Κεντρικής Ευρώπης στα χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, θα κάνουν τον «Αετιδέα» μία από τις μεγαλύτερες θεατρικές επιτυχίες του Εντμόντ Ροστάν, που δεν ξεπέρασε ποτέ τη μεγαλύτερή του επιτυχία, τον γνωστό μας «Συρανό Ντε Μπερζεράκ» που είχε γνωρίσει σαρωτική επιτυχία μόλις τρία χρόνια πριν.
Μα η ιστορία αυτού του βιβλίου που κρατάμε στα χέρια μας γράφεται 18 χρόνια μετά – και το καταλαβαίνουμε ανοίγοντας την πρώτη σελίδα και αντικρίζοντας μια αφιέρωση, γραμμένη με το ίδιο το χέρι του μεγάλου συγγραφέα Εντμόντ Ροστάν! Μια αφιέρωση για κάποιαν άλλη που έπαιξε τον «Αετιδέα», δεκαοχτώ χρόνια μετά, και που δεν ήταν η μεγάλη Σάρα Μπερνάρ (το 1918, η μεγάλη πρωταγωνίστρια δεν θα μπορούσε να παίξει τον επώνυμο ρόλο: ήταν ήδη 74 ετών). Το κείμενο της αφιέρωσης έχει ως εξής:
«A Mademoiselle Marie Valsamachi en souvenir d’ une journée où elle interpreta magnifiquement L’AIGLON, avec mon plus affectueux respects. Paris. Juin 1918. Edmond Rostand»[2].
[Στην δεσποινίδα Μαρία Βαλσαμάκη, εις ανάμνησιν μιας ημέρας κατά την οποία ερμήνευσε θαυμάσια τον «ΑΕΤΙΔΕΑ», με τα εγκαρδιότερα σέβη μου. Παρίσι. Ιούνιος 1918. Εντμόντ Ροστάν].
Ποια ήταν λοιπόν η Μαρία Βαλσαμάκη, αυτή η δεσποινίδα στην οποία υποβάλλει τα «εγκαρδιότερα σέβη του» ο μεγάλος συγγραφέας; Αν κατεβούμε στη μεγάλη αίθουσα των πορτραίτων του Κοργιαλενείου Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου, το μάτι μας σίγουρα θα πέσει στην ομορφότερη από τους εικονιζόμενους: είναι η Μαρία Βαλσαμάκη, ελαιογραφία του πολωνού ζωγράφου Tade Styka[3]. Το έργο φιλοτεχνήθηκε το 1935, 17 χρόνια μετά την συγκινητική αφιέρωση του Ροστάν. Η νεαρή δεσποινίδα ήταν πλέον ντάμα. Ήταν ήδη φτασμένη ηθοποιός, μια από τις πρωταγωνίστριες του γαλλικού θεάτρου στην περίοδο του Μεσοπολέμου.
Λιγοστά είναι τα βιογραφικά στοιχεία που μπορούμε να αντλήσουμε για τη βιογραφία της Μαρίας Βαλσαμάκη, κυρίως από εγκυκλοπαιδικά και βιογραφικά λεξικά[4]. Πολύτιμος οδηγός για να μάθουμε περισσότερα για την κεφαλληνιακή καταγωγή της είναι το “Livre d’ Or” του Ευγενίου Ρίζου-Ραγκαβή. Στο κεφάλαιο που αναφέρεται στην οικογένεια Βαλσαμάκη, εντοπίζουμε τη Μαρία, στον κλάδο Βαλσαμάκη-Δοττοράτου[5]. Η Μαρία γεννήθηκε, σύμφωνα με τον Ραγκαβή στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας το 1897 (κατά τα βιογραφικά λεξικά το 1898). Ο πατέρας της, Αντώνιος Βαλσαμάκης (1852-1920) και η μητέρα της Αμαλία ήταν επιφανή μέλη της ανθηρής τότε ελληνικής κοινότητας της Ρουμανίας. Ο πατέρας της Μαρίας διηύθυνε μεγάλες εκτάσεις του στέμματος στη Ρουμανία, και ήταν από τους ισχυρούς παράγοντες εκπροσώπησης των ελληνικών συμφερόντων στη χώρα αυτή, όπου πολλοί Έλληνες διέπρεψαν οικονομικά στους τομείς της ναυτιλίας και του εμπορίου. Για το λόγο αυτό είχε τιμηθεί τόσο από το Βασιλιά της Ρουμανίας, όσο και από το Βασιλιά της Ελλάδος, αλλά και το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων. Ο Ραγκαβής δεν μας πληροφορεί πώς βρέθηκε ο Βαλσαμάκης στη Ρουμανία, ανατρέχοντας όμως στους παλαιότερους κλάδους του γενεαλογικού δέντρου της οικογένειας, θα βρούμε στην Κεφαλονιά τον πατέρα του (παππού της Μαρίας) Δρ. Μαρίνο Βαλσαμάκη, ο οποίος, αφού σπούδασε στην Ιταλία, επέστρεψε στην γενέτειρά του Κεφαλονιά, και εξάσκησε το δικηγορικό επάγγελμα. Στο νησί οι Βαλσαμάκηδες κατοικούσαν ήδη από τα χρόνια των Τόκκων, με μεγάλη περιουσία στην περιοχή της Λειβαθούς. Γρήγορα ο Μαρίνος βρέθηκε κοντά στον Ιωάννη Καποδίστρια, ενώ υπερασπίστηκε ως δικηγόρος τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ενώ κατέκτησε και υπουργικό θώκο επί Βασιλείας του Όθωνα[6]. Φαίνεται ότι πολλά μέλη της οικογένειας ξενιτεύτηκαν στη Ρουμανία, αφού, εκτός από τον πατέρα της Μαρίας και δύο από τα παιδιά του άλλου γιου του Μαρίνου, Γεράσιμου, έζησαν και απέκτησαν ακίνητη περιουσία στη Ρουμανία.
Φαίνεται όμως πως η οικογένεια του πατέρα της Μαρίας χρειάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρουμανία και να μετεγκατασταθεί στο Παρίσι. Αυτό πρέπει να έγινε όταν η Μαρία ήταν σε πολύ μικρή ηλικία. Ο αδελφός της Μαρίας, ο Επαμεινώνδας Βαλσαμάκης πολέμησε στη Γαλλία το 1914, επικεφαλής λεγεώνας εθελοντών ελλήνων και τιμήθηκε γι’ αυτό με τον τίτλο της Λεγεώνας της τιμής. Άρα η οικογένεια θα πρέπει να βρισκόταν από τις αρχές του 19ου αιώνα στο Παρίσι. Γνωρίζουμε επίσης ότι η Μαρία είχε λάβει και «ελληνικήν αγωγήν».
Η Μαρία από νωρίς έδειξε την κλίση της προς το θέατρο και σπούδασε πλάι σε μεγάλα ονόματα του θεάτρου, στη Γαλλική Comedie Française (το αντίστοιχο του δικού μας «Εθνικού Θεάτρου». Δασκάλα της ήταν και η πρώτη πρωταγωνίστρια του «Αετιδέα», η μεγάλη Σάρα Μπερνάρ, αλλά και ο ίδιος ο Εντμόντ Ροστάν, καθώς και οι μεγάλες μορφές της Comedie Française, Menil και Truffier. Ξεκίνησε να παίζει, ερασιτεχνικά στην αρχή. Στις ερασιτεχνικές παραστάσεις θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και αυτήν του Ιουνίου του 1918 του «Αετιδέως», που της χάρισε την συγκινητική αφιέρωση του Ροστάν. Η οικογένειά της όμως φαίνεται πως ήταν αντίθετη στο να ακολουθήσει η Μαρία θεατρική καριέρα.
Ο πατέρας της Μαρίας πέθανε στο Παρίσι το 1920 και δεν πρόλαβε να δει την πεισματάρα κόρη του να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του επαγγελματικού θεάτρου. Ούτε ο Εντμόντ Ροστάν πρόλαβε. Στις 2 Δεκεμβρίου του 1918 πέθανε από επιδημία ινφλουέντζας (γρίππης), μερικούς μήνες μετά τη συγκλονιστική ερμηνεία της Μαρίας στον «Αετιδέα».
Το πείσμα της Μαρίας (και το άστρο) της δεν μπορούσαν να της επιτρέψουν να μην προχωρήσει σ’ αυτό που είχε προδιαγράψει για κείνη η μοίρα: Το 1921 (κατά τον Θεόδωρο Βελλιανίτη το 1922) ανεβαίνει στη σκηνή ως επαγγελματίας ηθοποιός. Το έργο είναι και πάλι του Εντμόντ Ροστάν: «Η τελευταία νύχτα του Δον Ζουάν» παίζεται μετά το θάνατο του συγγραφέα. Η σχέση της με την οικογένεια του Ροστάν θα συνεχιστεί, αφού η Μαρία θα συνεργαστεί και με το γιο του, τον συγγραφέα Μωρίς Ροστάν (μια από τις πιο αμφιλεγόμενες λόγω των ερωτικών του προτιμήσεων μορφές του μεσοπολεμικού Παρισιού). Τα έργα του: «Νέα γενιά» και «Η σιδερένια μάσκα» στα οποία θα πρωταγωνιστήσει η Μαρία είναι μόνο ένα μικρό δείγμα του ρεπερτορίου στο οποίο θα διαπρέψει η νεαρή κεφαλονίτισσα: «Σπίτι της Κούκλας» του Χάινρικ Ίψεν, «Εισαγγελέας Χάλλερ», «Τζοκόντα» του Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο, «Γαλάζιο Πουλί» του Μωρίς Μαίτερλινκ.
Η μεγάλη επιτυχία της οδήγησε στην πρόσληψή της στο περίφημο γαλλικό θέατρο «ODEON», ως ηθοποιού κλασσικού ρεπερτορίου, όπου της δόθηκε η ευκαιρία να ερμηνεύσει πλέον και τα διαμάντια του γαλλικού θεάτρου: Πιέρ Κορνέιγ, Ζαν Ρασίν, Βικτόρ Ουγκώ, οι μεγάλοι γάλλοι συγγραφείς βρήκαν στη Μαρία μια σπουδαία ερμηνεύτρια. Μαζί με τον Μωρίς Ρωστάν, αλλά και με δικό της θίασο, περιόδευσε στη δυτική Ευρώπη (τόσο στην γαλλική περιφέρεια όσο και στην Αγγλία και το Βέλγιο) με μεγάλη επιτυχία, και ευρύτατη αποδοχή από την κριτική, ενώ επισκέφθηκε και την Ελλάδα (Εθνικό Θέατρο, Θέατρο Μουσούρη).
Η καριέρα της πρέπει να συνεχίστηκε μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Η ίδια έγραψε δύο θεατρικά έργα στα γαλλικά [«Ο γυμνός άντρας» (L’ Homme Nu, 1925)], τρίπρακτη κωμωδία που παίχτηκε για πολύ καιρό στο Παρίσι, και «Η γυναίκα και το είδωλο» (La Femme et l’ Idole). Διετέλεσε επίσης διευθύντρια και άλλων παρισινών θεάτρων, όπως τα “ALBERT I”, “ETOILE” και “VERLAINE”. Δεν κατάφερε όμως ποτέ να δουλέψει στην Comedie Française, παρότι εξελέγη παμψηφεί από την αρμόδια επιτροπή, λόγω της ελληνικής της ιθαγένειας…
Αναζητώντας στοιχεία για τη Μαρία Βαλσαμάκη στους ηλεκτρονικούς καταλόγους της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας καταφέραμε να εντοπίσουμε μονάχα δύο τίτλους – διαφημιστικά παραστάσεων στις οποίες η Μαρία συμμετείχε. Το πρώτο αναφέρεται σε παράσταση τρίπρακτης κωμωδίας με τίτλο «Les égarés» στην οποία συμμετέχει η Μαρία ως ηθοποιός, στο ρόλο της Κατρίν Λουβουά, το 1929, στο θέατρο Κωμωδίας Κωμαρταίν του Παρισιού[7]. Στο δεύτερο έργο η Μαρία φαίνεται να συμμετέχει ενεργότερα, αφού σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί: Πρόκειται για την κωμωδία «Μια φορά κι έναν καιρό είχα μουστάκια» (Autrefois j’ avais des moustaches) σε κείμενο του Robert de Thiac, που παίζεται και πάλι στο Παρίσι, στο θέατρο Ντ’Αμπιγκύ, το 1951 (6 Απριλίου)[8]. Πιστεύουμε ότι ενδελεχέστερη έρευνα στη γαλλική βιβλιογραφία (που είναι πέρα από τις προδιαγραφές αυτής της σύντομης αναφοράς), αλλά και στα αρχεία των παρισινών θεάτρων και τον γαλλικό τύπο, θα δώσει περισσότερο φως στη δράση της κεφαλονίτισσας μεγάλης ηθοποιού του Γαλλικού θεάτρου, που ξεκίνησε από αγαπημένη μαθήτρια του Εντμόντ Ροστάν για να κατακτήσει το θεατρικό Παρίσι, και, όπως φαίνεται, όχι μόνον αυτό: Η Μαρία φαίνεται πως συναναστράφηκε και μπήκε στον κύκλο μεγάλων ονομάτων της γαλλικής διανόησης, όπως ήταν ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ενώ ασχολήθηκε ενεργά και με ζητήματα της ελληνικής κοινότητας του Παρισιού.
Η Μαρία Βαλσαμάκη έφυγε από τη ζωή στο Παρίσι, το 1981. Τρία μόλις χρόνια πριν (το 1978, σε ηλικία 80 χρονών), δώρισε το πορτραίτο της στο Κοργιαλένειο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο, μαζί με το βιβλίο και την αφιέρωση του Εντμόντ Ροστάν. Η μεγάλη μορφή του γαλλικού θεάτρου, μια κεφαλονίτισσα, θέλησε, ίσως, στο ηλιοβασίλεμα της ζωής της, να επιχειρήσει μια ιδιότυπη «επιστροφή» στην αγαπημένη της πατρική γη. Εκεί που δεν κατάφερε να παίξει ποτέ άφησε το πορτραίτο της, έτσι όπως ήταν στο απόγειο της καριέρας της, για να την βλέπουμε κι εμείς, σαν μια παρακαταθήκη μνήμης για τους συμπατριώτες της, σαν μια ευκαιρία για ένα ακόμη χειροκρότημα σε μια μεγάλη της σκηνής.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση "Οδύσσεια Κεφαλλονιάς και Ιθάκης" το 2007.
Maria Valsamaki (1898-1981)
A Cephalonian actress in Paris
Elias Toumasatos
A dedication on a book in Corgialenios Library, written by French dramatist Edmond Rostand, together a portrait in Corgialenios’ Museum portrait gallery remind us the story of Maria Valsamaki, from the Cephalonian noble family of Valsamaki, who was born in Bucharest, Romania in 1898. Maria’s father had moved to Romania, where an active Greek community had made great achievements in the fields of agriculture, trade, and shipping in the entire 19th century. Maria’s family moved to Paris where she studied next to Sarah Bernhard and Edmond Rostand in Comedie Francaise, Paris. Her career began in amateur performances – including her role as “L’ Aiglon” in 1918, that was the reason for the author’s (Edmond Rostand) dedication. Despite her family objections, she finally started working as a professional actress (with another Rostand’s play). After many successful performances, she was accepted in the famous “Odeon”, where she starred in classical plays. She toured around Europe (and Greece), she played leading roles in great plays of 1920s and 30s with great success and enthusiastic reviews, she became director of major theatres of Paris (Etoile, Albert I, Verlaine), and also wrote and staged two plays (“The Naked Man” and “The woman and the idol”). An active member of the Greek community of Paris, Maria was associated with Jean Paul Sartre. In 1978, three years before she died, she offered to the Corgialenios Museum of her homeland, Cephalonia, her portrait and the book of “L’ Aiglon”, as an ultimate respect to her roots, after such a brilliant career.[1] Rostand, Edmond, L’ Aiglon, Drame en six actes, en vers. Σειρά: Oeuvres Complètes Illustrées de Edmond Rostand de l’ Académie Francaise. Paris: Lafitte, χ.χ.
[2] Η αφιέρωση βρίσκεται στον ψευδότιτλο του βιβλίου (βλ. υποσημ. 1) και είναι γραμμένη ολόκληρη με το χέρι του Ροστάν, εκτός από τον τίτλο του έργου (τον ψευδότιτλο δηλ. του βιβλίου)
[3] Σχετικά με το έργο βλ. και Ευαγγελάτος, Κώστας - Μοσχόπουλος, Γ.Ν. Προσωπογραφίες και συνθέσεις – 17ος-20ός αιώνας. Συλλογή Κοργιαλενείου Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου, Αργοστόλι: Κοργιαλένειο Ίδρυμα, 2004, + 157-161.
[4] Βλ. ενδεικτικά το κείμενο του Θ. Βελλιανίτη στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (Τόμος ΣΤ, σ. 591).
[5] Βλ. Rangabè, Eugène Rizo: Livre d’ Or de la Noblesse Ionienne. Volume II : Cephalonie. Athènes : Eleftheroudakis, 1926, σσ. 674-675. Για την ιστορία της οικογένειας Βαλσαμάκη- βλ. στο ίδιο, σσ. 655 επ.
[6] Βλ. Rangabè, ό.π., σ. 661.
[7] Duterme, Marguerite.Les égarés. Comédie en 3 actes. Paris (France): Théâtre de la Comédie Caumartin, 24 Απρ. 1929. Σκηνοθέτης Pierre Magnier. Συμπρωταγωνιστής της Μαρίας ο André Fauché. (Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας, Notice No FRBNF39459380).
[8] Autrefois j’ avais des moustaches. Comédie en 3 actes/mise en scène de Marie Valsamacki […] avec Marie Valsamacki (Valentine)[…].Paris: Théâtre de l’ Ambigu (Maria Favella), 6 Απρ. 1951. Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας, Notice No FRBNF39495940.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου