"Ιμπρεσσιόνες" ενός ερωτευμένου ποιητή

Τι τρελλός να σου διαβάσω

τα τραγούδια μου για σένα!

Δε μπορώ πια να ησυχάσω-

μια μεγάλη αμφιβολία

μυστικά, ύπουλα με τρώει:

Μένανε αγαπάς σταλήθεια

ή λατρεύεις τον εαυτό σου

μέσα στα τραγούδια μου;

Αντίοχος Ευαγγελάτος, Ιμπρεσσιόνες, αρ. XXV

"Λειψία. Άνοιξη 1924- Άνοιξη 1925". Η Ευρώπη βρίσκεται ανάμεσα σε δύο χειμώνες. Για να είμαστε ακριβολόγοι, στο Μεσοπόλεμο. Η Ελλάδα, νικήτρια κατά τα άλλα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έχει ζήσει το μεγάλο σοκ της Μικρασιατικής Καταστροφής, και προσπαθεί να προχωρήσει αφομοιώνοντας τις συνέπειές της: τα δύο εκατομμύρια περίπου πρόσφυγες και τη συρρίκνωση του Μείζονος Ελληνισμού.

Στη Γερμανία, χαμένη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, την ίδια εποχή ανθίζει το πείραμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, μα παράλληλα εν κρυπτώ κυοφορείται το αβγό του φιδιού.

Η τέχνη δεν μπορεί, ασφαλώς, να μένει αδιάφορη στις τρομακτικές ιστορικές εξελίξεις. Μαζί με τα ερείπια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, καπνίζουν και οι αποτεφρωμένες καλλιτεχνικές σταθερές, που είχαν αρχίσει να σιγοκαίγονται από το ξεκίνημα του αιώνα.

"Λειψία. Άνοιξη 1924- Άνοιξη 1925". Ένας νεαρός Ληξουριώτης, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος, κυνηγάει το όνειρό του. Είναι εικοσιενός ετών στα εικοσιδύο, και από το 1922 έχει γίνει δεκτός στο περίφημο Κρατικό Ωδείο της Λειψίας για να σπουδάσει πιάνο, διεύθυνση ορχήστρας και σύνθεση, με κορυφαίους δασκάλους (Βάινραϊχ, Χέρμαν Γκράμπνερ, Χοχ Κόφλερ).

Πριν βρεθεί στη Λειψία, ο νεαρός Ληξουριώτης, που στα εφτά του μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα, έχει ήδη προλάβει να κάνει πάρα πολλά: Ξεκίνησε να σπουδάσει ιατρική, μα την άφησε για τη Νομική, ενώ παράλληλα άρχισε να σπουδάζει μουσική στο Ωδείο Αθηνών. Προλαβαίνει μάλιστα να δημοσιεύσει, νεότατος ων, ποιήματά του στο περιοδικό "ΜΟΥΣΑ" το οποίο ο ίδιος διευθύνει.

Λειψία, Άνοιξη 1924 - 'Ανοιξη 1925. Στα διαλείμματα της μελέτης του και του αυστηρού προγράμματος του Ωδείου, ο νεαρός Αντίοχος γράφει μια ποιητική σύνθεση με τίτλο "Ιμπρεσσιόνες", η οποία εκδίδεται, ως ποιητική συλλογή το 1925, από τον εκδοτικό οίκο Γεωργίου Βασιλείου, στην Αθήνα. Αν κρίνουμε από τη χρονολογία της ιδιόχειρης αφιέρωσης του Ευαγγελάτου στο αντίτυπο που βρίσκεται στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου (24/8/1925), φαίνεται ότι ο Ευαγγελάτος έσπευσε, αμέσως μετά την άνοιξη του 1925, να εκδώσει τις "Ιμπρεσσιόνες" του.

Η έκδοση είναι πρόχειρη και φτωχική, χωρίς καν σελιδαρίθμηση (αριθμούνται μόνο τα τυπογραφικά), και με πολλές κενές σελίδες και παροράματα, που διορθώνονται στο πρώτο φύλλο μετά τη σελίδα τίτλου. Πρόκειται, νοηματικά, για μια ενιαία, σπονδυλωτή σύνθεση, με σχετικά χαλαρή δομή, αποτελούμενη από τριανταοχτώ επιμέρους ποιήματα, χωρίς τίτλο (αντί τίτλου λατινική αρίθμηση στο καθένα), και χωρίς μετρική ή στιχουργική ομοιομορφία. Μορφολογικά, σε γενικές γραμμές, ο στίχος του Ευαγγελάτου έχει "ελευθερωθεί" από τις αυστηρές μετρικές φόρμες, ιδίως την ομοιοκαταληξία στο στίχο (την οποία εύλογα χρησιμοποιεί στα τραγούδια και τα πρώτα ποιήματά του). Ο Ευαγγελάτος της Λειψίας, ο εικοσάχρονος που παλεύει ακατάπαυστα με τη μορφολογική πειθαρχία των μουσικών μέτρων - ο μουσικός Ευαγγελάτος, φαίνεται ωστόσο να συγκρατεί τον ποιητικό του στίχο από την πλήρη "απελευθέρωση".

Πέρα όμως από μορφές και μέτρα, που σημαίνουν πολλά για τους φιλολόγους, η βαθύτερη ουσία της ποίησης είναι οι εικόνες και τα αισθήματα που γεννά στον μη ειδικό αναγνώστη. Αν η ελευθέρωση των μορφών και η μετάβαση από την "παλαιά" στη μοντέρνα ποίηση σήμερα μας απασχολεί ως ιστορικό γεγονός της γενεαλογίας της Λογοτεχνίας μας, η ισχυρότερη αξία της ποίησης, αξία που μετριέται και δοκιμάζεται σε κάθε εποχή και κάθε στιγμή, είναι η δύναμη της συγκίνησης που γεννά στον αναγνώστη. Ιδιαίτερα σήμερα, που κάθε κείμενο είναι μια απειροελάχιστη μονάδα στο σύμπαν των πληροφοριών, κανένα λογοτέχνημα δεν παραμένει αιώνιο και αναλλοίωτο. Η διαρκής υποκατάσταση κειμένων, εικόνων, πληροφοριών και αισθημάτων, καθιστούν την δύναμη της ποίησης αξία στιγμιαία. Το μέγεθός της μπορεί να κριθεί από την συγκίνηση που γεννά τώρα - αυτή τη στιγμή.

Θα μιλήσουμε λοιπόν για τις "Ιμπρεσσιόνες" του σήμερα - και όχι για εκείνες του 1924. Δεν θα ασχοληθούμε άλλο με τον ενθουσιώδη νεαρό που πραγματοποιεί το όνειρό του και κυριευμένος από τον έρωτα ζωγραφίζει με λέξεις το ερωτικό του σύμπαν έτσι όπως ο ίδιος το βλέπει, με τα δικά του μάτια, έτσι όπως ευαγγελίζονταν οι ιμπρεσσιονιστές καλλιτέχνες που γνώρισαν ιδιαίτερη απήχηση στη Γερμανία λίγο καιρό πριν (προτού ακόμη γίνουν αποδεκτοί και στη χώρα τους, τη Γαλλία). Θα ασχοληθούμε με το ενθουσιώδες κείμενό του, που επιζεί του ίδιου του συνθέτη - ποιητή, που υπάρχει στις παρυφές του σπουδαίου συνθετικού του έργου, έχοντας στο μυαλό μας βέβαια ότι η φωνή πίσω από τις κιτρινισμένες σελίδες δεν είναι αυτό που έγινε ο Ευαγγελάτος (ένας διεθνούς εμβέλειας συνθέτης και μουσουργός με κορυφαία έργα "σοβαρής μουσικής" και λαμπρή καριέρα στον ελληνικό χώρο), αλλά αυτό που ήταν τότε ο ποιητής, μαζί με αυτό που εν δυνάμει κουβαλούσε μέσα του. Η φωνή που ακούμε διαβάζοντας τις "Ιμπρεσσιόνες" κρύβει την πατίνα μιας νεανικής φωτογραφίας ενός οιστρήλατου νέου, κρυμμένης για ογδόντα χρόνια σε κάποιο πορτοφόλι.

"Απόψ' ένα χάδι η ψυχή μου γηρεύει (sic)

ένα χάδι από κάποια χεράκια σαν κρίνα

που απλά θα μιλήσει απαλά στην καρδιά μου" (ποίημα αρ. Ι)

Η αναζήτηση της ερωτικής συντροφιάς μεταφέρεται στο μακρόκοσμο (αρ.ΙΙ): Άνοιξη στον κόσμο - Φθινόπωρο στην ψυχή του ποιητή, κι η ζωή - θάνατος, αρχετυπικός μανιχαϊσμός που μεταμορφώνεται (αρ. ΙΙΙ) σε έναν ρομαντικό περίπατο στην εξοχή. Η εναλλαγή συνεχίζεται: σ' ένα μοναχικό δωμάτιο ο νεαρός ήρωας μονομαχεί με τον πόνο και το πιάνο (αρ. IV) - μόνο το όνομά της (δεν αποκαλύπτεται ως το τέλος του έργου) γίνεται μελωδία στο πιάνο. Μα το όνομα - μελωδία μετατρέπεται σε εφιάλτη - το ονειρεμένο πρόσωπο σε σαρκαστική φιγούρα. Η θλίψη συνεχίζεται (αρ. V) ώσπου να τη δει. Τότε ξυπνούν τα ερωτικά σκιρτήματα (αρ. VI) και η ανέλιξη της ερωτικής πολιορκίας ξετυλίγεται αργά: Της διαβάζει τραγούδια του (αρ. VII), της χαρίζει την ψυχή του (αρ. VIII):

"Αγάλι' αγάλια πάρτη με τα χέρια σου,

και μαλακά (γιατί μπορεί να σπάσει)

σε κάποια πίθωσέ τη απόμερη

κι ειρηνική γωνιά της θύμησής σου."

Κι έπειτα, της στέλνει λουλούδια, απ' της καρδιάς το περιβόλι, ποτισμένα με δάκρυα (αρ. ΙΧ). Η συνάντηση μ' εκείνην παρασταίνεται με μια ιδιαίτερη παρομοίωση (αρ. Χ): η ερωμένη, "Μαντόνα ενός τεχνίτη", περισσότερο ιδέα παρά εικόνα, και ο ποιητής εκστασιασμένος προσκυνητής - ακόμη δεν αγγίζει το αντικείμενο της λατρείας, αλλά υμνεί τα μάτια της με περίσσειο λυρισμό (αρ. ΧΙ). Ο έρωτας είναι γεγονός, μα μια απειλή ορθώνεται, ένα πανύψηλο τείχος (αρ. ΧΙΙ), που αμέσως γκρεμίζεται με μια ερωτική συνεύρεση (αρ. ΧΙΙΙ), ένα ειδυλλιακό κλίμα μ' έναν περίπατο και, ξάφνου, η απόλυτη μοναξιά: Όλα βάφονται γκρίζα (αρ. XV, XVI) και στο νου του ποιητή αλληλοδιαπλέκονται η απόγνωση, η ελπίδα της επανασύνδεσης και η ηδονή του πόνου. Η απόρριψη γεννά μεγάλη λαχτάρα (αρ. XVII), και ο ερωτευμένος ποιητής απομυθοποιεί το είδωλό του (αρ. XVIII):

"Ήσουν ένα χωρίς άρωμα

Ψυχρό και γνωστικό γεράνιο"

Η μοναξιά του ποιητή παγώνει την ψυχή, συγκρινόμενη με τη θερμή ατμόσφαιρα ενός μεσοπολεμικού πολυπληθούς χορού (αρ. ΧΙΧ) - ο ποιητής παραδίνεται ξανά στον γλυκό πόνο (αρ. ΧΧ):

"Καταραμένος να 'σαι, ω Πόνε

που αδιάκοπα με θανατώνεις

ευλογημένος να 'σαι, ω Άφταστε

που μου γλυκαίνεις τη ζωή!"

Η μοναξιά του ποιητή ανοίγει σαν νυχτολούλουδο όταν σκοτεινιάζει (αρ. ΧΧΙ) και ο έρωτας έρχεται ξανά (αρ. ΧΧΙΙ):

"Πρώτη φορά που νοιώθω μες στα στήθια μου

να φέγγει ένα προαίσθημα ευτυχίας…

σήμερα ανοίγω τα μάτια μου στον ήλιο!"

Τα μαύρα μάτια της αγαπημένης του τον κυνηγούν παντού (αρ. ΧΧΙΙΙ). Είναι πια πλημμυρισμένος από έρωτα - κι η ψυχή της αγαπημένης είναι ένα όνειρο. Και ο ύπνος (το κορμί της) είναι θάνατος δίχως τα φτερά του ονείρου (αρ. ΧΧΙV). Κι η ερωμένη γίνεται Μούσα - τα τραγούδια του ποιητή γίνονται ο καθρέφτης της, και οι αμφιβολίες τον γεμίζουν (αρ. XXV). Μα η ομίχλη στους δρόμους διαλύεται στη ζεστασιά μιας ακόμη ερωτικής συνάντησης (αρ. ΧΧVI) που γεννά γαλήνη - και την ψυχή του ποιητή για πρώτη φορά κατακλύζει μια αθώα, αγνή χαρά (αρ. ΧΧVII). Κι από την παιδική αγνότητα, μια καινούρια αρμονία:

"Ω, του κορμιού σου τάγριο παίξιμο

στης αγκαλιάς μου το βιολί,

πώς με κρατάει σφιχτοδεμένο

στη θεία γαλήνη της ψυχής μου!"

Και, μέσα στην αποκάλυψη του ερωτικού παροξυσμού (αρ. XXVIII), η ερωμένη μεταμορφώνεται σε Σφίγγα, με αιώνια αινίγματα - κι η ερωτική διάθεση γλυκαίνει. Ο ρομαντισμός ξανάρχεται, μα με τολμηρές συνδηλώσεις:

"σαν το αιώνιο απαλογύρισμα

κάποιου ανάλαφρου κυμάτου

στη μικρή σπηλιά ενός βράχου

μιας πλατειάς ακρογιαλιάς" (αρ. ΧΧΙΧ)

Η εικονοποιΐα του έρωτα συνεχίζεται με όλο και εντονότερες εικόνες: Ιστός αράχνης και δεσμά αλυσίδας φαντάζει ο έρωτας (αρ. ΧΧΧ) και κορυφώνεται με μια έξοχα τολμηρή εικόνα (αρ. ΧΧΧΙ):

"Απόψε ξάφνου εφούντωσε

του πόθου μου το δέντρο!

κι έβγαλε νέα κλαριά

και παρακλάδια,

κι έβγαλε φύλλα αμέτρητα

πύρινα φύλλα αγκαθωτά."

Ο ποιητής ξυπνά, γλυκά αποχαυνωμένος κάτω από τη φυλλωσιά του δέντρου - μα το δέντρο (ο πόθος) τον πνίγει: τα κλωνάρια μεγαλώνουν, τον τυλίγουν και τον τρυπούν. Παγιδευμένος στην οργιαστική έκρηξη του δέντρου κινδυνεύει να χαθεί, μα η ερωτική εκπλήρωση, "η Δροσιά που χαρίζει τη χαρά και την πίστην" γίνεται ο άνεμος που τσακίζει τα κλαδιά, νερό που σβήνει τη φλόγα. Τολμηρές εικόνες, μα η αύρα του οργασμού θα υποκατασταθεί από την πλήξη της συνήθειας, της ήρεμης ευτυχίας (αρ. ΧΧΧΙΙ):

"Ό,τι ήτανε ηδονή τώρα είν' μαρτύριο…

Τ' ατέλειωτο σουρούπωμα με λυώνει…

Βαρέθηκα τη ζωή μέσα στη σέρρα…."

Σ' αυτή τη σέρρα, που εκείνος ήταν ο εκλεκτός. Ο ποιητής ζητά μια καινούρια αγάπη - καθώς η παλιά ξεθυμαίνει με δάκρυα στις άκρες των ματιών - αυτά που αποκρυσταλλώνονται και γίνονται αναμνήσεις (αρ. ΧΧΧΙΙΙ).

Ο έρωτας έχει πια σβήσει. Μια μουσική ακούγεται, κι ένα ξεθυμασμένο άρωμα από μενεξέ είναι ό,τι απομένει από το πάθος (αρ. ΧΧΧΙV). Το μοτίβο των νεκρών λουλουδιών στο βάζο επιτείνει την ατμόσφαιρα της γλυκιάς μελαγχολίας που σβήνει κι απαλύνεται στο χρόνο (αρ. ΧΧΧV).

Ο έρωτας έχει πια σβήσει. Η ψυχή του ποιητή μοιάζει με ξεκούρδιστο νυκτό. Αμήχανο, εκπέμπει φάλτσες νότες στο σύμπαν, παλεύοντας να συνθέσει μια καινούρια μελωδία - μια καινούρια προσδοκία. Αγωνία, αβεβαιότητα και προσμονή. Τι θα συμβεί στο μέλλον;

"Παλιοί, γνώριμοι πόνοι ή νέα γιορτάσια;

χαρές που έχω χαρή για άγνωστες πίκρες;

τι θάρτει να χουρδίσει την ψυχή μου;" (αρ. ΧΧΧVI)

Η προσδοκία ενός καινούριου έρωτα γεννιέται ξανά. Η ελπίδα ξαναγεννιέται. Οι βεντάλιες - τα τείχη του αγνώστου, θα πέσουν.

"και το φύτρο έγιν' ελπίδα

και η ελπίδα προσδοκία"

Μα, μήπως θα μείνει για πάντα προσδοκία; (αρ. ΧΧΧVII).

Το τελευταίο ποίημα (αρ. ΧΧΧVIII) ανατρέπει τα πάντα: η αδημονία της διαρκούσης προσδοκίας, η αγωνία για τον καινούριο έρωτα, ανατρέπει τα πάντα. Όχι. Δε θα σκύψει πάνω από τα χείλη της. Όχι. Δε θα σβήσει το όνειρο ψιθυρίζοντας ένα νανούρισμα πάνω από τα μάτια της.

"Λαχτάρα μόνο είναι η Αγάπη!

και στη λαχτάρα που μένει άσβυστη

στο Είναι μας μέσα βυθισμένη,

μιας Αιωνιότητας ο σπόρος

είναι κρυμένος …

θέλω να φύγω πριν ξυπνήσω."

Μ' αυτό το αναπάντεχο τέλος και την αινιγματική κατακλείδα κλείνουν οι "Ιμπρεσσιόνες", αφήνοντας την προσδοκία της επανέλευσης του έρωτα, κυρίαρχο μοτίβο σε ολόκληρο το έργο, ανεκπλήρωτη. Ο ερωτευμένος ποιητής μένει στο τέλος μόνος - μα τουλάχιστο έχει ανακαλύψει τη βαθύτερη ουσία του έρωτα. Έχει ξεφύγει από τα σκοτεινά δωμάτια της απελπισίας και τα κρύα και ανήλιαγα φθινοπωρινά στενά. Έχει βιώσει τη μοναξιά, την αγωνία, το σκίρτημα, το πάθος, τη συνήθεια που σκοτώνει. Ο έρωτας αναγεννάται εδώ ως Δευτέρα Παρουσία, ως αιώνιος ζωή, μέσα από ένα ποίημα με έντονα αισθήματα και διάχυτο πάθος, με αισθησιασμό και "σωματικότητα".

Ο έρωτας είναι κυρίαρχος σ' όλη την έκταση της ποιητικής σύνθεσης, που δικαιολογεί τον τίτλο "Ιμπρεσσιόνες". Το υπέρτατο ίσως ανθρώπινο συναίσθημα αντικατοπτρίζεται στα μάτια του ποιητή. Ένας μοναχικός, ερωτευμένος κόσμος είναι αυτός που βλέπει ο νεαρός ήρωας. Ένας κόσμος που αποτυπώνει τον εσωτερικό κόσμο του ποιητή - κάτι που βεβιασμένα θα μπορούσε να μας οδηγήσει στο να χαρακτηρίσουμε το ποίημα "εξπρεσιονιστικό". Μα, αν το καλοσκεφτούμε, με τα μάτια ενός ερωτευμένου ανθρώπου ουσιαστικά αυτός είναι ο κόσμος ολόκληρος: ο ίδιος, το αντικείμενο του πόθου και τα λοιπά στοιχεία της φύσης, που η ύπαρξή τους (ετερο)καθορίζεται από την ψυχική κατάσταση του ερωτευμένου. Ο κόσμος σκοτεινιάζει τη στιγμή της ερωτικής απόρριψης και ξαναφωτίζεται τη στιγμή της ερωτικής εγγύτητας. Η αλληλοδιαδοχή αισθημάτων αντιφατικών μεταξύ τους, καταιγιστική όπως είδαμε στις "Ιμπρεσσιόνες", μοιάζει με τις εναλλαγές του καιρού στα τροπικά κλίματα: Αλίμονο αν σ' ένα ερωτικό σύμπαν η περιοδικότητα της εναλλαγής φωτός και σκότους έμοιαζε με αυτήν στα πολικά κλίματα.

Ο Αντίοχος Ευαγγελάτος το ξέρει αυτό - και βάζει σ' αυτή την αλληλουχία μουσική υπόκρουση, ένα στοιχείο του σύμπαντός του που χωρά ακόμη σ' αυτό μετά την εισβολή του έρωτα: τα τραγούδια του, οι μουσικές που ακούει στις ώρες της μοναξιάς, το πιάνο, είναι τριταγωνιστές σ' αυτό το έργο. Όλα τα άλλα στοιχεία του κόσμου είναι απλώς κομπάρσοι.

Με ιμπρεσσιονιστικό τρόπο λοιπόν ο Ευαγγελάτος κατασκευάζει έναν πλανήτη δονούμενο, παλλόμενο, περιελισσόμενο γύρω από έναν λαμπρό όσο και επικίνδυνο ήλιο: τον ήλιο του έρωτα, που φωτίζει τον κόσμο του και του δίνει τα χρώματα που αποτυπώνει ο ποιητής.

Αν ο έρωτας δεν ήταν η γλυκειά αρρώστεια που κατατρώει τις σάρκες και την ψυχή του ίδιου του ποιητή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο τελευταίος ήταν απλώς ένα παρένθετο πρόσωπο, μια μαριονέττα σε μια θεατρική παράσταση, στην οποία νομίζει ότι είναι αυτεξούσιος, αλλά στην πραγματικότητα η δήθεν ελεύθερή του βούληση και κατ' επέκτασιν ο τρόπος που βλέπει τον κόσμο, ποδηγετούνται από την ιερή ερωτική μανία. Μα ο νεαρός ποιητής - ήρωας της σύνθεσης "Ιμπρεσσιόνες" δεν είναι ένα απλό προσωπείο, ούτε παίζει με εξιδανικευμένες καταστάσεις και ιδεατά πρότυπα. Ο ποιητής είναι εκεί, είναι ο νεαρός μουσικός από το Ληξούρι που βιώνει τον έρωτα όχι ως την έκφραση ενός ιδανικού (έστω και θανατηφόρου) συναισθήματος, όπως θα συνέβαινε έναν αιώνα πριν, σε κάποιο ρομαντικό ποίημα, αλλά με τρόπο σαρκικό κι αληθινό πόνο. Δεν κατακαίγεται απλώς από τον ήλιο - έρωτα, αλλά επιχειρεί να πετάξει με τα φτερά του τελευταίου. Κι ας καταλαβαίνει στο τέλος, ως τραγικός ερωμένος (και όχι τραγικός ήρωας) ότι η λαχτάρα (εξ' ορισμού ανεκπλήρωτη, αλλιώς παύει να είναι λαχτάρα) είναι ο συνδετικός κρίκος του σωματικού - σαρκικού ερωτικού αισθήματος με το αιώνιο αρχέτυπο του Έρωτα - ιδέας.

Οι ερωτευμένοι, τα παιδιά, οι τρελλοί και οι μασκαράδες του καρναβαλιού έχουν, ο καθένας με τον τρόπο του, τη δύναμη να κατασκευάζουν κόσμους ξέχωρους, καινούριους, ανεξάρτητους, ένθετους στη ρουτίνα της καθημερινότητας (έτσι έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε το μέρος του πραγματικού κόσμου το οποίο βιώνουμε όλοι μας). Μα αυτοί οι ξέχωροι, παραμυθένιοι ή τρομακτικοί κόσμοι έχουν αξία μόνο και μόνο επειδή αποτελούν εξαιρέσεις. Επειδή κάθε μας μέρα δεν είναι τέτοια - αν ήταν, θα ζητούσαμε καινούριες εξαιρέσεις για να την ανατρέψουν, έστω στιγμιαία.

Ανάλογη είναι η δύναμη της τέχνης: σαν τον έρωτα, χαρίζει με τη μέθεξή της μικρούς στιγμιαίους οργασμούς αισθητικής απόλαυσης, που έχουν αξία αφ' ενός γιατί είναι στιγμιαίοι και αφ' ετέρου γιατί είναι και δικοί μας, γιατί κατάφεραν να μας μιλήσουν και να μας αναστατώσουν, έστω κι αν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τον πρώτο οργασμό, αυτόν που συντελέστηκε στην ψυχή του καλλιτέχνη - δημιουργού.

Ίσως κάποιοι να καταλογίσουν στην ποιητική αυτή συλλογή ότι προσπάθησε με απλοϊκό τρόπο να μιλήσει για ένα χιλιοειπωμένο θέμα. Ότι η γλώσσα της δεν έχει τη δύναμη της ποιητικής γλώσσας, καθώς είναι καθημερινή και όχι "πειραγμένη" - ότι δεν παρακολουθούν τις εξελίξεις της εποχής τους, καθώς τα νοήματά τους έχουν μια κρυστάλλινη καθαρότητα και καθόλου μοντερνιστική σκοτεινότητα.

Ας είναι. Ωστόσο, πέρα απ' όλες αυτές τις αξιολογήσεις, και τον αναγκαστικό υποκειμενισμό που κρύβουν, δεν μπορεί κανείς να μη μετρήσει τη χαρά που μπορεί να νιώσει ο αναγνώστης όταν διαβάζει, διατυπωμένες έστω και με τρόπο απλό, σκέψεις που και ο ίδιος έχει κάνει σε κάποια στιγμή της ζωής του. Όταν παρακολουθεί σκηνές από ένα έργο στο οποίο και ο ίδιος έχει κάποτε πρωταγωνιστήσει. Σαν τον ηθοποιό, που αν είναι αρκετά γενναιόψυχος, θα χαρεί κάποιον άλλο στο ρόλο που κι ο ίδιος είχε κάποτε ερμηνεύσει, έτσι οι "Ιμπρεσσιόνες" μπορούν να βιωθούν από μας με την απόλαυση της αναπαράστασης και δικών μας εμπειριών. Μπορούμε να χαρούμε την ποίηση που αναπαριστά λόγια που κι εμείς θα μπορούσαμε να είχαμε πει, αισθήματα που κι εμείς θα μπορούσαμε να είχαμε νιώσει.

Είθισται αυτή τη δύναμη να την έχουν περισσότερο το τραγούδι και η μουσική παρά η ποίηση. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η εξέλιξη του Αντίοχου Ευαγγελάτου σ' έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες. Γιατί όταν τραγουδάμε ένα τραγούδι, δεν υποδυόμαστε τους στίχους. Τους ζούμε. Έτσι και οι "Ιμπρεσσιόνες" προσφέρονται στον αναγνώστη ως αναπαράσταση ενός κοινού σε όλους βιώματος. Όλοι ερωτευτήκαμε, ή μήπως κάνω λάθος;

Λειψία 1924-1925… Κάπου, 2004-2005… Οι άνθρωποι ερωτεύονται, αγαπούν, πονούν και εκστασιάζονται και απογοητεύονται με τον ίδιο τρόπο. Και όταν τους συμβαίνει το (κατά τη "Μήδεια" του Ευριπίδη) "του έρωτα μέγα κακό", ο κόσμος τους μοιραία βάφεται με χιλιάδες χρώματα και τα μεγέθη και οι συντεταγμένες του αλλάζουν. Στο κέντρο του πλανήτη οι inamorati, οι ερωτευμένοι, και όλα τα άλλα, ένα απλό, πρόχειρο σκηνικό, όπως στις παλιές αυτοσχέδιες παραστάσεις της κομμέντια ντελ άρτε. Και, ασφαλώς, κάπου, στη σκιά ή στο φως ενίοτε, ένας πονηρός, ζαβολιάρης αρλεκίνος που τους κάνει όλους άνω κάτω, κινεί τα νήματα του μύθου (και του πάθους) και ανάβει φωτιές στην πλοκή: η αυτού εξοχότης, ο Έρως.-

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδύσσεια Κεφαλλονιάς - Ιθάκης, το 2005.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα