Αντόν Τσέχωφ: Η αλήθεια της απλότητας


«Πρέπει να γράφεις αυτό που βλέπεις, αυτό που αισθάνεσαι, αληθινά, ειλικρινά. Καμιά φορά με ρωτάνε τι ήταν αυτό που ήθελα να πω σ’ αυτήν ή στην άλλη ιστορία. Σε τέτοιες ερωτήσεις δεν έχω καμία απάντηση. Δεν θέλω να πω απολύτως τίποτα. Η έγνοια μου είναι να γράφω, όχι να διδάσκω». Πες μου να γράψω γι’ αυτό το μπουκάλι, και θα σου φτιάξω μια ιστορία που λέγεται «Το μπουκάλι». Οι ζωντανές, αληθινές εικόνες μπορούν να σου γεννήσουν σκέψεις, μα η σκέψη σου δεν μπορεί να δημιουργήσει μια εικόνα».

Έχει ενδιαφέρον να ακούει κανείς έναν συγγραφέα να μιλάει για την τέχνη του. Ιδίως όταν αυτός ο συγγραφέας είναι ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ, ένας από τους πιο σπουδαίους πεζογράφους και δραματουργούς όλων των εποχών. Έχει ενδιαφέρον να ακούσουμε την αλήθεια του, τη φωνή του πίσω από τις λέξεις των έργων του. Για να καταλάβουμε ότι αυτή η αλήθεια είναι οι ίδιες αυτές λέξεις. Έτσι απλά, ειλικρινά, αληθινά.

Ο Τσέχωφ γεννήθηκε το 1860 στο Ταγκανρόκ της Ρωσίας, λιμάνι στην Αζοφική θάλασσα, μια πόλη με εντονότατη ελληνική παρουσία – το εμπόριο και η ναυτιλία της περιοχής στα τέλη του 19ου αιώνα βρίσκονταν στα χέρια των Ελλήνων. Για τον λόγο αυτό οι πρώτες του σπουδές έγιναν στο ελληνικό σχολείο της πόλης και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Αρρένων του Ταγκανρόκ, που σήμερα φέρει το όνομά του. Η οικογένειά του ήταν φτωχή – ο παππούς του μάλιστα ήταν δουλοπάροικος – ας μην ξεχνάμε ότι η Ρωσία ήταν από τις τελευταίες ευρωπαϊκές χώρες που κατάργησε αυτή την ιδιότυπη μορφή δουλείας μόλις το 1861. Ο νεαρός Τσέχωφ μεγαλώνει στην επαρχία μιας αχανούς χώρας που ξυπνά από αιώνες φεουδαρχίας και καλείται μέσα σε ελάχιστο χρόνο να παρακολουθήσει τους γρήγορους βηματισμούς της Ευρώπης.

Η οικογένεια του Αντόν καταστρέφεται οικονομικά και φεύγει για τη Μόσχα – ο νεαρός Αντόν θα μείνει για τρία ακόμη χρόνια, ώσπου να τελειώσει το σχολείο, και εργάζεται σκληρά για να καλύψει μόνος του τα έξοδά του. Το 1879 γίνεται δεκτός στην Ιατρική Σχολή της Μόσχας – και αφήνει για πάντα το Ταγκανρόκ. Στα χρόνια των σπουδών του δημοσιεύει διηγήματα σε διάφορα έντυπα για να μπορεί να έχει κάποιο μικρό εισόδημα.

Το 1884 ο Αντόν αποκτά το δίπλωμα του γιατρού, αλλά και τα πρώτα συμπτώματα της φυματίωσης, ανίατης αρρώστιας την εποχή εκείνη, την οποία θα κρατήσει κρυφή από τους οικείους του για μεγάλο διάστημα. Ξέροντας ο ίδιος ότι είναι άρρωστος, θα ασκήσει με πάθος και ανθρωπισμό το ιατρικό λειτούργημα προσπαθώντας να προσφέρει στους ανθρώπους την υγεία που δεν μπορούσε να έχει ο ίδιος, ενώ παράλληλα, το 1886 αρχίζει να κερδίζει από την πένα του, γράφοντας για την εφημερίδα Νέοι Καιροί της Αγίας Πετρούπολης. Ένα χρόνο μετά, το 1887, είναι για τον Τσέχωφ χρονιά –ορόσημο: Η συλλογή διηγημάτων του, με τίτλο «Στο σούρουπο» κατακτά το λογοτεχνικό βραβείο Πούσκιν. Δύο χρόνια μετά ο αδελφός του Νικολάι πεθαίνει από φυματίωση. Ο Τσέχωφ θλίβεται και βλέπει και τη δική του μοίρα να προδιαγράφεται σκοτεινή. Όμως δεν εγκαταλείπει τις προσπάθειές του – παρά την κλονισμένη του υγεία, το 1890 θα ταξιδέψει με τρομερά αντίξοες συνθήκες ως τη νήσο Σαχαλίνη, βόρεια της Ιαπωνίας – τόπο εξορίας και κράτησης για πολιτικούς αντιρρησίες και καταδίκους του κοινού ποινικού δικαίου. Μένει μαζί τους δύο μήνες, και δημοσιεύει ολόκληρη μελέτη για την εμπειρία του, ελπίζοντας ότι θα αλλάξει τις εφιαλτικές συνθήκες κάτω από τις οποίες οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν. Ολόκληρη η ζωή του, που ήξερε πως ήταν μετρημένη λόγω της αρρώστιας του, ήταν γεμάτη από αγάπη για τον άνθρωπο, αγάπη που εκδηλωνόταν έμπρακτα με την άσκηση της ιατρικής επιστήμης αλλά και με τα κείμενά του.

Από το 1892 ως το 1899 ο Τσέχωφ ζει με την οικογένειά του στο Μελίχοβο, κοντά στη Μόσχα, όπου θα ασκήσει και εκεί με ζήλο την ιατρική και θα γράψει τα πιο σπουδαία του έργα. Όπως αναφέρει ο αδελφός του Μιχαήλ, άρρωστοι άνθρωποι έρχονταν με τα κάρα από μίλια μακριά στον γιατρό Τσέχωφ – κι εκείνος ξόδευε τα χρήματά του σε φάρμακα, και περνούσε ατέλειωτες ώρες επισκεπτόμενος ασθενείς, φτωχούς χωριάτες και αριστοκράτες της περιοχής. Εκεί, στο υποστατικό του Μελίχοβο, θα γράψει το 1894 τον Γλάρο, το πρώτο από την τετραλογία των μεγάλων έργων του. Το πρώτο ανέβασμα του έργου το 1896 ήταν αποτυχημένο, ο ίδιος όμως δεν πτοείται – συνεχίζει να γράφει· την επόμενη χρονιά ο Τσέχωφ θα εισαχθεί σε κλινική καθώς η φυματίωση τον κατέτρωγε σιγά σιγά.

Η τύχη του Γλάρου θα αλλάξει το 1898, όταν ο Κωνσταντίν Στανισλάφσκι, ο σκηνοθέτης του περίφημου Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας, ο άνθρωπος που άλλαξε όσο κανένας άλλος το σύγχρονο θέατρο, ανεβάζει τον Γλάρο, αυτή τη φορά με θριαμβευτική επιτυχία. Η πρωταγωνίστρια του Γλάρου, η ηθοποιός Όλγα Κνίππερ, θα γίνει και σύζυγος του Τσέχωφ τρία χρόνια μετά, το 1901. Ένας διακριτικός γάμος, «εξ αποστάσεως» καθώς ο Τσέχωφ ήδη από το 1898 είχε αφήσει τη Μόσχα για να ξαναγυρίσει στο Νότο: Στη Γιάλτα της Κριμαίας, όπου θα συνεχίσει το έργο του, λογοτεχνικό και θεατρικό. Ο Τσέχωφ ως συγγραφέας και ο Στανισλάφσκι ως σκηνοθέτης θα δώσουν στο παγκόσμιο θέατρο και άλλες μεγάλες επιτυχίες: Τον Θείο Βάνια, που πρωτοπαίχτηκε το 1899, τις Τρεις Αδελφές, που πρωτοπαίχτηκαν το 1901, και τον Βυσσινόκηπο, που παίχτηκε τον Ιανουάριο του 1904 – μερικούς μήνες πριν από τον θάνατο του Τσέχωφ. Η φυματίωση είχε εξαντλήσει ολοκληρωτικά τον οργανισμό του και τον αναγκάζει να φύγει από τη Γιάλτα για το ιαματικό θέρετρο Μπάντενβάιλερ στη Γερμανία. Εκεί, θα πεθάνει ήσυχα, στις 15 Ιουλίου του 1904, σε ηλικία μόλις 44 χρόνων. Ο θάνατός του ήταν ήσυχος, όπως η ζωή του, όπως και οι ζωές των ηρώων των έργων του.

Ο ίδιος ο Τσέχωφ έλεγε ότι το πολύ πολύ τα έργα του θα διαβάζονται και θα παίζονται για πέντε-έξι χρόνια ακόμα, ωστόσο η ιστορία τον διέψευσε. Ή μάλλον, ο ίδιος ο εαυτός του τον είχε πρώτος διαψεύσει καθώς είχε πει: «Πρέπει να είσαι Θεός για να μπορείς να ξεχωρίσεις την επιτυχία από την αποτυχία χωρίς να κάνεις κανένα λάθος.»

Και ο Τσέχωφ έκανε λάθος… Η συνεργασία με τον Στανισλάφσκι, πρωτοπόρο σκηνοθέτη του σύγχρονου θεάτρου, αλλά και η διαχρονική δύναμη της γραφής του έδωσαν στους ήρωές του το διαβατήριο για ένα μεγάλο ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο: στις σκηνές όλου του κόσμου. Τα έργα του, πεζογραφήματα και θεατρικά έργα μεταφράστηκαν και παίχτηκαν με μεγάλη επιτυχία σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου και άσκησαν τεράστια επίδραση στο παγκόσμιο θέατρο.

Στον Τσέχωφ ο Κωνσταντίν Στανισλάφσκι βρήκε τον ιδανικό δραματουργό για την υλοποίηση επί σκηνής του περίφημου «συστήματός» του, μιας πρωτοποριακής προσέγγισης της τέχνης του θεάτρου που μέχρι σήμερα έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της στη σκηνική πράξη και διδάσκεται σε όλες τις δραματικές σχολές του κόσμου. Όλοι οι συντελεστές της παράστασης, σύμφωνα με τη μέθοδο του Στανισλάφσκι, και κυρίως ο ηθοποιός μέσα από την ενσάρκωση του ρόλου, στοχεύουν στην κατάκτηση της αλήθειας και της απλότητας πάνω στη σκηνή. Αυτή όμως η αλήθεια, αυτή η απλότητα, δεν είναι τυχαία ή ενστικτώδης, αλλά κρύβει από πίσω της πολλή και συστηματική δουλειά από τον ηθοποιό για να μπορέσει να την προσεγγίσει. Όπως ο επιστήμονας παρατηρεί και πειραματίζεται στον φυσικό κόσμο, όπως ο φιλόσοφος στοχάζεται, για να ανακαλύψουν την αλήθεια ακόμη και των πιο ασήμαντων πραγμάτων που βρίσκονται γύρω μας, έτσι και ο ηθοποιός πρέπει να μελετήσει, να κουραστεί, να αγωνιστεί μέσα στην τέχνη του, για να μπορέσει να κάνει κυριολεκτικά δική του και την παραμικρή κίνηση του ρόλου του, την παραμικρή φράση που θα πει. Ο ρόλος δεν είναι ένα κοστούμι που φοράει ο ηθοποιός, αλλά ζωή αληθινή, που ξεπηδά μέσα από την ψυχή του αφοσιωμένου καλλιτέχνη. Ο Στανισλάφσκι είδε στην απλότητα των ηρώων του Τσέχωφ ακριβώς αυτή τη μακριά και επίπονη διαδρομή – στους χαμηλούς τους τόνους διέκρινε χρόνια εμπειριών, αναμνήσεων, ιστορίας. Και μας αποκάλυψε ότι η αλήθεια ακόμη και του πιο ασήμαντου πράγματος κρύβει από πίσω της ένα ολόκληρο σύμπαν από συγκυρίες, ιστορίες, συναισθήματα, καταστάσεις – ότι κάθε ρόλος, κάθε στοιχείο της θεατρικής πράξης δεν είναι μόνο μια λέξη πάνω στο κείμενο του έργου ή πάνω στη σκηνή, αλλά ολόκληρο το παρελθόν, το παρόν του και το μέλλον του. Κι ο ηθοποιός με το σώμα και την ψυχή του πρέπει να ταξιδέψει σε όλο αυτό το μικρό σύμπαν, για να αγγίξει την απλότητα.

Στην Ελλάδα, ένα άλλο Θέατρο Τέχνης, αυτό του Καρόλου Κουν, θα ανεβάσει, πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του Τσέχωφ, το 1939 τον «Βυσσινόκηπο». Το ελληνικό κοινό από την αρχή λάτρεψε τον Τσέχωφ, και τα έργα του ακόμη και σήμερα ανεβαίνουν με μεγάλη επιτυχία και στις ελληνικές σκηνές.

Τι είναι όμως αυτό που κάνει τα έργα ενός Ρώσου συγγραφέα που έχουν ήδη κλείσει πάνω από εκατό χρόνια ζωής να εξακολουθούν να συγκινούν τους ανθρώπους σε μια τόσο διαφορετική εποχή και σε τόσο διαφορετικές κοινωνίες από εκείνη που γράφτηκαν; Πριν απαντήσουμε, ας αναρωτηθούμε, είναι στ’ αλήθεια τόσο διαφορετικές οι εποχές και οι κοινωνίες μας από εκείνη στην οποία έζησε και έδρασε ο Τσέχωφ; Ας μην απαντήσουμε εμείς. Ας αφήσουμε να μας απαντήσει ένας από τους ήρωες του «Βυσσινόκηπου», ο Τροφίμωφ:

Εμείς εδώ στην πατρίδα μας βρισκόμαστε ακόμα πολύ πίσω. Τουλάχιστο διακόσια χρόνια πίσω. Ακόμα δεν έχουμε τίποτα. Δεν έχουμε ξεκαθαρίσει τις σχέσεις μας με το παρελθόν. Μονάχα φιλοσοφούμε, παραπονιόμαστε για την πληκτική ζωή μας, ή πίνουμε βότκα. Και είναι φανερό, για ν’ αρχίσουμε να ζούμε σήμερα, πρέπει να εξιλεωθούμε από το παρελθόν μας, να το ξεπεράσουμε! Και μπορούμε να εξιλεωθούμε μόνο με βασανιστική, με αδιάκοπη, με σκληρή δουλειά!

Η Ρωσία τότε βρισκόταν στο μεταίχμιο μιας καινούριας εποχής. Η φεουδαρχία είχε γκρεμιστεί, και παρέσερνε μαζί της στο γκρεμό και την απολυταρχία του τσάρου – η καινούρια αστική τάξη ξιφουλκούσε κι αυτή για την εξουσία – από κάτω όμως υπήρχε ένα τεράστιο πλήθος εξαθλιωμένων ανθρώπων, πρώην δουλοπάροικων, ή φτωχών αγροτών που καλούνταν να χωρέσουν σε ένα καινούριο ασφυκτικό περιθώριο. Στην εποχή του Τσέχωφ τα τσεκούρια που έκοβαν τα δέντρα του Βυσσινόκηπου ακούγονταν… Κανείς όμως δεν ήξερε τί ήταν αυτό που θα ερχόταν μετά. Ο κόσμος βάδιζε ολοταχώς προς μια καινούρια πραγματικότητα που κανείς δεν ήξερε ποια θα ήταν, ούτε αν θα ήταν καλύτερη. Το μόνο σίγουρο για τους ανθρώπους ήταν ότι ήταν απροετοίμαστοι γι’ αυτό το καινούριο…Ότι το έβλεπαν να έρχεται, ότι ακόμη το κουβαλούσαν μέσα τους, χωρίς να μπορούν να το προσδιορίσουν.

Σ’ αυτή τη μεταιχμιακή πραγματικότητα ο Τσέχωφ αποφάσισε να δει τον κόσμο κατάματα, με βλέμμα απλό και αληθινό. Το έργο του είναι ένα συμπίλημα από αυτά που έζησε προσπαθώντας με την επιστήμη του και με τα γραφτά του να κάνει καλύτερες τις ζωές των ανθρώπων. Αποφάσισε να βάλει τον κόσμο να κοιταχτεί στον καθρέφτη της αλήθειας, γιατί αυτό θα ήταν το πρώτο βήμα για να μπορέσουν οι άνθρωποι να προχωρήσουν μπροστά: Για το ποια είναι αυτή η αλήθεια ούτε κι ο ίδιος μπορούσε, ούτε ήθελε να αποφανθεί. Το πρώτο βήμα για να αισθανθείς το καινούριο είναι να καταλάβεις ότι δεν μπορείς να το εξηγήσεις με τα μέχρι τώρα μέτρα και σταθμά σου. Ας ακούσουμε τα λόγια του ίδιου:

Είναι καιρός οι συγγραφείς να παραδεχθούν ότι δε βγαίνει νόημα από τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο. Μόνο οι ηλίθιοι και οι τσαρλατάνοι νομίζουν ότι γνωρίζουν και καταλαβαίνουν τα πάντα. Όσο πιο ηλίθιοι είναι, τόσο πλατύτεροι πιστεύουν ότι είναι οι ορίζοντές τους. Κι αν ένας καλλιτέχνης αποφασίσει να δηλώσει ότι δεν καταλαβαίνει τίποτα από ό,τι βλέπει – αυτό από μόνο του συνιστά αξιοσημείωτη καθαρότητα στη σφαίρα της σκέψης, και ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος.

[Γράμμα στον Alexei Suvorin, 30-5- 1888]

Ο κόσμος αλλάζει, και το καταλαβαίνεις αυτό όταν συνειδητοποιείς ότι ξαφνικά δεν καταλαβαίνεις τί και γιατί συμβαίνει. Έτσι κι οι ήρωες του Τσέχωφ: Εγκλωβισμένοι στη ρώσικη επαρχία, διαισθάνονται ότι κάτι άγνωστο, κάτι καινούριο έρχεται, και οι ίδιοι δεν μπορούν να το διαχειριστούν. Νιώθουν εγκλωβισμένοι μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια της ρώσικης επαρχίας, νιώθουν ότι τα χρόνια περνούν και τα όνειρά τους ματαιώνονται, ότι οι ζωές τους γίνονται άλλες απ’ αυτές που ήθελαν. Ότι οι άνθρωποι που αγαπούν αγαπούν με τη σειρά τους άλλους ανθρώπους. Και ότι αγαπιούνται από ανθρώπους που τους είναι αδιάφοροι. Ότι θα ήθελαν να είχαν κάνει πράγματα και είτε δεν τα κατάφεραν είτε δεν το επιχείρησαν καν. Ότι θα ήθελαν μια καινούρια ζωή, σαν τον θείο Βάνια, στο ομώνυμο έργο, που λέει πως:

Είμαι σαράντα εφτά χρονών. Αν ζήσω ως τα εξήντα, μού μένουν ακόμα δεκατρία χρόνια. Είναι πολλά! Πώς θα περάσω αυτά τα δεκατρία χρόνια; Τι θα κάμω; Με τι θα τα γεμίσω; Δεν καταλαβαίνεις…. Δεν καταλαβαίνεις! Αν μπορούσε κανείς να ζήσει τα απομεινάρια της ζωής του αλλιώς, μ’ ένα νέο τρόπο… Να ξύπναγε κανείς ένα ήσυχο, φωτεινό πρωτινό και να ‘νιωθε πως ξαναρχίζει μια καινούρια ζωή, πως το παρελθόν του ξεχάστηκε και έσβησε σαν καπνός,.. Ν’ αρχίσω μια καινούρια ζωή... Πες μου, πώς ν’΄αρχίσω; Με τι ν’ αρχίσω;

Με τί ν’ αρχίσει; Δεν το ξέρει… Ο Τσέχωφ θεωρούσε πολλά από τα έργα του κωμωδίες, και ο Στανισλάφσκι τα ανέβασε ως δραματικά έργα. Είναι αλήθεια πως η θέση των ανθρώπων μοιάζει δραματική – μα μέσα στο δράμα τους αυτός ο μικρόκοσμος έχει και κωμικά στοιχεία – όπως ακριβώς και η ζωή, όπως ακριβώς και η αλήθεια έχουν τη δραματική και την κωμική τους όψη.

Οι ήρωες του Τσέχωφ δεν ταλανίζονται από αιώνιες κατάρες, δεν έρχονται σε σύγκρουση με υπερκόσμιες δυνάμεις, δεν βασανίζονται από αβυσσαλέα πάθη και έρωτες. Οι ζωές τους είναι απλές, πολύ απλές, πάρα πολύ απλές, τόσο απλές που συχνά νιώθεις ότι στα έργα του Τσέχωφ δεν υπάρχει αυτό που σε ένα άλλο έργο θα λέγαμε ραγδαία εξέλιξη της πλοκής, που σού κόβει την ανάσα. Τα έργα του Τσέχωφ είναι η ίδια η ζωή, με την αλήθεια και την απλότητά της. Οι ζωές των ανθρώπων είναι φυσιολογικές, καθημερινές, όπως ακριβώς και οι δικές μας. Οι άνθρωποι περνούν τη ζωή τους όπως κι εμείς, διαχειρίζονται τα προβλήματά τους όπως κι εμείς, ο καθένας με τον μικρό προσωπικό του ηρωισμό, όπως κι εμείς. Οι ήρωες είναι απλοί, όπως κι εμείς. Μιλούν απλά, όπως κι εμείς. Δεν τολμούν πολύ, όπως κι εμείς. Υπομένουν πολλά, όπως κι εμείς. Ελπίζουν, όπως κι εμείς, φοβούνται, όπως κι εμείς. Αλλά και διστάζουν, όπως κι εμείς. Καρτερούν, όπως κι εμείς. Κρατούν τα δάκρυα πολλές φορές με κόπο στην άκρη των ματιών, όπως κι εμείς. Πλήττουν θανάσιμα, αισθάνονται παγιδευμένοι, μα τις περισσότερες φορές δεν κάνουν τίποτα για ν΄αλλάξουν τη ζωή τους, όπως κι εμείς. Ασφυκτιούν μέσα στη μικρή, κλειστή κοινωνία του μικρού τόπου, όπως κι εμείς. Μα δεν έχουν κουράγιο, δύναμη, προοπτική να τον αφήσουν.

Η ζωή τους κυλάει αργά, χωρίς μεγάλα σκαμπανεβάσματα, όπως κι η δικιά μας – μέσα σ’ αυτή τη φαινομενική ηρεμία, κάτω από το δέρμα τους, αθόρυβα, συντελείται μια επανάσταση – ο ψυχικός τους κόσμος είναι αντιστρόφως ανάλογος της γαλήνης που επιβάλλει η μονοτονία. Μα συνεχίζουν, όσοι συνεχίζουν – όπως και στην πραγματική, τη σημερινή μας ζωή – συνεχίζουν την πορεία τους ψιθυρίζοντας αυτά που έλεγε και η Σόνια στον απογοητευμένο θείο Βάνια:

Τι να κάνουμε, θείε; Πρέπει να ζήσουμε! Θα ζήσουμε, θείε Βάνια! Θα ζήσουμε πολλές πολλές μέρες αράδα κι ατέλειωτα βράδια. Θα υποφέρουμε υπομονετικά τις δοκιμασίες που μας στέλνει η μοίρα. Θα υποφέρουμε για τους άλλους και τώρα – και στα γερατειά μας – χωρίς ξεκούραση. Κι όταν έρθει η ώρα μας, θα πεθάνουμε, ήσυχα ήσυχα, χωρίς κανένα παράπονο. Κι εκεί, πέρα από τον τάφο μας, θα πούμε πως υποφέραμε, πως κλάψαμε, πως η ζωή μας πίκρανε, κι ο θεός θα μας σπλαχνιστεί. Και τότε, κι εγώ κι εσύ θείε μου αγαπημένε, θα δούμε τη ζωή φωτεινή χαρούμενη, ωραία. Θα χαιρόμαστε τότε, και θα κοιτάζουμε πίσω τα τωρινά μας βάσανα και τις πίκρες με καλοσύνη, με χαμόγελο – και θ’ αναπαυτούμε. Πιστεύω, θείε μου! Πιστεύω θερμά, με πάθος!

Ο Τσέχωφ συμπονεί, αγαπάει βαθιά τους ήρωές του, όπως σαν γιατρός συμπόνεσε και αγάπησε βαθιά τους ανθρώπους. Έζησε από κοντά την ανθρώπινη δυστυχία και εξαθλίωση – έζησε και την ακινησία και την άπνοια της ρώσικης επαρχίας, την αμηχανία της απέναντι στο βουητό του καινούριου, κι έγραψε γι’ αυτήν, όχι για να περάσει ένα μοιρολατρικό και πεσιμιστικό μήνυμα, αλλά για να μιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας: να δείξει τη ζωή όπως είναι, όχι καλή ή κακή, αλλά αυτή που είναι, σε όλες της τις διαστάσεις. Κι όπως κι ο ίδιος δεν παραιτήθηκε ποτέ από την προσπάθεια για το καλύτερο, με τα πεπερασμένα ανθρώπινα μέσα του, έτσι κι οι ήρωές του στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν παραιτούνται. Υπομένουν, καρτερούν, και προχωρούν. Με μια ελπίδα, είτε κοντινή είτε μακρινή, κάπου εκεί, στην άκρη του ματιού, για να συγκρατεί το δάκρυ τους. Η Νίνα στον Γλάρο γυρίζει πίσω στην επαρχία έχοντας αποτύχει να κάνει την καριέρα και τη ζωή που ήθελε, και λέει στον Κώστια, τον νεαρό, επίσης αποτυχημένο ,συγγραφέα:

Τώρα το ξέρω, το καταλαβαίνω Κώστια, πως στη δουλειά μας – στο παίξιμο ή στο γράψιμο – κείνο που αξίζει δεν είναι η φήμη, δεν είναι η δόξα, μήτε κείνα που ονειρευόμασταν, αλλά το να μάθεις πώς να κάνεις υπομονή… Να μάθεις να σηκώνεις το σταυρό σου και να έχεις πίστη. Εγώ τώρα πιστεύω, κι αυτό με κάνει να πονώ λιγότερο. Κι όταν σκέφτομαι την τέχνη μου, την αποστολή μου, δε φοβάμαι τη ζωή.

Η σκέψη της Νίνας είναι απλή. Πονάς λιγότερο, αν προχωράς έχοντας πίστη. Είναι αυτό που κάνουμε οι περισσότεροι άνθρωποι. Δεν είναι οι ζωές μας γεμάτες τεράστια διλήμματα… Για την ακρίβεια, απ’ όσο πιο κοντά κοιτάξουμε τις ζωές μας θα καταλάβουμε ότι ίσως και να μην έχουν κανένα δίλημμα. Ότι καμμιά φορά, θέλει περισσότερη δύναμη να προχωράς και να υπομένεις από το να σπάσεις τον γόρδιο δεσμό. Και καμμιά φορά θέλει περισσότερη δύναμη να αντέχεις την πραγματικότητά σου από το να την αλλάξεις. Δεν γεννηθήκαμε όλοι Προμηθείς και Αίαντες, ούτε όλες γεννηθήκατε Αντιγόνες. Οι ζωές μας είναι απλές κι αυτό κρατάει πολύ, καμμιά φορά κρατάει πάρα πολύ, και όλοι εδώ μέσα ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι κανείς να πει το «προχωράω και υπομένω».

Ο Τσέχωφ πιστεύει βαθιά στους ανθρώπους. Πιστεύει ότι κάποτε οι άνθρωποι θα προχωρήσουν προς την ευτυχία – πολλοί είναι οι μελετητές που συνδέουν αυτή την αισιοδοξία του Τσέχωφ με τα κινήματα που ακολούθησαν και κατέληξαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Τσέχωφ, λένε, έβλεπε τη μεγάλη αλλαγή που έρχεται. Νιώθω, κι αυτό είναι προσωπική άποψη, ότι περιορίζουμε πολύ την αλήθεια του Τσέχωφ αν πιστέψουμε ότι εννοούσε μόνο αυτό. Γιατί και η ιστορία του κόσμου στην επόμενη δεκαετία δεν ήταν μόνο αυτό – ήταν κι ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, που έφερε τον όλεθρο και την καταστροφή. Ο Τσέχωφ έβλεπε ότι κάτι ερχόταν, όπως είδαμε όμως δεν είχε καμμία πρόθεση να το περιγράψει ή να το προβλέψει. Ήθελε να μιλήσει με τρόπο απλό για την αλήθεια της εποχής του. Η Όλγα, η μεγαλύτερη από τις τρεις αδελφές στο ομώνυμο έργο του, θα πει κάποια στιγμή, κάτι που θα ήθελε να πει κι ο ίδιος ο Τσέχωφ, παλεύοντας ταυτόχρονα με τη δική του αρρώστια, με τις αρρώστιες των φτωχών ανθρώπων αλλά και με την υπέροχη αρρώστια της γραφής:

Η μουσική παίζει τόσο χαρούμενα, δίνει τόσο θάρρος και νιώθει κανείς πως θέλει να ζήσει! Θεέ μου! Θα ‘ρθει ο καιρός που θα φύγουμε κι εμείς για παντα. Και θα μας ξεχάσουν. Θα ξεχάσουν τα πρόσωπά μας, τις φωνές μας, πόσες είμαστε. Όμως τα βάσανά μας θα γίνουνε χαρά για κείνους που θα ‘ρθουν ύστερα από μας. Η ειρήνη και η ευτυχία θα βασιλέψουν στον κόσμο και οι άνθρωποι θα θυμούνται με καλοσύνη και θα ευλογούν όλους εμάς που ζήσαμε πριν απ αυτούς. Η ζωή μας δεν τέλειωσε ακόμη. Θα ζήσουμε!... Η μουσική παίζει τόσο εύθυμα, τόσο χαρούμενα και φαίνεται πως λίγο ακόμα και θα ξέρουμε γιατί ζούμε, γιατί υποφέρουμε…Ω, αν ξέραμε μονάχα. Αν ξέραμε μονάχα!

Ο Τσέχωφ πιστεύει με την καρδιά του κι ελπίζει ότι οι ζωές των ανθρώπων θα γίνουν αληθινά καλύτερες. Αφιέρωσε και τη δική του ζωή, με τις δικές του, μικρές δυνάμεις, γι’ αυτό. Ο Τσέχωφ πιστεύει στον άνθρωπο. Στον άνθρωπο τον μικρό, τον καθημερινό, που δεν είναι ήρωας, που καμμιά φορά δεν έχει δύναμη να κάνει την υπέρβαση, αλλά πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει, ακόμη κι αν ο κόσμος γύρω του αλλάζει, γκρεμίζεται, και δεν ξέρει πού πηγαίνει. Έτσι, απλά. Έτσι, αληθινά.

Ο Κάρολος Κουν μιλώντας για το δικό του ανέβασμα των έργων του Τσέχωφ είχε πει χαρακτηριστικά πως: [Ο Τσεχωφ] «έκανε τέχνη χωρίς να προδώσει την αλήθεια και το αληθινό. Έδωσε προέκταση στα θεατρικά πρόσωπα που έπλασε, χωρίς αυτά να πάψουν ποτέ να μιλούν και να κινούνται μέσα στα πλαίσια μιας ζωικής πραγματικότητας. Λιτά και σεμνά μας αποκάλυψε το όραμά του. Και μας έπεισε. Μας έπεισε γιατί μας μύησε μέσα από τη μαγεία του Θεάτρου στη μαγεία της ζωής, όπως την έβλεπε και την ένιωθε αγνά και αμόλευτα σαν ποιητής, μ’ όλο του το είναι, καρδιά και νου, αισθήσεις και ψυχή.»

Ίσως η βαθύτερη ουσία της ποίησης είναι να κοιτάξεις στα μάτια τη ζωή, έτσι όπως είναι, απλή, και αληθινή και να ανακαλύψεις εκεί τη μαγεία της, που μπορεί να ξεπηδάει ακόμη κι από μια ναυαγισμένη πολιτεία με χιλιάδες προβλήματα και αντιξοότητες – ίσως αν μπορείς, όπως ο Τσέχωφ, να αντικρίσεις αυτόν τον κόσμο έτσι όπως είναι κι όχι έτσι όπως θα ήθελες να είναι ή όπως οι άλλοι σου λένε ότι είναι να μπορέσεις να βρεις και τον δρόμο που θα σε πάει μπροστά. Ίσως έτσι, μέσα από αυτή την αλήθεια της απλότητας, να μπορέσεις έστω να δεις από πού έρχεται το καινούριο. Έστω να ακούσεις τον καλπασμό του. Έστω, να διαισθανθείς την αλλαγή, την καινούρια εποχή. Που κι αυτή συνήθως έρχεται με πολύ πιο απλό, πολύ πιο αληθινό τρόπο, πριν τη φέρει η ιστορία. Η αλλαγή έρχεται πρώτα στις ζωές των μικρών, απλών ανθρώπων. Τρυπώνει στο σπίτι τους, στην αυλή τους, στο πορτοφόλι τους, στην κοινωνική τους ζωή, στη διάθεσή τους. Σιγά σιγά… Ήρεμα κι απλά. Σαν ένα δάκρυ στην άκρη των ματιών. Μυστικά, ήσυχα, αθόρυβα. Σαν το χρόνο που κυλάει στα έργα του Τσέχωφ… Κυλάει ήσυχα, αργά, και κάποτε είναι πολύς, πάρα πολύς, ίσως απελπιστικά πολύς… Όμως πάντα κυλάει προς τα μπρος. Και πάντα ο άνθρωπος, κοιτώντας τον χρόνο που κυλάει προς τα μπρος, θα βλέπει και κάτι ακόμη εκεί, κοντά, ή πιο μακριά: κάτι που του δίνει δύναμη να προχωρά. Την ελπίδα. Ας ακούσουμε τι λέει γι’ αυτό ο Τσέχωφ, με τα λόγια του Βερσίνιν, ενός από τους ήρωες στις Τρεις αδελφές:

Η ζωή είναι δύσκολη. Σε πολλούς από μας φαίνεται μαύρη κι απελπιστική. Αλλά πρέπει να παραδεχτούμε πως όσο περνάει ο καιρός γίνεται και πιο καθαρή, πιο ανάλαφρη! Είναι φανερό πως δεν είναι μακριά ο καιρός που η ζωή θα ‘ ναι γιομάτη από ευτυχία! Είναι ώρα να φύγω… Τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι είχαν το νου τους στους πολέμους. Γεμίζανε την ύπαρξή τους με εκστρατείες, επιδρομές, κατακτήσεις… Τώρα όλ’ αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν. Είναι πράγματα που πέρασαν. Άφησαν όμως πίσω τους ένα τεράστιο κενό, που για την ώρα δεν υπάρχει τίποτα να το γεμίσει. Η ανθρωπότητα ψάχνει με πάθος να βρει τον τρόπο να το καλύψει, και κάποτε βέβαια θα τον βρει. Αχ, ας μπορούσε μονάχα να τον βρει γρήγορα!

Εκδήλωση για τον Αντόν Τσέχωφ (Κεντρική Σκηνή Δήμου Κεφαλονιάς / Συνδεσμος Φιλολόγων Κεφαλονιάς – Ιθάκης)

Παρασκευή 1-4-2011, Δημοτικό Θέατρο Αργοστολίου «Κέφαλος»

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα