Το κλεμμένο χελιδόνι
«Κρατάς
μυστικά;»
«Δεν
είπαμε ρε πως είσαι αδελφός μου;»
«Δεν
ξέρω αν πρέπει να στο πω αυτό, ψηλέ.»
Αυτές
οι κουβέντες, όταν γίνονται στις μικρές ώρες της νύχτας, κουβαλούν κάτι από το
σκοτάδι της, αλλά και κάτι από τα χιλιάδες μικρά και μεγάλα φωτάκια της πόλης
που το σπάνε. Ιδίως όταν τα βλέπεις από ψηλά, από τα φωτισμένα τείχη ενός
μεσαιωνικού κάστρου, που βλέπει όλη τη γύρω περιοχή. Κάμπους, βουνά, και την
πόλη από κάτω, ξαπλωμένη σαν να κοιμάται, πρώτες μέρες του καλοκαιριού.
Ζέστη ακόμα δεν κάνει, τα μοναδικά τζιτζίκια είναι εκείνη η φοιτητοπαρέα που μετά από την περιδιάβασή της στα κλαμπάκια της πόλης είπε ν’ αράξει στο κάστρο, να χαζέψει την ανατολή του ήλιου. Μα φυλλορρόησε η παρέα εν μέσω χασμουρητών και της ελαφρώς ζαλισμένης επιθυμίας κάποιων να απλώσουν την αρίδα τους στο φοιτητικό τους κρεβατάκι και να κοιμηθούν ως αργά το μεσημέρι της επόμενης μέρας, μέχρι δηλαδή η λιγούρα να τους ξυπνήσει και να τους οδηγήσει στο εστιατόριο της φοιτητικής λέσχης, με εκείνη την απόκοσμη ευωδία της σόδας που τιγκάρει τα φοιτητικά πιάτα, όταν οι απενταρίες δεν επιτρέπουν σουβλακοειδή ή άλλα γρήγορα εδέσματα, δηλαδή, σχεδόν κάθε μέρα, άντε, να καβατζώσουμε το φαΐ στη λέσχη για να μας μείνει και κανένα φράγκο για καφέ ή για ποτάκι το βράδυ.
Ζέστη ακόμα δεν κάνει, τα μοναδικά τζιτζίκια είναι εκείνη η φοιτητοπαρέα που μετά από την περιδιάβασή της στα κλαμπάκια της πόλης είπε ν’ αράξει στο κάστρο, να χαζέψει την ανατολή του ήλιου. Μα φυλλορρόησε η παρέα εν μέσω χασμουρητών και της ελαφρώς ζαλισμένης επιθυμίας κάποιων να απλώσουν την αρίδα τους στο φοιτητικό τους κρεβατάκι και να κοιμηθούν ως αργά το μεσημέρι της επόμενης μέρας, μέχρι δηλαδή η λιγούρα να τους ξυπνήσει και να τους οδηγήσει στο εστιατόριο της φοιτητικής λέσχης, με εκείνη την απόκοσμη ευωδία της σόδας που τιγκάρει τα φοιτητικά πιάτα, όταν οι απενταρίες δεν επιτρέπουν σουβλακοειδή ή άλλα γρήγορα εδέσματα, δηλαδή, σχεδόν κάθε μέρα, άντε, να καβατζώσουμε το φαΐ στη λέσχη για να μας μείνει και κανένα φράγκο για καφέ ή για ποτάκι το βράδυ.
Δύο
μείνανε μονάχα να καρτερούνε την ανατολή. Ο «ψηλός» κι ο άλλος. Είχανε
γνωριστεί από τις πρώτες μέρες που ήρθανε να σπουδάσουνε σ’ εκείνη την πόλη.
Ξένη πόλη και για τους δυο. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι ζόρι περνάνε τα παιδιά
που πάνε να σπουδάσουνε σε μια ξένη πόλη, ακόμη κι οι άνθρωποι που το ‘χουν
κάνει, τις περισσότερες φορές κρατάνε στη μνήμη τους τις ωραίες στιγμές και
αυτές τις εφαλτικές πρώτες μέρες, που δεν ξέρεις κανέναν και τίποτε, τις
απωθούν στο τελευταίο συρταράκι του υποσυνείδητου. Γιατί πάντα πρέπει η
φοιτητική ζωή να συνδέεται με ξενοιασιά, για να αντιπαραβάλλεται με τα ζόρια
που τραβάει κανείς στην αγορά εργασίας.
Είχανε
κολλήσει οι δυο τους. Είχανε και κοινά ενδιαφέροντα. Σεργιανούσαν με τις ώρες
στο διαδίκτυο παρακολουθώντας μουσικές και βιντεάκια, Ονειρεύονταν όπως όλα τα
παιδιά ότι κάποτε θα πετύχουν κάτι αληθινά μεγάλο, που θα έκανε τον κόσμο να τους επευφημεί και
να του θαυμάζει. Το αντικείμενο της σχολής, δεν θα έλεγε κανείς ότι το
αντιμετώπιζαν με εκδηλώσεις λατρείας, αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού τους είχαν
ότι θα μπορούσε να βοηθήσει σ’ αυτό που ήθελαν πραγματικά να κάνουν. Όταν ο
δημιουργικός τους οίστρος για αυτό το «κάτι αληθινά μεγάλο» έπαυε να βρίσκεται
σε έξαρση, πράγμα το οποίο στη ζωή ενός φοιτητή, που νιώθει όλη τη ζωή μπροστά
του, συμβαίνει πολύ συχνά, περιορίζονταν στο να περνάνε πολλές ώρες παίζοντας
ηλεκτρονικά, αράζοντας στα καφέ και στα κλαμπάκια, ανάμεσα σε δυνατές μουσικές,
εξαντλημένες μπαταρίες κινητού από φωτογραφίες και πλοήγηση στα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης, συζητήσεις επί παντός του επιστητού και ταυτοχρόνως χωρίς
αντικείμενο Δηλαδή, όλα εκείνα τα
υπέροχα που περιέχει η φοιτητική ζωή, ένας παρένθετος χρόνος σε μια ζωή τόσο
ηλίθια εντατικοποιημένη για το τίποτα, που το
αραχτό ξόδεμα του χρόνου στο πανεπιστήμιο φαντάζει ως η μοναδική πράξη
αντίστασης κάποιου, πριν αυτοβούλως προσέλθει για να κλειστεί στο σαρδελοκούτι
της αγοράς εργασίας.
«Κρατάς
μυστικό, ψηλέ;»
«Θα
με σκάσεις, πες το επιτέλους. Ξημερωθήκαμε εδώ πάνω».
«Δεν
το έχω πει πουθενά. Μα νιώθω ότι μπορώ πια να σου πω τα πάντα. Σε ξέρω τόσο
λίγο καιρό, μα σού ‘χω πει τόσα πολλά για τη ζωή μου». Ο ψηλός αν είχε ακούσει
κι είχε ακούσει από τον άλλο…. Που γενικά ήτανε πολύ πολύ λιγομίλητος. Κουβέντα
δεν του έπαιρνες. Μια, δυο λέξεις, άντε και κανένα επίρρημα με όχι πάνω από
τρεις συλλαβές. Κι όμως, καμιά φορά ο ψηλός καταλάβαινε πως ο άλλος, όσο κι αν
φαινότανε κάπως μικροσκοπικός μπροστά του, ήτανε ένα ηφαιστειάκι που επιμόνως
αρνιόταν να στείλει τη λάβα του προς τα έξω. Έβραζε και κόχλαζε σαν μαρμελάδα
βερίκοκο μέσα του, μα λέξη δεν έβγαινε από το στοματάκι του. Στους άλλους. Στον
ψηλό, μιλούσε. Είχε αρχίσει να μιλάει. Συνήθως, σε σκοτεινά μέρη, σαν εκείνο το
Κάστρο πάνω από την πόλη τη νύχτα. Ή στους κακοφωτισμένους δρόμους της
αποκοιμισμένης πόλης. Ή, στα φοιτητικά τους δωμάτια, όταν οι μουσούδες και των
δυο ήταν κολλημένες πάνω στις οθόνες των φορητών ή των κινητών τους. Ο άλλος
μίλαγε στον ψηλό εκεί που οι συνθήκες ήταν ιδανικές. Εκεί που δεν χρειαζόταν να
κοιτάξει ή να τον κοιτάξουν στα μάτια. Σιγά σιγά ο ψηλός είχε μάθει τα πάντα
για τον άλλο, που ένιωθε ότι είχε βρει κάποιον επιτέλους που ήξερε να τον
ακούει χωρίς να τον νουθετεί. Να τον καταλαβαίνει χωρίς να του κάνει τον
ξύπνιο. Αυτό που θέλουμε όλοι από ένα φίλο. Να ακουμπήσουμε πάνω του, χωρίς
αυτό να σημαίνει ότι το στήριγμα που βρήκαμε θα μας στοιχίσει την ελευθερία
μας.
«Είναι
δύσκολο να το πω, ψηλέ».
«Στον
αδερφό σου δεν θα το πεις;».
Σιωπή,
κάμποση ώρα κοιτάει τα χωρίσματα του πλακόστρωτου που οδηγούν στην πόλη.
Δύσκολο να το μοιραστείς τέτοιο μυστικό.
Ο
ψηλός δυσανασχετούσε. Κι ο άλλος άρχισε να ξεκουμπώνει και να βγάζει το
πουκάμισό του.
«Τι
κάνεις ρε ηλίθιε; Πας καλά;» του είπε ο ψηλός.
Ο
άλλος είχε ήδη βγάλει το πουκάμισό του. Ήταν αρχές καλοκαιριού, αλλά τόσο βαθιά
μέσα στη νύχτα, έκανε ψύχρα. Έτρεμε λίγο από το κρύο.
«Κοίτα».
Ο
ψηλός τον είδε να παίρνει μια βαθιά αναπνοή και να κλείνει τα μάτια του. Ένα
φως άναψε ξαφνικά πάνω στο στέρνο του άλλου και το δέρμα του έγινε
διάφανο. Εκεί που μαθαίνουμε στη
βιολογία πως υπάρχουν οι πνεύμονες, η καρδιά, ήταν…. Έλα Χριστέ και Παναγία!
«Ρε,
πάς καλά; Τι είναι αυτό;»
«Τι
βλέπεις;»
Μια
φωλιά. Ήτανε μια χελίδονοφωλιά. Και μέσα της είχε κουρνιάσει ένα χελιδόνι. Ο
άλλος ακούμπησε τα χέρια του στο στέρνο του κι αυτά διαπέρασαν το δέρμα του σαν
να είναι ιστός αράχνης, πήραν απαλά το χελιδόνι, που καθόλου δε θέλησε να
διαταράξει τη γαλήνη του, και το έβγαλαν έξω. Το δέρμα του άνοιξε κι έκλεισε
σαν διάφανη κουρτίνα, κι ο άλλος κρατούσε πια στις χούφτες του το χελιδόνι και
του χάιδευε το κεφάλι.
Ο
ψηλός είχε σαστίσει. «Μπορείς να μού εξηγήσεις τι είναι όλα αυτά; Δεν έχω πιει
απόψε, το ορκίζομαι».
«Κάθε
πρωί το αφήνω ελεύθερο. Πετάει, πετάει πολύ ψηλά, πολύ μακριά, και πάει να συναντήσει
τα όνειρά μου. Γυρίζει όλον τον κόσμο, πάει σ’ όλα τα μέρη που εγώ δεν ταξίδεψα
κι ίσως δεν θα ταξιδέψω ποτέ, και χαιρετάει τους ανθρώπους, εκείνους που αγαπάω
κι αποζητάω. Κι ύστερα, το βραδάκι, γυρίζει στη φωλιά του, στην καρδιά μου… Τις
νύχτες το ακούω στον ύπνο μου να ψιθυρίζει ιστορίες από κείνα τα μέρη που
ταξίδεψε, ιστορίες από τόπους ξένους κι ανθρώπους ξένους, άλλοτε χαρούμενες κι
άλλοτε λυπητερές, ιστορίες που καμιά φορά με νανουρίζουν και καμιά φορά με
κρατάνε ξάγρυπνο όλη νύχτα».
«Καλά.
Και πώς ξέρει να ξαναγυρίσει;»
«Τα
χελιδόνια πάντα θυμούνται πού έχουν χτίσει τη φωλιά τους. Τούτο δω είναι μονάχο
του. Κάποτε θα βρει το ταίρι του και θα’ ρθουνε μαζί να κατοικήσουν στην καρδιά
μου».
«Καλά..και
το χειμώνα;»
«Το
χειμώνα είναι που κάνει τα μεγαλύτερα ταξίδια του. Εκείνα που ούτε να
ονειρευτεί η ψυχή μου δεν τολμάει… Είναι
άδεια η φωλιά του το χειμώνα, κι εγώ παλεύω ως την άνοιξη να την κρατήσω ζεστή,
να μην παγώσω κι εγώ μαζί της».
«Και
να σου πω ρε αδερφέ… το έχεις βαφτίσει το χελιδόνι;»
Ο
άλλος έφερε το κοιμισμένο χελιδόνι κοντά στο πρόσωπό του, του ξαναχάιδεψε το
κεφάλι και με τον ίδιο τρόπο που το πήρε, το τοποθέτησε στη ζεστή φωλιά της
καρδιάς του. Φόρεσε και το πουκάμισό του, και κουμπώθηκε με απαλές κινήσεις,
για να μην ξυπνήσει το πουλί.
«Ναι.
Το λένε Εμπιστοσύνη».
«Χάλια
όνομα για πουλί».
«Γιατί
του έχω εμπιστοσύνη. Μια μέρα θα γυρίσει, και γι’ αυτήν τη μέρα που θα
ξανατρυπώσει στην καρδιά μου αξίζει να περιμένω μήνες μες στο κρύο. Και γιατί
όσοι ξέρουν γι’ αυτό έχουν κερδίσει τη δικιά μου εμπιστοσύνη. Όπως εσύ. Σού ‘χω
φανερώσει όλη μου τη ζωή, κυριολεκτικά ό,τι κρύβω βαθιά μέσα στην καρδιά μου».
«Αδερφέ…
με τιμάει η εμπιστοσύνη σου» είπε ο ψηλός και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
Δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοιον άνθρωπο. Που η καρδιά του νά ‘ναι χελιδόνι που
πετάει ψηλά.»
«Κρυώνω
λίγο… Και νυστάζω»… είπε ο άλλος…
«Να
κοιμηθώ σπίτι σου απόψε;» τον ρώτησε ο ψηλός. Πολλές φορές μετά από τέτοια
ξενύχτια ο ένας έμενε στο σπίτι του αλλουνού, όπου καμιά φορά συνεχίζονταν οι
αέναες φοιτητοσυζητήσεις ή ακολουθούσε ένας ακόμη γύρος από εκείνα τα
ηλεκτρονικά που δεν τελειώνουν ποτέ, μέχρι σκουντουφλώντας να οριζοντιωθούν ο
ένας στο κρεβάτι του κι ο άλλος στον παρακείμενο καναπέ.
Έτσι
κι εκείνο το βράδυ, άφησαν πίσω τους το φωτισμένο κάστρο και κατέβηκαν στο
σπίτι του άλλου. Κόντευε κιόλας να χαράξει. Πολλή όρεξη για συζήτηση δεν είχαν
κι έπεσαν για ύπνο. Ο ψηλός του θύμισε πως την επόμενη είχανε δουλειά: «Αύριο
πρέπει να κάνουμε εκείνη την εργασία παρέα. Χωρίς εσένα δε γίνεται αδερφέ, θα
είναι μισή.. Κοίτα να κοιμηθείς να ‘σαι φρέσκος!»
«Εντάξει
ψηλέ. Καληνύχτα».
«Καλόν
ύπνο χελιδονόκαρδε!» Ο ψηλός ήταν μέγας ατακαδόρος και λεξιπλάστης, όχι ότι κι
ο άλλος πήγαινε πίσω… Απλά τώρα ο
χελιδονόκαρδος έμενε σιωπηλός και ώσπου ν’ αποκοιμηθεί πάσχιζε να ακούσει τον
ψίθυρο του χελιδονιού που θα του εξιστορούσε τη σημερινή του περιπέτεια.
Κάποια
στιγμή, μόλις ο ψηλός είχε αποκοιμηθεί, ακούστηκε ο ψίθυρος του χελιδονιού:
«Σήμερα
πήγα στον τόπο σου, στο νησί σου. Κι είδα έναν άνθρωπο, λίγο χαμένος μου φάνηκε
στην αρχή. Στριφογυρνούσε μέσα σ’ ένα δωμάτιο και μου φάνηκε ότι κάτι έλεγε για
σένα. Ύστερα βγήκε στους δρόμους και περπατούσε μουρμουρίζοντας… Κατάλαβα γιατί
έδειχνε χαμένος. Το κατάλαβα από το μπαστούνι που τον είδα να κρατάει για να
του δείχνει το δρόμο. Ήτανε τυφλός. Έφτασε μονάχος του σε μια ερημιά, κάθισε σ’
ένα βράχο και πήγα και κάθισα κι εγώ δίπλα του… Μου μίλησε: «Εμπιστοσύνη… του
έχω εμπιστοσύνη… Αλλά κάτι θα συμβεί στο γιο μου… Στενοχώρια… Το νιώθω. Γιατί
πονάω όταν πονάει κι αυτός» Δεν είπε άλλη κουβέντα. Κι εγώ πέταξα ψηλά γιατί
νύχτωνε κι είχα δρόμο πολύ, θάλασσες και βουνά να περάσω ώσπου να φτάσω στη
φωλιά μου».
Ο
χελιδονόκαρδος είχε κιόλας κοιμηθεί.
Να
σας πω και ακριβώς τις ώρες που περάσανε, ψέματα θα σας πω. Είχε μεσημεριάσει,
αν κρίνουμε από το πόσο ψηλά είχε ανεβεί ο ήλιος και τι έλεγαν τα ρολόγια των περαστικών.
Ήταν πολλοί, είναι αλήθεια, οι περαστικοί σ’ εκείνοι την πλατεία. Πολλοί
περνούσαν, πολλοί κοντοστέκονταν να δουν το παράξενο θέαμα, κανένας δε
σταματούσε, κανένας δεν πλησίαζε.
Στη
μέση της πλατείας ήταν ξαπλωμένος. Ο άλλος. Ο χελιδονόκαρδος. Όπως είχε πέσει
να κοιμηθεί. Δίχως το πουκάμισό του. Ματωμένος. Αν τον κοιτούσες πιο
προσεκτικά, όχι όπως εκείνους που έστρεφαν το κεφάλι κι έφευγαν, είχε μια
μεγάλη γρατζουνιά στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς.
Τον
ξύπνησαν οι φωνές μιας γιαγιάς που τρόμαξε από το θέαμα. Άνοιξε τα μάτια του κι
ένιωσε πρώτα πρώτα τα χαλίκια πάνω στο
δέρμα του. Περίεργο, ύστερα ένιωσε τον πόνο στο στήθος. Ψηλάφισε κι ένιωσε το
σκίσιμο στο δέρμα του. Σηκώθηκε… Κοίταξε γύρω του. Κάποιοι είχαν σταματήσει και
τον κοιτούσαν. Το παντελόνι του ήταν ματωμένο. Ήταν ξυπόλητος… Πάνω στο στέρνο
του… τι ήταν αυτά τα μαύρα σημάδια που φαίνονταν; Ήταν γράμματα.
Ένα
παιδάκι φώναξε: «Κοίτα μαμά! Κοίτα τι γράφει πάνω στην πλάτη του! Κοίτα τι
γράφει πάνω στο πρόσωπό του! Στα χέρια του!»
Εκείνος
κοίταξε τα χέρια του… τα σήκωσε ψηλά στον ήλιο… ήταν γεμάτα γράμματα, λέξεις
και προτάσεις που γράφονταν αστραπιαία και σβήνονταν… Τα κοιτούσε και
προσπαθούσε να πιάσει το νόημά τους. Τι
ήταν όλα αυτά; Τι του είχε συμβεί;
Πάνω
του γράφονταν και σβήνονταν κουβέντες . Αληθινές κουβέντες. Διαβάζοντάς τες
άκουσε μέσα στο κεφάλι του τη δικιά του φωνή να τις λέει. Ήταν κουβέντες που
είχε πει κάποτε εκείνος. Ήταν τα μυστικά του, οι πιο μύχιες αλήθειες της ζωής
του που με ελάχιστους ανθρώπους είχε μοιραστεί. Όλα εκείνα τα λόγια, που κι ο
ίδιος έτρεμε να ψελλίσει, όλες οι μεγάλες αγωνίες που ήθελε να κρατήσει για
πάντα μέσα του είχαν βγει έξω κι είχαν κάνει το σώμα του χαρτί για να γραφτούν.
Ο
Ψηλός; Πού ήταν ο ψηλός; Την τελευταία φορά που θυμάται κάτι, είχε κοιμηθεί
μαζί του, στο σπίτι του.
Ο
χελιδονόκαρδος άρχισε να τρίβει με μανία τα χέρια και το σώμα του για να
σβηστούν τα γράμματα, μα όλο και περισσότερες λέξεις ξεπρόβαλαν. Μια αγωνία τον
είχε κυριεύσει, μα δεν τολμούσε να δοκιμάσει μπροστά στον κόσμο να ανοίξει την
καρδιά του και να δει αν το χελιδόνι του ήταν ακόμη κοιμισμένο εκεί μέσα.
Μα
το σκίσιμο στο στέρνο του δεν έλεγε ψέματα. Άρχισε να τρέχει, να τρέχει, να
τρέχει μακριά από την πλατεία, μακριά από τους ανθρώπους. Ήθελε να χαθεί, να
μην τον βλέπει κανένας.
Ολόκληρη
η πόλη εκείνη τη μέρα είχε δει έναν ματωμένο νεαρό με γραμμένα κατεβατά
τεράστια στο στήθος και την πλάτη και το πρόσωπο… έναν σαν κι αυτούς που
βλέπουμε καμιά φορά στα περιοδικά να παίρνουν μέρος σε διαγωνισμούς τατουάζ.
Κάποιοι τον σχολίασαν με οίκτο: «Τον κακομοίρη, κοίτα χάλια», κάποιοι άλλοι με
αηδία «Κοίτα το φρικιό που περνάει!», και κάποιοι άλλοι με θαυμασμό: «Μαν,
αυτός ο τύπος είναι πολύ κουλ!». Κανείς δεν ξέρει τι ζητάνε οι άνθρωποι από
τους άλλους ανθρώπους. Κανείς δεν ξέρει τι κρύβουν μέσα στην ψυχή τους εκείνοι
που αβίαστα τους χαρακτηρίζουμε όταν περνούν από μπροστά μας. Μόνο ένας
σκέφτηκε να τονε ρωτήσει: «Τι έχεις;»
«Έχασα
την Εμπιστοσύνη».
Βρέθηκε
μόνος του σε μια γωνιά, εκεί που ήταν σίγουρος πως δεν θα τον έβλεπε κανένας.
Ακούμπησε το πληγωμένο στήθος του με το χέρι του, κι εκείνο, όπως πάντα, άνοιξε
για να βγει το χελιδόνι. Έτσι γινόταν κάθε πρωί. Αν δεν άνοιγε εκείνος τις
κουρτίνες, το χελιδόνι της καρδιάς του δεν θα πετούσε ποτέ.
Η
παλάμη του ψηλάφισε τη φωλιά του χελιδονιού. Μα χελιδόνι δεν υπήρχε πια. Τώρα
ήτανε σίγουρος.
Κοιτάχτηκε
στα τζάμια ενός παρκαρισμένου
αυτοκινήτου και τρόμαξε. Όλο του το σώμα είχε μελανιάσει από όλα του τα μυστικά
και τις κρυφές του σκέψεις που ήταν γραμμένα πάνω του. Ακόμα και το άσπρο των
ματιών του είχε γράμματα και λέξεις…
Ποιος
του είχε κλέψει το χελιδόνι του; Ποιος του είχε κλέψει την Εμπιστοσύνη;
Στην
ήσυχη γωνιά ακούστηκε ο ήχος του κινητού. Μήνυμα. Γραπτό. Αστείο. Τώρα κι ο
ίδιος ήταν όλος ένα γραπτό μήνυμα.
Αστείο.
Ήταν ο ψηλός.
«Πού’
σαι ρε μαν; Κοιμόσουνα του καλού καιρού όταν έφυγα. Τι θα γίνει; Θα τη
φτιάξουμε τελικά την εργασία ρε; Πού είσαι κι έχεις καθυστερήσει… Δεν πιστεύω
να θέλεις να κοπούμε».
Ο
χελιδονόκαρδος είχε γίνει πια ένα μαύρο μελάνι ολόκληρος… μονάχα στη μέση η
κόκκινη σχισμάδα θύμιζε πως ο εκείνος που αποκαλούσε τον εαυτό του «αδελφό»,
εκείνος που του είχε εμπιστευθεί τα μεγαλύτερα μυστικά της ζωής του, όσο
εκείνος κοιμόταν, είχε σηκωθεί και μέσα στο ίδιο του το σπίτι, με τα ίδια του
τα χέρια του έσκισε το στέρνο και του έκλεψε εκείνο που κοίμιζε πάντα καλά
προστατευμένο στην καρδιά του: Το χελιδόνι του. Την εμπιστοσύνη.
Φαίνεται
πως το μελάνι από τις λέξεις που τώρα είχανε φανερωθεί στο σώμα του είχε
αρχίσει να μαυρίζει και το αίμα του. Πρώτα ήρθε ο θυμός, ύστερα η απελπισία,
ύστερα η απογοήτευση. Τι θα μπορούσε να κάνει;
Με
τα χέρια του να τρέμουν απαντά: «Λυπάμαι. Δεν μπορώ να σε δω».
Καπάκι
το μήνυμα του ψηλού… «Γιατί; Τι έπαθες ρε;»
Την ίδια ώρα, το μελάνι από τις λέξεις σιγά
σιγά έπνιγε και την ψυχή του χελιδονόκαρδου, που άρχισε να τρέχει ακόμα πιο
γρήγορα… Είχε πια φύγει από την πόλη, και τρέχοντας τα πόδια του είχαν γεμίσει
πληγές, μα όσο περισσότερο πονούσε τόσο περισσότερο έτρεχε.
«Ξέρεις.
Σκέψου λίγο». Δεν είχε άλλες λέξεις. Νόμιζε ότι εκείνες ήταν οι τελευταίες που
θα έλεγε. Έτρεχε, έτρεχε, ποιος ξέρει πόσα χιλιόμετρα είχε κάνει… Τα βουνά ήταν
μακριά, μπροστά του έβλεπε πια τη θάλασσα… Λες και τα πόδια του απέκτησαν
μεγαλύτερη δύναμη… Η θάλασσα... Ο ήλιος τον έκαιγε έτσι μαύρος που είχε γίνει
κι η πληγή του πονούσε βαθιά. Να μπορούσε να φτάσει στη θάλασσα…
Πέρασε
ώρα πολλή. Ο χελιδονόκαρδος είχε φτάσει στην ακτή και κοιτούσε απελπισμένος τα
κύματα να σκάνε όταν ήρθε και το τελευταίο μήνυμα.
«Άντε,
που είσαι ρε; Και… να σου πω… σήμερα… το
πρωί… μόλις έβγαινα από το σπίτι… ρε γαμώτο… στενοχωρήθηκα… Είδα στη μέση του
δρόμου πεθαμένο ένα χελιδόνι.. Ίδιο με το δικό σου… φαίνεται χτύπησε σε κάποιο
καλώδιο του ηλεκτρικού το κακόμοιρο… Τι έκανες ρε; Ξέχασες χτες να το βάλεις
στη φωλιά του;»
Μόλις
διάβασε το μήνυμα, πληκτρολόγησε πολύ γρήγορα την απάντηση. Την ίδια απάντηση
που φώναζε προς τα κύματα με όλη του τη δύναμη.
«Δεν
το ξέχασα».
Έστειλε την απάντηση, και κατόπιν πήρε το
κινητό και το πέταξε με δύναμη στα βράχια. Δεν το άκουσε να σπάει, γιατί την
ίδια ώρα φώναζε, φώναζε δυνατά το όνομα του χελιδονιού του. «Εμπιστοσύνη…
εμπιστοσύνη».
Την
είχε χάσει πια. Ολότελα.
Κοίταξε
τη θάλασσα μπροστά του. Δεν το πολυσκέφτηκε. Όρμησε μέσα. Το αλάτι της τον
πόνεσε φριχτά. Η πληγή στο στήθος του, οι πληγές στα πόδια του από το
περπάτημα.
Δεν
πρόλαβε να κάνει παρά μερικές απλωτές. Το γαλάζιο των νερών και το δικό του
μαύρο ήταν τόσο αταίριαστα που ένιωθε βρώμικος ακόμα και μέσα σε τόσο νερό…
Δε
θυμάται πολλά. Μόνο ότι είδε μια σανίδα να ΄ρχεται προς το μέρος του, απ’ αυτές
που χρόνια βολοδέρνουνε στα κύματα. Έκανε να την πιάσει, μα τον χτύπησε στο
κεφάλι.
Ένα
μαύρο σώμα, πήγε ν’ αγκαλιάσει μια κάτασπρη από τα αλάτια σανίδα. Πήγε να γίνει
χελιδόνι.
Είχε
σουρουπώσει πια. Στην ακτή το μπαστούνι του τυφλού κυρίου που περπατούσε εκεί
κάθε βράδυ σκόνταψε πάνω σε κάτι μεγάλο. Ο κύριος έσκυψε, άφησε το μπαστούνι
του και προσπάθησε με την αφή να καταλάβει τι ήταν αυτό που βρήκε. Η παλάμη του
ακούμπησε τα μαλλιά ενός ανθρώπου. Ψηλάφισε το πρόσωπό του. Στο λαιμό του
ένιωσε το σφυγμό του. Ήτανε ζωντανός.
Μα
εκείνος δεν έβλεπε. Μόλις κατάλαβε πως ήταν ζωντανός, του ψιθύρισε στ’ αυτί:
«Μ’
ακούς; Μ’ ακούς;»
Ο
άλλος απλά ψιθύρισε «Ναι».
«Μπορείς
ν’ ανοίξεις τα μάτια σου; Προσπάθησε, σε παρακαλώ…»
Ο
χελιδονόκαρδος άνοιξε τα μάτια του. Διπλωμένος όπως ήταν στην αμμουδιά, είδε
πως το δέρμα του ήταν καθαρό, πεντακάθαρο. Καμία λέξη στα χέρια του… στο στέρνο
του… αν μπορούσε να δει και την πλάτη του θα έβλεπε πως ούτε κι εκεί υπήρχε πια
τίποτα. Ούτε λέξη. Κοίταξε τον τυφλό κύριο. Τον είδε να κρατάει κάτι στο άλλο
του χέρι.
«Εγώ
δεν βλέπω. Αν δεις ποτέ το γιο μου, να του το δώσεις. Είναι το χελιδόνι του.
Ήρθε το βράδυ στο σπίτι μου τρομαγμένο. Είχε πετάξει από πολύ μακριά. Ξέρεις,
καμιά φορά όταν κοιμάμαι, ακούω τα πουλιά που μου λένε τις ιστορίες τους. Και
κείνο μου είπε τη δικιά του. Το χελιδόνι κοιμόταν στην καρδιά του γιου μου. Μα
ένας φίλος του τού ξέσκισε την καρδιά και του το πήρε. Το έκλεισε σ’ ένα
κλουβί, για να ακούει κι εκείνος τα βράδια τις ιστορίες του. Μα εκείνος δεν
είχε φωλιά στην καρδιά του και το χελιδόνι έφυγε… έψαξε να βρει τη φωλιά του,
μα ο γιος μου είχε χαθεί. Κι ήρθε σε μένα απαρηγόρητο. Μου είπε την ιστορία του
και κοιμόταν πάντα πλάι στο προσκέφαλό μου. Μέχρι που σήμερα μου είπε… «Θα σε
πάω στη φωλιά μου. Και μ’ έφερε σε σένα. Κι ας ήμουν τυφλός. Μ’ έφερε σ’
εσένα».
Ο
χελιδονόκαρδος ανασηκώθηκε, κάθισε σταυροπόδι πάνω στην αμμουδιά. Πήρε το χέρι
του τυφλού, που κρατούσε το χελιδόνι, και το ακούμπησε πάνω στο στέρνο του. Κι
όπως και πρώτα, σαν κουρτίνα άνοιξε η καρδιά του και το χελιδόνι του φτερούγισε
μέσα.
Ο
τυφλός κύριος του χάιδεψε το κεφάλι και σηκώθηκε. «Εγώ θα φύγω τώρα. Θα ξαναπάς
στη μεγάλη πόλη. Θα αγαπάς τους ανθρώπους όπως και πρώτα. Και θα έχεις για
πάντα στην καρδιά σου την Εμπιστοσύνη. Όχι για όλους. Για εκείνους που το
αξίζουν να φωλιάσει και στη δική τους την καρδιά».
Το
μπαστούνι του τυφλού κυρίου ζωγράφιζε την άμμο καθώς απομακρυνόταν… Έπεφτε σιγά
σιγά το βράδυ.
Ο
χελιδονόκαρδος κοιμήθηκε στην αμμουδιά. Γαληνεμένος. Χιλιάδες ιστορίες του είπε
ο χελιδόνι του εκείνο το βράδυ. Όσες είχε χάσει τις μέρες εκείνες που ήταν
μακριά από τη φωλιά του. Και το επόμενο πρωί, καθώς άφηνε το χελιδόνι του να φύγει για την καθημερινή του βόλτα, το
έφερε κοντά στο πρόσωπό του και του ψιθύρισε.
Αυτό
θα λες σήμερα σε όποιον συναντήσεις: «Να αγαπάς τους ανθρώπους. Και να έχεις
για πάντα στην καρδιά σου την εμπιστοσύνη, για εκείνους που το αξίζουν να
φωλιάσει και στη δικιά τους την καρδιά».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου