Το παραμύθι της κανέλλας
Ζούσε σ’ ένα ντουλάπι. Με καφετιά, ολόισια, ωραία ξύλινα ράφια. Το δωμάτιό της ήταν ένα διάφανο κουτάκι, με μια αυτοκόλλητη κουρτίνα. Από μέσα, λευκή. Απ’ έξω πολύχρωμη. Πάνω στο ταβάνι, μια οροφή από τρυπούλες. Είχε και γειτονάκια-φιλαράκια. Ο κυρ-Μοσχοκάρυδος, λένε, είχε κάποτε έναν μεγάλο κήπο με πανύψηλες καρυδιές, που από κάτω έβοσκαν χαριτωμένα μοσχαράκια. Η κυρία Αλατιέρα λένε πως κάποτε ζούσε κοντά στη θάλασσα, τόσο κοντά που η μπανιέρα της γέμιζε με θαλασσινό νερό κάθε φορά που έσκαγε πιο πέρα ένα κύμα. Η μαντάμ Ρίγανη δεν είχε μόνιμο σπίτι. Έκανε κατασκήνωση, πότε στα βράχια, πότε στα πεδινά. Ο κυρ-Πιπέρης, πάλι, δεν μπόρεσαν να καταλάβουνε ποτέ πού κατοικούσε παλιά. Σε κάτι πρέπει να ήταν αλλεργικός πάντως, γιατί φορές φορές κοκκίνιζε και φταρνιζόταν και μετά φταρνιζόντουσαν όλοι μέσα στο ντουλάπι κι η ηχώ από τα φταρνίσματά τους που κουτουλούσε στα ξύλινα φύλλα του ακουγόταν δυνατά σαν αστραπόβροντο. Και τότε οι άλλοι κάτοικοι του ντουλαπιού, τα έβαζαν μαζί του. Το Χα