Πώς να μιλήσεις στα παιδιά για... Ιστορία;

[Αυτό το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του (δάσκαλου) Άκη Λαδικού "Μαθητεία στη Ζακυνθινή Ιστορία" (εκδόσεις Τρίμορφο, 2006), που έγινε στις 10-12-2006 στο Πνευματικό Κεντρο του Δήμου Ζακυνθίων, στον ωραίο Τζάντε... Τότε, αναρωτιόμουν χωρίς να έχω καμμία σχέση με την εκπαίδευση. Σήμερα, εξακολουθώ να αναρωτιέμαι...]


Τα παιδιά δεν έχουν μνήμη

Τους προγόνους τους πουλούν

Κι ότι αρπάξουν δεν θα μείνει

Γιατί ευθύς μελαγχολούν

Οι στίχοι είναι του Μάνου Χατζιδάκι, απόσπασμα από το γνωστό μας τραγούδι «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο», που πρωτοακούστηκε στην ταινία “Sweet Movie” του Ντούσαν Μακαβέγιεφ, το 1974. Αυτοί οι στίχοι μου έρχονται στο μυαλό κάθε φορά που πρέπει να μιλήσω για τη σχέση των παιδιών με την Ιστορία. Στο σχολείο μαθαίναμε ότι η Ιστορία είναι η γνώση του παρελθόντος. Πώς θα μάθεις όμως το παρελθόν σου όταν ο ίδιος δεν έχεις παρελθόν; Θυμάμαι τον εαυτό μου, μικρό παιδάκι – το πρώτο μάθημα Ιστορίας που είχαμε κάνει στο σχολείο ήταν ουσιαστικά μυθολογία, στην Τρίτη Δημοτικού, θαρρώ. Έπειτα, στην Τετάρτη, κάναμε Αρχαία Ελλάδα, στην Πέμπτη Βυζαντινή και στην Έκτη Νεώτερη. Άλλος ένας γύρος από τα ίδια στο Γυμνάσιο, και, επειδή η επανάληψη είναι μήτηρ της μαθήσεως και στο Λύκειο, με φωτεινή εξαίρεση ένα θαυμάσιο βιβλίο, την «Ιστορία του Ανθρώπινου γένους» στην Πρώτη Λυκείου, το οποίο γρήγορα εξαφανίστηκε και αντικαταστάθηκε από Αρχαία Ελλάδα.

Εν τω μεταξύ, ως παιδάκι, είχα την ευκαιρία να έρχομαι σε επαφή με τα απομεινάρια μιας Ιστορίας για την οποία κανείς ποτέ δε μου είχε μιλήσει... Κανείς! Στην πλατεία του χωριού μου, του Αγκώνα, στη Βόρεια Κεφαλονιά, υπήρχε το άγαλμα του Γεράσιμου Λιβαδά. Ως παιδάκια πάντοτε, χρησιμοποιούσαμε το άγαλμα του σοβαρού αυτού κυρίου με τα γυαλιά, για να παίζουμε κρυφτό. Κάποτε, μετά από πάρα πολλά «φτου και βγαίνω» ρώτησα τον πατέρα μου τι ήταν αυτός ο κύριος, γιατί ποτέ κανείς δεν μας είχε πει γι’ αυτόν. Ο πατέρας μου, μού είπε ότι ήταν ριζοσπάστης. Εγώ αυτή τη λέξη την ήξερα, γιατί ο νονός μου έφερνε μια εφημερίδα που είχε αυτό το όνομα όποτε ερχόταν στο σπίτι. Ο νονός μου ήταν πρόεδρος των ναυτεργατών και ψήφιζε ένα κόμμα που το λέγανε Κου-κου-έ. Τι σχέση όμως είχε ο κύριος με τα γυαλιά με το κου-κου-έ; Αδύνατο να καταλάβω. Αργότερα έμαθα τι σημαίνει το αρκτικόλεξο, πάλι είχα πρόβλημα, γιατί στην μικρή βιβλιοθήκη του χωριού είχα διαβάσει κάτι παλιά παιδικά περιοδικά, που τα έλεγαν «Ζωή του παιδιού» και «Ελληνόπουλο», τα οποία έλεγαν τα χειρότερα για αυτό το κόμμα.

Όμως ήταν 1982 και η δασκάλα μας είχε κρεμάσει στον τοίχο έναν καλό κύριο με γένια που τον έλεγαν Άρη Βελουχιώτη και ήταν πολύ σπουδαίος, και μας είχε μάθει ένα τραγούδι που το έλεγαν «Εμπρός ΕΛΑΣ». Όμως η κυρία έγραφε το ΕΛΑΣ με ένα λάμδα αντί για δυο και εγώ νόμιζα ότι δεν ξέρει ορθογραφία. Στις εθνικές γιορτές πάλι, φορούσαμε σαν όλα τα παιδάκια φουστανέλα – αλλά η νόνα μας έλεγε ότι στην Κεφαλονιά δεν φορούσαν φουστανέλες, αλλά βράκες. «Και τότε εμείς γιατί φοράμε φουστανέλες;» Και ότι στην Κεφαλονιά δεν ήρθαν ποτέ τούρκοι, παρά σταμάτησαν μόνο κοντά στον Πλατύ Γιαλό στο Αργοστόλι, σ’ ένα μέρος που λέγεται Τουρκοπόδαρο… Αφήστε που ήμασταν ατρόμητοι απέναντι στην τουρκική απειλή – ήμασταν βέβαιοι, ακόμη και όταν βγήκε στο Αιγαίο το «Σισμίκ» ότι το πολύ πολύ οι Τούρκοι θα έρθουν για μπάνιο στον Πλατύ Γιαλό και μετά θα φύγουν ησύχως, όπως είχαν κάνει τότε, τα παλιά χρόνια.

Καμμιά φορά πάλι, πηγαίναμε βόλτες με τον πατέρα μου στο παλιό χωριό, που το γκρέμισε ο σεισμός του 1953. «Πάμε βόλτα στα ερείπια» μας έλεγε, κι εμάς ήταν το καλύτερό μας, γιατί εκεί μας έλεγε ιστορίες από το παλιό χωριό, και μας έδειχνε πού ήταν το σπίτι του – αν και δεν είχε μείνει τίποτα απ’ αυτό, κι εμείς φανταζόμαστε ότι αν σκάβαμε κάτω από τις σωριασμένες πέτρες θα μπορούσαμε να βρούμε ένα καραβάκι που είχε κερδίσει σαν δώρο κάποτε ο πατέρας, όταν ήταν μαθητής, και έλεγε τα κάλαντα, αλλά δυστυχώς το πλάκωσε ο σεισμός. Στους σεισμούς του 1983 (7 ρίχτερ) λοιπόν κι εμείς είχαμε συγκεντρώσει όλα τα παιχνίδια μας κάτω από το τραπέζι για να μην τα πλακώσει ο σεισμός, όπως το καραβάκι του πατέρα.

Η φαντασία μας οργίαζε ακόμη περισσότερο όταν πηγαίναμε με τη μητέρα μας στο δικό της πατρικό, στο Φρούριο της Άσσου. Η μάνα μας και η νόνα μας μίλαγαν για τους Ενετούς που είχαν μείνει για πολλά χρόνια στην Κεφαλονιά – αλλά κανείς δε μας είχε μιλήσει γι’ αυτούς στο σχολείο. Επειδή ήμουνα καλός στη Γεωγραφία ήξερα πού πέφτει η Βενετία κι αναρωτιόμουν αν όταν οι Βενετοί ήταν στην Κεφαλονιά οι άνθρωποι πήγαιναν από το Αργοστόλι στο Ληξούρι με γόνδολες, αλλά η μαμά μου μού έλεγε ότι αυτά που σκέφτομαι είναι χαζομάρες, αλλά εγώ αναρωτιόμουν, έτσι μεγάλο που ήταν το Κάστρο της μαμάς μου (αφού η μαμά μου ήταν από τους τελευταίους κατοίκους του φρουρίου της ανήκε δικαιωματικά), μήπως έχει ξεμείνει κανένας ενετός με την πανοπλία του σε καμμιά από τις πολεμίστρες; Μήπως αυτός είχε και τη γυναίκα του και κάνανε παιδάκια, και ως εκ τούτου υπάρχουν ακόμη και σήμερα κάποιοι, και εμείς θα τους ανακαλύψουμε και θα γίνουμε φίλοι και εμείς θα τους μάθουμε καινούρια παιχνίδια όπως ρακέτες ενώ εκείνοι θα μας μάθουν τοξοβολία και ξιφομαχία;

Όπως καταλαβαίνετε, ως παιδάκι βρισκόμουν σε πλήρη σύγχυση σχετικά με αυτό που λέγεται «Ιστορία». Γύρω μου υπήρχαν χιλιάδες πράγματα που δεν υπήρχαν σε κανένα βιβλίο του σχολείου, πράγματα για τα οποία μιλούσαμε μόνο στις τοπικές γιορτές. Όλος ο κόσμος γύρω μου μού φαινόταν τεράστιος. Δεν είχα καμμιά εμπειρία, καμμιά ανάμνηση απ’ όλα αυτά, δεν μπορούσα καν να καταλάβω τι σημαίνει παρελθόν, και δη τόσο μακρινό παρελθόν, δεν μπορούσα να συλλάβω την έννοια του χρόνου που έχει περάσει, γιατί ο χρόνος ήταν όλος μπροστά μου, και καθόλου πίσω μου, κι έψαχνα απεγνωσμένα να βρω κάπου εξηγήσεις, να βρω απαντήσεις… Είχα όπλο μόνο τις αισθήσεις και αυτό που όλα τα παιδιά διαθέτουν σε απεριόριστο βαθμό: φαντασία. Αυτό μπορούσε να με οδηγήσει από τη μια σε τολμηρές συλλήψεις και από την άλλη σε τρομερές παρανοήσεις.

Στα γυμνασιακά χρόνια είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ τη Βιβλιοθήκη στην οποία δουλεύω τώρα, για να αναζητήσω πληροφορίες για θέματα τοπικής ιστορίας. Η εμπειρία ήταν κατ’ αρχήν τρομακτική, και κατόπιν απωθητική. Τα περισσότερα βιβλία που μιλούσαν για την τοπική ιστορία ήταν για μένα πολύ δύσκολα, ακατανόητα. Δεν έμοιαζαν με τα βιβλία του σχολείου, ούτε με τα παιδικά βιβλία που διάβαζα. Είχαν μικρά γράμματα, είχαν πολλές άγνωστες λέξεις, ορισμένα είχαν μόνο άγνωστες λέξεις. Ήταν τεράστια κι εγώ δεν ήξερα από πού να αρχίσω να ψάχνω. Ακόμη και μέχρι σήμερα, που πολλά προγράμματα τοπικής ιστορίας έχουν ενταχθεί επιτέλους στην εκπαίδευση βλέπω αυτή την ίδια απόγνωση να ζωγραφίζεται στα μάτια των παιδιών όταν έρχονται στη βιβλιοθήκη για να αναζητήσουν υλικό, συχνά χωρίς καμμία καθοδήγηση από τους καθηγητές τους. Σήμερα μπορώ να πω ότι τα πράγματα είναι ελαφρώς αν όχι πολύ χειρότερα. Η πρώτη απογοήτευση των παιδιών, σήμερα πια, είναι όταν ψάχνουν στο γνωστό μηχανάκι αναζήτησης Google το θεματάκι λ.χ. «Ναθαναήλ Δομενεγίνης» και η αναζήτηση δεν επιστρέφει κανένα αποτέλεσμα. Πανικός. Και τότε έρχεται ο δεύτερος τρόμος. Τώρα πρέπει να ψάξουν στα βιβλία. Σ’ εκείνα τα ίδια που έψαχνα κι εγώ… Αν ακούσετε τα παιδιά να σχολιάζουν αρνητικά βιβλία μεγάλων ιστοριογράφων όπως του Ηλία Τσιτσέλη ή του Παναγιώτη Χιώτη, μπορεί και να φρίξετε, αλλά μη σπεύσετε να τα κατηγορήσετε. «Αυτά, κύριε, είναι αρχαία», μου λένε, και κλείνουν το βιβλίο.. Και αυτό που μού λένε, το πιστεύουν απόλυτα, και το αισθάνονται επίσης σαν ένα εμπόδιο στη μελέτη τους. Κι εγώ, νιώθω ότι ξαφνικά υπάρχει ένα εμπόδιο στην επαφή των παιδιών με το παρελθόν. Γιατί τα παιδιά είναι το δυσκολότερο κοινό. Όταν απορρίπτουν, απορρίπτουν αμείλικτα. Και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος, στη σπουδή της τοπικής ιστορίας, μαζί με το συγκεκριμένο βιβλίο να απορρίψουν και την ίδια την τοπική ιστορία, να την εξοστρακίσουν εντελώς από τα ενδιαφέροντά τους.

Όσοι δουλεύουμε σε βιβλιοθήκες, διαχειριζόμαστε έναν μεγάλο όγκο τεκμηρίων. Όταν καλούμαστε να συνεργαστούμε με την εκπαιδευτική κοινότητα για την υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος, ανακαλύπτουμε ότι και η πιο πλούσια βιβλιοθήκη μπορεί να είναι πολύ φτωχή για να ικανοποιήσει τις ανάγκες ακόμη και του πιο απλού θέματος. Όχι επειδή οι διατριβές και οι μελέτες είναι φτωχές – για τον επτανησιακό χώρο έχουμε την ευτυχία να έχουμε σπουδαίες ιστορικές μελέτες από εξίσου σπουδαίους επιστήμονες, έχουμε στο πέρασμα των χρόνων πολύ σημαντικά επτανησιακά έντυπα, σπουδαία επτανησιακά αρχεία, έχουμε σπουδαία συνέδρια που έχουν γίνει για τον Ιόνιο χώρο, και πολύ πλούσιες βιβλιοθήκες. Ωστόσο από το μεγάλο αυτό σύνολο ένα πολύ μικρό υποσύνολο είναι άμεσα προσπελάσιμο από τους μαθητές, όχι μόνο στα πλαίσια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά και στα πλαίσια της προσέλκυσης ενός δυνητικού ενδιαφέροντος από τα παιδιά. Όσο σπουδαία κι αν είναι μια μελέτη, όσο πολύτιμο κι αν είναι ένα χειρόγραφο για τον ενήλικα ερευνητή, για το παιδί, τις περισσότερες φορές υπάρχει μια απόσταση, ένα χάσμα, μικρό ή μεγαλύτερο, που πρέπει να γεφυρωθεί.

Χρειάζεται κάποιος «αγωγός» λοιπόν, κάποιος «γεφυροποιός» που θα βοηθήσει τα παιδιά να έρθουν σε επαφή με τις πηγές, με την Ιστορία. Κάποιος που θα ξεπεράσει το συχνά εγωκεντρικό σύνδρομο της επιστημονικής αυθεντίας, που θα γνωρίζει αρκετά καλά και τις δυο πλευρές (την πλευρά της Ιστορίας και την πλευρά των παιδιών), και που θα έχει τη διάθεση και το ταλέντο να βρει τους συνδέσμους, τα μαγικά εκείνα σημεία που θα κάνουν τα παιδιά, με τα δικά τους μάτια, τα μάτια της φαντασίας, της έμφυτης περιέργειας και της αθωότητας, να αντικρίσουν την Ιστορία.

Όταν ξεφύλλισα το βιβλίο του Άκη Λαδικού «Μαθητεία στη ζακυνθινή ιστορία», ένιωθα πως άκουγα μέσα στο κεφάλι μου ένα μουσικό κομμάτι του Γιώργου Ρωμανού, που εκτελείται από το συγκρότημα του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Το κομμάτι λέγεται “The Clock” (το ρολόι), και το πρωτοάκουσα δέκα χρόνια περίπου πριν σε ένα cd του περιοδικού ΠΟΠ και ΡΟΚ που είχε επιμεληθεί ο Άκης Λαδικός. Ένιωσα λοιπόν ότι το «ρολόι» αυτού του κομματιού, γύριζε με ένα μαγικό τρόπο προς τα πίσω, κι ότι ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου βρισκόταν σε ένα καρουζέλ – μπροστά από τα μάτια του περνούσαν στιγμές της ιστορίας της Ζακύνθου, εικόνες, πηγές, πρόσωπα και γεγονότα που αφορούν όλες τις πτυχές της πορείας αυτού του τόπου μέσα στη διαχρονία της, αλλά και όλες τις ιδιαιτερότητες του ζακυνθινού πολιτιστικού, στενά ιστορικού, κοινωνικού τοπίου. Όλα γραμμένα με λόγια που καταλαβαίνουν τα παιδιά, όλα γραμμένα χωρίς τίποτα να θεωρείται αυτονόητο, προαπαιτούμενο, δεδομένο. Όλα σε μικρές, μετρημένες δόσεις, όλα με σχετική εικονογράφηση, με γλωσσάριο όπου απαιτείται. Ένα βιβλίο απλό – με όλες τις αρετές που μπορεί να έχει κάτι που κατασκευάζεται να είναι απλό αφού προηγουμένως έχει μελετηθεί με πολύ σύνθετο τρόπο, και με υλικά που από μόνα τους είναι πολύ δύσκολο να επικοινωνήσουν με τα παιδιά, αν δεν τους παρουσιαστούν με έναν τρόπο σαν κι αυτόν που επέλεξε ο συγγραφέας. Τα παιδιά μπορούν να δουν το εξώφυλλο μιας έκδοσης του 1797 που δεν μπορούν να πιάσουν ποτέ στα χέρια τους, ή μια διακήρυξη του 1803, να διαβάσουν τις σχετικές πληροφορίες, να δουν εικόνες της εποχής – να πάρουν μ’ άλλα λόγια ερεθίσματα που μπορούν να γίνουν αφετηρίες για καινούριες απορίες, για καινούρια «γιατί;» - αυτό το «γιατί», που είναι το δυσκολότερο να εξηγήσει κανείς σε ένα παιδί, ιδιαίτερα όταν επιδιώκει να του απαγορεύσει κάτι, μ’ αυτό το βιβλίο πρόκειται να γεννηθεί ως ερώτημα πολλές φορές.

Δεν είμαι ο αρμοδιότερος να σας πω με ποιους τρόπους μπορεί το βιβλίο να αξιολογηθεί στην παιδαγωγική διαδικασία – ωστόσο θαρρώ πως η βασικότερη αρετή αυτού του βιβλίου είναι ότι βοηθάει τη φαντασία του παιδιού να αρχίσει να πλάθει γύρω του το μικρό ιστορικό του σύμπαν. Τι εννοώ; Να αρχίσει να συνδέει αυτά που βρίσκονται γύρω του και μπορεί να αντιληφθεί με τις αισθήσεις του, δηλαδή τους τόπους, τα ονόματα, τα μνημεία, με τη συγχρονία και τη διαχρονία τους, με το συγκείμενο και το διακείμενό τους. Να ενώνει με τρόπο μαγικό μεταξύ τους τα χιλιάδες κομμάτια του παζλ που βρίσκονται γύρω του, και που μπορεί να λέγονται Διονύσιος Ρώμας, Υψόλιθος, Ναυμαχία της Ναυπάκτου, Ναπολέων, Χαρίλαος Τρικούπης, ΕΠΟΝ, Διονύσιος Σολωμός, Βενετοτουρκικοί πόλεμοι, Αθλητική Ένωση Ζακύνθου, Επτάνησος Πολιτεία, γυναικείες μάσκες, Πολυτεχνείο, Ομιλίες, Μουσείο Σολωμού, Ρεμπελιό των Ποπολάρων. Είναι ένα παζλ τρισδιάστατο, μια και τα κομμάτια του τοποθετούνται σε πολλά επίπεδα – μοιάζει με έναν κύβο του Ρούμπικ που πρέπει να ταιριάξεις τα σωστά χρώματα και να μη χαλάσεις την αρμονία των άλλων χρωμάτων σε κάθε πλευρά. Κάθε κομμάτι έχει σημασία για κάποιο άλλο. Και καθώς ενώνονται μεταξύ τους όλα μαζί δίνουν μια μαγική εικόνα: Τη Ζάκυνθο στη διαχρονία της.

Έτσι το παιδί αρχίζει να ανακαλύπτει λίγο λίγο, κομματάκι κομματάκι τον κόσμο γύρω του μέσα από του παρελθόν του. Ένα παρελθόν που έχει αξία καθώς με το δικό του τρόπο έχει καθορίσει και προσδιορίσει το παρόν του. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να καταλάβουμε ότι είναι πολύ πιο εύκολο και πολύ πιο αποτελεσματικό να επιχειρούμε να δημιουργήσουμε ένα σύνδεσμο των παιδιών με την Ιστορία, επιχειρώντας να τους αποκαλύψουμε την ιστορικότητα του άμεσου περιβάλλοντός τους. Όπως σας είπα και στην αρχή, μπορεί να ήξερα ως παιδάκι πολύ καλά το Δευκαλίωνα και την Πύρρα, που ήταν δυο πολύ ωραίες μακρινές φιγούρες στο βιβλίο της Ιστορίας, δεν μπορούσα όμως να εξηγήσω αυτό που μπορούσα να πιάσω με τα χέρια μου, το άγαλμα του ανθρώπου που καταγόταν από το χωριό μου, που μπορεί να είχαμε και κάποιον κοινό μακρινό πρόγονο, αλλά δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν.

Στη Ζάκυνθο, δυστυχώς, όπως και στην Κεφαλονιά, οι καταστρεπτικοί σεισμοί μας άφησαν ελάχιστα υλικά μνημεία που να μπορούν να μας συνδέσουν με τρόπο απτό με την Ιστορία. Αυτό κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη της γνώσης της τοπικής Ιστορίας μέσα από εναλλακτικά ερεθίσματα: πρωτογενείς πηγές, έργα τέχνης, έργα του λόγου. Η αμεσότητα της αισθητηριακής εμπειρίας για τη γνώση της τοπικής ιστορίας, την οποία μας έχει στερήσει ο εγκέλαδος, πρέπει συχνά να υποκατασταθεί από μια εμπειρία «διαμεσολάβησης» που προσφέρουν η τέχνη, η λογοτεχνία, η μουσική. Η παλαιά Ζάκυνθος, όπως και η παλαιά Κεφαλονιά, χάθηκαν οριστικά και αθέλητα. Αυτά που απομένουν, προϊόντα του πνεύματος υποδηλώνουν αυτά που χάθηκαν. Ο Άκης Λαδικός παίζει πολύ στο βιβλίο του με την εναλλαγή ιστορικών γεγονότων και μνημείων της πολιτιστικής κληρονομιάς, γιατί αυτός ο τόπος έχει και αυτή την ιδιαιτερότητα. Αν για άλλους τόπους η καλύτερη επένδυση είναι τα ακίνητα, οι ζακυνθινοί και οι κεφαλονίτες, στο πίσω μέρος του μυαλού τους ξέρουν καλά (ή θα ‘πρεπε να ξέρουν) πως αυτή η επένδυση δεν είναι τόσο σίγουρη όσο αλλού – αντίθετα αυτό που θα κουβαλούν μέσα τους ανεξάρτητα από τα σεισμικά μεγέθη είναι η ιστορία τους και η πολιτιστική τους κληρονομιά, επενδύσεις αναπαλλοτρίωτες στους αιώνες. Η Ζάκυνθος, μαζί με την Κέρκυρα, αποτέλεσαν τους δύο ισχυρότερους πολιτιστικούς πόλους του Ιόνιου χώρου – κι αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα αν οι καινούριες γενιές δεν επωφεληθούν απ’ αυτόν τον πολιτιστικό πλούτο, αν δεν τον γνωρίσουν, κυρίως, αν δεν γνωρίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό ως κληρονόμο και συνεχιστή αυτού του πλούτου.

Συχνά διαβάζοντας κομμάτια από την ιστορία αυτού του τόπου, σκέφτομαι ότι υπάρχουν τόσα συναρπαστικά πράγματα που μπορεί να πει κανείς στα παιδιά, φτάνει να τα πει με τρόπο που να τα κερδίσει, να μιλήσει στη δική τους γλώσσα. Αυτό κάνει και ο Άκης Λαδικός. Προσπαθεί να δείξει στα παιδιά ότι υπάρχουν τόσα τριγύρω τους, αλλά και μέσα στο γενετικό τους κώδικα, που κρύβουν τόσο συναρπαστικές ιστορίες, που κανένας λογοτέχνης ή παραμυθάς δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Γιατί το ωραιότερο παραμύθι είναι η αλήθεια, φτάνει να την πεις με τρόπο παραμυθένιο.

Όπως είπαμε στην αρχή, τα παιδιά δεν έχουν μνήμη. Μα η Ιστορία δεν χρειάζεται μνήμη. Και μπορεί «να πουλούν τους προγόνους τους», αλλά η Ιστορία δεν είναι υπόθεση μόνο των προγόνων τους. Η ιστορία είναι μέσα τους, είναι η μητέρα τους, και εκείνα θα γίνουν με τη σειρά τους οι δημιουργοί της. Και θα είναι συναρπαστικό να καταλάβουν ότι η γνώση της ιστορίας τους δίνει μια απίστευτη δύναμη: Τη δύναμη, κάθε φορά που περνούν απ’ οποιοδήποτε σημείο της πόλης ή του χωριού τους, να νιώθουν την αύρα όλων εκείνων που πέρασαν από το ίδιο σημείο, και που άφησαν στο ίδιο αυτό σημείο από τη σκόνη των παπουτσιών τους μέχρι το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό δημιούργημα. Να νιώθουν ότι αυτή η αύρα είναι το οξυγόνο που αναπνέουν, αλλά και η ύλη που τους έπλασε όπως είναι. Ότι θα ήταν άλλοι, αν άλλοι άνθρωποι περνούσαν σε άλλες στιγμές κι έκαναν άλλα πράγματα. Κι ότι οι ίδιοι, τα ίδια τα παιδιά, εκείνη τη στιγμή που περνούν, μπορούν ν’ αφήσουν σ’ εκείνο το σημείο από το περιτύλιγμα της τσίχλας τους μέχρι την καλύτερη έκφραση του εαυτού τους.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα