Έχω απόψε ραντεβού [Δράμα κωμικοτραγικόν με τρίγωνον ιψενικόν]



Το "Έχω απόψε ραντεβού", εμπνευσμένο από το ομώνυμο τραγούδι, ανέβηκε στη χριστουγεννιάτικη γιορτή του 2017, στο Λυκιαρδοπούλειο Θέατρο του Βαλλιανείου Γενικού Λυκείου Κεραμειών, σε επιμέλεια του φιλολόγου Θανάση Κεφάλα και της αφεντιάς μου.

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Μίλτος, κομψός ευγενής κύριος ............ ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΤΑΚΗΣ
Τάκης, σπορτίφ, νευρικός κύριος ................. ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ
Σούλα, νεαρά σε δίλημμα ....................... ΟΡΛΑ ΓΚΡΕΪΣ ΘΟΥΕΪΤΣ


Εξωτερικός χώρος. Ο Μίλτος σε μια γωνία και ο Τάκης σε μια άλλη γωνία, περιμένουν την κοπέλα τους, που τους έχει στήσει στο ραντεβού. Ο Μίλτος είναι πιο επίσημα ντυμένος για ραντεβού, ο Τάκης είναι πιο σπορ, πιο κάγκουρας. Ο Μίλτος φαίνεται πιο ψύχραιμος, περιμένει υπομονετικά, αν και φαίνεται κουρασμένος από την αναμονή, μάλλον πονάει η μέση του, αλλά υπομένει. Ο Τάκης φαίνεται πιο ανυπόμονος και νευριασμένος, στριφογυρίζει, κοιτάει το ρολόι του, παίρνει στο κινητό, φαίνεται να μην του απαντά κανείς, γράφει μηνύματα. Κρατούν και οι δύο από ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Στην αρχή δεν μιλούν, κοιτιούνται, κάποια στιγμή ο Μίλτος αποφασίζει να ανοίξει την κουβέντα.

ΜΙΛΤΟΣ: Συννεφιά και σήμερα… Λέτε να βρέξει;
(Ο Τάκης φαίνεται να μην τον ακούει, συνεχίζει να στριφογυρίζει)
ΜΙΛΤΟΣ: (επιμένει)…  Ωραίο μέρος εδώ, πολύ περιποιημένη πλατεία.
ΤΑΚΗΣ: Ορίστε;
ΜΙΛΤΟΣ: Λέω, ωραία είναι εδώ… Ούτε πολύ καυσαέριο.
ΤΑΚΗΣ: Τι μου λες ρε φίλε τώρα, εγώ κοντεύω να σκάσω…
ΜΙΛΤΟΣ: Σας βλέπω κάπως αγχωμένο..
ΤΑΚΗΣ: Άσε, κοντεύω δύο ώρες εδώ… Αλλά κι εσύ δεν πας πίσω. Κάμποση ώρα σε βλέπω…
ΜΙΛΤΟΣ: Ε, τι να κάνουμε… Έχω λιγάκι πιαστεί η αλήθεια είναι… Και νιώθω και μια κάποια λιγούρα.
ΤΑΚΗΣ: Άσε, έχω καπνίσει δύο πακέτα κι έχω πάει οχτώ φορές για κατούρημα. Κι ακόμα να φανεί.
ΜΙΛΤΟΣ: Κατάλαβα… Ομοιοπαθής κι εσείς… Το κάπνισμα πάντως να το μειώσετε. Και αυτή η συχνοουρία προέρχεται από το άγχος, είστε πολύ νέος για να έχετε προστάτη.
ΤΑΚΗΣ: Κι εσύ πρόσωπο περιμένεις;
ΜΙΛΤΟΣ: Ε, λέτε δυο ώρες να περιμένω το λεωφορείο;
ΤΑΚΗΣ: Άσε, λιγότερο από ώρα δεν την έχω περιμένει… Αλλά χαλάλι της… (Κοιτάει το κινητό του). Διακόσια ευρώ θα μου έρθει το κινητό.
ΜΙΛΤΟΣ: Να πάρετε ένα καλό πρόγραμμα. Εγώ έχω πάρει έξτρα λεπτά ομιλίας και SMS, διότι κι εμένα με στήνει τουλάχιστον μισή ώρα, αναλόγως την κίνηση. Αλλά, μισή ώρα παλεύεται. Έχω και πακέτο ίντερνετ, μέχρι να έρθει τσεκάρω τα μέιλ μου, διαβάζω και καμιά εφημερίδα. Και μία και δύο ώρες, παλεύεται, βγάζω και φωτογραφίες από το τοπίο.
ΤΑΚΗΣ: Δεν μπορώ ρε φίλε τόση αναμονή. Αλλά τη λατρεύω… Είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί. Περιμένω, περιμένω, αλλά όταν έρθει, δεν μπορώ να σου περιγράψω ρε φίλε, είμαι στον έβδομο ουρανό. Τα ξεχνάω όλα, σταματάει ο χρόνος μιλάμε ρε φίλε, πω ρε φίλε, παράδεισος ρε φίλε, σαν να παίρνει κάθε λεπτό πρωτάθλημα και κύπελλο ο Ολυμπιακός μιλάμε.
ΜΙΛΤΟΣ: Καταλαβαίνω… Ομολογώ πως κι εγώ νιώθω ένα κάποιο άγχος, μια ταχυκαρδία, η οποία εντείνεται μόλις την βλέπω να κατεβαίνει από το ταξί ή το λεωφορείο. Μα κατόπιν… όταν επιτέλους βρίσκεται κοντά μου, νιώθω μια κάποια αγαλλίαση.
ΤΑΚΗΣ: Και κάθε φορά, μιλάμε, ρε φίλε, πωωω, κάθε φορά το ίδιο άγχος. Λες κι είμαι πρωτάρης. Λες και τη βλέπω για πρώτη φορά. Ρε φίλε, δεν υπάρχει αυτή η γυναίκα.
ΜΙΛΤΟΣ: Πώς δεν υπάρχει; Μήπως από το άγχος της αναμονής παρουσιάζετε συμπτώματα παραισθήσεων;
ΤΑΚΗΣ: Τρόπος του λέγειν… (κατ’ιδίαν: Μα τι είν’ τούτος; Απορώ πως γύρισε και τον κοίταξε η κοπελιά). Βλέπω, στην τρίχα ντυμένος!
ΜΙΛΤΟΣ: Ε, κι εσείς δεν πάτε πίσω.  Απλώς έχετε υιοθετήσει ένα κάπως πιο μοντέρνο λουκ.
ΤΑΚΗΣ: Ε, είναι και το γυμναστήριο. Δύο ώρες την ημέρα χτυπιέμαι για πάρτη της. Τα πάντα, βάρη, διαδρόμους, κρόσφιτ, τα έχω τσακίσει όλα.
ΜΙΛΤΟΣ: Ε, κι εγώ ασχολούμαι με κάποια σπορ, για να κρατιέμαι σε φόρμα. Της αρέσει να είμαι κομψός…
ΤΑΚΗΣ: Να σου πω…Μεταξύ μας τώρα… Σε βάζει να ξυρίζεις και κανένα στήθος, πόδια… Εμένα με έχει ψήσει… Μιλάμε, ρε φίλε, το τι φαγούρα νιώθω τώρα δεν περιγράφεται… Αλλά μόλις τη βλέπω μπροστά μου, πάνε και φαγούρες και όλα..
ΜΙΛΤΟΣ: Θα προτιμούσα να μην υπεισέλθω σε προσωπικά δεδομένα, Αλλά, μιας και ρωτάτε, η προσωπική περιποίηση πλέον είναι μαστ και για τον άνδρα. Ομολογουμένως, δεν είναι τόσο απαιτητική η Αρτεμισία.
ΤΑΚΗΣ: Ενώ η δικιά μου η Σούλα, άσε, μέχρι παπούτσια βγάζω όταν πάω σπίτι της… Αλλά, μόλις τη βλέπω, ρε φίλε…
ΜΙΛΤΟΣ: Αξίζουν κάποιες θυσίες προκειμένου να ζήσει κανείς την ευτυχία… Βεβαίως, σε λίγο θα πιάσει βροχή.
ΤΑΚΗΣ: Όχι, ρε φίλε, πάει το τζελ στο μαλλί και τα σταράκια μου θα μουσκέψουνε… Έλα ρε Σούλα, πού είσαι; Δυο ώρες και τέταρτο ρε Σούλα, κι ούτε σ’ ένα μήνυμα δεν έχεις απαντήσει.
ΜΙΛΤΟΣ: Κάντε υπομονή, ίσως δεν ακούει τον ήχο του μηνύματος μέσα στον θόρυβο. Σκεφθείτε, παλαιότερα που δεν είχαν και κινητά…
ΤΑΚΗΣ: Θα σκάσω μιλάμε ρε φίλε. Έτσι είναι οι γυναίκες… Είναι κι η συγκοινωνία… Κλάφτα Χαράλαμπε…
ΜΙΛΤΟΣ: Μίλτος, όχι Χαράλαμπος.
ΤΑΚΗΣ: Που λέει ο λόγος. Τάκης εγώ. Όχι, ρε φίλε… όχι, μου γράφουνε τη μηχανή!!! Ε!!! Ρε φίλε… Δέκα λεπτά έχω παρκάρει…. Έλεος, μιλάμε… Πάει να φύγει… ξαφνικά σταματάει… Πωωω… έρχεται, έρχεται ρε φίλε! (προς τον αστυνομικό που γράφει…) Κάνε ό,τι θες, μεγάλε! 
(Μπαίνει η Σούλα, κοιτάζεται σε καθρεφτάκι, στρώνει το μαλλί…. Τη βλέπουν και οι δύο και αρχίζουν να κατευθύνονται προς το μέρος της!)
ΜΙΛΤΟΣ: Αρτεμισία!!! Επιτέλους σε βλέπω, καρδιά μου!
ΤΑΚΗΣ: Σούλα! Έλα ρε Σούλα, μαύρα μάτια κάναμε κοπελάρα μου!
Η Σούλα τους βλέπει και τους δύο και παγώνει…
ΣΟΥΛΑ: Αμάν!! Τι κάνουμε τώρα; (Κοιτάζει γύρω πανικόβλητη)…  Παρακαλώ!!! Μ’ ακούει το κοντρόλ! Πατήστε ένα pause!  Κατ! Κατ! Διακοπή!

Ο Μίλτος και ο Τάκης μένουν ακίνητοι σαν να βλέπαμε μια ταινία και να την παγώσαμε..
Η Σούλα απευθύνεται προς το κοινό

ΣΟΥΛΑ: Μισό λεπτάκι μόνο να σας εξηγήσω. Εγώ είμαι η Σούλα. Δηλαδή, το βαφτιστικό μου είναι Αρτεμισία.  Αλλά από μικρή με φωνάζανε Σούλα. Είμαι σίγουρη ότι μετά απ’ αυτό που είδατε θα σκέφτεστε για μένα τα χειρότερα. Ήδη κάποιοι και κυρίως κάποιες θα με στολίζετε με διάφορα κοσμητικά επίθετα. Αλλά, πάταξον μεν, άκουσον δε! Λοιπόν, να μην πολυλογούμε. Σ’ ένα σινεμά γνώρισα τον Μίλτο. Εμφανίσιμο παιδί, με καλλιέργεια, με χιούμορ, με τρυφερότητα. Μου ζήτησε να πάμε σ’ ένα γκουρμέ εστιατόριο, κεριά, βιολιά, τέτοια. Συγκινήθηκα εγώ. Ξαναβγήκαμε, ξαναβγήκαμε, ξέρετε, έχω ένα πρόβλημα, δεν κάνω καλή διαχείριση χρόνου, το έχετε αντιληφθεί. Μετά από κανα μήνα, βγήκαμε με κάτι φίλες σ’ ένα μπαράκι. Και βλέπω τον Τάκη. Θεός. Άντρας με τα όλα του, σώμα, πρόσωπο, ρούχα, τα πάντα όλα. Με κέρασε πίνα κολάδα. Με ξανακέρασε πίνα κολάδα. Με ξαναματακέρασε πίνα κολάδα. Ζαλίστηκα κι εγώ, άβγαλτο κορίτσι… φαντάζεστε. Καταλάβετέ με σας παρακαλώ. Ο ένας είναι γλυκός και τρυφερός. Ο άλλος, άντρας με τα όλα του. Και οι δύο μαζί φτιάχνουν τον ιδανικό άντρα. Οπότε… πώς να διαλέξει κανείς; Τους αγαπάω και τους δύο, πώς να διαλέξω τον έναν; Κι εγώ είμαι ευτυχισμένη, κι εκείνοι ευτυχισμένοι. Τα είχα κανονίσει. Δευτέρα Τετάρτη Παρασκευή Μίλτος. Τρίτη Πέμπτη Σάββατο Τάκης. Κυριακή εναλλάξ, Χριστούγεννα Μίλτος, Πάσχα Τάκης. 28η Οκτωβρίου Μίλτος, 25 Μαρτίου Τάκης. Όλα δουλεύανε τέλεια, πώς έκανα λάθος; Και πώς μαζεύεται τώρα; Μισό, να σκεφτώ σκηνοθέτα… (Στριφογυρίζει γύρω από τους δυο… κοιτάζει τον έναν κοιτάζει τον άλλον, σκέφτεται…) Άντε, άντε, πάτα play να δούμε πώς θα ξεμπερδέψουμε!

Ξεπαγώνουν ο Μίλτος και ο Τάκης και συνεχίζουν από εκεί που είχαν μείνει.
ΜΙΛΤΟΣ: Αρτεμισία!!! Επιτέλους σε βλέπω, καρδιά μου!
ΤΑΚΗΣ: Σούλα! Έλα ρε Σούλα, μαύρα μάτια κάναμε κοπελάρα μου!
(καταλαβαίνουν ότι πηγαίνουν στην ίδια γυναίκα, σταματούν απότομα, κοιτάζονται, σιωπή για λίγο, μετά κοιτάζουν τη Σούλα, σιωπή για λίγο, ξανακοιτάζονται… ξανακοιτάζουν τη Σούλα…)
ΜΙΛΤΟΣ: Αρτεμισία;
ΤΑΚΗΣ: Σούλα;
ΣΟΥΛΑ: Μίλτο μου, αγάπη μου!!!  (Τον αγκαλιάζει… ο Τάκης παθαίνει σοκ, τα νεύρα του χτυπάνε κόκκινο).
ΤΑΚΗΣ: Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει τι συμβαίνει εδώ;
ΜΙΛΤΟ: Αγαπητέ Τάκη, να σας συστήσω την Αρτεμισία.
ΣΟΥΛΑ: Χαίρω πολύ… Αρτεμισία!
ΤΑΚΗΣ: Ρε Σούλα, πας καλά; Τι είναι αυτά τώρα; Πωωωω ρε φίλε; Πας καλά; Τρελλαίνομαι μιλάμε!
ΣΟΥΛΑ: Σούλα είπατε; (μικρή παύση) Σούλα είπατε;
ΤΑΚΗΣ: Σούλα είπα.
ΣΟΥΛΑ: Σούλα είπατε!!! Χα χα χα!!! Άντε καλέ!!! Μικρός που είναι ο κόσμος!
Ο Μίλτος αρχίζει να γελάει χωρίς να καταλαβαίνει.
ΜΙΛΤΟΣ: Ναι, ναι, μικρός που είναι ο κόσμος! Αρτεμισία, τι εννοείς; Δεν πολυκατάλαβα…
ΣΟΥΛΑ: Καλέ ο Τάκης είστε; Της Σούλας;
ΤΑΚΗΣ: Ο Τάκης είμαι. Ο Τάκης σου. Τι εννοείς της Σούλας;
ΣΟΥΛΑ: Της αδελφής μου της Σούλας;
ΜΙΛΤΟΣ: Έχεις αδελφή; Πω πω… κοίτα να δεις, δεν το είχαμε κουβεντιάσει ποτέ;
ΤΑΚΗΣ: Ούτε κι εμείς!
ΣΟΥΛΑ: Ε μωρέ δεν έτυχε! Είμαστε δίδυμες! Και μιλάμε, απολύτως δίδυμες! Πιο δίδυμες πεθαίνεις! Εγώ, η Αρτεμισία, γεννήθηκα πέντε λεπτά πριν. Η Σούλα, γεννήθηκε πέντε λεπτά μετά. Εκείνη την βαπτίσανε Ορθοδοξία… Ε, και της κολλήσανε το Σούλα!
ΜΙΛΤΟΣ: Καταλάβατε κύριε; Είναι πολύ απλό! Η δική μου είναι η Αρτεμισία, η δική σας η Ορθοδοξία! Μα δεν είναι πολύ ιδιαίτερο αυτό που συμβαίνει;
ΤΑΚΗΣ: Δηλαδή εσύ είσαι η αδελφή της κοπέλας μου που είναι η κοπέλα του που η αδελφή της είναι η κοπέλα μου; Μπερδεύτηκα!
ΣΟΥΛΑ: Απλά, εγώ: Αρτεμισία, Αρτεμισία και Μίλτος = love. Η αδελφή μου, Σούλα. Σούλα + Τάκης = love. Πω πω ρε παιδιά, πλάκα έχει!!! Χα χα χα. !
ΤΑΚΗΣ: Και πού είναι η αδελφή σου;
ΜΙΛΤΟΣ: Δεν σας είπα ότι η  Αρτεμισία είναι συνεπέστερη; Καθυστερεί το πολύ μιάμιση ώρα! Αλλά, μια και βρεθήκαμε σ’ αυτό το τόσο τρυφερό παιχνίδι της τύχης, γιατί να μην συναντηθούμε; Σε λίγο θα έρθει!
ΣΟΥΛΑ: Α… όχι,  καλέ μου, δεν προλαβαίνουμε! Εγώ φταίω που καθυστέρησα, θα χάσουμε την ταινία αν καθυστερήσουμε κι άλλο!
ΜΙΛΤΟΣ: Μα ήδη τη χάσαμε! Μη σου πω ότι έχει τελειώσει κιόλας! Η επόμενη προβολή είναι στις έντεκα!
ΣΟΥΛΑ: Μα… ναι.. ναι!! Δεν είχαμε πει ότι θα πάμε σ’ εκείνο το ωραίο μπιστρό για καπουτσίνο και παγωτό κράνμπερι;
ΜΙΛΤΟΣ: Ό,τι πεις καλή μου! Αλλά, να έρθουν και τα παιδιά, κρίμα είναι!
ΣΟΥΛΑ: Α, όχι, όχι! Δηλαδή, θέλω να πω, η Σούλα δεν μπορεί να φάει παγωτό! Έχει αμυγδαλές! Χάλια, χάλια, σηκώνει πυρετό πολύ εύκολα και μετά μένει τρεις-τέσσερις βδομάδες στο κρεβάτι!
ΤΑΚΗΣ: Αφού προχτές φάγαμε παγωτό στον Πειραιά μετά το ματς!
ΣΟΥΛΑ: Ε, δεν το πιστεύω!!! Δεν βάζει μυαλό αυτό το κορίτσι! Κάτσε να γυρίσω στο σπίτι και θα της πω εγώ! Πάει γυρεύοντας να κάνει χειρουργείο!
ΜΙΛΤΟΣ: Οπωσδήποτε να της επιστήσεις την προσοχή.
ΣΟΥΛΑ: Άντε, να πηγαίνουμε κι εμείς, Μίλτο μου..
ΜΙΛΤΟΣ: Ναι, καρδιά μου…
ΤΑΚΗΣ: Και τώρα πού είναι η Σούλα;
ΣΟΥΛΑ: Ίσιωνε μαλλί την ώρα που έφευγα. Την καθυστέρησε και η μαμά για να ζυμώσουνε κάτι τυροπιτάκια…
ΤΑΚΗΣ: Δεν ήξερα πως ξέρει και να μαγειρεύει. Όλο ντελίβερι παίρναμε!
ΣΟΥΛΑ: Ε, με το ζόρι, ξέρεις,  η μαμά… μας θέλει νοικοκυρές!
ΜΙΛΤΟΣ: Πάντως, επιμένω να βγούμε όλοι μαζί… Θα είναι υπέροχη ευκαιρία… Κοίτα να δεις, αγαπητέ Τάκη, που θα συγγενέψουμε…
ΣΟΥΛΑ: Έλα ρε Μίλτο, αφού τα παιδιά έχουνε κάνει σχέδια… Μισό λεπτό να την πάρω να δω που είναι (Βγάζει το κινητό)
ΤΑΚΗΣ: Ήδη την καλώ εγώ…
(Χτυπάει το κινητό της Σούλας)
ΣΟΥΛΑ: Κοίτα να δεις… πήρα κατά λάθος  από το σπίτι το κινητό της… Πω πω μπέρδεμα!
ΜΙΛΤΟΣ: Για να δω (παίρνει το κινητό του Τάκη)… Μα… αυτός ο αριθμός…
(Κοιτάζονται εναλλάξ με τον Τάκη και τη Σούλα)
ΣΟΥΛΑ: Να σας εξηγήσω…
ΜΙΛΤΟΣ: Αρτεμισία!!!
ΤΑΚΗΣ: Σούλα!!!!



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα