Φρούριο Άσσου Κεφαλληνίας: ταξίδι στον χρόνο

Το 1968, δεκαπέντε χρόνια μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953, η οικογένεια του Γεωργοηλία Δεστούνη, οι τελευταίοι κάτοικοι του Φρουρίου Άσσου Κεφαλονιάς, αφήνουν για πάντα την πρόχειρη κατοικία που είχαν στήσει πλάι στο γκρεμισμένο από τον σεισμό σπίτι τους, και κατεβαίνουν στην Άσσο, όπου εγκαθίστανται οριστικά. Λίγα χρόνια πριν είχε φύγει και το μοναδικό μέλος της δεύτερης οικογένειας που είχε απομείνει στο κάστρο μετά τους σεισμούς: Η ρουμανικής καταγωγής Ελένη χήρα Ηλία Δεστούνη. Μια απλή μετακόμιση μιας οικογένειας στο διπλανό χωριό, λίγα χρόνια μετά από μια άλλη μετακόμιση μιας ηλικιωμένης γυναίκας, στο μυστήριο παιχνίδι της Ιστορίας μπορεί να σημαίνουν κάτι πολύ περισσότερο: το τέλος μιας εποχής, μιας εποχής που είχε αρχίσει να ανατέλλει τετρακόσια περίπου χρόνια πριν…

Και είχε αρχίσει να ανατέλλει μ’ ένα εξίσου απλό, εκ πρώτης όψεως, περιστατικό: Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1576. Μια βάρκα πλησιάζει την όμορφη και απόκρημνη χερσόνησο της Άσσου και κατοπτεύει το χώρο. Η θέα, ειδυλλιακή. Αλίμονο όμως, μια βαρκάδα, όπως μια μετακόμιση, μπορεί κι αυτή να παίξει καθοριστικό ρόλο για την εξέλιξη της Ιστορίας. Για να εξηγούμαστε: Η βάρκα ερχόταν από τη Λευκάδα. Το έτος 1576, η Κεφαλονιά βρισκόταν ήδη εβδομήντα έξη χρόνια υπό την κυριαρχία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Και η Λευκάδα βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή. Η βάρκα ήταν οπλισμένη. Και εκείνες τις μέρες στη Λευκάδα βρισκόταν ο Τούρκος διοικητής του σαντζακίου του Αγγελοκάστρου. Είχαν προηγηθεί τέσσερις πόλεμοι ανάμεσα στην πανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία, και την μεγάλη εμπορική δύναμη της Βενετικής Δημοκρατίας. Ο τελευταίος είχε στοιχίσει στη Βενετία την απώλεια της Κύπρου. Τί ήθελε να μάθει ο τούρκος διοικητής και έστειλε τη βάρκα στην Άσσο;

Ο προβλεπτής της Γαληνοτάτης στην Κεφαλονιά Φραγκίσκος Τιέπολο, από την πρωτεύουσα του νησιού, το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στη Λειβαθώ, θορυβήθηκε κι άρχισε να μελετά την περιοχή. Το Κάστρο της Λειβαθώς δεν μπορούσε να προστατέψει την Κεφαλονιά από το βορρά. Η Λευκάδα ήταν ορμητήριο όχι μόνο των Τούρκων αλλά και των πειρατών, που με τις επιδρομές τους καταλήστευαν το νησί και αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό. Η χερσόνησος της Άσσου ήταν το ιδανικό μέρος για να κατασκευαστεί ένα απόρθητο φρούριο που θα ήλεγχε όλο το κεντρικό Ιόνιο, και θα προστάτευε τους κατοίκους από τις τουρκικές και τις πειρατικές επιδρομές. Κανείς δεν θα μπορούσε να επιτεθεί εύκολα, καθώς λιμάνια κοντινά δεν υπήρχαν και ακόμη κι αν έστηνε κανείς τηλεβόλα στα βουνά της Ερίσου δεν θα μπορούσε να πλήξει αυτό το οχυρό. Μια καστροπολιτεία σαν τη Μονεμβασιά θα μπορούσε να χτιστεί εδώ πάνω. Η αναφορά του στάλθηκε στη Βενετία το 1577, χωρίς ανταπόκριση. Εφτά χρόνια μετά, το 1584, το Συμβούλιο των Ευγενών της Κεφαλονιάς, επανέρχεται με το αίτημα της κατασκευής του νέου Φρουρίου. Η απάντηση αυτή τη φορά είναι θετική, αλλά …«δει δη χρημάτων, ω άνδρες Κεφαλλήνες». Το έργο απαιτούσε τεράστια ποσά, που, αν οι κάτοικοι του νησιού ήθελαν προστασία, έπρεπε να καλύψουν από μόνοι τους. Χρειάστηκαν άλλα δέκα χρόνια, η δέσμευση ότι οι κάτοικοι θα συνεισφέρουν με τριάντα χιλιάδες ημερομίσθια και αλλεπάλληλες επαφές μεταξύ αξιωματούχων, για να αποφασιστεί τελικά η ανέγερση του Φρουρίου. Ενός φρουρίου που θα εντασσόταν σε ένα μεγάλο οχυρωματικό δίκτυο της Γαληνοτάτης που κάλυπτε όλες τις κτήσεις της στην Αδριατική, το Ιόνιο, την Πελοπόννησο και την Κρήτη και αποτελούσε την ασπίδα προστασίας των κτήσεών της έναντι των Τούρκων, αλλά και τη γέφυρα – αλυσίδα διακίνησης των προϊόντων της προς τη Μέση Ανατολή, από την οποία είχε χαθεί ο κρίκος της Κύπρου.

Η τελική έγκριση δίνεται το 1593 και τότε, στην απόκρημνη χερσόνησο της Άσου, όπου, σύμφωνα με τον Τιέπολο, υπήρχαν ερείπια αρχαίας πόλης, υπό την επίβλεψη του στρατιωτικού Ραφαέλο Ρασπόνι υπό τις τεχνικές οδηγίες του μηχανικού Μαρίνο Τζεντιλίνι που εγκαταστάθηκε έκτοτε οριστικά στην Κεφαλονιά αρχίζει ένα τεράστιο έργο για την εποχή, όσον αφορά τόσο τον όγκο των υλικών, τα εργατικά χέρια και το κόστος. Σύμφωνα με την επιγραφή που βρίσκεται στο εξωτερικό της κύριας πύλης του Κάστρου οι οχυρωματικές εργασίες ολοκληρώθηκαν μέσα σε δύο χρόνια – είναι όμως βέβαιο ότι τα έργα θα πρέπει να συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια μετά – και οι κεφαλονίτες θα πρέπει να πλήρωναν το αντίτιμο αυτής της προστασίας για πολύ περισσότερα. Οι διαστάσεις του μνημείου όπως το βλέπουμε σήμερα, με έκταση τειχών περίπου 3.000 μέτρα, τέσσερις πύλες (την κυρίως πύλη, το «πορτέλο» στο πίσω μέρος, την Ρεσπούνα και τη Μηλιάνα και πέντε προμαχώνες, αλλά και η συνολική έκταση του χώρου που έπρεπε να διαμορφωθεί στο εσωτερικό του κάστρου (έκταση 440 στρέμματα)μας μαρτυρούν το μέγεθος του εγχειρήματος.

Η Βενετία το είχε βάλει σκοπό. Εδώ θα χτιζόταν μια καινούρια πολιτεία. Κι είναι μια από τις σπάνιες φορές που η Γαληνοτάτη αποφάσιζε να κάνει κάτι τέτοιο, καθώς το πιο συνηθισμένο ήταν να οχυρώνει υφιστάμενες πόλεις, οι οποίες αναπτύσσονταν μέσα στα τείχη. Εδώ όμως όλα θα ήταν καινούρια. Η Βενετία διορίζει Προβλεπτή (Πρεβεδούρο, proveditore) στο Φρούριο και καλεί τους κατοίκους του νησιού, ιδίως της βόρειας περιοχής, να εποικίσουν την καινούρια πόλη… Αλίμονο όμως, οι Κεφαλονίτες δεν ανταποκρίνονται εύκολα στο κάλεσμα των Βενετών. Το οροπέδιο εντός του Φρουρίου είναι επίπεδο, τα γεωτεμάχια που χωρίζονται για εποικισμό είναι μεγάλα, αλλά ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα επιλέξουν την καινούρια πόλη.

Το 1682, ένας φοροδοτικός πίνακας του Κάστρου και της Άσσου που δημοσιεύθηκε από τον καθηγητή Ιστορίας κ. Γεώργιο Μοσχόπουλο μας μαρτυρεί ότι περίπου ογδόντα χρόνια μετά την ολοκλήρωση αυτού του μεγάλου έργου και ενώ είχε προηγηθεί η πρόταση να μεταφερθεί η πρωτεύουσα του Κράτους από το Φρούριο του Αγίου Γεωργίου στην Άσσο, που δεν έγινε ποτέ αποδεκτή, μόλις 39 οικογένειες είχαν κατοικήσει στο Κάστρο. Τα επίθετα τους φανερώνουν ότι πολλοί από τους 39 ήταν κοντινοί ή μακρινοί συγγενείς, ενώ μεγαλύτερη ανάπτυξη φαίνεται να γνωρίζει ο οικισμός της Άσσου, το «Στρέτο» που βρίσκεται έξω από το Κάστρο. Μα, γιατί άραγε δεν πήγαν οι κεφαλονίτες να κατοικήσουν στην καινούρια πόλη;

Η καστροπολιτεία της Άσσου ήταν καταδικασμένη να παραμείνει ένα όνειρο. Γιατί κάθε όνειρο χρειάζεται νερό για να βλαστήσει. Και το Κάστρο δεν είχε νερό. Όποιος επέλεγε να ζήσει εκεί λοιπόν, ήταν υποχρεωμένος να ανοίξει στο χώρο του μια μεγάλη δεξαμενή για τα όμβρια ύδατα. Αντίστοιχα προβλήματα είχε και η φρουρά – που έγινε απόπειρα να επιλυθούν με μεγάλες ομβροδεξαμενές. Επιπλέον, τα έργα ανοικοδόμησης είχαν αχρηστεύσει ουσιαστικά το λιμενίσκο της Άσσου, που είχε γίνει πολύ ρηχός από τις προσχώσεις και δεν μπορούσε να αποτελεί καταφύγιο για τις βενετικές γαλέρες. Και επιπλέον, τα προβλήματα για τη Βενετία μεγαλώνουν. Το 1669 οι Βενετοί χάνουν τον Ε΄ Ενετοτουρκικό Πόλεμο και μαζί του την Κρήτη. Η Γαληνοτάτη αρχίζει να παρακμάζει σιγά σιγά. Σε μια τελευταία αναλαμπή, στον 6ο Ενετοτουρκικό Πόλεμο, η Λευκάδα περνά στα χέρια της Βενετίας. Το Ιόνιο γίνεται ξανά βενετική λίμνη και το Φρούριο της Άσσου χάνει τη στρατηγική του σημασία.

Η καστροπολιτεία της Άσσου έμεινε έτσι ένα όνειρο, που έμελλε να ξεφτίσει μαζί με τη Γαληνοτάτη, στη διάρκεια του 18ου αιώνα. Οι Βενετοί δημιούργησαν έργα υποδομής στο εσωτερικό του φρουρίου, ιδίως για τις ανάγκες της φρουράς, έργα που ερείπιά τους σώζονται μέχρι σήμερα. Και ο οικισμός του Φρουρίου έμεινε για πάντα ένας μικρός οικισμός κλεισμένος σε ένα τεράστιο κάστρο. Ένα μικρό επίτευγμα φυλακισμένο σε μια μεγάλη, χιμαιρική προσδοκία.

Στα μισά του αιώνα, το 1757, οι Βενετοί ιδρύουν νέα πρωτεύουσα το Αργοστόλι – η πειρατεία έχει πια ασθενήσει, το ίδιο και η Βενετία. Η αντίστροφη μέτρηση θα ολοκληρωθεί το 1797. Η Γαληνοτάτη θα πάψει οριστικά να υπάρχει. Ο Μέγας Ναπολέων θα την καταλύσει και η Κεφαλονιά θα περάσει στα χέρια των Δημοκρατικών Γάλλων. Ο γάλλος επιτετραμένος Αντρέ Γκρασσέ ντε Σαιν Σωβέρ που θα επισκεφτεί τα Επτάνησα στα τέλη του 18ου αιώνα, θα διαπιστώσει το άδοξο τέλος του μεγαλεπήβολου σχέδιου της Βενετίας για την Άσσο: Λιγοστά δημόσια κτίρια και ένα μικρό χωριουδάκι στη θέση της μεγάλης πολιτείας, με τον καθεδρικό ορθόδοξο ναό του Προφήτη Ηλία.

Η θέση του Προβλεπτή βέβαια είχε διατηρηθεί ως το τέλος της βενετικής κυριαρχίας. Και οι γάλλοι διατήρησαν το φρούριο ως έδρα προσωρινού Δημαρχείου και προέβησαν στις αναγκαίες επισκευές δημοσίων κτιρίων και βελτιώσεις στο σύστημα συγκέντρωσης ομβρίων υδάτων – ενώ είχαν σχεδιάσει και τη διάνοιξη θαλάσσιας τάφρου στον ισθμό. Η ολιγόχρονη παραμονή τους στη Κεφαλονιά (μόλις δύο χρόνια) δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση των σχεδίων τους. Εξάλλου, η εποχή των κάστρων φαίνεται να τελειώνει πια οριστικά. Οι πόλεις αναπτύσσονται πια έξω από αυτά – κι ο οικισμός της Άσσου σταδιακά μεγαλώνει. Ο φόβος των επιδρομών έχει περάσει. Η θάλασσα είναι πια για τους κεφαλονίτες πρόκληση και όχι φόβητρο.

Το φρούριο από τότε και για ενάμισι περίπου αιώνα συνεχίζει την πορεία του ως ένας μικρός οικισμός που υφίσταται πάντα παραπληρωματικά προς τον κεντρικό οικισμό της Άσσου. Το 1889 91 κάτοικοι απογράφονται στο Φρούριο, ενώ το 1920 κατοικούν 54 άτομα. Η απογραφή του 1920 είναι και η τελευταία που μας δίνει τα πραγματικά στοιχεία για τον πληθυσμό του Κάστρου, πριν μια σημαντική καμπή της Ιστορίας του: τη δημιουργία, στα τέλη της δεκαετίας, Αγροτικών Φυλακών. Η καστροπολιτεία αξιοποιείται για να δεχτεί τα αποδιοπομπαία παιδιά της Ελληνικής Πολιτείας: Οι τρόφιμοι είναι τόσο μικροεγκληματίες όσο και βαρυποινίτες και τοξικομανείς. Είναι μαρτυρημένη η παρουσία και πολιτικών κρατουμένων στο Φρούριο, που φαινόταν μια φυλακή τύπου «Αλκατράζ» από την οποία η απόδραση ήταν σχεδόν αδύνατη. Τότε είναι που οι εναπομείναντες κάτοικοι αρχίζουν να εγκαταλείπουν σταδιακά το Φρούριο και να μετακομίζουν στην Άσσο. Οι απογραφές μέχρι τους σεισμούς του 1953 που εμφανίζουν το Φρούριο να έχει πληθυσμιακή άνθηση (93 το 1928, που έχει αρχίσει η λειτουργία των φυλακών, 136 το 1940 και 189 το 1951) συμπεριλαμβάνουν τους κρατουμένους, το προσωπικό των φυλακών και τους ελάχιστους εναπομείναντες κατοίκους του Κάστρου, που συμβιώνουν με τους κρατούμενους και τους φύλακες σε μια ιδιάζουσα συγκατοίκηση.

Οι σεισμοί του 1953 βρίσκουν στο Κάστρο το προσωπικό και τους τροφίμους των φυλακών και από τους παλιούς κατοίκους μόνον ελάχιστους – λιγότερους από είκοσι. Μετά τους σεισμούς οι φυλακές εγκαταλείπονται, και στην απογραφή του 1961 ο πληθυσμός περιλαμβάνει μόνο τους τελευταίους κατοίκους στους οποίους αναφερθήκαμε στην αρχή της ομιλίας: 6.

Ο οικισμός του Κάστρου έσβησε λοιπόν, οριστικά, όπως όλα δείχνουν. Αυτό που δεν μπορεί να σβήσει και δεν μπορεί να παραγραφεί είναι η ιστορικότητα του Μνημείου και η σημασία του για την πολιτιστική μας κληρονομιά.

Και η σημασία είναι διπλή: Αφ’ ενός, ένα από τα μεγαλύτερα οχυρωματικά έργα των Ενετών, κυριάρχων του νησιού για 300 περίπου χρόνια, με δεκάδες επιμέρους μνημεία στο εσωτερικό του που θα πρέπει να μελετηθούν, να καταγραφούν, να αναδειχθούν και να διασωθούν. Οι στρατώνες, η κατοικία του Προβλεπτή, οι τρεις καθολικές εκκλησίες,με προεξάρχουσα αυτήν του Αγίου Μάρκου (οι άλλες δύο ήταν η Παναγία η Σπιταλιόρα και ο Άγιος Ιωάννης), το οδικό δίκτυο, το κτίριο της αστυνομίας, οι φούρνοι, δύο αποθήκες πυρομαχικών μέσα στη γη, τα εναπομείναντα κανόνια, ο Μύλος, οι προμαχώνες , το στρατιωτικό νοσοκομείο, η σκοτεινή φυλακή, οι σκοπιές, άλλα κτίσματα που δεν έχουν ταυτοποιηθεί, δεν μπορούν να μας αφήνουν αδιάφορους. Είναι επίσης αναγκαία η ενδελεχής αναδίφηση αρχειακών πηγών που αφορούν στη Βενετοκρατία αλλά και τις επόμενες περιόδους των κατακτήσεων, για να αποκομίσουμε περισσότερα στοιχεία για την Ιστορία του Κάστρου, και να προσδιορίσουμε και να περιγράψουμε με επιτυχία τα εναπομείναντα μνημεία. Το Κάστρο ως σύνολο, ως ένα μνημείο και πολλά επιμέρους μνημεία, πρέπει να γίνει αντικείμενο ιστορικής έρευνας. Αλλά και παράλληλα με αυτό πρέπει να γίνει αντικείμενο προστασίας και ανάδειξης. Η ένταξή του στο δίκτυο «Κάστρων περίπλους» ήταν μια καλή αρχή. Και η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Μόνο που εδώ το ήμισυ δεν είναι αρκετό. Είναι απαραίτητο να πετύχουμε όχι το ήμισυ, αλλά το παν. Και δεν έχουμε άλλη επιλογή.

Πέρα από τον βασικό κορμό του μνημείου οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και μια ελληνικότερη διάσταση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Αυτή που αφορά τον οικισμό καθαυτόν, με επίκεντρο ένα μοναδικό μνημείο, το οποίο, δυστυχώς, επί πολλά χρόνια βρίσκεται στο απόλυτο σκοτάδι από ερευνητική άποψη και όχι μόνον. Μιλώ για τον μοναδικό ορθόδοξο καθεδρικό ναό του οικισμού, τον Ιερό Ναό του Προφήτη Ηλία, ο οποίος κτίστηκε στη διάρκεια του 19ου αιώνα στη θέση της «μικρής εκκλησούλας» που είδε ο Σαιν-Σωβέρ στα τέλη του 18ου αιώνα, την εκκλησία γύρω από την οποία, κατά παράδοση, είναι θαμμένοι όλοι οι τελευταίοι «Καστρινοί». Την εκκλησία που διαθέτει ένα έξοχο ξυλόγλυπτο τέμπλο, εικόνες (Προφήτης Ηλίας, Ζωοδόχος Πηγή) και εκκλησιαστικά αντικείμενα μεγάλης παλαιότητας και υψηλής τέχνης. Η εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής λιτανευόταν σε περιόδους ανομβρίας και οι «παλαιοί» έλεγαν πως ήταν θαυματουργή… Μιλούμε για την εκκλησία που θα μπορούσε να αποτελεί ένα μικρό μουσείο της ορθοδοξίας και του ελληνισμού μέσα σ’ έναν χώρο που χτίστηκε από ξένους για να ικανοποιήσει τα οράματά τους. Την εκκλησία που άντεξε περισσότερο από τα οράματα των Βενετών, που νίκησε το χρόνο και τους σεισμούς, και που, μετά την αποχώρηση των τελευταίων κατοίκων, όταν άνοιγε στη γιορτή του Προφήτη Ηλία και της Ζωοδόχου Πηγής ξαναζωντάνευε τη χαμένη καστροπολιτεία. Την εκκλησία που στέκει ακόμα εκεί, σιωπηλή και ερμητικά κλειστή, αλλά όρθια ακόμη. Ο κίνδυνος να καταστραφεί η ίδια η εκκλησία αλλά και τα πολύτιμα κειμήλιά της είναι άμεσος και ορατός. Νομίζω ότι έχει έρθει ο καιρός να ξεπεραστούν οι όποιες δυσκολίες και η εκκλησία να ανοίξει άμεσα, να καταγραφούν τα αντικείμενα και να δρομολογηθεί η συντήρησή τους.

Όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο καταστροφής μνημείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, είτε από οικονομική αδυναμία είτε από αδιαφορία είτε από σκοπιμότητα, νομίζω ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να προχωρούμε μπροστά. Κάθε κομματάκι από το τείχος που ξεκολλάει, κάθε ερείπιο βενετσιάνικου κτίσματος που θρυμματίζεται στην επόμενη σεισμική δόνηση ή κάθε εκατοστό ενός τέμπλου που τρώγεται από το σαράκι και την υγρασία είναι και μία νίκη της λήθης έναντι της μνήμης. Είναι μία νίκη εκείνων που θέλουν να μη θυμόμαστε, για να μην ξέρουμε ποιοι είμαστε, από πού ήρθαμε, τι κληρονομιά κουβαλάμε, τι οφείλουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές. Θα αφήσουμε τη λήθη να νικήσει;

Μπορεί το Κάστρο της Άσσου να είναι πια ένα μόνο ένα μνημείο, ένας φορέας μνήμης, και όχι ένας ζωντανός οικισμός. Μπορεί οι άνθρωποι να έφυγαν εκείνο το πρωί του 1968 για πάντα. Μπορεί να πήραν μαζί τους τις αναμνήσεις τους και να άφησαν πίσω μόνο τους αγαπημένους νεκρούς τους. Μπορεί το Φρούριο να είναι πια, και να μείνει για πάντα, ακατοίκητο από ανθρώπους. Μέσα όμως σε αυτά τα 440 στρέμματα γης κατοικεί κάτι που δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από το Κάστρο, παρεκτός αν εμείς το αφήσουμε: κι αυτό είναι κάτι που δεν αντικαθίσταται, δεν αποζημιώνεται, δεν καταπατάται: Είναι η συλλογική μας μνήμη. Και η συλλογική μνήμη είναι σαν καντήλι. Σαν το καντήλι της εκκλησίας της Πλακούλας, στους πρόποδες του Κάστρου της Άσσου. Ένα καντήλι που πρέπει να μπαίνουμε στον κόπο να πηγαίνουμε εκεί κάπου κάπου και να το ανάβουμε, για να μπορούμε έπειτα να το βλέπουμε από απέναντι να φέγγει μέσα στο σκοτάδι.

Ηλίας Τουμασάτος

Το κείμενο πρωτοδιαβάστηκε σε εκδήλωση του Δήμου Ερίσου (14-4-05, Αθήνα, Εταιρεία Συγγραφέων) και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο 2ο τεύχος του περιοδικού Εικόνες Κεφαλονιάς – Ιθάκης της Ελένης Δημητράτου, στα τέλη του 2006.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα